Watermelon: Καρπούζι
watermelon αγγλ., water αγγλ., αρχ. αγγλ.wæter, αρχ. γερμ. water – wazzar, γοτθικά. watō, σλαβονικά voda …αρχ. ελλ. ύδωρ & [γαλλ. melon , λατιν. malum – mēlo = μήλο & mēlopepō = πεπόνι, αρχ. ελλ. μήλον (= ο καρπός της μηλιάς, το φρούτο, κάθε καρπός δέντρου, π.χ. μήλον κυδώνιον = κυδώνι, μήλον περσικόν = ροδάκινο, μήλον κίτριον = λεμόνι, μήλον μηδικόν = πορτοκάλι, μήλον αρμενιακόν = βερίκοκο…) & μήλον πέπων = το πεπόνι ]
"Ταξίδι στην Αρχαία Ελλάδα" (έρευνα: Μάνος Ι. Ελευθερίου)
"Ταξίδι στην Αρχαία Ελλάδα" (έρευνα: Μάνος Ι. Ελευθερίου)
Μαντολάτο
μάντολα, μαντολάτο, mandorla, mandorlato!
μάντολα < βεν. mandola (= αμύγδαλο) < δημώδη λατ. amandula < λατ. amiddula < αρχ. ελλ. αμυγδαλή
http://www.facebook.com/manos.i.eleftheriou.taxidiStenArchaiaEllada?ref=stream
μάντολα < βεν. mandola (= αμύγδαλο) < δημώδη λατ. amandula < λατ. amiddula < αρχ. ελλ. αμυγδαλή
http://www.facebook.com/manos.i.eleftheriou.taxidiStenArchaiaEllada?ref=stream
Μπόρα, μπουρίνι
Το ταξίδι των λέξεων … μπόρα, μπουρίνι !
μπόρα < βεν. bora (δυνατός άνεμος , ξεροβόρι) < ιταλ. bora < λατ. boreas < αρχ. ελλ. βορέας, βορράς
μπουρίνι < buriana (μπουρίνι, καταιγίδα, μπόρα) < βεν. borin < μτγν. λατ. borinus < αρχ. ελλ. βορεινός < βορέας, βορράς
http://www.facebook.com/manos.i.eleftheriou.taxidiStenArchaiaEllada?ref=stream
μπόρα < βεν. bora (δυνατός άνεμος , ξεροβόρι) < ιταλ. bora < λατ. boreas < αρχ. ελλ. βορέας, βορράς
μπουρίνι < buriana (μπουρίνι, καταιγίδα, μπόρα) < βεν. borin < μτγν. λατ. borinus < αρχ. ελλ. βορεινός < βορέας, βορράς
http://www.facebook.com/manos.i.eleftheriou.taxidiStenArchaiaEllada?ref=stream
ΚΥΡΙΑΚΗ
Στα περισσότερα μέρη του πλανήτη, οι εργαζόμενοι, και όχι μόνο, περιμένουν την Κυριακή για να ξεκουραστούν από την κούραση και το άγχος της εβδομάδας. Από πότε όμως θεωρείται η Κυριακή αργία, ως ημέρα ξεκούρασης και αναπαύσεως; Οι ιστορικές πηγές μας πηγαίνουν περίπου 1700 χρόνια πίσω. Τότε ηγέτης της Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) αυτοκρατορίας ήταν ο Κωνσταντίνος ο Α΄, ο γνωστός σε όλους Μέγας Κωνσταντίνος για το διάταγμα των Μεδιολανών (Μιλάνου) το 313 μ.X περί ανεξιθρησκίας, νομιμοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τον Χριστιανισμό και επιτρέποντας τους πιστούς της νέας θρησκείας να τη λατρεύουν ελεύθερα. Ο Κωνσταντίνος που παρέμεινε ειδωλολάτρης μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του, όταν και βαπτίστηκε Χριστιανός, ήταν γνωστός λάτρης της θεότητας του ήλιου( στα λατινικά sol), ως υπέρτατης θεότητας. Αυτήν την πεποίθηση την κληρονόμησε από την οικογένεια του. Έτσι και ο Κωνσταντίνος την ημέρα( λατ. dies) που ήταν γνωστή ως Ημέρα του Ήλιου (Dies Solis- εξ ου και το αγγλικό Sunday), την καθιερώνει ως αργία, σαν Σήμερα στις 7 Μαρτίου 321 μ.Χ. Η μέρα αυτή είναι γνωστή σε εμάς ως Κυριακή. Η ανθρωπότητα συμπάθησε αυτήν την ιδέα και την υιοθέτησε για πάρα πολλούς αιώνες μέχρι σήμερα. Βέβαια, να μην ξεχνάμε τι αγώνες δόθηκαν και αίμα κύλησε για να καθιερωθεί ως αργία στον εργασιακό τομέα και στα κατοπινά χρόνια.
Αν και δεν έχει τόσο σχέση με το θέμα του άρθρου η ετυμολογία της λέξης “Κυριακής”, θα γίνει μια αναφορά. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η μέρα αυτή (Κυριακή) στα λατινικά και πρώιμα Βυζαντινά λεγόταν Dies Solis. Οι Άγγλοι επηρεάστηκαν από αυτή την ονομασία και την προσφωνούν ως Sunday, οι Γερμανοί ως Sonntag, οι Δανοί και οι Νορβηγοί sondag ενώ η ισλανδική και σουηδική εκδοχή είναι sunnudagur και sondag αντίστοιχα.
Εμείς, αντίθετα, την ονομάσαμε Κυριακή από τη λέξη Κύριος, λόγω ότι είναι η ημέρα κατά την οποία ξεκουράστηκε ο Κύριος μετά τη δημιουργία του Κόσμου , σύμφωνα με τη Γένεση- δηλαδή η Μέρα του Κυρίου. Και πολλοί άλλοι λαοί την προσφωνούν έτσι. Συγκεκριμένα, οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι την αναφέρουν ως Domingo( μέρα του Θεού) και, επίσης, το ίδιο κάνουν οι Βιετναμέζοι (Chu Nhat). Αντίθετα, αρκετοί λαοί επειδή την θεωρούν ως πρώτη ημέρα της εβδομάδας της έδωσαν το προσωνύμιο “πρώτη’’ . Έτσι στα εβραϊκά η λέξη Yom Rishon (=πρώτη) και στα περσικά η λέξη yek-shanbe(-πρώτη) σημαίνουν και Κυριακή. Το ίδιο συμβαίνει και στις ισλαμικές χώρες. Τέλος, σήμερα αναγνωρίζεται παγκοσμίως το διεθνές πρότυπο ISO 8601 για τις ημερομηνίες και ώρες, το οποίο αναφέρει τη Δευτέρα ως πρώτη ημέρα της εβδομάδας.
http://www.infospoudes.gr
Αν και δεν έχει τόσο σχέση με το θέμα του άρθρου η ετυμολογία της λέξης “Κυριακής”, θα γίνει μια αναφορά. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η μέρα αυτή (Κυριακή) στα λατινικά και πρώιμα Βυζαντινά λεγόταν Dies Solis. Οι Άγγλοι επηρεάστηκαν από αυτή την ονομασία και την προσφωνούν ως Sunday, οι Γερμανοί ως Sonntag, οι Δανοί και οι Νορβηγοί sondag ενώ η ισλανδική και σουηδική εκδοχή είναι sunnudagur και sondag αντίστοιχα.
Εμείς, αντίθετα, την ονομάσαμε Κυριακή από τη λέξη Κύριος, λόγω ότι είναι η ημέρα κατά την οποία ξεκουράστηκε ο Κύριος μετά τη δημιουργία του Κόσμου , σύμφωνα με τη Γένεση- δηλαδή η Μέρα του Κυρίου. Και πολλοί άλλοι λαοί την προσφωνούν έτσι. Συγκεκριμένα, οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι την αναφέρουν ως Domingo( μέρα του Θεού) και, επίσης, το ίδιο κάνουν οι Βιετναμέζοι (Chu Nhat). Αντίθετα, αρκετοί λαοί επειδή την θεωρούν ως πρώτη ημέρα της εβδομάδας της έδωσαν το προσωνύμιο “πρώτη’’ . Έτσι στα εβραϊκά η λέξη Yom Rishon (=πρώτη) και στα περσικά η λέξη yek-shanbe(-πρώτη) σημαίνουν και Κυριακή. Το ίδιο συμβαίνει και στις ισλαμικές χώρες. Τέλος, σήμερα αναγνωρίζεται παγκοσμίως το διεθνές πρότυπο ISO 8601 για τις ημερομηνίες και ώρες, το οποίο αναφέρει τη Δευτέρα ως πρώτη ημέρα της εβδομάδας.
http://www.infospoudes.gr
ΣΥΚΙΑ
Συκιά και μυθολογία
Δύο είναι οι μυθολογικές ερμηνείες για την εμφάνιση της συκιάς.
Κατά την πρώτη, σε αυτή μεταμορφώθηκε ο Τιτάνας Συκέας από τη μητέρα του Γη,
προκειμένου να σωθεί από την καταδίωξη του Δία.
Κατά τη δεύτερη, η θεά της γεωργίας Δήμητρα όταν πληροφορήθηκε την εξαφάνιση της κόρης της Περσεφόνης, που την απήγαγε ο Πλούτωνας, εγκατέλειψε τον Όλυμπο. Έψαχνε μεταμορφωμένη σε γριά και βαθύτατα εξοργισμένη όπως ήταν, εμπόδιζε τη γη να παράγει καρπούς.
Στην Ελευσίνα φιλοξενήθηκε από το βασιλιά της Φύταλο.
Σε αντάλλαγμα της φιλοξενίας του, επέτρεψε τη βλάστηση της συκιάς και
δίδαξε την καλλιέργειά της.
Έτσι προέκυψε η γνώμη των Αθηναίων ότι η συκιά προέρχεται από την Αττική.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η απόφαση του Ξέρξη για την κατάκτηση της Αττικής πάρθηκε όταν δοκίμασε για πρώτη φορά ξερά σύκα από την Αθήνα.
Οι Αθηναίοι υπεραγαπούσαν τα σύκα τα οποία πιθανόν συνιστούσαν το δείπνο τους.
Για το λόγο αυτό και η εξαγωγή τους ήταν, απαγορευμένη με νόμο.
Υπήρχαν ειδικές αμοιβές σε όσους κατήγγειλαν κλοπές και εξαγωγές σύκων,
οι οποίοι είχαν το όνομα συκοφάντες.
Επειδή υπήρξαν πολλές ψευδείς καταγγελίες, ο όρος άλλαξε και πήρε τη σημερινή του σημασία.
http://www.paidika.gr_
Έγινε το στόμα μου " τσαρούχι"
Συχνά λέμε ή ακούμε την έκφραση: ” το στόμα μου έγινε τσαρούχι“, εννοώντας ότι έγινε στυφό, ξερό, σχεδόν πληγιασμένο .
Αυτομάτως ο συνειρμός είναι πώς το στόμα μας έγινε κάτι σαν παπούτσι, σκληρό, σαν σόλα όπως λένε . Είναι όμως έτσι; Αυτό εννοούσαν οι παλαιοί όταν έλεγαν : ” το στόμα μου έγινε τσαρούχι” ; Για άλλη μιά φορά τα πράγματα δεν είναι όπως ακούγονται και φαίνονται. Ενα παλαιό είδος υποδήματος ( οθωμανικά : papuç/παπούτσι ) ήταν το çarık ,το γνωστό μας τσαρούχι, το οποίο μοιάζει να συνηχεί με την ομοίως οθωμανική λέξη cariha που σημαίνει πληγή. Επομένως όταν οι παλαιοί έλεγαν: ” το στόμα μου έγινε τσαρούχι/ cariha“, δεν εννούσαν πώς έγινε παπούτσι ( !!! ), αλλά πώς ξεράθηκε, έγινε στυφό και πλήγιασε , γεγονός που βγάζει νόημα, ειδάλλως το στόμα να γίνεται παπαούτσι, δεν βγάζει κανένα νόημα.
Πηγή: http://www.24grammata.com
Αυτομάτως ο συνειρμός είναι πώς το στόμα μας έγινε κάτι σαν παπούτσι, σκληρό, σαν σόλα όπως λένε . Είναι όμως έτσι; Αυτό εννοούσαν οι παλαιοί όταν έλεγαν : ” το στόμα μου έγινε τσαρούχι” ; Για άλλη μιά φορά τα πράγματα δεν είναι όπως ακούγονται και φαίνονται. Ενα παλαιό είδος υποδήματος ( οθωμανικά : papuç/παπούτσι ) ήταν το çarık ,το γνωστό μας τσαρούχι, το οποίο μοιάζει να συνηχεί με την ομοίως οθωμανική λέξη cariha που σημαίνει πληγή. Επομένως όταν οι παλαιοί έλεγαν: ” το στόμα μου έγινε τσαρούχι/ cariha“, δεν εννούσαν πώς έγινε παπούτσι ( !!! ), αλλά πώς ξεράθηκε, έγινε στυφό και πλήγιασε , γεγονός που βγάζει νόημα, ειδάλλως το στόμα να γίνεται παπαούτσι, δεν βγάζει κανένα νόημα.
Πηγή: http://www.24grammata.com
Η ΣΚΑΛΑ ΤΟΥ ΜΙΛΑΝΟΥ
το οικόσημο της Οικογένειας Σκάλα στο κάστρο του Σιρμιόνε
Η Σκάλα του Μιλάνου, στα Ιταλικά teatro alla Scala di Milano, θεωρείται ο ναός της Λυρικής Οπερας με χιλιάδες οπαδούς σε όλα τον Πλανήτη. Στα Ελληνικά, αλλά και σε άλλες γλώσσες αυτο το “σκάλα” έχει δώσει αφορμή για πολλά λογοπαίγνια και πολλοί αναρωτιούνται για το ποια μπορεί να είναι η σχέση του Θεάτρου με τη γνωστή μας σκάλα
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ισως λίγοι γνωρίζουν ότι Σκάλα είναι το όνομα πολύ γνωστής Μεσαιωνικής οικογένειας στην Ιταλία. Η οικογένεια των Σκάλα κυβέρνησε τη Βερόνα και τα περίχωρα από τα μισά του 1200 έως τα τέλη του 1300. Τους αναφέρει πολύ συχνά και ο Δάντης στη Θεία Κωμωδία.
Όσοι αναφέρονται απαξιωτικά για τις μηχανορραφίες στο Βυζάντιο, καλό θα ήταν να μελετήσουν πώς την ίδια εποχή, οι Σκάλα δολοφονούσαν όλους τους συγγενείς τους για να αποφύγουν το ενδεχόμενο σφετερισμού.
Το θέατρο alla Scala του Μιλάνου αναφέρεται στη Βεατρίκη Σκάλα, η οποία είχε χτίσει, το 1381 μια εκκλησία εκεί ακριβώς που σήμερα είναι το θέατρο. Τέσσερις αιώνες αργότερα, το 1776, η Μαρία Θηρεσία της Αυστρίας θα γκρεμίσει την εκκλησία για να χτίσει το σημερινό θέατρο διατηρώντας το ιστορικό όνομα της εκκλησίας.
Πηγή:.24grammata.com
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ισως λίγοι γνωρίζουν ότι Σκάλα είναι το όνομα πολύ γνωστής Μεσαιωνικής οικογένειας στην Ιταλία. Η οικογένεια των Σκάλα κυβέρνησε τη Βερόνα και τα περίχωρα από τα μισά του 1200 έως τα τέλη του 1300. Τους αναφέρει πολύ συχνά και ο Δάντης στη Θεία Κωμωδία.
Όσοι αναφέρονται απαξιωτικά για τις μηχανορραφίες στο Βυζάντιο, καλό θα ήταν να μελετήσουν πώς την ίδια εποχή, οι Σκάλα δολοφονούσαν όλους τους συγγενείς τους για να αποφύγουν το ενδεχόμενο σφετερισμού.
Το θέατρο alla Scala του Μιλάνου αναφέρεται στη Βεατρίκη Σκάλα, η οποία είχε χτίσει, το 1381 μια εκκλησία εκεί ακριβώς που σήμερα είναι το θέατρο. Τέσσερις αιώνες αργότερα, το 1776, η Μαρία Θηρεσία της Αυστρίας θα γκρεμίσει την εκκλησία για να χτίσει το σημερινό θέατρο διατηρώντας το ιστορικό όνομα της εκκλησίας.
Πηγή:.24grammata.com
Πότε καθιερώθηκε η προ και μετά Χριστών χρονολόγηση;
Ερώτηση : Ποιο έτος γεννήθηκε, κάποιος που πρωτοείδε το φως, πριν 2000 χρόνια;
Απάντηση: Μα, φυσικά, το 759 Και αυτό γιατί μέχρι το 527μ.Χ. η χρονολογική αρίθμηση (στη Ρωμαική Αυτοκρατορία) δεν άρχιζε από τη γέννηση του Χριστού, αλλά από την ίδρυση της Ρώμης (753 a.u. c. anno urbis conditae , μτφ: από την ίδρυση της Ρώμης). Το 527 μ. Χ. ένας μοναχός από τη Σκυθία, που ζούσε στη Ρώμη, ο Διονύσιος ο Μικρός (Dionysius Exiguus), υπολογίζει για πρώτη φορά το χρόνο της γέννησης του Χριστού και προσδιορίζει το 753 a.u.c. Ο Διονύσιος αποφασίζει να ορίσει το έτος της γέννησης του Χριστού ως έτος 1μ.Χ. Απ΄ εδώ και πέρα όλες οι χρονολογίες, πριν και μετά τη γέννηση του Χριστού, είναι αποτέλεσμα της (αυθαίρετης) καταμέτρησης που έκανε ο Διονύσιος. ‘Ομως, ο υπολογισμός που έκανε ο Διονύσιος για τη γέννηση του Χριστού, αποδείχτηκε λανθασμένος. Σήμερα, γνωρίζουμε ότι ο Ηρώδης (στη διάρκεια της βασιλείας του γεννήθηκε ο Χριστός), πέθανε το 4π.Χ. Οι Ιστορικοί και οι Αστρονόμοι υπολογίζουν ότι ο Χριστός γεννήθηκε ανάμεσα στο 7 – 4 π.Χ. (αν ακολουθήσουμε το ισχύον ημερολόγιο) Στους υπολογισμούς του Διονυσίου δεν υπάρχει, επίσης, το έτος 0, γιατί απλούστατα ο αριθμός 0 ήταν άγνωστος στο Διονύσιο. Η Δυτική Ευρώπη θα γνωρίσει το μηδέν αρκετούς αιώνες αργότερα (ΧΙΙΙ αιων., κυρίως, μέσω του Fibonacci). Οι απόψεις του Διονύσιου επιβλήθηκαν σε όλη τη Δ. Ευρώπη από το Κάρολο το Μέγα ή Καρλομάγνο (742 – 814) δύο αιώνες αργότερα.
Και γιατί καθιερώθηκε η 25η Δεκεμβρίου;
Το ότι ο Χριστός γεννήθηκε 25 Δεκεμβρίου, το είχαν αποφασίσει, ήδη, από από το 336 μ.Χ και ο λόγος ήταν ότι έπρεπε να αντικατασταθεί μια σημαντική γιορτή. Οι πιστοί της προηγούμενης θρησκείας, γιόρταζαν τις ημέρες εκείνες τη μεγάλη γιορτή της γέννησης του Ήλιου (Dies Solis Invectis Natalis). Κατά την αστρονομία 23 – 25 Δεκεμβρίου είναι οι μέρες του χειμερινού ηλιοστάσιου. Μέχρι τον 7ο – 8ο αιων. δεν έβρισκαν ησυχία με τέτοια ζήτήματα, για παράδειγμα: ο Επιφάνιος (315 – 403) είχε προτείνει την 6η Ιανουαρίου ως ημέρα γέννησης του Χριστού, ενώ ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (ο μεγαλύτερος θεολόγος του β΄αιων.) είχε προτείνει τη 18η Νοεμβρίου
http://www.24grammata.com
Απάντηση: Μα, φυσικά, το 759 Και αυτό γιατί μέχρι το 527μ.Χ. η χρονολογική αρίθμηση (στη Ρωμαική Αυτοκρατορία) δεν άρχιζε από τη γέννηση του Χριστού, αλλά από την ίδρυση της Ρώμης (753 a.u. c. anno urbis conditae , μτφ: από την ίδρυση της Ρώμης). Το 527 μ. Χ. ένας μοναχός από τη Σκυθία, που ζούσε στη Ρώμη, ο Διονύσιος ο Μικρός (Dionysius Exiguus), υπολογίζει για πρώτη φορά το χρόνο της γέννησης του Χριστού και προσδιορίζει το 753 a.u.c. Ο Διονύσιος αποφασίζει να ορίσει το έτος της γέννησης του Χριστού ως έτος 1μ.Χ. Απ΄ εδώ και πέρα όλες οι χρονολογίες, πριν και μετά τη γέννηση του Χριστού, είναι αποτέλεσμα της (αυθαίρετης) καταμέτρησης που έκανε ο Διονύσιος. ‘Ομως, ο υπολογισμός που έκανε ο Διονύσιος για τη γέννηση του Χριστού, αποδείχτηκε λανθασμένος. Σήμερα, γνωρίζουμε ότι ο Ηρώδης (στη διάρκεια της βασιλείας του γεννήθηκε ο Χριστός), πέθανε το 4π.Χ. Οι Ιστορικοί και οι Αστρονόμοι υπολογίζουν ότι ο Χριστός γεννήθηκε ανάμεσα στο 7 – 4 π.Χ. (αν ακολουθήσουμε το ισχύον ημερολόγιο) Στους υπολογισμούς του Διονυσίου δεν υπάρχει, επίσης, το έτος 0, γιατί απλούστατα ο αριθμός 0 ήταν άγνωστος στο Διονύσιο. Η Δυτική Ευρώπη θα γνωρίσει το μηδέν αρκετούς αιώνες αργότερα (ΧΙΙΙ αιων., κυρίως, μέσω του Fibonacci). Οι απόψεις του Διονύσιου επιβλήθηκαν σε όλη τη Δ. Ευρώπη από το Κάρολο το Μέγα ή Καρλομάγνο (742 – 814) δύο αιώνες αργότερα.
Και γιατί καθιερώθηκε η 25η Δεκεμβρίου;
Το ότι ο Χριστός γεννήθηκε 25 Δεκεμβρίου, το είχαν αποφασίσει, ήδη, από από το 336 μ.Χ και ο λόγος ήταν ότι έπρεπε να αντικατασταθεί μια σημαντική γιορτή. Οι πιστοί της προηγούμενης θρησκείας, γιόρταζαν τις ημέρες εκείνες τη μεγάλη γιορτή της γέννησης του Ήλιου (Dies Solis Invectis Natalis). Κατά την αστρονομία 23 – 25 Δεκεμβρίου είναι οι μέρες του χειμερινού ηλιοστάσιου. Μέχρι τον 7ο – 8ο αιων. δεν έβρισκαν ησυχία με τέτοια ζήτήματα, για παράδειγμα: ο Επιφάνιος (315 – 403) είχε προτείνει την 6η Ιανουαρίου ως ημέρα γέννησης του Χριστού, ενώ ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (ο μεγαλύτερος θεολόγος του β΄αιων.) είχε προτείνει τη 18η Νοεμβρίου
http://www.24grammata.com
Χρήμα ...και οι λέξεις του!
Φιλολογική- ιστορική ανάλυση των λέξεων: χρήμα, τράπεζα, banca, νόμισμα, δραχμή, λίρα, φράγκο, δολάριο, τάλιρο,φλουρί, παράδες, ψιλά, ευρώ, δηνάριο, παράδες, ζολότα
Στα αρχαία ελληνικά, η λέξη χρήμα σήμαινε αρχικά κάτι που χρησιμοποιεί ή χρειάζεται κάποιος, και προέρχεται από το απρόσωπο ρήμα «χρη». Κι επειδή τα χρειαζούμενα που έχει κάποιος απαρτίζουν την κινητή περιουσία του, γρήγορα η λέξη «χρήματα» πήρε τη σημασία τη σημερινή· όμως, είχε επίσης και τη σημασία «πράγματα». Έτσι, όταν ο Πλάτωνας λέει «πάντων χρημάτων μέτρων άνθρωπος» εννοεί ότι ο άνθρωπος είναι κριτήριο των πάντων, όταν όμως ο Δημοσθένης φώναζε στην εκκλησία του δήμου: «δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστι γενέσθαι των δεόντων» δεν εννοούσε βέβαια τα πράγματα, ούτε τα χρειώδη, αλλά ειδικώς εννοούσε τα χρήματα: τα λεφτά, τα νομίσματα, τη μονέδα, τα όβολα, τους παράδες, τα γρόσια, τα άσπρα, τα πεκούνια· τα τάλιρα, τα φράγκα, τα μπικικίνια, τα ψιλά, το μαρούλι, το χαρτί, το μαλλί, το μπαγιόκο· τα καπίκια, τα μπακίρια, το καύσιμο, το μπερντέ, τα γκαφρά, για να κάνουμε μια κάθε άλλο παρά εξαντλητική καταγραφή διάφορων ονομασιών –και ελπίζω να μη με θεωρήσετε ασεβή που κόλλησα πλάι στους αρχαίους μας προγόνους τις αργκοτικές ονομασίες της τρέχουσας επικαιρότητας, που ασφαλώς μερικές θα αποδειχτούν εφήμερες και θα ξεχαστούν σε μερικές δεκαετίες, όπως έχει σχεδόν ξεχαστεί σήμερα ο «μπαμπακόσπορος» τον οποίο απαιτούσαν οι ήρωες των Χαλασοχώρηδων του Παπαδιαμάντη για να πουλήσουν την ψήφο τους.
Μια από τις επίκαιρες λέξεις του χρήματος εδώ και αρκετούς μήνες είναι αναμφίβολα η τράπεζα αφού σε όλο τον κόσμο οι τραπεζίτες ζήτησαν και πήραν απίστευτα ποσά, που ψηλώνει ο νους σαν κάθεσαι να τα λογαριάσεις. Ας δούμε λοιπόν την ιστορία της λέξης. Η λέξη τράπεζα ήταν στα αρχαία τετράπεζα, από τα τέσσερα πόδια που έχει το τραπέζι, αλλά η πρώτη συλλαβή σίγησε κι έπεσε· αυτό το φαινόμενο λέγεται «απλολογία», κι όταν έχει συμβεί πριν από καμιά τριανταριά αιώνες το θεωρούμε ιερό και μεγαλειώδες, αλλά όταν γίνεται μπροστά στα μάτια μας και ακούμε κάποιον πιτσιρικά να λέει «περιβαντολόγος» μας φαίνεται ένδειξη έσχατης γλωσσικής παρακμής.
Τέλος πάντων, τράπεζα ήταν το τραπέζι, και από την ειδική σημασία του τραπεζιού του αργυραμοιβού, του σαράφη, η λέξη τράπεζα πήρε τη σημασία του πιστωτικού ιδρύματος, ήδη από τα αρχαία. Ωστόσο, η λέξη δεν πέρασε στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες: όταν ο εγγλέζος λέει trapezist δεν εννοεί τον τραπεζίτη αλλά ένα είδος ακροβάτη. Είδος ακροβάτη είναι και ο σαλτιμπάγκος και κατά σύμπτωση, η λέξη που χρησιμοποιούν οι περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες για την τράπεζα, bank δηλαδή στα αγγλικά, ετυμολογείται όπως κι ο σαλτιμπάγκος από την παλιά ιταλική banca, που ήταν επίσης το τραπέζι του αργυραμοιβού, και είναι απώτερης γερμανικής αρχής. Αυτή η μπάνκα ήρθε και στα μέρη μας, κι έναν καιρό τα χαρτονομίσματα (τραπεζογραμμάτια) τα λέγαμε μπανκανότες και τον τραπεζίτη μπανκέρη, αλλά τώρα οι δάνειες λέξεις υποχώρησαν, όπως συμβαίνει πάντα σε όρους με θεσμική, ας πούμε, χρήση, κι έτσι η μπάνκα σήμερα διατηρείται μόνο στη χαρτοπαιξία.
Από την άλλη, το χρήμα κυκλοφορεί σε νομίσματα, και νόμισμα στα αρχαία, από τη λέξη «νόμος», ήταν αρχικά ο καθιερωμένος θεσμός, και στη συνέχεια η χρηματική μονάδα που είχε καθιερωθεί ως μέσο συναλλαγής. Πολλά νομίσματα πήραν το όνομά τους από μονάδες μέτρησης βάρους, όπως η λίρα (από το λατινικό libra), το μάρκο, το αγγλικό pound ή το αρχαίο τάλαντο. Παρόμοια ίσως, η δραχμή ετυμολογείται από το ρήμα δράττω (αρπάζω), εξέφραζε δηλαδή αυτό που μπορούσε κάποιος να κρατήσει στο χέρι του. Από την άλλη, το φράγκο ονομάστηκε έτσι από τα μεσαιωνικά νομίσματα που έγραφαν επάνω Rex Francorum (ρήγας των φράγκων). Το δολάριο πήρε το όνομά του από τη γερμανική λέξη Tal (= κοιλάδα) και πιο συγκεκριμένα από τη Joachimstal, την κοιλάδα της Βοημίας που είχε πλούσια ορυχεία αργύρου από τα οποία κόπηκαν ασημένια νομίσματα που ονομάστηκαν Joachimstaler, και σε σύντμηση Taler. Από εκεί το dollar, από εκεί και το δικό μας τάλιρο. Από το άνθος που είχαν πάνω τους τα νομίσματα της Φλορεντίας πήρε το όνομά του το φιορίνι, από εκεί και το δικό μας φλουρί.
Βέβαια, μόνο για τα ονόματα νομισμάτων θα μπορούσε κανείς να γράψει βιβλίο, οπότε δεν θα επεκταθώ. Να πω μόνο ότι η δραχμή δεν ήταν το πρώτο νόμισμα του νεοελληνικού κράτους· ο Καποδίστριας είχε κόψει «φοίνικες», αλλά το νόμισμα αυτό δεν έπιασε. Η δραχμή εμφανίστηκε επί Όθωνα. Βέβαια, εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν ένα σωρό νομίσματα, οθωμανικά ή δυτικά, και στη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, π.χ. στον Παπαδιαμάντη, βρίσκει κανείς ονόματα παλιών νομισμάτων που δύσκολα μαντεύει την ετυμολογία τους. Αν στο σφάντζικο αναγνωρίζουμε έστω και με δυσκολία το γερμανικό zwanzig, στη σιχνάτσα ελάχιστοι θα διακρίνουν το γαλλικό assignat, όπως ονομάστηκαν τα ομόλογα που κυκλοφόρησε η επαναστατική Γαλλία στο τέλος του 18ου αιώνα με υποθήκευση των εθνικών κτημάτων.
Παλιότερα, τα χρήματα λέγονταν «άσπρα». Έχεις άσπρα, έχεις άστρα, λέει μια παλιά παροιμία. Όχι, δεν ονομάστηκαν «άσπρα» τα νομίσματα επειδή ήταν ασημένια, άρα λευκά· το λευκό χρώμα ονομάστηκε έτσι επειδή έμοιαζε με τα νομίσματα. Εξηγούμαι: στα λατινικά asper σημαίνει «τραχύς» (τη λέξη τη βρίσκουμε και στο γαλλικό âpre). Το νιόκοπο ασημένιο νόμισμα, τραχύ και λαμπερό πριν λειανθεί από τη χρήση, ονομαζόταν nummus asper, τραχύ νόμισμα. Σιγά-σιγά έμεινε μόνο το επίθετο, asper, και πήρε θέση ουσιαστικού, και πέρασε στα βυζαντινά ελληνικά (από τον πληθυντικό: aspera, aspra) όπου άσπρα ονομάστηκαν τα ασημένια νομίσματα μικρής αξίας. Και επειδή το ασήμι είναι λευκό, η λέξη άσπρο έφτασε να εκφράζει τη λευκότητα, κι έγινε συνώνυμο της λέξης «λευκός» και μάλιστα την υποκατέστησε στη λαϊκή γλώσσα.
Η καθιέρωση του ευρώ, το οποίο πρόσφατα γιόρτασε τα δέκα του χρόνια, θεωρείται επισήμως ευεργετική για τις οικονομίες των κρατών της ευρωζώνης, αν και οι νοικοκυρές, σε όλες τις χώρες, ισχυρίζονται ότι ανέβασε τις τιμές –μάλιστα οι γερμανοί κόλλησαν ένα Τ στην ονομασία του Euro και το είπανε κοροϊδευτικά Teuro, δηλαδή ακριβό. Από γλωσσικής ωστόσο πλευράς, το ευρώ μάλλον καταστροφικά λειτούργησε αφού τα παλιά νομίσματα που καταργήθηκαν σε κάθε χώρα είχαν συσσωρεύσει τεράστιο γλωσσικό και λαογραφικό πλούτο. Βέβαια, αν το δούμε από μια άλλη οπτική γωνία, τα παλιά νομίσματα εξακολουθούν να ζουν και να κυκλοφορούν μέσα από τη γλώσσα.
Άλλωστε, αν η γλώσσα είναι συντηρητική, αυτό ίσως ισχύει ακόμα περισσότερο σε σχέση με τα χρήματα και τα νομίσματα. Ο καθένας μας έχει μέσα στο γλωσσικό του ταμείο και χρησιμοποιεί καθημερινά λέξεις που ανακαλούν νομίσματα παλιότερων εποχών, όχι μόνο τα πρόσφατα παλιά, αλλά και του απώτερου παρελθόντος.
Μας ζητούν τον οβολό μας για κάποιον καλό σκοπό, αλλά βέβαια ο οβολός, υποδιαίρεση της δραχμής, πάνε αιώνες και χιλιετίες που έχει γίνει μουσειακό είδος. Λέμε για κάποιον ότι είναι παραδόπιστος, ή ότι έχει παραδάκι (εδώ το υποκοριστικό λειτουργεί επαυξητικά!) κι όμως ο παράς, νόμισμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έχει πάψει να ισχύει ακόμα και στην Τουρκία (ήταν η κατώτατη υποδιαίρεση της τούρκικης λίρας· η λίρα είχε εκατό γρόσια και κάθε γρόσι είχε σαράντα παράδες). Όταν αδιαφορούμε για κάτι, λέμε ότι δεν δίνουμε πεντάρα ή δεκάρα (συχνά: τσακιστή) γι’ αυτό –μα, και να θέλαμε, δεν θα μπορούσαμε να δώσουμε, αφού οι δεκάρες και οι πεντάρες με την τρύπα είχαν αποσυρθεί από την κυκλοφορία αρκετές δεκαετίες πριν έρθει το ευρώ. Όπως επίσης είχαν εκλείψει τα δίδραχμα, αλλά διατηρούνταν στη φράση τέρμα τα δίφραγκα, που γεννήθηκε από τους εισπράκτορες των λεωφορείων όταν ακόμα η τιμή του εισιτηρίου κλιμακωνόταν ανάλογα με το μήκος της διαδρομής, και μετά πήρε μεταφορική σημασία. Οπότε, και η καθιέρωση του ευρώ δεν πρόκειται να διώξει από τη γλωσσική χρήση τα παλιότερα ονόματα, τουλάχιστον όχι για μερικές δεκαετίες. Προς το παρόν, κανείς δεν είπε «τέρμα τα δίευρα», παρά μόνο στ’ αστεία.
Αυτή η επιμονή των παλιών ονομασιών δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο της ελληνικής γλώσσας. Οι γαλλομαθείς θα ξέρουν ότι η λέξη sou, που κάποτε σήμαινε ένα υπαρκτό νόμισμα (τα σόλδια που βρίσκουμε στις μεταφράσεις των Αθλίων), το οποίο ανάγεται στο solidus του Μεγάλου Κωνσταντίνου και διατηρήθηκε σαν το εικοστό της λίρας μέχρι τη μεταρρύθμιση του 1795 που γέννησε το φράγκο, είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στη γλώσσα που έχει δώσει δεκάδες εκφράσεις –άλλωστε sous λέγονται στα γαλλικά και γενικώς τα χρήματα, δηλαδή τα λεφτά. Τα οποία λεφτά ονομάστηκαν βεβαίως έτσι από τα λεπτά, δηλαδή από τη νομισματική μονάδα λεπτό, που ανάγεται στο ελληνιστικό «λεπτόν νόμισμα». Λεπτά είχαμε σαν υποδιαίρεση της δραχμής, σιγά-σιγά περιέπεσαν σε αχρηστία λόγω του πληθωρισμού, αλλά αναστήθηκαν πάλι στην κοινή χρήση με τον ερχομό του ευρώ.
Το οποίο ευρώ είναι γλωσσικός πονοκέφαλος και από μιαν άλλη σκοπιά: είναι άκλιτο και έχει κατάληξη «ω», ασυνήθιστη για ελληνικό ουσιαστικό. Πριν καθιερωθεί η ονομασία του, ο προβλεπτικός καθηγητής Μπαμπινιώτης είχε εισηγηθεί να το λέμε «εύρο» ή «ευρό» για να το προσαρμόσουμε στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής (το εύρο, του εύρου, τα εύρα, των εύρων). Η πρόταση δεν έγινε επίσημα δεκτή, ίσως όμως επιβληθεί ενμέρει ανεπίσημα από τα εκατομμύρια έλληνες που χρησιμοποιούν καθημερινά το ευρώ στις συναλλαγές τους χωρίς να έχουν διαβάσει Μπαμπινιώτη. Ήδη έχουν εμφανιστεί όροι όπως δίευρο, δεκάευρο, εικοσάευρο, ενώ ακούγεται και ο πληθυντικός «τα ευρά» (καθώς και ο οικείος-ειρωνικός πληθυντικός: τα ευρώπουλα!)
Κάποιες φορές, τα νομίσματα που έχουν καταργηθεί στη χώρα που τα γέννησε, επιζούν αλλού. Έτσι η δραχμή, καταργημένη πια σε μας, επιζεί, αν όχι η ίδια πάντως τα εγγόνια της, στον αραβικό κόσμο. Μιλάω για το ντιρχάμ (dirham), που είναι η βασική νομισματική μονάδα στο Μαρόκο και στα Αραβικά Εμιράτα, ενώ ως υποδιαίρεση του δηναρίου (dinar) υπάρχει επίσης στη Λιβύη, την Τυνησία και το Κουβέιτ, καθώς και ως υποδιαίρεση του ριάλ στο Κατάρ. Κάτι παρόμοιο ισχύει για τους καταργημένους οθωμανικούς παράδες: επιζούν όχι μόνο στη φρασεολογία, αλλά και ως υποδιαίρεση του σέρβικου δηναρίου. Και την προηγούμενη φορά που το Μαυροβούνιο ήταν ανεξάρτητο, στις αρχές του 20ού αιώνα, είχε σαν νόμισμα το perper, που είναι, σωστά το καταλάβατε, εγγονάκι των βυζαντινών υπέρπυρων.
Για τα άλλα νομίσματα που κατάργησε το ευρώ, δηλαδή την πεσέτα, το εσκούδο ή την κορώνα, δεν πρόφτασα να γράψω, ούτε άλλωστε για τα νομίσματα των νέων κρατών μελών που σιγά-σιγά περνούν στην ιστορία καθώς τα αντικαθιστά το αδηφάγο νέο νόμισμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν κι εκείνα ενδιαφέρουσες ιστορίες· λογουχάρη το ζλότι, το πολωνικό, σημαίνει «χρυσό», κι είναι μια λέξη που τη βρίσκουμε σε όλες τις σλάβικες γλώσσες, καθώς και στη ζολότα, ένα ακόμα από τα πολλά νομίσματα που κυκλοφορούσαν στον ελλαδικό χώρο επί τουρκοκρατίας –και βέβαια στο επώνυμο Ζολώτας.
http://www.24grammata.com
Στα αρχαία ελληνικά, η λέξη χρήμα σήμαινε αρχικά κάτι που χρησιμοποιεί ή χρειάζεται κάποιος, και προέρχεται από το απρόσωπο ρήμα «χρη». Κι επειδή τα χρειαζούμενα που έχει κάποιος απαρτίζουν την κινητή περιουσία του, γρήγορα η λέξη «χρήματα» πήρε τη σημασία τη σημερινή· όμως, είχε επίσης και τη σημασία «πράγματα». Έτσι, όταν ο Πλάτωνας λέει «πάντων χρημάτων μέτρων άνθρωπος» εννοεί ότι ο άνθρωπος είναι κριτήριο των πάντων, όταν όμως ο Δημοσθένης φώναζε στην εκκλησία του δήμου: «δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστι γενέσθαι των δεόντων» δεν εννοούσε βέβαια τα πράγματα, ούτε τα χρειώδη, αλλά ειδικώς εννοούσε τα χρήματα: τα λεφτά, τα νομίσματα, τη μονέδα, τα όβολα, τους παράδες, τα γρόσια, τα άσπρα, τα πεκούνια· τα τάλιρα, τα φράγκα, τα μπικικίνια, τα ψιλά, το μαρούλι, το χαρτί, το μαλλί, το μπαγιόκο· τα καπίκια, τα μπακίρια, το καύσιμο, το μπερντέ, τα γκαφρά, για να κάνουμε μια κάθε άλλο παρά εξαντλητική καταγραφή διάφορων ονομασιών –και ελπίζω να μη με θεωρήσετε ασεβή που κόλλησα πλάι στους αρχαίους μας προγόνους τις αργκοτικές ονομασίες της τρέχουσας επικαιρότητας, που ασφαλώς μερικές θα αποδειχτούν εφήμερες και θα ξεχαστούν σε μερικές δεκαετίες, όπως έχει σχεδόν ξεχαστεί σήμερα ο «μπαμπακόσπορος» τον οποίο απαιτούσαν οι ήρωες των Χαλασοχώρηδων του Παπαδιαμάντη για να πουλήσουν την ψήφο τους.
Μια από τις επίκαιρες λέξεις του χρήματος εδώ και αρκετούς μήνες είναι αναμφίβολα η τράπεζα αφού σε όλο τον κόσμο οι τραπεζίτες ζήτησαν και πήραν απίστευτα ποσά, που ψηλώνει ο νους σαν κάθεσαι να τα λογαριάσεις. Ας δούμε λοιπόν την ιστορία της λέξης. Η λέξη τράπεζα ήταν στα αρχαία τετράπεζα, από τα τέσσερα πόδια που έχει το τραπέζι, αλλά η πρώτη συλλαβή σίγησε κι έπεσε· αυτό το φαινόμενο λέγεται «απλολογία», κι όταν έχει συμβεί πριν από καμιά τριανταριά αιώνες το θεωρούμε ιερό και μεγαλειώδες, αλλά όταν γίνεται μπροστά στα μάτια μας και ακούμε κάποιον πιτσιρικά να λέει «περιβαντολόγος» μας φαίνεται ένδειξη έσχατης γλωσσικής παρακμής.
Τέλος πάντων, τράπεζα ήταν το τραπέζι, και από την ειδική σημασία του τραπεζιού του αργυραμοιβού, του σαράφη, η λέξη τράπεζα πήρε τη σημασία του πιστωτικού ιδρύματος, ήδη από τα αρχαία. Ωστόσο, η λέξη δεν πέρασε στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες: όταν ο εγγλέζος λέει trapezist δεν εννοεί τον τραπεζίτη αλλά ένα είδος ακροβάτη. Είδος ακροβάτη είναι και ο σαλτιμπάγκος και κατά σύμπτωση, η λέξη που χρησιμοποιούν οι περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες για την τράπεζα, bank δηλαδή στα αγγλικά, ετυμολογείται όπως κι ο σαλτιμπάγκος από την παλιά ιταλική banca, που ήταν επίσης το τραπέζι του αργυραμοιβού, και είναι απώτερης γερμανικής αρχής. Αυτή η μπάνκα ήρθε και στα μέρη μας, κι έναν καιρό τα χαρτονομίσματα (τραπεζογραμμάτια) τα λέγαμε μπανκανότες και τον τραπεζίτη μπανκέρη, αλλά τώρα οι δάνειες λέξεις υποχώρησαν, όπως συμβαίνει πάντα σε όρους με θεσμική, ας πούμε, χρήση, κι έτσι η μπάνκα σήμερα διατηρείται μόνο στη χαρτοπαιξία.
Από την άλλη, το χρήμα κυκλοφορεί σε νομίσματα, και νόμισμα στα αρχαία, από τη λέξη «νόμος», ήταν αρχικά ο καθιερωμένος θεσμός, και στη συνέχεια η χρηματική μονάδα που είχε καθιερωθεί ως μέσο συναλλαγής. Πολλά νομίσματα πήραν το όνομά τους από μονάδες μέτρησης βάρους, όπως η λίρα (από το λατινικό libra), το μάρκο, το αγγλικό pound ή το αρχαίο τάλαντο. Παρόμοια ίσως, η δραχμή ετυμολογείται από το ρήμα δράττω (αρπάζω), εξέφραζε δηλαδή αυτό που μπορούσε κάποιος να κρατήσει στο χέρι του. Από την άλλη, το φράγκο ονομάστηκε έτσι από τα μεσαιωνικά νομίσματα που έγραφαν επάνω Rex Francorum (ρήγας των φράγκων). Το δολάριο πήρε το όνομά του από τη γερμανική λέξη Tal (= κοιλάδα) και πιο συγκεκριμένα από τη Joachimstal, την κοιλάδα της Βοημίας που είχε πλούσια ορυχεία αργύρου από τα οποία κόπηκαν ασημένια νομίσματα που ονομάστηκαν Joachimstaler, και σε σύντμηση Taler. Από εκεί το dollar, από εκεί και το δικό μας τάλιρο. Από το άνθος που είχαν πάνω τους τα νομίσματα της Φλορεντίας πήρε το όνομά του το φιορίνι, από εκεί και το δικό μας φλουρί.
Βέβαια, μόνο για τα ονόματα νομισμάτων θα μπορούσε κανείς να γράψει βιβλίο, οπότε δεν θα επεκταθώ. Να πω μόνο ότι η δραχμή δεν ήταν το πρώτο νόμισμα του νεοελληνικού κράτους· ο Καποδίστριας είχε κόψει «φοίνικες», αλλά το νόμισμα αυτό δεν έπιασε. Η δραχμή εμφανίστηκε επί Όθωνα. Βέβαια, εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν ένα σωρό νομίσματα, οθωμανικά ή δυτικά, και στη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, π.χ. στον Παπαδιαμάντη, βρίσκει κανείς ονόματα παλιών νομισμάτων που δύσκολα μαντεύει την ετυμολογία τους. Αν στο σφάντζικο αναγνωρίζουμε έστω και με δυσκολία το γερμανικό zwanzig, στη σιχνάτσα ελάχιστοι θα διακρίνουν το γαλλικό assignat, όπως ονομάστηκαν τα ομόλογα που κυκλοφόρησε η επαναστατική Γαλλία στο τέλος του 18ου αιώνα με υποθήκευση των εθνικών κτημάτων.
Παλιότερα, τα χρήματα λέγονταν «άσπρα». Έχεις άσπρα, έχεις άστρα, λέει μια παλιά παροιμία. Όχι, δεν ονομάστηκαν «άσπρα» τα νομίσματα επειδή ήταν ασημένια, άρα λευκά· το λευκό χρώμα ονομάστηκε έτσι επειδή έμοιαζε με τα νομίσματα. Εξηγούμαι: στα λατινικά asper σημαίνει «τραχύς» (τη λέξη τη βρίσκουμε και στο γαλλικό âpre). Το νιόκοπο ασημένιο νόμισμα, τραχύ και λαμπερό πριν λειανθεί από τη χρήση, ονομαζόταν nummus asper, τραχύ νόμισμα. Σιγά-σιγά έμεινε μόνο το επίθετο, asper, και πήρε θέση ουσιαστικού, και πέρασε στα βυζαντινά ελληνικά (από τον πληθυντικό: aspera, aspra) όπου άσπρα ονομάστηκαν τα ασημένια νομίσματα μικρής αξίας. Και επειδή το ασήμι είναι λευκό, η λέξη άσπρο έφτασε να εκφράζει τη λευκότητα, κι έγινε συνώνυμο της λέξης «λευκός» και μάλιστα την υποκατέστησε στη λαϊκή γλώσσα.
Η καθιέρωση του ευρώ, το οποίο πρόσφατα γιόρτασε τα δέκα του χρόνια, θεωρείται επισήμως ευεργετική για τις οικονομίες των κρατών της ευρωζώνης, αν και οι νοικοκυρές, σε όλες τις χώρες, ισχυρίζονται ότι ανέβασε τις τιμές –μάλιστα οι γερμανοί κόλλησαν ένα Τ στην ονομασία του Euro και το είπανε κοροϊδευτικά Teuro, δηλαδή ακριβό. Από γλωσσικής ωστόσο πλευράς, το ευρώ μάλλον καταστροφικά λειτούργησε αφού τα παλιά νομίσματα που καταργήθηκαν σε κάθε χώρα είχαν συσσωρεύσει τεράστιο γλωσσικό και λαογραφικό πλούτο. Βέβαια, αν το δούμε από μια άλλη οπτική γωνία, τα παλιά νομίσματα εξακολουθούν να ζουν και να κυκλοφορούν μέσα από τη γλώσσα.
Άλλωστε, αν η γλώσσα είναι συντηρητική, αυτό ίσως ισχύει ακόμα περισσότερο σε σχέση με τα χρήματα και τα νομίσματα. Ο καθένας μας έχει μέσα στο γλωσσικό του ταμείο και χρησιμοποιεί καθημερινά λέξεις που ανακαλούν νομίσματα παλιότερων εποχών, όχι μόνο τα πρόσφατα παλιά, αλλά και του απώτερου παρελθόντος.
Μας ζητούν τον οβολό μας για κάποιον καλό σκοπό, αλλά βέβαια ο οβολός, υποδιαίρεση της δραχμής, πάνε αιώνες και χιλιετίες που έχει γίνει μουσειακό είδος. Λέμε για κάποιον ότι είναι παραδόπιστος, ή ότι έχει παραδάκι (εδώ το υποκοριστικό λειτουργεί επαυξητικά!) κι όμως ο παράς, νόμισμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έχει πάψει να ισχύει ακόμα και στην Τουρκία (ήταν η κατώτατη υποδιαίρεση της τούρκικης λίρας· η λίρα είχε εκατό γρόσια και κάθε γρόσι είχε σαράντα παράδες). Όταν αδιαφορούμε για κάτι, λέμε ότι δεν δίνουμε πεντάρα ή δεκάρα (συχνά: τσακιστή) γι’ αυτό –μα, και να θέλαμε, δεν θα μπορούσαμε να δώσουμε, αφού οι δεκάρες και οι πεντάρες με την τρύπα είχαν αποσυρθεί από την κυκλοφορία αρκετές δεκαετίες πριν έρθει το ευρώ. Όπως επίσης είχαν εκλείψει τα δίδραχμα, αλλά διατηρούνταν στη φράση τέρμα τα δίφραγκα, που γεννήθηκε από τους εισπράκτορες των λεωφορείων όταν ακόμα η τιμή του εισιτηρίου κλιμακωνόταν ανάλογα με το μήκος της διαδρομής, και μετά πήρε μεταφορική σημασία. Οπότε, και η καθιέρωση του ευρώ δεν πρόκειται να διώξει από τη γλωσσική χρήση τα παλιότερα ονόματα, τουλάχιστον όχι για μερικές δεκαετίες. Προς το παρόν, κανείς δεν είπε «τέρμα τα δίευρα», παρά μόνο στ’ αστεία.
Αυτή η επιμονή των παλιών ονομασιών δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο της ελληνικής γλώσσας. Οι γαλλομαθείς θα ξέρουν ότι η λέξη sou, που κάποτε σήμαινε ένα υπαρκτό νόμισμα (τα σόλδια που βρίσκουμε στις μεταφράσεις των Αθλίων), το οποίο ανάγεται στο solidus του Μεγάλου Κωνσταντίνου και διατηρήθηκε σαν το εικοστό της λίρας μέχρι τη μεταρρύθμιση του 1795 που γέννησε το φράγκο, είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στη γλώσσα που έχει δώσει δεκάδες εκφράσεις –άλλωστε sous λέγονται στα γαλλικά και γενικώς τα χρήματα, δηλαδή τα λεφτά. Τα οποία λεφτά ονομάστηκαν βεβαίως έτσι από τα λεπτά, δηλαδή από τη νομισματική μονάδα λεπτό, που ανάγεται στο ελληνιστικό «λεπτόν νόμισμα». Λεπτά είχαμε σαν υποδιαίρεση της δραχμής, σιγά-σιγά περιέπεσαν σε αχρηστία λόγω του πληθωρισμού, αλλά αναστήθηκαν πάλι στην κοινή χρήση με τον ερχομό του ευρώ.
Το οποίο ευρώ είναι γλωσσικός πονοκέφαλος και από μιαν άλλη σκοπιά: είναι άκλιτο και έχει κατάληξη «ω», ασυνήθιστη για ελληνικό ουσιαστικό. Πριν καθιερωθεί η ονομασία του, ο προβλεπτικός καθηγητής Μπαμπινιώτης είχε εισηγηθεί να το λέμε «εύρο» ή «ευρό» για να το προσαρμόσουμε στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής (το εύρο, του εύρου, τα εύρα, των εύρων). Η πρόταση δεν έγινε επίσημα δεκτή, ίσως όμως επιβληθεί ενμέρει ανεπίσημα από τα εκατομμύρια έλληνες που χρησιμοποιούν καθημερινά το ευρώ στις συναλλαγές τους χωρίς να έχουν διαβάσει Μπαμπινιώτη. Ήδη έχουν εμφανιστεί όροι όπως δίευρο, δεκάευρο, εικοσάευρο, ενώ ακούγεται και ο πληθυντικός «τα ευρά» (καθώς και ο οικείος-ειρωνικός πληθυντικός: τα ευρώπουλα!)
Κάποιες φορές, τα νομίσματα που έχουν καταργηθεί στη χώρα που τα γέννησε, επιζούν αλλού. Έτσι η δραχμή, καταργημένη πια σε μας, επιζεί, αν όχι η ίδια πάντως τα εγγόνια της, στον αραβικό κόσμο. Μιλάω για το ντιρχάμ (dirham), που είναι η βασική νομισματική μονάδα στο Μαρόκο και στα Αραβικά Εμιράτα, ενώ ως υποδιαίρεση του δηναρίου (dinar) υπάρχει επίσης στη Λιβύη, την Τυνησία και το Κουβέιτ, καθώς και ως υποδιαίρεση του ριάλ στο Κατάρ. Κάτι παρόμοιο ισχύει για τους καταργημένους οθωμανικούς παράδες: επιζούν όχι μόνο στη φρασεολογία, αλλά και ως υποδιαίρεση του σέρβικου δηναρίου. Και την προηγούμενη φορά που το Μαυροβούνιο ήταν ανεξάρτητο, στις αρχές του 20ού αιώνα, είχε σαν νόμισμα το perper, που είναι, σωστά το καταλάβατε, εγγονάκι των βυζαντινών υπέρπυρων.
Για τα άλλα νομίσματα που κατάργησε το ευρώ, δηλαδή την πεσέτα, το εσκούδο ή την κορώνα, δεν πρόφτασα να γράψω, ούτε άλλωστε για τα νομίσματα των νέων κρατών μελών που σιγά-σιγά περνούν στην ιστορία καθώς τα αντικαθιστά το αδηφάγο νέο νόμισμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν κι εκείνα ενδιαφέρουσες ιστορίες· λογουχάρη το ζλότι, το πολωνικό, σημαίνει «χρυσό», κι είναι μια λέξη που τη βρίσκουμε σε όλες τις σλάβικες γλώσσες, καθώς και στη ζολότα, ένα ακόμα από τα πολλά νομίσματα που κυκλοφορούσαν στον ελλαδικό χώρο επί τουρκοκρατίας –και βέβαια στο επώνυμο Ζολώτας.
http://www.24grammata.com
Αέρα!!! η ιστορία της πιο ένδοξης ιαχής!
Λίγες λέξεις της Νεοελληνικής γλώσσας κρύβουν τη μαγεία της ιαχής αέρα! Μεγάλωσαν και μεγαλώνουν ελληνόπουλα που συγκινήθηκαν, δάκρυσαν, θαύμαζαν τον ηρωισμό των παλικαριών στα ελληνοαλβανικά σύνορα, το 1940. Ο παλμός αυτής της συγκίνησης δονούσε στην ιαχή αέρα και σε ό,τι αυτή αντιπροσώπευε στη μεταπολεμική Ελλάδα. Καμία λέξη δε συγκέντρωσε την ορμή και το δυναμισμό της νιότης, όσο η ιαχή αέρας.
Ελάχιστοι, όμως, γνωρίζουν ότι πρωτοακούστηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης 30 χρόνια πρίν από το έπος του ΄40. Συγκεκριμένα, πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1908 από το 2ο τάγμα της Κρητικής πολιτοφυλακής του πρώτου τακτικού στρατού της Κρήτης, που τελούσε υπό την προστασία του ευρωπαϊκού στρατού. Χρησιμοποιήθηκε σε εκπαιδευτική πορεία, από κάποιον στρατιώτη, κατά τη διάρκεια ανεμοστρόβιλου και το επανέλαβαν, χάριν ευθυμίας, οι υπόλοιποι. Από τότε, το επαναλάμβαναν συχνά, κάθε φορά που διαλυόταν ή συντασσόταν το Τάγμα (αρχικά, ήταν, δηλαδή, μία ζητωκραυγή, ένα “πείραγμα”, και όχι πολεμική ιαχή). Στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων (1912, 1913, Ήπειρο και Μακεδονία) η ιαχή διαδόθηκε από τους Κρήτες σε ολόκληρο το ελληνικό στράτευμα.
Στην αρχή, όμως, η καινοτομία αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία, γιατί ο τακτικός στρατός χρησιμοποιούσε τις αρχαίες ιαχές: αλαλά ή αλαλαί ή ελελεύ ή το εξευρωπαϊσμένο : χιπ, χιπ, ουρρά (hip, hip, hurrah), άλλωστε οι περισσότεροι αξιωματικοί του στρατού μας είχαν εκπαιδευτεί στα στρατόπεδα της Γερμανίας, Γαλλίας, Αγγλίας.
Η αρχαία ιαχή αλαλά προήλθε από τη μυθική κόρη του Πολέμου, την Αλαλά (Πίνδαρος, απ. 225: Κλυθ΄ Αλαλά Πολέμου θυγατέρα). Απ εδώ προήλθαν οι λέξεις αλαλαγή, αλάλαγμα (Κ.Παλαμάς, Ασαλ. Ζωή: της νίκης σου το αλάλαγμα…) και το ρ. αλαλάζω (Ψαλμ.99, αλαλάξατε τω Κυρίω…, ή Κ.Δ. Κορινθ. 1,13,1 : …γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον).
Η πολεμική ιαχή «αέρα» επισημοποιήθηκε κατά τον ελληνοιταλικό πόλεμο και γι΄ αυτό συνέβαλαν, άθελα τους, οι Ιταλοί. Ο Ιταλικός φασιστικός στρατός χρησιμοποιούσε την ιαχή : «eja (προφ. : εγιά), eja, eja, alala». Ήταν μία ιαχή που είχε καθιερώσει ο ποιητής Gabriele d Annunzio (1863 – 1938) στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (Αύγουστος του 1917). Ο ίδιος, ο ποιητής, αναφέρει ότι την επέβαλε στους αεροπόρους του (ήταν διοικητής αεροπορικού σμήνους) λέγοντας: «είναι καιρός να καταργήσουμε αυτό τον βαρβαρικό ήχο (εννοούσε το: Hip! Hip! Hip! hurrah) και στη θέση του θα βάλουμε το alala με το οποίο ο Αχιλλέας παρακινούσε τα άλογα του και το Λατινικό επιφώνημα eja».
Εικοσιτρία χρόνια αργότερα οι Ιταλοί εισβολείς θα χρησιμοποιήσουν στα βουνά της Πίνδου την ιαχή eja! eja! alala (ειρωνεία: να ήξεραν, άραγε, οι αγράμματοι Ιταλοί στρατιώτες ότι χρησιμοποιούσαν μία αρχαία ελληνική ιαχή για να σκοτώσουν τους σύγχρονους Ελληνες). Πάντως, η ηχητική ομοιότητα με την επανάληψη των φωνηέντων -α- και –ε- (στη λ.eja: προφ. εγιά) έφερε στο μυαλό των Ελλήνων την Κρητική ζητωκραυγή αέρα και ανταπέδωσαν καθιερώνοντας την λ. αέρα, ως την πιο ηρωική ολόκληρης της ελληνικής ιστορίας. Η ιαχή αέρα έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών με το αλαλά (δεν αλλάζει ο ρυθμός) και περιλάμβανει το –α- και το –ε-, που προφέρονται εύκολα, όταν τρέχουν οι στρατιώτες (περιλαμβάνονται, αλλωστε, και στο αλαλά και στο ελελευ, αλλά και στο eja)
24grammata.com/ από τη ζωή των λέξεων
Ελάχιστοι, όμως, γνωρίζουν ότι πρωτοακούστηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης 30 χρόνια πρίν από το έπος του ΄40. Συγκεκριμένα, πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1908 από το 2ο τάγμα της Κρητικής πολιτοφυλακής του πρώτου τακτικού στρατού της Κρήτης, που τελούσε υπό την προστασία του ευρωπαϊκού στρατού. Χρησιμοποιήθηκε σε εκπαιδευτική πορεία, από κάποιον στρατιώτη, κατά τη διάρκεια ανεμοστρόβιλου και το επανέλαβαν, χάριν ευθυμίας, οι υπόλοιποι. Από τότε, το επαναλάμβαναν συχνά, κάθε φορά που διαλυόταν ή συντασσόταν το Τάγμα (αρχικά, ήταν, δηλαδή, μία ζητωκραυγή, ένα “πείραγμα”, και όχι πολεμική ιαχή). Στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων (1912, 1913, Ήπειρο και Μακεδονία) η ιαχή διαδόθηκε από τους Κρήτες σε ολόκληρο το ελληνικό στράτευμα.
Στην αρχή, όμως, η καινοτομία αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία, γιατί ο τακτικός στρατός χρησιμοποιούσε τις αρχαίες ιαχές: αλαλά ή αλαλαί ή ελελεύ ή το εξευρωπαϊσμένο : χιπ, χιπ, ουρρά (hip, hip, hurrah), άλλωστε οι περισσότεροι αξιωματικοί του στρατού μας είχαν εκπαιδευτεί στα στρατόπεδα της Γερμανίας, Γαλλίας, Αγγλίας.
Η αρχαία ιαχή αλαλά προήλθε από τη μυθική κόρη του Πολέμου, την Αλαλά (Πίνδαρος, απ. 225: Κλυθ΄ Αλαλά Πολέμου θυγατέρα). Απ εδώ προήλθαν οι λέξεις αλαλαγή, αλάλαγμα (Κ.Παλαμάς, Ασαλ. Ζωή: της νίκης σου το αλάλαγμα…) και το ρ. αλαλάζω (Ψαλμ.99, αλαλάξατε τω Κυρίω…, ή Κ.Δ. Κορινθ. 1,13,1 : …γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον).
Η πολεμική ιαχή «αέρα» επισημοποιήθηκε κατά τον ελληνοιταλικό πόλεμο και γι΄ αυτό συνέβαλαν, άθελα τους, οι Ιταλοί. Ο Ιταλικός φασιστικός στρατός χρησιμοποιούσε την ιαχή : «eja (προφ. : εγιά), eja, eja, alala». Ήταν μία ιαχή που είχε καθιερώσει ο ποιητής Gabriele d Annunzio (1863 – 1938) στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (Αύγουστος του 1917). Ο ίδιος, ο ποιητής, αναφέρει ότι την επέβαλε στους αεροπόρους του (ήταν διοικητής αεροπορικού σμήνους) λέγοντας: «είναι καιρός να καταργήσουμε αυτό τον βαρβαρικό ήχο (εννοούσε το: Hip! Hip! Hip! hurrah) και στη θέση του θα βάλουμε το alala με το οποίο ο Αχιλλέας παρακινούσε τα άλογα του και το Λατινικό επιφώνημα eja».
Εικοσιτρία χρόνια αργότερα οι Ιταλοί εισβολείς θα χρησιμοποιήσουν στα βουνά της Πίνδου την ιαχή eja! eja! alala (ειρωνεία: να ήξεραν, άραγε, οι αγράμματοι Ιταλοί στρατιώτες ότι χρησιμοποιούσαν μία αρχαία ελληνική ιαχή για να σκοτώσουν τους σύγχρονους Ελληνες). Πάντως, η ηχητική ομοιότητα με την επανάληψη των φωνηέντων -α- και –ε- (στη λ.eja: προφ. εγιά) έφερε στο μυαλό των Ελλήνων την Κρητική ζητωκραυγή αέρα και ανταπέδωσαν καθιερώνοντας την λ. αέρα, ως την πιο ηρωική ολόκληρης της ελληνικής ιστορίας. Η ιαχή αέρα έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών με το αλαλά (δεν αλλάζει ο ρυθμός) και περιλάμβανει το –α- και το –ε-, που προφέρονται εύκολα, όταν τρέχουν οι στρατιώτες (περιλαμβάνονται, αλλωστε, και στο αλαλά και στο ελελευ, αλλά και στο eja)
24grammata.com/ από τη ζωή των λέξεων
Νέα Ελβετία
Κοντά στο Βύρωνα υπάρχει η περιοχή Νέα Ελβετία. Ο αστικός μύθος αναφέρει πως κάποιος πήγε στην περιοχή όντας άρρωστος( μάλλον ασθενικός). Λόγω του κλίματος έγινε καλά. Αναφερόμενος στο περιστατικό, είπε:<< Καλά το κλίμα εδώ είναι φοβερό, σαν να βρίσκεσαι στην Ελβετία>>. Έτσι έμεινε το όνομα : Νέα Ελβετία
Πήραν τα μυαλά του αέρα
_
Την ελληνική ιδιωματική φράση πήραν τα μυαλά του
αέρα την λέμε και στις μέρες μας. Εκείνη την εποχή όμως αυτό σήμαινε κάτι
άλλο. Το υγρό πυρ εξαπολυόταν με διαφόρους μηχανισμούς. Στην πλώρη των πλοίων
των βυζαντινών υπήρχε ένα μπρούτζινο λιοντάρι μέσα από το ανοιχτό στόμα του
οποίου εξακοντίζονταν μακριά το φονικό υγρό. Για να γίνει αυτό δυνατό, στο
κεφάλι του λιονταριού κατέληγαν δύο σωλήνες, ο ένας εξόδου του υγρού πυρός και
ο άλλος εισόδου του αέρα όπου με χειροκίνητη αντλία γινόταν κατάθλιψη αυτού.
Επομένως, για να εξακοντιστεί μακριά το υγρό πυρ, έπρεπε προηγουμένως τα
"μυαλά" (κεφάλι) του λιονταριού να πάρουν αέρα
Ζιαφέτι
Ζιαφέτι είναι το συμπόσιο, το φαγοπότι, το ξεφάντωμα, το γλέντι. Δάνειο από τα τουρκικά, ziyafet, λέξη που έχει περάσει σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες. Ακούγεται και σήμερα, ιδίως για τα γλέντια που γίνονται σε πανηγύρια και γενικά σε χωριά. Από την παρουσίαση του δίσκου δημοτικής μουσικής Ζαγορίσιο ζιαφέτι αντιγράφω τον ορισμό: «Ζιαφέτι στο Ζαγόρι είναι όταν μαζεύονται 25-30 άτομα, βάζουν ένα αρνί σε καφενείο νύχτα και σου λένε έλα».
Σε ένα δημοτικό του Ολύμπου, όταν φέραν το κεφάλι του Τάκου στον Πασά, έγινε «τρεις μέρες ζιαφέτι», ενώ αρκετά συχνά χρησιμοποιεί τη λέξη ο Ρήγας στο Σχολείον των ντελικάτων εραστών. Στις Νησιώτικες ιστορίες ο Εφταλιώτης θυμάται έναν γάμο όπου «ήτανε μια λάκερη βδομάδα, κάθε μέρα κι απ’ ένα μεγάλο ζιαφέτι».
Η λέξη ωστόσο δεν ακούγεται μόνο στην Ήπειρο, τη βρίσκω επίσης στα νησιά, την Κρήτη, τη Θράκη, πιθανώς και αλλού. Ζιαφέτι γινόταν επίσης τα παλιότερα χρόνια όταν τελείωνε το χτίσιμο ενός σπιτιού και ο νοικοκύρης τραπέζωνε τους μαστόρους.
Από το βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου: “Λέξεις που χάνονται”
Σε ένα δημοτικό του Ολύμπου, όταν φέραν το κεφάλι του Τάκου στον Πασά, έγινε «τρεις μέρες ζιαφέτι», ενώ αρκετά συχνά χρησιμοποιεί τη λέξη ο Ρήγας στο Σχολείον των ντελικάτων εραστών. Στις Νησιώτικες ιστορίες ο Εφταλιώτης θυμάται έναν γάμο όπου «ήτανε μια λάκερη βδομάδα, κάθε μέρα κι απ’ ένα μεγάλο ζιαφέτι».
Η λέξη ωστόσο δεν ακούγεται μόνο στην Ήπειρο, τη βρίσκω επίσης στα νησιά, την Κρήτη, τη Θράκη, πιθανώς και αλλού. Ζιαφέτι γινόταν επίσης τα παλιότερα χρόνια όταν τελείωνε το χτίσιμο ενός σπιτιού και ο νοικοκύρης τραπέζωνε τους μαστόρους.
Από το βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου: “Λέξεις που χάνονται”
Λαμόγιο
Γράφει ο Δαμιανός Γιώργος από τα 24 γράμματα
Στο Ολυμπιακό στάδιο της Αθήνας, στον αγώνα Παναθαναϊκού – Εργοτέλη (22/10/2011), αναρτήθηκε πανό που έγραφε «Πολιτικοί λαμόγια, βουλή των βολεμένων. Θα σας πνίξει η οργή των εξεγερμένων». Ο διαιτητής διέκοψε για 8 λεπτά τον αγώνα, προκειμένου να κατέβει το πανό, επικαλούμενος ότι προσβάλει το φίλαθλο πνεύμα. Το σύνθημα είχε, σαφέστατα, πολιτικό χαρακτήρα (και ισοπεδωτικό, αφού αναφερόταν σε όλους ανεξαιρέτως τους πολιτικούς), αλλά για να διαπιστώσουμε αν ήταν και υβριστικό πρέπει να ερμηνεύσουμε τον όρο “Λαμόγιο/α”
Τα Λαμόγια ήταν οι βοηθοί, οι αβανταδόροι, των παπατζήδων. Ο όρος χρησιμοποιείται ευρέως στα ευθυμογραφήματα του Νίκου Τσιφόρου για να προσδιορίσει τους τσιλιαδόρους, που υποκρίνονταν τον παίκτη του παπατζή, για να προσελκύσουν τα θύματα.
Η λέξη λαμόγια προέρχεται από το ιταλικό έναρθρο ουσιαστικό «la moglie» (πρφ.: λα μόγιε – μτφ.: η σύζυγος). Τη στιγμή που κάποιος Ιταλός χαρτοπαίκτης κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη ξαναχάσει, φώναζε, δήθεν φοβισμένος, «la moglie, la moglie», (λαμόγιε…), ότι, δήθεν, τον έψαχνε η γυναίκα του, βούταγε βιαστικά τα χρήματα και έφευγε τρέχοντας (την έκανε λαμόγιο δεν τήρουσε, δηλαδή, τις υποσχέσεις του). Αυτή η σατιρική έκφραση έφτασε στην Ελλάδα, ενώ ξεχάστηκε στην Ιταλία, και τη χρησιμοποιούμε για να προσδιορίζουμε τον ασυνεπή και τον μικροαπατεώνα. Οι χαρακτηρίσμοί αυτοί, είτε δεν ταιριάζουν, είτε κολακεύουν ορισμένους, όχι όλους, από τους πολιτικούς μας.
Υπάρχουν, επίσης, μάλλον αδύνατες ερμηνείες, που υποστηρίζουν ότι προέρχεται από την Ισπανική λέξη “el moyo”ή από τη λέξη “la molla”.
Στο Ολυμπιακό στάδιο της Αθήνας, στον αγώνα Παναθαναϊκού – Εργοτέλη (22/10/2011), αναρτήθηκε πανό που έγραφε «Πολιτικοί λαμόγια, βουλή των βολεμένων. Θα σας πνίξει η οργή των εξεγερμένων». Ο διαιτητής διέκοψε για 8 λεπτά τον αγώνα, προκειμένου να κατέβει το πανό, επικαλούμενος ότι προσβάλει το φίλαθλο πνεύμα. Το σύνθημα είχε, σαφέστατα, πολιτικό χαρακτήρα (και ισοπεδωτικό, αφού αναφερόταν σε όλους ανεξαιρέτως τους πολιτικούς), αλλά για να διαπιστώσουμε αν ήταν και υβριστικό πρέπει να ερμηνεύσουμε τον όρο “Λαμόγιο/α”
Τα Λαμόγια ήταν οι βοηθοί, οι αβανταδόροι, των παπατζήδων. Ο όρος χρησιμοποιείται ευρέως στα ευθυμογραφήματα του Νίκου Τσιφόρου για να προσδιορίσει τους τσιλιαδόρους, που υποκρίνονταν τον παίκτη του παπατζή, για να προσελκύσουν τα θύματα.
Η λέξη λαμόγια προέρχεται από το ιταλικό έναρθρο ουσιαστικό «la moglie» (πρφ.: λα μόγιε – μτφ.: η σύζυγος). Τη στιγμή που κάποιος Ιταλός χαρτοπαίκτης κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη ξαναχάσει, φώναζε, δήθεν φοβισμένος, «la moglie, la moglie», (λαμόγιε…), ότι, δήθεν, τον έψαχνε η γυναίκα του, βούταγε βιαστικά τα χρήματα και έφευγε τρέχοντας (την έκανε λαμόγιο δεν τήρουσε, δηλαδή, τις υποσχέσεις του). Αυτή η σατιρική έκφραση έφτασε στην Ελλάδα, ενώ ξεχάστηκε στην Ιταλία, και τη χρησιμοποιούμε για να προσδιορίζουμε τον ασυνεπή και τον μικροαπατεώνα. Οι χαρακτηρίσμοί αυτοί, είτε δεν ταιριάζουν, είτε κολακεύουν ορισμένους, όχι όλους, από τους πολιτικούς μας.
Υπάρχουν, επίσης, μάλλον αδύνατες ερμηνείες, που υποστηρίζουν ότι προέρχεται από την Ισπανική λέξη “el moyo”ή από τη λέξη “la molla”.
<< Βράσε ρύζι >>
«Βρασερύζι»: Η πρώτη brasserie στην Ελλάδα!
Πολλές φορές ακούγεται η έκφραση «βράσε ρύζι» για μια κατάσταση ή μια υπόθεση που δε διορθώνεται λόγω της τροπής που έχει λάβει. Μία από τις πλέον αξιόπιστες ερμηνείες για την προέλευσή της είναι η ριζόσουπα της παρηγοριάς που κατανάλωναν σε πολλά μέρη της χώρας μετά την κηδεία. Εν πάση περιπτώσει πρόκειται για έκφραση βαθιάς απογοήτευσης και αδιεξόδου. Το ρύζι υποδηλώνει τη φτώχεια, την ανέχεια και την κακομοιριά. Έχουν γραφεί ατελείωτες ερμηνείες, αλλά και συγκεκριμένα περιστατικά στα οποία αποδόθηκε η πατρότητα της έκφρασης. Ελάχιστα γνωστό είναι όμως το γεγονός ότι ως ορολογία συνδέθηκε με ένα από τα πιο γραφικά στέκια των Αθηνών, ένα ιδιότυπο καφενεδάκι σε μια γωνιά της λεωφόρου Αμαλίας. Ένα καφενεδάκι που ζήλεψε τη δόξα των γαλλικών brasserie, αλλά στην Πλακιώτικη διάλεκτο αποδόθηκε με το απλούστατο «Βρασερύζι», προφανώς από το «Βρασσερί»! Πλούσια στοιχεία για το περίφημο αυτό «Βρασερύζι» της λεωφόρου Αμαλίας διέσωσε ο Α. Φούφας, προσπαθώντας να περιγράψει τον ιδιοκτήτη του, έναν Ανδριώτη με ανατολίτικα χαρακτηριστικά, ο οποίος μάλλον για τσιμπουκτσής σε τούρκικο σεράι προοριζόταν παρά για ιδιοκτήτης μιας εκλεπτυσμένης brasserie. Πάντως, το «Βρασερύζι» λειτουργούσε μέχρι τα τελευταία προπολεμικά χρόνια φιλοξενώντας μερικούς από τους πιο γραφικούς τύπους των Αθηνών.
http://www.24grammata.com
Πολλές φορές ακούγεται η έκφραση «βράσε ρύζι» για μια κατάσταση ή μια υπόθεση που δε διορθώνεται λόγω της τροπής που έχει λάβει. Μία από τις πλέον αξιόπιστες ερμηνείες για την προέλευσή της είναι η ριζόσουπα της παρηγοριάς που κατανάλωναν σε πολλά μέρη της χώρας μετά την κηδεία. Εν πάση περιπτώσει πρόκειται για έκφραση βαθιάς απογοήτευσης και αδιεξόδου. Το ρύζι υποδηλώνει τη φτώχεια, την ανέχεια και την κακομοιριά. Έχουν γραφεί ατελείωτες ερμηνείες, αλλά και συγκεκριμένα περιστατικά στα οποία αποδόθηκε η πατρότητα της έκφρασης. Ελάχιστα γνωστό είναι όμως το γεγονός ότι ως ορολογία συνδέθηκε με ένα από τα πιο γραφικά στέκια των Αθηνών, ένα ιδιότυπο καφενεδάκι σε μια γωνιά της λεωφόρου Αμαλίας. Ένα καφενεδάκι που ζήλεψε τη δόξα των γαλλικών brasserie, αλλά στην Πλακιώτικη διάλεκτο αποδόθηκε με το απλούστατο «Βρασερύζι», προφανώς από το «Βρασσερί»! Πλούσια στοιχεία για το περίφημο αυτό «Βρασερύζι» της λεωφόρου Αμαλίας διέσωσε ο Α. Φούφας, προσπαθώντας να περιγράψει τον ιδιοκτήτη του, έναν Ανδριώτη με ανατολίτικα χαρακτηριστικά, ο οποίος μάλλον για τσιμπουκτσής σε τούρκικο σεράι προοριζόταν παρά για ιδιοκτήτης μιας εκλεπτυσμένης brasserie. Πάντως, το «Βρασερύζι» λειτουργούσε μέχρι τα τελευταία προπολεμικά χρόνια φιλοξενώντας μερικούς από τους πιο γραφικούς τύπους των Αθηνών.
http://www.24grammata.com
ΧΟΥΝΤΑ
Η ιστορία της λ. Χούντας (και η ετυμ. σχέση της με τη λ. τσόντα)
24grammata.com/ ιστορία των λέξεων
Η ισπανική λέξη junta (προφ. “χούnτα” > στα ελλ. “χούντα” ) σημαίνει “ένωση-σύνδεσμος”. Κατά το Oxford English Dictionary ο ισπανικός όρος καθιερώθηκε το 19ο αιώνα, όταν ο Ναπολέων εισέβαλε στην Ισπανία. Τότε, οι Ισπανοί επαναστάτες/μαχητές κατά των Γάλλων οργανώνονταν σε ομάδες από μια στρατιωτική επιτροπή, μία Χούντα, και έτσι ο όρος έμεινε με τη σημασία του “στρατιωτικού συνδέσμου”. Στα ελληνικά δηλώνει τις στρατιωτικές ομάδες που επιχειρούν να καταλάβουν παράνομα την εξουσία, αν και χρησιμοποιείται, κυρίως, για τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών (1967), επειδή με αυτό τον όρο χαρακτήρισαν το συγκεκριμένο πραξικόπημα οι ραδιοφωνικοί σταθμοί του BBC και Deutsche Welle και είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο αυτό το πραξικόπημα προσδιορίστηκε ως χούντα και όχι προηγούμενα στρατιωτικά κινήματα ή πραξικοπήματα κλικ εδώ .
Στα ισπανικά η λ. Χούντα χρησιμοποιείται στη δημόσια διοίκηση με την έννοια του Συνδέσμου (της Λέγκας), χωρίς να έχει αρνητική σημασία, π.χ. Junta de Andalucia
Αξιοπερίεργη και εντελώς τυχαία είναι η ετυμολογική σχέση της λέξης Χούντας με τη λέξη τσόντα (τσοντάρω, τσοντάρισμα). Προέρχονται και οι δύο από το λατινικό ρήμα iungere (: ενώνω, συνδέω) > ιταλ.: giunta > ισπ.: junta. Ο όρος “τσόντα” (πορνό σινεμά) χρησιμοποιήθηκε, γιατί οι πρώτες πορνογραφικές σκηνές παρουσιάστηκαν εμβόλιμες σε φιλμ με τελείως διαφορετικό περιεχόμενο, προστέθηκαν δηλ ως τσόντα σε άσχετες ταινίες.
ΚΟΛΟΝΙΑ
Είναι πολλά τα παραδείγματα, όπου ονόματα πόλεων ευρωπαϊκών χωρών εντάχθηκαν στο ελληνικό λεξιλόγιο. Τέτοια είναι το Σπα, το Σάντουιτς, το λουκάνικο, η μπερλίνα, το ντέρμ πι και πολλά άλλα. Οι περισσότεροι από εσάς ίσως δεν αναγνωρίζουν ή δεν έτυχε ποτέ να συνδυάσουν τη γερμανική πόλη Κολωνία με τη λέξη κολόνια, την ιστορία της οποίας θα σχολιάσου&mu ;ε σήμερα
Η γνωστή μας κολόνια οφείλει το όνομα της στη Γερμανική πόλη Κολωνία. Το eaux de cologne ή acqua di cologna, το οποίο μεταφράστηκε στα ελληνικά ως “ύδωρ της Κολωνίας”, ήταν ένα άρωμα στη βάση του Περγαμόντου και πολλών άλλων αιθερίων ελαίων που παρουσιάστηκε, στις αρχές του 1700, στην Κολωνία της Γερμανίας από έναν Ιταλό αρωματοποιό. Είχε βέβαια δροσιστικές ιδιότητες και ε&the ta;εωρείτο το καλύτερο από τα κοσμητικά ύδατα.
Το ύδωρ της Κολωνίας, η γνωστή μας κολόνια δηλαδή, καθιερώθηκε παγκοσμίως, ίσως γιατί άρεσε πολύ στον Ναπολέοντα.
Καλό είναι επίσης να θυμόμαστε ότι η κολόνια είναι ένα eaux de toiliette, δηλαδή κοσμητικό ύδωρ,και δεν πρέπει να συγχέεται με τα αρώματα. Η κολόνια περιέχει μόνο από 1-6% άρωμα και χρησιμεύε&iot a; για τη δροσιά και την περιποίηση του σώματος. Αντίθετα το άρωμα, το προφούμ, πάρφουμ περιέχει 15-40% συμπυκνωμένα έλαια αρωμάτων
Ας σημειώσουμε ότι το παρφούμ παράγεται από το λατινικό "προ+φούμο" και σημαίνει "δια του ατμού"
http://www.24grammata.com_
ΜΑΦΙΑ
Μαφία (MAFIA) σημαίνει: Morte Allafrancia Italia Anela, δηλαδή: Θάνατος στη Γαλλία είναι της Ιταλίας ο πόνος!
Η προέλευση της λέξης Μαφία δεν είναι επακριβώς γνωστός. Σύμφωνα με μια εκδοχή των γεγονότων, γεννήθηκε από τη γαλλική εισβολή της Σικελίας το 1282 και το σύνθημα: Morte Allafrancia Italia Anela.
Για άλλους προέρχεται από το όνομα της αραβικής φυλής που εγκαταστάθηκαν στο Παλέρμο (Ma-afir), για τους άλλους από της Τοσκάνης Maffia (φτώχεια), ενώ ο μελετητής της λαϊκής G.Pitrè πιστευει πως η λέξη προέρχεται από την αργκό Παλέρμο η οποία αρχικά σήμαινε " ομορφιά, το θάρρος και την υπεροχή. "
Η προέλευση της λέξης Μαφία δεν είναι επακριβώς γνωστός. Σύμφωνα με μια εκδοχή των γεγονότων, γεννήθηκε από τη γαλλική εισβολή της Σικελίας το 1282 και το σύνθημα: Morte Allafrancia Italia Anela.
Για άλλους προέρχεται από το όνομα της αραβικής φυλής που εγκαταστάθηκαν στο Παλέρμο (Ma-afir), για τους άλλους από της Τοσκάνης Maffia (φτώχεια), ενώ ο μελετητής της λαϊκής G.Pitrè πιστευει πως η λέξη προέρχεται από την αργκό Παλέρμο η οποία αρχικά σήμαινε " ομορφιά, το θάρρος και την υπεροχή. "
ΛΕΩ ΤΑ ΣΥΚΑ ΣΥΚΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΚΑΦΗ ΣΚΑΦΗ
Σημασία: Λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους, μιλάω ξεκάθαρα και ειλικρινά, χωρίς υπεκφυγές ή προσπάθεια ωραιοποίησης.
Η παρουσία της φράσης στην Αττική κωμωδία (δυο φορές στον Αριστοφάνη: σκαιός δέ τις κἀγροικός εἰμί τήν σκάφην σκάφην λέγων/ ἄγροικός εἰμί την σκάφην σκάφην λέγω), μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπήρχε ήδη στην αρχαιότητα στον καθημερινό λαϊκό λόγο. Τη φράση την αναφέρει επίσης ο Πλούταρχος στο έργο του Αποφθέγματα βασιλέων και στρατηγών αποδίδοντάς την στο Φίλιππο της Μακεδονίας, ο οποίος προφανώς ειρωνεύεται λέγοντας: σκαιούς ἔφη φύσει καί ἀγροίκους εἶναι τούς Μακεδόνας τήν σκάφην σκάφην λέγοντας. Ο Λουκιανός απαριθμώντας τις αρετές του συγγραφέα μνημονεύει την Αριστοφανική παροιμιακή φράση προσθέτοντας δίπλα στη σκάφη και τα σύκα: τοιοῦτος οὖν μοι ὁ συγγραφεύς ἔστω, ἄφοβος, ἀδέκαστος, ἐλεύθερος, παρρησίας καί ἀληθείας φίλος, ὡς ὁ κωμικός φησί, τά σῦκα σῦκα, τήν σκάφην δέ σκάφην ὀνομάσων.
Πώς συνδέεται η σκάφη και τα σύκα με την ειλικρίνεια και την παρρησία; Ίσως οι λέξεις αυτές για τον γνωστό αθυρόστομο-ελευθεριάζοντα της αρχαιότητας Αριστοφάνη (που απεικονίζει τη γλωσσική πραγματικότητα της αρχαίας Αθηναϊκής «αγοράς») να είχαν υπονοούμενη-«πονηρή» σημασία (στην Ειρήνησῦκονονομάζεται το γυναικεῖον αἰδοῖον), εξαιτίας της οποίας ο «καθώς πρέπει» Αθηναίος πιθανότατα θα τις απέφευγε.
ΑΝΟΠΑΙΑ ΑΤΡΑΠΟΣ
ΑΝOΠAIΑ ΑΤΡΑΠΟΣ
Η Ανοπαία ατραπός ήταν δύσβατο μυστικό πέρασμα που κατέληγε σε πολύ μικρή απόσταση από το τρίτο στενό των Θερμοπυλών. Το 480 π.Χ. στην μάχη των Θερμοπυλών ο προδότης Εφιάλτης, έκανε γνωστή την ύπαρξή της στον Πέρση αυτοκράτορα Ξέρξη, με αποτέλεσμα τα περσικά στρατεύματα μέσω αυτού του μονοπατιού να καταλάβουν τα νώτα των Ελληνικών δυνάμεων.
Η Ανοπαία ατραπός ήταν δύσβατο μυστικό πέρασμα που κατέληγε σε πολύ μικρή απόσταση από το τρίτο στενό των Θερμοπυλών. Το 480 π.Χ. στην μάχη των Θερμοπυλών ο προδότης Εφιάλτης, έκανε γνωστή την ύπαρξή της στον Πέρση αυτοκράτορα Ξέρξη, με αποτέλεσμα τα περσικά στρατεύματα μέσω αυτού του μονοπατιού να καταλάβουν τα νώτα των Ελληνικών δυνάμεων.
Πακτωλός
Ο Πακτωλός (τουρκικά: Sart Çayı = Ποταμός των Σάρδεων) είναι ποταμός της Τουρκίας, που πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Τμώλου, ρέει βόρεια και συμβάλλει στον Έρμο ποταμό. Στην αρχαιότητα διέρρεε την πρωτεύουσα της Λυδίας, τις Σάρδεις.
Σύμφωνα με τις αρχαιοελληνικές αναφορές ήταν γεμάτος με ψήγματα χρυσού και σ’ αυτόν οφειλόταν ο μυθικός πλούτος του βασιλιά των Λυδών, του Κροίσου. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο ποταμός λεγόταν και Χρυσορρόας, επειδή έρρεε σ’ αυτόν χρυσάφι.
Η μυθολογία είχε συνδέσει την παρουσία χρυσού στον ποταμό με τον βασιλιά Μίδα της Φρυγίας. Σύμφωνα με τον γνωστό μύθο, ο Μίδας φιλοξένησε στο παλάτι του τον Σιλυνό μία θεότητα της ακολουθίας του Διονύσου και σε ανταπόδοση της φιλοξενίας ο Σιλυνός ζήτησε από τον Διόνυσο να ικανοποιήσει μία χάρη στον Μίδα και ο Μίδας που αγαπούσε τον πλούτο, χωρίς να το πολυσκεφτεί ζήτησε να μετατρέπεται σε χρυσάφι κάθε αντικείμενο που αγγίζει. Σύντομα διαπίστωσε πως αυτή η επιθυμία του εξελίχθηκε σε κατάρα γιατί ακόμα και το φαγητό που έτρωγε, ακόμα και τα αγαπημένα του πρόσωπα μετατρέπονταν σε χρυσάφι. Καταλαβαίνοντας το λάθος του ζήτησε από τον Διόνυσο να τον απαλλάξει από αυτό το χάρισμα και ο Διόνυσος τον συμβούλεψε να πλυθεί στον Πακτωλό ποταμό ο οποίος από τότε γέμισε χρυσάφι.
Σύμφωνα με τις αρχαιοελληνικές αναφορές ήταν γεμάτος με ψήγματα χρυσού και σ’ αυτόν οφειλόταν ο μυθικός πλούτος του βασιλιά των Λυδών, του Κροίσου. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο ποταμός λεγόταν και Χρυσορρόας, επειδή έρρεε σ’ αυτόν χρυσάφι.
Η μυθολογία είχε συνδέσει την παρουσία χρυσού στον ποταμό με τον βασιλιά Μίδα της Φρυγίας. Σύμφωνα με τον γνωστό μύθο, ο Μίδας φιλοξένησε στο παλάτι του τον Σιλυνό μία θεότητα της ακολουθίας του Διονύσου και σε ανταπόδοση της φιλοξενίας ο Σιλυνός ζήτησε από τον Διόνυσο να ικανοποιήσει μία χάρη στον Μίδα και ο Μίδας που αγαπούσε τον πλούτο, χωρίς να το πολυσκεφτεί ζήτησε να μετατρέπεται σε χρυσάφι κάθε αντικείμενο που αγγίζει. Σύντομα διαπίστωσε πως αυτή η επιθυμία του εξελίχθηκε σε κατάρα γιατί ακόμα και το φαγητό που έτρωγε, ακόμα και τα αγαπημένα του πρόσωπα μετατρέπονταν σε χρυσάφι. Καταλαβαίνοντας το λάθος του ζήτησε από τον Διόνυσο να τον απαλλάξει από αυτό το χάρισμα και ο Διόνυσος τον συμβούλεψε να πλυθεί στον Πακτωλό ποταμό ο οποίος από τότε γέμισε χρυσάφι.
- Σήμερα έχει την σημασία του μεγάλου πλούτου
Λυδία λίθος
Η λυδία λίθος είναι η κοινή ονομασία πετρώματος μαύρου χρώματος, το όνομα του οποίου προέρχεται από τη Λυδία της Μικράς Ασίας από όπου την εισήγαγαν αρχικά κατά την αρχαιότητα οι Έλληνες. Είναι είδος βασάλτη, ενός σκληρού πετρώματος που ετυμολογικά προέρχεται από την λέξη βάσανος [1]. Με την χρήση της Λυδίας λίθου μπορεί να εξακριβωθεί η περιεκτικότητας ενός κράματος σε χρυσό.
Εάν συρθεί ένα κομμάτι χρυσού στην επιφάνεια της λυδίας λίθου αφήνει ένα χαρακτηριστικό ίχνος. Όμως εάν συρθεί ένα κομμάτι όχι καθαρού χρυσού αλλά κράματος τότε η απόχρωση του χρώματος του ίχνους που αφήνει πάνω στην επιφάνεια της λυδίας λίθου είναι διαφορετικό. Και ανάλογα με την περιεκτικότητα ενός κράματος σε χρυσό, το ίχνος αυτό έχει διαφορετική απόχρωση. Έτσι η απόχρωση του ίχνους ενός κράματος αν συγκριθεί με τις αποχρώσεις ιχνών κραμάτων με γνωστή περιεκτικότητα, τότε μπορεί να εκτιμηθεί η περιεκτικότητά του σε χρυσό με αρκετά ασφαλή τρόπο.
Αυτή την τεχνική γνωστή από την αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον ελληνικό χώρο για την εξακρίβωση της γνησιότητας τον χρυσών νομισμάτων αλλά αργότερα επεκτάθηκε σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις όπου η διαπίστωση της περιεκτικότητας ενός κράματος σε χρυσό ήταν απαραίτητη. Ακόμα και σήμερα χρυσοχόοι εκτιμούν την περιεκτικότητα χρυσών αντικειμένων σε καράτια με την ίδια μέθοδο. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας όμως η λυδία λίθος όλο και συχνότερα απαντάται σε τεχνητή παρά σε φυσική μορφή ή αντικαθίσταται με μεθόδους που δίνουν μετρήσεις με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Μεταφορικά η φράση λυδία λίθος λόγω της χρήσης της για πολλούς αιώνες ως εργαλείου εξακρίβωσης της καθαρότητας κραμάτων χρυσού, χρησιμοποιείται για να δηλώσει την έννοια της δοκιμασίας, του τρόπου ελέγχου, της εξακρίβωσης κτλ.
Εάν συρθεί ένα κομμάτι χρυσού στην επιφάνεια της λυδίας λίθου αφήνει ένα χαρακτηριστικό ίχνος. Όμως εάν συρθεί ένα κομμάτι όχι καθαρού χρυσού αλλά κράματος τότε η απόχρωση του χρώματος του ίχνους που αφήνει πάνω στην επιφάνεια της λυδίας λίθου είναι διαφορετικό. Και ανάλογα με την περιεκτικότητα ενός κράματος σε χρυσό, το ίχνος αυτό έχει διαφορετική απόχρωση. Έτσι η απόχρωση του ίχνους ενός κράματος αν συγκριθεί με τις αποχρώσεις ιχνών κραμάτων με γνωστή περιεκτικότητα, τότε μπορεί να εκτιμηθεί η περιεκτικότητά του σε χρυσό με αρκετά ασφαλή τρόπο.
Αυτή την τεχνική γνωστή από την αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον ελληνικό χώρο για την εξακρίβωση της γνησιότητας τον χρυσών νομισμάτων αλλά αργότερα επεκτάθηκε σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις όπου η διαπίστωση της περιεκτικότητας ενός κράματος σε χρυσό ήταν απαραίτητη. Ακόμα και σήμερα χρυσοχόοι εκτιμούν την περιεκτικότητα χρυσών αντικειμένων σε καράτια με την ίδια μέθοδο. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας όμως η λυδία λίθος όλο και συχνότερα απαντάται σε τεχνητή παρά σε φυσική μορφή ή αντικαθίσταται με μεθόδους που δίνουν μετρήσεις με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Μεταφορικά η φράση λυδία λίθος λόγω της χρήσης της για πολλούς αιώνες ως εργαλείου εξακρίβωσης της καθαρότητας κραμάτων χρυσού, χρησιμοποιείται για να δηλώσει την έννοια της δοκιμασίας, του τρόπου ελέγχου, της εξακρίβωσης κτλ.
Μεταξύ σφύρας και άκμονος
Σ' ένα μύθο Φρυγικής προέλευσης αναφαίρεται πως η Αδράστεια , η νύφη που είχε αναθέσει η Ρέα την ανατροφή του Δία, είχε υπηρέτες τον Άκμονα, τον Κέλμη και τον Δαμναμενέα. Αυτοί ξεπετάχτηκαν κάποτε από τη γη και έγινα οι πρώτοι σιδηρουργοί. Άκμονας λέγεται το αμόνι, Δαμναμενέας σημαίνει κατά κυριολεξία << αυτός που δαμάζει >>το σφυρί. Κέλμης είναι το μαχαίρι που σφυρηλατείται.
Ο Κέλμης ήταν σύντροφος και παιδικός φίλος του Δία αλλά είχε την ατυχία να προσβάλλει τη Ρέα και η Τιτανίδα για τιμωρία τον μεταμόρφωσε σε μέταλλο που βασανίζεται ανάμεσα στο σφυρί και το αμόνι. Έτσι προέκυψε η έκφραση.
Έχει τη σημασία του ότι βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση.
Πηγή: από το βιβλίο της Γιολάντας Τσορώνη - Γεωργιάδη
Ο Κέλμης ήταν σύντροφος και παιδικός φίλος του Δία αλλά είχε την ατυχία να προσβάλλει τη Ρέα και η Τιτανίδα για τιμωρία τον μεταμόρφωσε σε μέταλλο που βασανίζεται ανάμεσα στο σφυρί και το αμόνι. Έτσι προέκυψε η έκφραση.
Έχει τη σημασία του ότι βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση.
Πηγή: από το βιβλίο της Γιολάντας Τσορώνη - Γεωργιάδη
ΔΙΣΕΚΤΟ ΕΤΟΣ
«Δίσεκτο» λέγεται κάθε έτος που έχει 366 ημέρες αντί για 365 που έχει κανονικά ένας χρόνος. Το πρόβλημα είναι ότι η ετήσια περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο δεν διαρκεί μόνο 365 ημέρες, αλλά και κάτι παραπάνω: 6 ώρες, 9 λεπτά και 9 δευτερόλεπτα επιπλέον κατά μέσο όρο.
Όλα ξεκίνησαν από την ανάγκη να εναρμονιστεί το τροπικό έτος (το χρονικό διάστημα που χρειάζεται η Γη για να κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον Ήλιο δηλαδή) με το καθημερινό-πολιτικό έτος των ημερολογίων (αυτό που χρησιμοποιείς στην ατζέντα σου).
Χωρίς την εναρμόνιση, σε βάθος χρόνου θα είχαμε τον Ιανουάριο καλοκαίρι και τον Ιούλιο χειμώνα. Δεν θα σου άρεσε, ε; Ούτε σε εμάς!
Έτσι, την «πάτησαν» οι Ρωμαίοι που από το 600 π.Χ. ακολουθούσαν το λεγόμενο ημερολόγιο του Νουμά, το οποίο είχε μεν 365 μέρες, αλλά κάθε 4 χρόνια προπορευόταν κατά σχεδόν μία μέρα. Όταν οι Ρωμαίοι έφτασαν να γιορτάζουν τις καλοκαιρινές γιορτές του θερισμού μέσα στον ημερολογιακό χειμώνα αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα να κάνουν κάτι δραστικό.
«Πτυσσόμενο» έτος
Τη «λύση» έδωσε ο Ιούλιος Καίσαρ, ο οποίος καθιέρωσε την προσθήκη ημερών ή μηνών σε κάθε έτος, ώστε να ταιριάζει η μέτρηση του χρόνου με τις εποχές. Την ευθύνη μάλιστα για την προσθήκη των έξτρα ημερών ή μηνών είχαν οι ιερείς.
Επειδή όμως οι ιερείς, ανάλογα με τα συμφέροντά τους, πρόσθεταν μέρες όποτε τους άρεσε, προκειμένου να παραμείνουν περισσότερο στην εξουσία οι ευνοούμενοί τους (ναι, είχαν και τότε τέτοια προβλήματα) έκαναν το ημερολόγιο… πτυσσόμενο και σίγουρα καθόλου λειτουργικό, αφού έφτασε ένα έτος να έχει κάποιες φορές σχεδόν 450 μέρες!
Και αφού αυτό δεν οδήγησε πουθενά, ο Ιούλιος Καίσαρ ανέθεσε το πρόβλημα στους φιλοσόφους και τους μαθηματικούς. Τη λύση βρήκε ο Έλληνας αστρονόμος Σωσιγένης, που πρότεινε να υιοθετήσουν το ημερολόγιο του Πτολεμαίου του Γ’, σύμφωνα με το οποίο κάθε τρία κανονικά χρόνια ακολουθεί ένα δίσεκτο (ό,τι ισχύει και σήμερα δηλαδή).
Και έτσι ο Φεβρουάριος, από τελευταίος μήνας του έτους, έγινε δεύτερος, μετά τον Ιανουάριο, και είχε 30 μέρες. Ανάμεσα στην 24 και 25 Φεβρουαρίου οι Ρωμαίοι πρόσθεταν κάθε 4 χρόνια μια επιπλέον ημέρα. Υπολόγιζαν δηλαδή την 24 Φεβρουαρίου δύο φορές και επειδή ήταν η έκτη μέρα πριν από την 1 Μαρτίου (που ήταν η αρχή του έτους για τους Ρωμαίους), η δεύτερη 24 Φεβρουαρίου που προστέθηκε ονομάστηκε δις έκτη μέρα, δηλαδή δεύτερη έκτη μέρα πριν από τον Μάρτιο (μπερδεύτηκες; Ξαναδιάβασέ το, είναι απλό). Με τον καιρό, ο όρος «δίσεκτο» έμεινε να χαρακτηρίζει ολόκληρο το έτος που έχει μια επιπλέον ημέρα.
Ο Φεβρουάριος στο κρεβάτι του Προκρούστη!
Αργότερα οι Ρωμαίοι αφαίρεσαν από το Φεβρουάριο μια μέρα (έτσι τους άρεσε) και ύστερα επί Αυγούστου, προς τιμήν του αυτοκράτορα, αφαίρεσαν άλλη μία μέρα και την πρόσθεσαν στον Αύγουστο. Σου λύθηκε τώρα η απορία γιατί ο Φεβρουάριος έχει μόνο 28 και ενίοτε 29 ημέρες; Στην ουσία, χωρίς λόγο!
Το «πετσόκομμα» του Φεβρουαρίου δεν ενόχλησε καθόλου βέβαια τους Ρωμαίους, επειδή ο μήνας ήταν αφιερωμένος στους νεκρούς, στον ηθικό απολογισμό τους (τι είναι η ζωή, τι είναι ο άνθρωπος, τι έκανα μέχρι τώρα) και στη μετάνοια. Ίσα-ίσα μάλιστα χάρηκαν που μπορούσαν να ξεφορτωθούν το δυσάρεστο αυτό μήνα της εξιλέωσης (februare) μια ώρα αρχύτερα!
Γιατί όμως το δίσεκτο έτος θεωρείται «γκαντέμικο»;
Οι προλήψεις που ακολουθούν το δίσεκτο έτος προέρχονται από τους Ρωμαίους, οι οποίοι πίστευαν ότι τον Φεβρουάριο, το μήνα της εξιλέωσης και της λατρείας των υποχθόνιων θεοτήτων, κυκλοφορούσε για λίγες μέρες ανάμεσά τους ο Άδης και έφερνε πολλά δεινά. Γι΄αυτό μάλιστα τα δίσεκτα έτη δεν γινόταν έναρξη εργασιών με μακροχρόνια διάρκεια, όπως φύτευση αμπελιών, θεμελίωση σπιτιών, γάμοι και λοιπά.
Οι δεισιδαιμονίες για το δίσεκτο έτος μεταφέρθηκαν και στους Έλληνες ύστερα από την κατάκτησή τους από τους Ρωμαίους. Αυτός είναι ο λόγος που και στην ελληνική παράδοση τα δίσεκτα έτη θεωρούνται γρουσούζικα και ο κόσμος αποφεύγει τους γάμους, το κτίσιμο του σπιτιού, τις νέες επαγγελματικές δραστηριότητες και γενικά τους μακροχρόνιους συνεταιρισμούς ή σχέσεις. Εμπειρικά πάντως δεν έχουν καταγραφεί κακοτυχίες ή δυσάρεστα γεγονότα που να ενισχύουν αυτή την πεποίθηση.
Σε κάποιους πολιτισμούς, τα δίσεκτα έτη έχουν και τα καλά τους. Στην Ιρλανδία για παράδειγμα στις 29 Φεβρουαρίου κάθε δίσεκτου έτους, μπορεί όποια Ιρλανδή θέλει (σύμφωνα με την παράδοση) να κάνει πρόταση γάμου στον αγαπημένο της και εκείνος είναι υποχρεωμένος να δεχτεί, διαφορετικά θα πρέπει να την αποζημιώσει. Κι αυτό βέβαια θα μπορούσε να είναι κατά κάποιον τρόπο κακοτυχία!
Και κάτι τελευταίο για την ιστορία: Όταν τα ηνία του κόσμου ανέλαβε ο χριστιανισμός, πρόσθεσε την επιπλέον ημέρα των δίσεκτων ετών στην τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου (αντί για την 24 που μετρούσαν διπλή οι Ρωμαίοι). Γι’ αυτό ο Φεβρουάριος έχει 29 μέρες κάθε 4 χρόνια.
πηγή: cosmo.gr
_
Πανικός
Μια παράδοση λέει ότι κάποτε ο Πάνας , ο θεός με τη μορφή τράγου, , συνάντησε τον Φειδιππίδη και του παραπονέθηκε ότι οι Αθηναίοι δεν τον λατρεύουν. Αυτός τότε του υποσχέθηκε ότι θα ιδρύσει ένα βωμό για αυτόν στο ίδιο ακριβώς σημείο. Όταν ήρθαν οι Πέρσες και αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα, ο Πανας φοβήθηκε ότι ,εάν καταστραφεί η Αθήνα, θα χάσει την ευκαιρία να λατρεύεται εκεί. Έτσι την ώρα της μάχης έσπειρε στις τάξεις των Περσών έναν παράλογο και έντονο φόβο με αποτέλεσμα να τους διαλύσουν οι Αθηναίοι και να τους τρέψουν σε φυγή. Ο φόβος αυτός ονομάστηκε πανικός, από τον Πάνα.
Η ΑΣΠΙΔΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ
View more PowerPoint from STELLASI
Ξέρεις τι σημαίνουν οι φράσεις;
View more PowerPoint from dimi82
Αρειμανίως
Επίρρημα που σημαίνει με μανία. Προέρχεται από το Άρης + μανία, σημαίνοντας με τη μανία του Άρη ( του θεού του πολέμου).
Επίθετο=αρειμάνιος -α -ο
Συνώνυμο = πολεμοχαρής, άγριος
Επίθετο=αρειμάνιος -α -ο
Συνώνυμο = πολεμοχαρής, άγριος
ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ.
ad calendas Graecas
στις ελληνικές καλένδες, δηλαδή ποτέ ad hoc γι' αυτόν το σκοπό alter ego το άλλο εγώ, ο σωσίας anno Domini (a.D.) έτος κυρίου· π.χ.: 1991 a.D., δηλαδή 1991 μ.Χ. ante Cristum (a.C.) προ Χριστού· π.χ.: 1500 a.C., δηλαδή 1500 π.Χ. ante meridiem (a.m.) πριν το μεσημέρι ante portas προ των πυλών a posteriori εκ των υστέρων a priori εκ των προτέρων ave, Caesar, morituri te salutant χαίρε, Καίσαρ, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν Ave, Maria χαίρε, Μαρία |
carpe diem
άδραξε την ημέρα· απόλαυσε την σημερινή ημέρα· εκμεταλλεύσου το παρόν. casus beli αιτία πολέμου citius, altius, fortius ταχύτερα, ψηλότερα, δυνατότερα· (έμβλημα των Ολυμπιακών Αγώνων). cogito ergo sum σκέφτομαι άρα υπάρχω (Καρτέσιος). corpus συλλογή έργων curriculum πρόγραμμα σπουδών curriculum vitae (c.v.) βιογραφικό σημείωμα de facto έμπρακτα de iure με νόμο de profundis εκ βαθέων directiva διάταξη, κανονιστική οδηγία dum spiro spero όσο ζω ελπίζω dura lex sed lex σκληρός νόμος αλλά νόμος |
errare humanum est
το να πλανάσαι είναι ανθρώπινο errata σφάλματα· παροράματα et cetera (etc.) και λοιπά ex libris 1. Κατά λέξη σημαίνει: από τα βιβλία, από τη βιβλιοθήκη, και συνοδεύεται από το όνομα του κατόχου του βιβλίου. 2. Η επιγραφή που τίθεται πάνω σ' ένα βιβλίο και δηλώνει τον κάτοχο του βιβλίου. 3. Καλλιτεχνική σφραγίδα, που φέρει το όνομα, το έμβλημα του βιβλιόφιλου. ex officio από θέσεως exampli gratia (e.g.) για παράδειγμα fama volat η φήμη πετά gratis δωρεάν grosso modo με αδρό τρόπο· χοντρικά· πρόχειρα habeas corpus 1. (κυριολεκτικά: έχε το σώμα). Θεσμός του αγγλοσαξονικού δικαίου, που αποσκοπεί στην προστασία της ατομικής ελευθερίας του πολίτη έναντι της αυθαίρετης σύλληψης και κράτησης του· το habeas corpus ψηφίστηκε το 1679, την περίοδο του Καρόλου Β'. 2. σύνταγμα· συνταγματικός χάρτης |
Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα...
Η παραπάνω φράση προέρχεται από τον Αίσωπο και τους γνωστούς του μύθους:
«ἄνθρωπός τις ἀποδημήσας ἦκε πάλιν εἰς τήν ἰδίαν χώραν, φρυαττόμενος δέ ἐκαυχᾶτο μεγάλως ὡς ἀνδραγαθήσας εἰς διαφόρους τόπους, ἐν δέ τῇ Ρόδῳ ἔφασκε πήδημα μέγα πηδήσας ὅπερ οὐδείς τῶν ἀνθρώπων δύναται πηδῆσαι καί μάρτυρας ἔφασκεν ἔχειν εἰς τοῦτο·τῶν δέ παρόντων τις ὑπολαβών ἔφη αὐτῷ: ὦ οὗτος, εἰ τοῦτο ἀληθές ἐστι ἰδού Ρόδος ἰδού καί πήδημα».
Δηλαδή, κάποιος που επέστρεψε στην πατρίδα του έπειτα από μακροχρόνια απουσία, καυχιόταν για τα κατορθώματά του σε διάφορους τόπους, ενώ στη Ρόδο έλεγε πως έκανε ένα τόσο μεγάλο άλμα που κανείς άλλος άνθρωπος δεν μπορούσε να κάνει, και μάλιστα είχε και μάρτυρες γι’ αυτό. Τότε, κάποιος από τους παρευρισκόμενους πήρε το λόγο και του είπε: αν λες αλήθεια, να η Ρόδος, να και το πήδημα.
Η φράση αυτή λέγεται συνήθως με ειρωνικό χαρακτήρα και αποτελεί πρόσκληση σε κάποιον να πραγματοποιήσει κάτι που ισχυρίζεται ότι μπορεί και να αποδείξει την αλήθεια αυτού.
«ἄνθρωπός τις ἀποδημήσας ἦκε πάλιν εἰς τήν ἰδίαν χώραν, φρυαττόμενος δέ ἐκαυχᾶτο μεγάλως ὡς ἀνδραγαθήσας εἰς διαφόρους τόπους, ἐν δέ τῇ Ρόδῳ ἔφασκε πήδημα μέγα πηδήσας ὅπερ οὐδείς τῶν ἀνθρώπων δύναται πηδῆσαι καί μάρτυρας ἔφασκεν ἔχειν εἰς τοῦτο·τῶν δέ παρόντων τις ὑπολαβών ἔφη αὐτῷ: ὦ οὗτος, εἰ τοῦτο ἀληθές ἐστι ἰδού Ρόδος ἰδού καί πήδημα».
Δηλαδή, κάποιος που επέστρεψε στην πατρίδα του έπειτα από μακροχρόνια απουσία, καυχιόταν για τα κατορθώματά του σε διάφορους τόπους, ενώ στη Ρόδο έλεγε πως έκανε ένα τόσο μεγάλο άλμα που κανείς άλλος άνθρωπος δεν μπορούσε να κάνει, και μάλιστα είχε και μάρτυρες γι’ αυτό. Τότε, κάποιος από τους παρευρισκόμενους πήρε το λόγο και του είπε: αν λες αλήθεια, να η Ρόδος, να και το πήδημα.
Η φράση αυτή λέγεται συνήθως με ειρωνικό χαρακτήρα και αποτελεί πρόσκληση σε κάποιον να πραγματοποιήσει κάτι που ισχυρίζεται ότι μπορεί και να αποδείξει την αλήθεια αυτού.
Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα
_Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, η πραγματική μορφή της φράσης είναι: «Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν’ έλα» που σημαίνει: Ερχομαι από την Κωνσταντινούπολη και σε προσκαλώ να έρθεις στην κορυφή. Σύμφωνα, πάντοτε, με την ίδια άποψη, η φράση αποτελούσε μήνυμα των Σταυροφόρων, όταν επέστρεφαν από την κατακτημένη, πλέον, Κωνσταντινούπολη (προφανώς, το 1204 στην Α’ Αλωση) και καθόριζαν ως σημείο συνάντησής τους την κορυφή κάποιου λόφου.
Κάθομαι στ' αγκάθια
_
Όταν το 1204 οι Φράγκοι Σταυροφόροι - μετά την κατάληψι της Κων/πολης - ήρθαν να κυριέψουν τον Μοριά, με αρχηγό τον Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο,με πολλούς κόπους και θυσίες κατόρθωσαν ύστερα από 41 χρόνια να πολιορκήσουν την Μονεμβασία,που έμενε η τελευταία ακυρίευτη πολιτεία σε όλη την Πελοπόννησο. Οι πολιορκημένοι όμως άντεχαν παλικαρίσια και παρ' όλες τις προσπάθειές τους οι Φράγκοι δεν κατόρθωναν να μπούνε μέσα και να καταλάβουν το κάστρο. Μερικοί από αυτούς τότε,περίπου 300,αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τούς συντρόφους τους και να φύγουν,γιατί είχαν βαρεθεί τον μάταιο αγώνα...
Αυτό όμως θεωρήθηκε προδοσία κι ένας Φράγκος ανώτερος αξιωματικός,ο Ραούλ Πίζος,τους συνέλαβε όλους και τους τιμώρησε με έναν πολύ αυστηρό όσο και παράξενο τρόπο : τους έγδυσε και τους κάθισε πάνω σε μυτερά αγκάθια. Όταν ο Βιλεαρδουίνος έμαθε την απάνθρωπη τιμωρία των στρατιωτών του,διέταξε τους άλλους αξιωματικούς να πιάσουν τον Πίζο και να τον τιμωρήσουν με τον ίδιο τρόπο. Οι στρατιώτες που ήθελαν να φύγουν,εκτίμησαν την πράξι αυτή του αρχηγού τους κι έμειναν,συνεχίζοντας έτσι και την πολιορκία.
Από αυτό το γεγονός έμεινε και η φράσι ''κάθομαι σε αγκάθια'', που την λέμε όταν κάτι μας βασανίζει...
Όταν το 1204 οι Φράγκοι Σταυροφόροι - μετά την κατάληψι της Κων/πολης - ήρθαν να κυριέψουν τον Μοριά, με αρχηγό τον Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο,με πολλούς κόπους και θυσίες κατόρθωσαν ύστερα από 41 χρόνια να πολιορκήσουν την Μονεμβασία,που έμενε η τελευταία ακυρίευτη πολιτεία σε όλη την Πελοπόννησο. Οι πολιορκημένοι όμως άντεχαν παλικαρίσια και παρ' όλες τις προσπάθειές τους οι Φράγκοι δεν κατόρθωναν να μπούνε μέσα και να καταλάβουν το κάστρο. Μερικοί από αυτούς τότε,περίπου 300,αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τούς συντρόφους τους και να φύγουν,γιατί είχαν βαρεθεί τον μάταιο αγώνα...
Αυτό όμως θεωρήθηκε προδοσία κι ένας Φράγκος ανώτερος αξιωματικός,ο Ραούλ Πίζος,τους συνέλαβε όλους και τους τιμώρησε με έναν πολύ αυστηρό όσο και παράξενο τρόπο : τους έγδυσε και τους κάθισε πάνω σε μυτερά αγκάθια. Όταν ο Βιλεαρδουίνος έμαθε την απάνθρωπη τιμωρία των στρατιωτών του,διέταξε τους άλλους αξιωματικούς να πιάσουν τον Πίζο και να τον τιμωρήσουν με τον ίδιο τρόπο. Οι στρατιώτες που ήθελαν να φύγουν,εκτίμησαν την πράξι αυτή του αρχηγού τους κι έμειναν,συνεχίζοντας έτσι και την πολιορκία.
Από αυτό το γεγονός έμεινε και η φράσι ''κάθομαι σε αγκάθια'', που την λέμε όταν κάτι μας βασανίζει...
Ιταλία
Οι Αρχαίοι Ελληνες, άλλωστε, ήταν οι «νονοί» της Ιταλίας. Όταν θα αποικήσουν τη χερσόνησο, θα βρουν τον ντόπιο πληθυσμό να ασχολείται αποκλειστικά με την εκτροφή των μοσχαριών. Το μοσχάρι στην ομβρική διάλεκτο ονομάζεται : vitlu <λατ. vitulus < λατ. vitalia < ελλ. Ιταλία. Οι Έλληνες θα αποκαλέσουν, μάλλον ειρωνικά, το ντόπιο πληθυσμό ως “Ιταλούς” (: γελαδάρηδες) και τη χώρα “Ιταλία” (: γη των μοσχαριών). Άλλωστε παρόμοια χρήση είχε γίνει με τη λέξη “Εύβοια” (< ευ + βους, περιοχή με πλούσια εκτροφή βοειδών). Η λέξη “Ιταλία” απαντάται για πρώτη φορά στον Ηρόδοτο.
Η Ιταλία (ή “Μοσχαρία”, αν προτιμάτε), αναμφισβήτητα είναι η χώρα του ωραίου και του εκλεπτυσμένου, αν και το όνομα της δεν το συνυπογράφει. Πάντως, πέρα από κάθε διάθεση αστεϊσμού, καλό είναι να τονίσουμε ότι η ετυμολογία της λέξης επιστημονικά είναι αβέβαιη. Η παραπάνω εκδοχή είναι η πιο ισχυρή. Άλλες πιθανές εικασίες είναι ότι προέρχεται από τον ήρωα Italo (o οποίος είναι μυθικό ήρωας και δεν έχει επιβεβαιωθεί, ιστορικά, η ύπαρξή του). Μία άλλη πιθανή εκδοχή είναι ότι προέρχεται από την ελληνική λέξη Αιθαλία (Αethalia), “η ομιχλώδης από τους καπνούς χώρα”, λόγω των ηφαιστείων της. Από την ίδια ρίζα παράγεται ετυμολογικά και το ηφαίστειο Αίτνα.
πηγή: ellinonpaligenesia.blogspot.com/2012/04/blog-post_4240.html
Η Ιταλία (ή “Μοσχαρία”, αν προτιμάτε), αναμφισβήτητα είναι η χώρα του ωραίου και του εκλεπτυσμένου, αν και το όνομα της δεν το συνυπογράφει. Πάντως, πέρα από κάθε διάθεση αστεϊσμού, καλό είναι να τονίσουμε ότι η ετυμολογία της λέξης επιστημονικά είναι αβέβαιη. Η παραπάνω εκδοχή είναι η πιο ισχυρή. Άλλες πιθανές εικασίες είναι ότι προέρχεται από τον ήρωα Italo (o οποίος είναι μυθικό ήρωας και δεν έχει επιβεβαιωθεί, ιστορικά, η ύπαρξή του). Μία άλλη πιθανή εκδοχή είναι ότι προέρχεται από την ελληνική λέξη Αιθαλία (Αethalia), “η ομιχλώδης από τους καπνούς χώρα”, λόγω των ηφαιστείων της. Από την ίδια ρίζα παράγεται ετυμολογικά και το ηφαίστειο Αίτνα.
πηγή: ellinonpaligenesia.blogspot.com/2012/04/blog-post_4240.html
Μούτζα
Η πρώτη εμφάνιση της μούτζας τοποθετείται στα βυζαντινά χρόνια.
Τότε ο δικαστής προκειμένου να τιμωρήσει κάποιον για κάποιο παράπτωμα βούταγε το χέρι του στη στάχτη και με ανοιχτή την παλάμη «μουτζούρωνε» το πρόσωπο του κατηγορουμένου, ως διαπόμπευση.
Τη στάχτη αυτή την έλεγαν αλλιώς και ασβόλη (= φούμο).
Από εκεί βγαίνει και το «αποσβολωμένος» .
Την ασβόλη την έλεγαν καιμούτζα που σημαίνει μουντό χρώμα, ενώ αργότερα έφτασε να σημαίνει «παλάμη μουτζουρωμένη με στάχτη».
Έτσι λοιπόν η ανοιχτή παλάμη έφτασε να είναι χειρονομία προσβλητική και υποτιμητική, ενώ στα μεταγενέστερα χρονιά χρησιμοποιούταν για να ρίξουν κατάρα ή ανάθεμα.
Σε κάποια μέρη ακόμα μουντζώνουν τους νεκρούς, για να προσβάλουν το χάρο, να τον ξορκίσουν και να τον διώξουν,
Ρίζες όμως της μούτζας βρίσκουμε και στην αρχαία Ελλάδα….
Τότε τα ανοιχτά δάχτυλα σχηματοποιούσαν τις ακτίνες του ηλίου…
Τότε ο δικαστής προκειμένου να τιμωρήσει κάποιον για κάποιο παράπτωμα βούταγε το χέρι του στη στάχτη και με ανοιχτή την παλάμη «μουτζούρωνε» το πρόσωπο του κατηγορουμένου, ως διαπόμπευση.
Τη στάχτη αυτή την έλεγαν αλλιώς και ασβόλη (= φούμο).
Από εκεί βγαίνει και το «αποσβολωμένος» .
Την ασβόλη την έλεγαν καιμούτζα που σημαίνει μουντό χρώμα, ενώ αργότερα έφτασε να σημαίνει «παλάμη μουτζουρωμένη με στάχτη».
Έτσι λοιπόν η ανοιχτή παλάμη έφτασε να είναι χειρονομία προσβλητική και υποτιμητική, ενώ στα μεταγενέστερα χρονιά χρησιμοποιούταν για να ρίξουν κατάρα ή ανάθεμα.
Σε κάποια μέρη ακόμα μουντζώνουν τους νεκρούς, για να προσβάλουν το χάρο, να τον ξορκίσουν και να τον διώξουν,
Ρίζες όμως της μούτζας βρίσκουμε και στην αρχαία Ελλάδα….
Τότε τα ανοιχτά δάχτυλα σχηματοποιούσαν τις ακτίνες του ηλίου…
Κοάλα
Τα κοάλα ζουν στη νότια Αυστραλία. Θεωρούνται ίσως τα πιο τεμπέλικα ζώα. Γεννιούνταi πάνω σε ένα δέντρο και τις περισσότερες φόρες πεθαίνουν σε αυτό χωρις να κατέβουν ούτε μια φορά στη ζωή τους. Ούτε για νερό !!!!
Οι ντόπιοι λοιπόν παρατήρησαν ότι τα ζωάκια αυτά δεν έπιναν νερό από τις λιμνούλες ή τα ποταμάκια και υπέθεσαν ότι δεν πίνουν καθόλου.
Έτσι τα ονόμασαν ‘Koala’ δηλαδή «δεν πίνω» !
Οι ντόπιοι λοιπόν παρατήρησαν ότι τα ζωάκια αυτά δεν έπιναν νερό από τις λιμνούλες ή τα ποταμάκια και υπέθεσαν ότι δεν πίνουν καθόλου.
Έτσι τα ονόμασαν ‘Koala’ δηλαδή «δεν πίνω» !
Αλέξανδρος
Αλέξανδρος: προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό αλέκω που σημαίνει αποκρούω. Ο Αλέξανδρος είναι αυτός που αποκρούει τους άνδρες στη μάχη, ο πολεμιστής. Από εκεί έχουμε και το αλεξικέραυνο, αλεξιβρόχιο( ομπρέλα), αλεξίπτωτο...
Αθηναίος γκάγκαρος
Το γκάγκαρο ήταν ένα βαρύ ξύλο που το κρεμούσαν οι κάτοικοι της παλιάς Αθήνας με σκοινί από την πόρτα της αυλής τους ώστε να μην κλείνει μόνη της από το βάρος της. Αυτό το ξύλο έδωσε και το προσωνύμιο "Γκάγκαρος" στους γνήσιους Αθηναίους. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας μάλιστα, με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονταν περιπαιχτικά οι αριστοκράτες της πόλης.
Χρωστάει της Μιχαλούς
_Η λαϊκή έκφραση συνδέεται με τη μετεπαναστατική ζωή στο Ναύπλιο,
πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, μετά την επανάσταση του 21
υπήρχε στο Ναύπλιο μια ταβέρνα που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού. Η
Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια » αλλά υπό προθεσμία.
Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία - και η υπομονή της - στόλιζε τους χρεώστες
της με «κοσμητικότατα » επίθετα. Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός
που δέχεται τις « περιποιήσεις » της « χρωστάει της Μιχαλούς».
Χυλόπιτα( έφαγα)
_Γύρω στα 1815 υπήρχε κάποιος κομπογιαννίτης, ο Παρθένης Νένιμος, ο
οποίος ισχυριζόταν πως είχε βρει το φάρμακο για τους βαρύτατα
ερωτευμένους. Επρόκειτο για ένα παρασκεύασμα από σιταρένιο χυλό ψημένο
στο φούρνο. Όσοι λοιπόν αγαπούσαν χωρίς ανταπόκριση, θα έλυναν το
πρόβλημά τους τρώγοντας αυτή τη θαυματουργή πίτα - και μάλιστα επί τρεις
ημέρες, κάθε πρωί, τελείως νηστικοί.
Τρώει τα νύχια του για καβγά
_Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών,
ήταν η ελεύθερη πάλη. Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι,
που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να
απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές,
κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο. Το μόνο που απαγορευόταν
αυστηρά ήταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό
του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, πράγμα ,
βέβαια, δυσκολότατο. Γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων σκλάβων, που
έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά από τις
βαριές δουλειές που έκαναν. Γι' αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο,
άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους. Από το γεγονός
αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του
για καβγά ».
για καβγά ».
Μάλλιασε η γλώσσα μου
_Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το
παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο. Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα το στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά. Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : "μάλλιασε η γλώσσα μου", που τις λέμε μέχρι σήμερα,όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.
παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο. Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα το στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά. Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : "μάλλιασε η γλώσσα μου", που τις λέμε μέχρι σήμερα,όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.
Μυρίζω τα νύχια μου
_
Η φράση προέρχεται από την αρχαία τελετουργική συνήθεια, κατά την οποία οι ιέρειες των μαντείων βουτούσαν τα δάχτυλά τους σ' ένα υγρό με βάση το δαφνέλαιο, τις αναθυμιάσεις του οποίου εισέπνεαν καθώς τα έφερναν κατόπιν κοντά στη μύτη τους και μ' αυτό τον τρόπο έπεφταν σ' ένα είδος καταληψίας κατά την οποία προμάντευαν τα μελλούμενα. -
Η φράση προέρχεται από την αρχαία τελετουργική συνήθεια, κατά την οποία οι ιέρειες των μαντείων βουτούσαν τα δάχτυλά τους σ' ένα υγρό με βάση το δαφνέλαιο, τις αναθυμιάσεις του οποίου εισέπνεαν καθώς τα έφερναν κατόπιν κοντά στη μύτη τους και μ' αυτό τον τρόπο έπεφταν σ' ένα είδος καταληψίας κατά την οποία προμάντευαν τα μελλούμενα. -
Κούλουμα (Εορτασμός Καθαράς Δευτέρας)
Με την ονομασία κούλουμα χαρακτηρίζεται ο υπαίθριος πανηγυρισμός της «Καθαρής Δευτέρας».
Δεν έχει εξακριβωθεί η αρχαία προέλευση της εορτής αυτής που αποτελεί θρησκευτική εορτή κατά την οποία εορτάζεται η αμέσως μετά της Αποκριάς έναρξη της Τεσσαρακοστής. Οι γιορτάζοντες τα «Κούλουμα» τρώνε άζυμο άρτο «λαγάνες» ενώ καταναλώνουν κυρίως νηστίσιμα φαγητά λεγόμενα σαρακοστιανά όπως π.χ. ταραμά, ταραμοσαλάτα, θαλασσινά, ελιές, κρεμμύδια, διάφορα λαχανικά,χαλβάκ.ά..
Για την ετυμολογία της λέξης κούλουμα υπάρχουν πολλές εκδοχές. Κατά τον Νικόλαο Πολίτη, πατέρα της ελληνικής λαογραφίας, η λέξη προέρχεται από το λατινικό Cumulus (κούμουλους) που σημαίνει σωρός, αφθονία αλλά και το τέλος. Εκφράζει δηλαδή το τέλος, τον επίλογο της Απόκριας. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή προέρχεται από μια άλλη λατινική λέξη, την λέξη «κόλουμνα» δηλαδή «κολώνα». Κι αυτό επειδή το πρώτο γλέντι της Καθαράς Δευτέρας στην Αθήνα, έγινε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι στα τούρκικα η γιορτή ονομάζεται «Μπακλά χουράν» από τη λέξη «μπακλά» που σημαίνει κουκιά.
Δεν έχει εξακριβωθεί η αρχαία προέλευση της εορτής αυτής που αποτελεί θρησκευτική εορτή κατά την οποία εορτάζεται η αμέσως μετά της Αποκριάς έναρξη της Τεσσαρακοστής. Οι γιορτάζοντες τα «Κούλουμα» τρώνε άζυμο άρτο «λαγάνες» ενώ καταναλώνουν κυρίως νηστίσιμα φαγητά λεγόμενα σαρακοστιανά όπως π.χ. ταραμά, ταραμοσαλάτα, θαλασσινά, ελιές, κρεμμύδια, διάφορα λαχανικά,χαλβάκ.ά..
Για την ετυμολογία της λέξης κούλουμα υπάρχουν πολλές εκδοχές. Κατά τον Νικόλαο Πολίτη, πατέρα της ελληνικής λαογραφίας, η λέξη προέρχεται από το λατινικό Cumulus (κούμουλους) που σημαίνει σωρός, αφθονία αλλά και το τέλος. Εκφράζει δηλαδή το τέλος, τον επίλογο της Απόκριας. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή προέρχεται από μια άλλη λατινική λέξη, την λέξη «κόλουμνα» δηλαδή «κολώνα». Κι αυτό επειδή το πρώτο γλέντι της Καθαράς Δευτέρας στην Αθήνα, έγινε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι στα τούρκικα η γιορτή ονομάζεται «Μπακλά χουράν» από τη λέξη «μπακλά» που σημαίνει κουκιά.
Δικηγόρος του διαβόλου
Κατά τη διαδικασία αγιοποίησης ο λεγόμενος "δικηγόρος του διαβόλου" -σήμερα ονομάζεται προάγων της πίστης- ήταν επιφορτισμένος με την κριτική εξέταση των επιχειρημάτων του υποστηρικτή της οσιοποίησης.
Η αποστολή του τελευταίου ήταν να εκθέσει στη Συνέλευση για τις Υποθέσεις των Αγίων -οργανισμός που εξέταζε τις υποψηφιότητες οσιοποίησης- τα θαύματα που αποδίδονταν στον υποψήφιο άγιο. Υποτίθεται πως έμπαινε εκ μέρους του διαβόλου για να μην αγιοπιηθεί ο υποψήφιος, φέρνοντας επιχειρήματα γι αυτό.
Η αποστολή του τελευταίου ήταν να εκθέσει στη Συνέλευση για τις Υποθέσεις των Αγίων -οργανισμός που εξέταζε τις υποψηφιότητες οσιοποίησης- τα θαύματα που αποδίδονταν στον υποψήφιο άγιο. Υποτίθεται πως έμπαινε εκ μέρους του διαβόλου για να μην αγιοπιηθεί ο υποψήφιος, φέρνοντας επιχειρήματα γι αυτό.
Λευκός καπνός
Αφότου χηρέψει ο Θρόνος του Αγίου Πέτρου, ξεκινά η διαδικασία της εκλογής του νέου Ποντίφικα, η οποία χαρακτηρίζεται από μια έντονη μυστικιστική ατμόσφαιρα.
Μετά από κάθε καταμέτρηση, τα ψηφοδέλτια καίγονται και περιχύνονται με ειδικά χημικά, ώστε από το χρώμα του καπνού που βγαίνει από την καπνοδόχο της Καπέλα Σιστίνα, οι πιστοί που έχουν συγκεντρωθεί στην Πλατεία του Αγίου Πέτρου να μπορούν να πληροφορηθούν τις εξελίξεις.
Ο μαύρος καπνός σημαίνει ότι η διαδικασία εκλογής δεν έχει ολοκληρωθεί, ενώ ο λευκός ότι έχει εκλεγεί ο νέος Πάπας. Στη δεύτερη περίπτωση, αρχίζουν να χτυπούν οι καμπάνες του Αγίου Πέτρου, ενώ ο επικεφαλής του Κολεγίου των Καρδιναλίων εξέρχεται στον εξώστη του Βατικανού και ανακοινώνει στα λατινικά: «Annuntio vobis gaoudium magnum. Habemus Papam» (Σας ανακοινώνω με μεγάλη χαρά ότι εξελέγη Πάπας).
Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει πως κάτι είχε αίσιο τέλος.
Μετά από κάθε καταμέτρηση, τα ψηφοδέλτια καίγονται και περιχύνονται με ειδικά χημικά, ώστε από το χρώμα του καπνού που βγαίνει από την καπνοδόχο της Καπέλα Σιστίνα, οι πιστοί που έχουν συγκεντρωθεί στην Πλατεία του Αγίου Πέτρου να μπορούν να πληροφορηθούν τις εξελίξεις.
Ο μαύρος καπνός σημαίνει ότι η διαδικασία εκλογής δεν έχει ολοκληρωθεί, ενώ ο λευκός ότι έχει εκλεγεί ο νέος Πάπας. Στη δεύτερη περίπτωση, αρχίζουν να χτυπούν οι καμπάνες του Αγίου Πέτρου, ενώ ο επικεφαλής του Κολεγίου των Καρδιναλίων εξέρχεται στον εξώστη του Βατικανού και ανακοινώνει στα λατινικά: «Annuntio vobis gaoudium magnum. Habemus Papam» (Σας ανακοινώνω με μεγάλη χαρά ότι εξελέγη Πάπας).
Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει πως κάτι είχε αίσιο τέλος.
Μπικίνι
Το πρώτο σύγχρονο μπικίνι, σχεδιασμένο από τον γάλλο μηχανικό Λουί Ρεάρ, παρουσιάστηκε στις 5 Ιουλίου του 1946, σε υπαίθρια επίδειξη μόδας στο Παρίσι. Πήρε το όνομά του από την Ατόλη Μπικίνι στα νησιά Μάρσαλ, όπου έγιναν οι πρώτες δοκιμές ατομικής βόμβας, με τις εκρήξεις των οποίων παρομοιάστηκε η έκρηξη ενθουσιασμού που προκλήθηκε στον ανδρικό πληθυσμό από τη δημιουργία του νέου μαγιό.
Νίκαν ακονιτί
«Νίκη ακονιτί» ή «Νίκη αμαχεί»: Χωρίς να σκονιστεί ο νικητής, γιατί ο αντίπαλος φοβήθηκε να τον αντιμετωπίσει, χωρίς να δώσει μάχη.Ήταν πολύ σπάνια νίκη και την πέτυχε μόνο ο Μίλων ο Κροτωνιάτης.
α στερητικό + κόνις = σκόνη
Συνήθως αναφέρεται για κάποιον που νίκησε χωρίς να μοχθήσει.
α στερητικό + κόνις = σκόνη
Συνήθως αναφέρεται για κάποιον που νίκησε χωρίς να μοχθήσει.
Αδέκαστος
Στην αρχαία Ελλάδα, η καταπάτηση της δημόσιας περιουσίας ήταν κάτι το συνηθισμένο από τους πλούσιους. Έτσι στα δικαστήρια δωροδοκούσαν τους δικαστές με αποτέλεσμα να δικαιώνονται. Η δωροδοκία ήταν άτυπα το 10% του προστίμου, που οι πλούσιοι έδιναν στους επίορκους δικαστές. Αυτοί που δεν έπαιρναν το 10% , δηλαδή δεν δωροδοκούνταν ονομάζονταν αδέκαστοι, δηλαδή (α-δεκάζω = δεν δέχομαι (το 10%)
Σήμερα σημαίνει : αυτός που δεν δωροδοκείται.
Σήμερα σημαίνει : αυτός που δεν δωροδοκείται.
Αλάτι
Στα ρωμαϊκά χρόνια στους στρατιώτες δίνονταν λίγοι κόκκοι αλάτι σαν συμπλήρωμα του μισθού τους. Από την αγγλική ονομασία salt (αλάτι) βγήκε η λέξη salary που σημαίνει μισθός.
Αμ' έπος αμ' έργον
Φράση προερχόμενη από τον Ηρόδοτο που σημαίνει ότι με το που είπε κάτι το έκανε κιόλας.
Άσπρος
Προέρχεται από το λατινικό asper= τραχύς , για αργυρά νομίσματα τα οποία ήταν ακόμα τραχιά, δεν είχαν τριφτεί.Μετά κατά το Μεσαίωνα άρχισε να παίρνει το νόημα του λευκού. Κάποια από τα νομίσματα τότε τα έλεγαν άσπρα.
Άσπρη θάλασσα = Αιγαίο πέλαγος Αφού είπαν εκείνη την δύσκολη θάλασσα Μαύρη (Μέλας πόντος, Απολλόδωρος, 2ος π.Χ αιώνας) και για να την εξευμενίσουν την είπαν και Εύξεινο πόντο, έπρεπε να έχουν και την Άσπρη θάλασσα. Και την είχαν οι ναυτικοί των παλιών χρόνων. Ήταν το παλιό Αιγαίο που τώρα το λέγανε με το φωτεινό αυτό όνομα, Άσπρη θάλασσα, όνομα και λέξη που έφεραν οι Ρωμαίοι κατακτητές που μιλούσαν τη Λατινική και οικειοποιήθηκαν και οι Βυζαντινοί.
Άσπρη θάλασσα = Αιγαίο πέλαγος Αφού είπαν εκείνη την δύσκολη θάλασσα Μαύρη (Μέλας πόντος, Απολλόδωρος, 2ος π.Χ αιώνας) και για να την εξευμενίσουν την είπαν και Εύξεινο πόντο, έπρεπε να έχουν και την Άσπρη θάλασσα. Και την είχαν οι ναυτικοί των παλιών χρόνων. Ήταν το παλιό Αιγαίο που τώρα το λέγανε με το φωτεινό αυτό όνομα, Άσπρη θάλασσα, όνομα και λέξη που έφεραν οι Ρωμαίοι κατακτητές που μιλούσαν τη Λατινική και οικειοποιήθηκαν και οι Βυζαντινοί.
Καγκουρό.
Όταν οι πρώτοι άποικοι πήγαν στην Αυστραλία, είδαν έκπληκτοι τα νεα αυτά ζώα με τη μεγάλη ουρά να χοροπηδούν. Ρώτησαν λοιπόν τους ιθαγενείς για το όνομα τους. Οι ιθαγενείς τότε απάντησαν : κανγκαρούτσι ! που σήμαινε : δεν καταλαβαίνουμε!!!
Οι Άγγλοι έδωσαν στο νεο ζώο το όνομα KANGAROO!!!
Οι Άγγλοι έδωσαν στο νεο ζώο το όνομα KANGAROO!!!
Ρετσίνα
Η ιστορία της ρετσίνας ξεκινάει τυχαία κατά τους αρχαίους χρόνους, όταν, Έλληνες και Ρωμαίοι στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν την ποιότητα των κρασιών που παρήγαγαν για περισσότερο χρόνο, επένδυαν εσωτερικά τους πορώδεις πήλινους αμφορείς με ρητίνη και τους σφράγιζαν αεροστεγώς με υλικό που επίσης περιείχε ρητίνη.
Η ιδιαιτερότητα όμως της οσμής πέρασε στο κρασί και του προσέδωσε πρωτότυπο άρωμα και γεύση η οποία άρεσε κι έτσι εκτός από συντηρητικό χρησιμοποιήθηκε και ως αρωματικός παράγοντας.
Οι Ρωμαίοι αργότερα με την αντικάταασταση των αμφορέων από ξύλινα βαρέλια εγκατέλειψαν την παραγωγή της. Άλλωστε ποτέ δεν υπήρξαν ένθερμοι υποστηρικτές της. Σε εμάς όμως η παράδοση έμεινε και κυρίως στη Στερεά Ελλάδα και την Εύβοια, που και αποτελούν το πρώτο σε παραγωγή οίνου διαμέρισμα, αλλά διαθέτουν και πολλά πεύκα.
Η ιδιαιτερότητα όμως της οσμής πέρασε στο κρασί και του προσέδωσε πρωτότυπο άρωμα και γεύση η οποία άρεσε κι έτσι εκτός από συντηρητικό χρησιμοποιήθηκε και ως αρωματικός παράγοντας.
Οι Ρωμαίοι αργότερα με την αντικάταασταση των αμφορέων από ξύλινα βαρέλια εγκατέλειψαν την παραγωγή της. Άλλωστε ποτέ δεν υπήρξαν ένθερμοι υποστηρικτές της. Σε εμάς όμως η παράδοση έμεινε και κυρίως στη Στερεά Ελλάδα και την Εύβοια, που και αποτελούν το πρώτο σε παραγωγή οίνου διαμέρισμα, αλλά διαθέτουν και πολλά πεύκα.
Σαπούνι
Το επάγγελμα του σαπωνοποιού ήταν ευρέως διαδεδομένο στο νησί της Λέσβου, αφού η πρώτη ύλη για την κατασκευή σαπουνιού είναι το λάδι, που υπήρχε σε αφθονία. Η τοπική προφορική παράδοση μάλιστα, αποδίδει μυθολογικά την εφεύρεση του σαπουνιού στη Σαπφώ, που λέγεται πως ανακάλυψε τυχαία την καθαρτική ιδιότητα του σαπουνιού όταν, καθώς ταξίδευε μ’ ένα καράβι, ένα αγγείο γεμάτο λάδι ράγισε απ’ τη θαλασσοταραχή και το λάδι αναμίχθηκε με υπολείμματα στάχτης (με την οποία καθάριζαν τις κουπαστές των καραβιών), οπότε, καθώς όλη τη νύχτα κουνιόταν το καράβι, σχηματίστηκε ένα παχύρρευστο υγρό με το οποίο η Σαπφώ έπλυνε τα πιάτα!
Στηλιτεύω
έχει την έννοια του στιγματίζω, εξευτελίζω , επιτιμώ κάποιον δημόσια.
Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε στην Ακρόπολη μια ειδική στήλη πάνω στην οποία γράφονταν τα ονόματα των προδοτών και των ατίμων. Σκοπός ήταν ο παραδειγματισμός και η δημοσιοποίηση των ονομάτων. Από εκεί προήλθε το ρήμα στηλιτεύω.
Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε στην Ακρόπολη μια ειδική στήλη πάνω στην οποία γράφονταν τα ονόματα των προδοτών και των ατίμων. Σκοπός ήταν ο παραδειγματισμός και η δημοσιοποίηση των ονομάτων. Από εκεί προήλθε το ρήμα στηλιτεύω.
Τον πλάκωσαν στο ξύλο!
Η έκφραση τον πλάκωσαν στο ξύλο ειναι νεώτερη και σημαίνει τελείως διάφορο πράγμα. Ο τιμωρουμενος δενότανε στο έδαφος και πάνω
τοποθετούσαν μια σανίδα στην οποία προσέθεταν πλάκες ή αλλα βάρη. Η εικόνα είναι νεώτερη αναπαράσταση όχι τοσο ακριβής ιστορικά, αλλά δίνει περίπου μια ιδέα του μαρτυρίου. Το πλάκωμα (τοποθέτηση πλακών) στο (ή με το ) ξύλο ηταν κυριολεκτικό. Ο τιμωρούμενος ασφυκτιούσε κάτω από το βάρος και ομολογούσε ή μετανοούσε ή πεθαινε. Οταν ασφυκτιούμε σήμερα λέμε «νοιώθω μια πλάκωση», θλιβερό κατάλοιπο αυτού του βασανιστηρίου,πλακωμα στο ξύλο.
http://www.24grammata.com
τοποθετούσαν μια σανίδα στην οποία προσέθεταν πλάκες ή αλλα βάρη. Η εικόνα είναι νεώτερη αναπαράσταση όχι τοσο ακριβής ιστορικά, αλλά δίνει περίπου μια ιδέα του μαρτυρίου. Το πλάκωμα (τοποθέτηση πλακών) στο (ή με το ) ξύλο ηταν κυριολεκτικό. Ο τιμωρούμενος ασφυκτιούσε κάτω από το βάρος και ομολογούσε ή μετανοούσε ή πεθαινε. Οταν ασφυκτιούμε σήμερα λέμε «νοιώθω μια πλάκωση», θλιβερό κατάλοιπο αυτού του βασανιστηρίου,πλακωμα στο ξύλο.
http://www.24grammata.com