ΤΟ ΡΗΜΑ βάλλω ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΘΕΤΑ ΤΟΥ
Το ρήμα βάλλω και τα σύνθετά του γράφονται με δύο λ στους εξακολουθητικούς χρόνους (ενεστώτα, παρατατικό και εξακολουθητικό μέλλοντα ), ενώ με ένα λ στους στιγμιαίους ( αόριστο, στιγμιαίο μέλλοντα, παρακείμενο, υπερσυντέλικο ). π.χ. μήπως αμφιβάλλεις; (= ενεστώτας) κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες στη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς (= παρατατικός) τα βάσανα τον κατέβαλαν (= αόριστος ) αν δεν μπορείς θα το αναβάλω για αύριο (= στιγμιαίος μέλλοντας ) θα υπερβάλλει διαρκώς κατά τη διάρκεια της συζήτησης, γι’ αυτό να είσαι υπομονετικός και ψύχραιμος (= εξακολουθητικός μέλλοντας )
+βάλλω
αμφιβάλλω αναβάλλω αντικαταβάλλω αντιπαραβάλλω αποβάλλω βάλλω διαβάλλω εισβάλλω
εκβάλλω εμβάλλω καταβάλλω μεταβάλλω πανικοβάλλω παραβάλλω
+βάλλω
αμφιβάλλω αναβάλλω αντικαταβάλλω αντιπαραβάλλω αποβάλλω βάλλω διαβάλλω εισβάλλω
εκβάλλω εμβάλλω καταβάλλω μεταβάλλω πανικοβάλλω παραβάλλω
ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ
_
Προσωπικές είναι οι αντωνυμίες που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε ένα από τα τρία πρόσωπα του λόγου: α' πρόσωπο: εγώ β' πρόσωπο: εσύ γ' πρόσωπο: αυτός Σχηματίζουν δυνατούς και αδύνατους τύπους Π. χ. Εγώ (δυνατός τύπος) προσπάθησα να τον (αδύνατος τύπος) ειδοποιήσω Οι αδύνατοι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας διαφέρουν από το άρθρο: Προσωπική αντωνυμία + ρήμα Π. χ. Του έδωσα το μολύβι, Βάλε την πάνω στο θρανίο Άρθρο + ουσιαστικό Π. χ. Βρήκα το πορτοφόλι του Γιώργου, Παρακολούθησα το Δημήτρη να χτυπάει τον Παναγιώτη |
ΟΜΩΝΥΜΑ - ΠΑΡΩΝΥΜΑ
_
Ομώνυμα ή ομόηχες λέξεις είναι οι λέξεις που έχουν ακριβώς ίδια προφορά αλλά διαφορετική ορθογραφία και σημασία. π. χ. σήκω - σύκο, μίλα - μήλα, λίπη - λύπη κλπ
Παρώνυμα είναι είναι οι λέξεις που μοιάζουν κάπως στην προφορά, αλλά έχουν διαφορετική ορθογραφία και σημασία. π. χ. αμυγδαλές - αμυγδαλιές, αμαρτωλός - αρματολός κλπ
Τονικά παρώνυμα είναι οι λέξεις που έχουν την ίδια προφορά αλλά διαφέρουν στον τονισμό. Έχουν επίσης διαφορετική σημασία και τις περισσότερες φορές διαφορετική ορθογραφία π. χ. παίρνω - περνώ, νόμος - νομός κλπ
Ομώνυμα ή ομόηχες λέξεις είναι οι λέξεις που έχουν ακριβώς ίδια προφορά αλλά διαφορετική ορθογραφία και σημασία. π. χ. σήκω - σύκο, μίλα - μήλα, λίπη - λύπη κλπ
Παρώνυμα είναι είναι οι λέξεις που μοιάζουν κάπως στην προφορά, αλλά έχουν διαφορετική ορθογραφία και σημασία. π. χ. αμυγδαλές - αμυγδαλιές, αμαρτωλός - αρματολός κλπ
Τονικά παρώνυμα είναι οι λέξεις που έχουν την ίδια προφορά αλλά διαφέρουν στον τονισμό. Έχουν επίσης διαφορετική σημασία και τις περισσότερες φορές διαφορετική ορθογραφία π. χ. παίρνω - περνώ, νόμος - νομός κλπ
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
_
Τα είδη των συνδέσμων
o Συμπλεκτικοί: και (κι), ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ.
o Διαχωριστικοί: ή, είτε.
o Αντιθετικοί: μα, αλλά, παρά, όμως, ωστόσο, ενώ, αν και, μολονότι, μόνο.
o Συμπερασματικοί: λοιπόν, ώστε, άρα, επομένως, που.
o Επεξηγηματικός: δηλαδή.
o Ειδικοί: πως, που, ότι.
o Χρονικοί:όταν, σαν, ενώ, καθώς, αφού, αφότου, πριν (πριν να), μόλις, προτού, ωσότου, όποτε, όσο που.
o Αιτιολογικοί: γιατί, επειδή, αφού (και το ποιητικό τι).
o Υποθετικοί: αν, σαν, άμα.
o Τελικοί: να, για να.
o Αποτελεσματικοί: ώστε, που.
o Διστακτικοί: μη (ν), μήπως.
o Συγκριτικός: παρά.
o Συμπλεκτικοί: και (κι), ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ.
o Διαχωριστικοί: ή, είτε.
o Αντιθετικοί: μα, αλλά, παρά, όμως, ωστόσο, ενώ, αν και, μολονότι, μόνο.
o Συμπερασματικοί: λοιπόν, ώστε, άρα, επομένως, που.
o Επεξηγηματικός: δηλαδή.
o Ειδικοί: πως, που, ότι.
o Χρονικοί:όταν, σαν, ενώ, καθώς, αφού, αφότου, πριν (πριν να), μόλις, προτού, ωσότου, όποτε, όσο που.
o Αιτιολογικοί: γιατί, επειδή, αφού (και το ποιητικό τι).
o Υποθετικοί: αν, σαν, άμα.
o Τελικοί: να, για να.
o Αποτελεσματικοί: ώστε, που.
o Διστακτικοί: μη (ν), μήπως.
o Συγκριτικός: παρά.
ΕΠΙΦΩΝΗΜΑΤΑ:
_
Θαυμασμό
: α! ποπό! ω!
μπα!
Απορία : α! ω! μπα!
Πόνος – λύπη : αχ! αλί! αλίμονο! όχου!
Ευχή : είθε! μακάρι! άμποτε!
Έπαινος : εύγε! μπράβο!
Κάλεσμα : ε! ω!
Ειρωνεία : ε! ου!
Στεχαχώρια,
Αηδία : ουφ! πουφ! πα πα πα!
Παρακίνηση : άιντε! άμε! μαρς! αλτ! στοπ! σουτ!
Άρνηση : α μπα!
Αβεβαιότητα : χμ!
Υπάρχουν και οι επιφωνηματικές εκφράσεις :
Κρίμα! βοήθεια! ορίστε!
Φρίκη! Μωρέ! Κόπιασε!
Θεέ μου! Κακομοίρη μου! Ζήτω!
Εμπρός! Έξω! Περαστικά!
Τέλος πάντων! Με το συμπάθιο! Σε καλό σου!
Απορία : α! ω! μπα!
Πόνος – λύπη : αχ! αλί! αλίμονο! όχου!
Ευχή : είθε! μακάρι! άμποτε!
Έπαινος : εύγε! μπράβο!
Κάλεσμα : ε! ω!
Ειρωνεία : ε! ου!
Στεχαχώρια,
Αηδία : ουφ! πουφ! πα πα πα!
Παρακίνηση : άιντε! άμε! μαρς! αλτ! στοπ! σουτ!
Άρνηση : α μπα!
Αβεβαιότητα : χμ!
Υπάρχουν και οι επιφωνηματικές εκφράσεις :
Κρίμα! βοήθεια! ορίστε!
Φρίκη! Μωρέ! Κόπιασε!
Θεέ μου! Κακομοίρη μου! Ζήτω!
Εμπρός! Έξω! Περαστικά!
Τέλος πάντων! Με το συμπάθιο! Σε καλό σου!
ΑΠΛΗ - ΕΠΑΥΞΗΜΕΝΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
Η Ελευθερία γράφει τα Μαθηματικά.
Η μικρή Ελευθερία γράφει με χαρά τα Μαθηματικά.
Στο πρώτο παράδειγμα έχουμε μια πρόταση που έχει :
Ρήμα (γράφει), Υποκείμενο (Ελευθερία) Αντικείμενο (Μαθηματικά).
Αφού έχει τους βασικούς όρους της πρότασης, αυτή λέγεται απλή πρόταση.
Στη δεύτερη πρόταση έχουμε Ρήμα (γράφει), Υποκείμενο (Ελευθερία) Αντικείμενο (Μαθηματικά), αλλά έχουμε κι άλλα στοιχεία στην πρόταση :
μικρή : Επιθετικός Προσδιορισμός στη λέξη Ελευθερία
με χαρά : Εμπρόθετος Επιρρηματικός προσδιορισμός που δείχνει τρόπο.
(Λέγεται εμπρόθετος γιατί έχει πρόθεση (με) και επιρρηματικός επειδή δείχνει μια επιρρηματική έννοια (τρόπο) ).
Η δεύτερη πρόταση λοιπόν που πέρα από τα βασικά στοιχεία, Ρήμα, Υποκείμενο, Αντικείμενο έχει και προσδιορισμούς, λέγεται επαυξημένη πρόταση.
Η μικρή Ελευθερία γράφει με χαρά τα Μαθηματικά.
Στο πρώτο παράδειγμα έχουμε μια πρόταση που έχει :
Ρήμα (γράφει), Υποκείμενο (Ελευθερία) Αντικείμενο (Μαθηματικά).
Αφού έχει τους βασικούς όρους της πρότασης, αυτή λέγεται απλή πρόταση.
Στη δεύτερη πρόταση έχουμε Ρήμα (γράφει), Υποκείμενο (Ελευθερία) Αντικείμενο (Μαθηματικά), αλλά έχουμε κι άλλα στοιχεία στην πρόταση :
μικρή : Επιθετικός Προσδιορισμός στη λέξη Ελευθερία
με χαρά : Εμπρόθετος Επιρρηματικός προσδιορισμός που δείχνει τρόπο.
(Λέγεται εμπρόθετος γιατί έχει πρόθεση (με) και επιρρηματικός επειδή δείχνει μια επιρρηματική έννοια (τρόπο) ).
Η δεύτερη πρόταση λοιπόν που πέρα από τα βασικά στοιχεία, Ρήμα, Υποκείμενο, Αντικείμενο έχει και προσδιορισμούς, λέγεται επαυξημένη πρόταση.
ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ / ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟΣ / ΕΜΠΡΟΘΕΤΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
Επιθετικός προσδιορισμός
Τι είναι ο επιθετικός προσδιορισμός.
Το επίθετο που προσδιορίζει ένα ουσιαστικό λέγεται επιθετικός προσδιορισμός.
Ως επιθετικοί προσδιορισμοί χρησιμοποιούνται, εκτός από επίθετα, και άλλα μέρη του λόγου: μετοχές, αντωνυμίες, αριθμητικά, ουσιαστικά, εμπρόθετα ουσιαστικά, επιρρήματα που συνοδεύονται από το οριστικό άρθρο, όταν όλα αυτά έχουν σημασία επιθέτου.
Επίθετο στη θέση ουσιαστικού.
Παραδείγματα:
Οι πλούσιες χώρες πρέπει να βοηθούν τις φτωχές χώρες. Ο πλούσιος έχει τα φλουριά, έχει ο φτωχός τα γλέντια.
Στα παραδείγματα παρατηρούμε ότι συχνά το επίθετο παίρνει τη θέση του ουσιαστικού που παραλείπεται.
Έτσι χρησιμοποιείται αυτό ως ουσιαστικό.
Επιρρηματικοί προσδιορισμοί
α. Γράφω αυτές τις σκέψεις βιαστικά, β. Ήρθε η κόρη του γελώντας, γ. Ώρες καθόμουν και κοίταζα τη θάλασσα, δ. Ο δρόμος περνά μπροστά από το σπίτι.
Επιρρηματικός προσδιορισμός ή επιρρηματικό σύνολο λέγεται κάθε επίρρημα (αλλά και άλλες λέξεις).
Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί, όπως και η ίδια η λέξη το δηλώνει (επί+ρήμα), προσδιορίζουν τα ρήματα (αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και τα επίθετα και τα ουσιαστικά και τα επιρρήματα), για να συμπληρώσουν την έννοιά τους και να γίνει πιο συγκεκριμένη και πιο σαφής.
Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί φανερώνουν τόπο, χρόνο, τρόπο, ποσό, αιτία, σκοπό, αποτέλεσμα, προϋπόθεση, βεβαίωση, άρνηση, δισταγμό κ.ά.
Εμπρόθετοι προσδιορισμοί
α. Ήταν περήφανος για το κατόρθωμά του. β. Οι καταστροφές από το σεισμό ήταν πολλές.
Εμπρόθετος προσδιορισμός είναι ένα σύνολο λέξεων, που αποτελείται από πρόθεση και τη λέξη ή τις λέξεις που η πρόθεση αυτή συνοδεύει.
Τα πτωτικά, που συνοδεύονται από προθέσεις, μπαίνουν κανονικά σε πτώση αιτιατική.
Τι είναι ο επιθετικός προσδιορισμός.
Το επίθετο που προσδιορίζει ένα ουσιαστικό λέγεται επιθετικός προσδιορισμός.
Ως επιθετικοί προσδιορισμοί χρησιμοποιούνται, εκτός από επίθετα, και άλλα μέρη του λόγου: μετοχές, αντωνυμίες, αριθμητικά, ουσιαστικά, εμπρόθετα ουσιαστικά, επιρρήματα που συνοδεύονται από το οριστικό άρθρο, όταν όλα αυτά έχουν σημασία επιθέτου.
Επίθετο στη θέση ουσιαστικού.
Παραδείγματα:
Οι πλούσιες χώρες πρέπει να βοηθούν τις φτωχές χώρες. Ο πλούσιος έχει τα φλουριά, έχει ο φτωχός τα γλέντια.
Στα παραδείγματα παρατηρούμε ότι συχνά το επίθετο παίρνει τη θέση του ουσιαστικού που παραλείπεται.
Έτσι χρησιμοποιείται αυτό ως ουσιαστικό.
Επιρρηματικοί προσδιορισμοί
α. Γράφω αυτές τις σκέψεις βιαστικά, β. Ήρθε η κόρη του γελώντας, γ. Ώρες καθόμουν και κοίταζα τη θάλασσα, δ. Ο δρόμος περνά μπροστά από το σπίτι.
Επιρρηματικός προσδιορισμός ή επιρρηματικό σύνολο λέγεται κάθε επίρρημα (αλλά και άλλες λέξεις).
Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί, όπως και η ίδια η λέξη το δηλώνει (επί+ρήμα), προσδιορίζουν τα ρήματα (αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και τα επίθετα και τα ουσιαστικά και τα επιρρήματα), για να συμπληρώσουν την έννοιά τους και να γίνει πιο συγκεκριμένη και πιο σαφής.
Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί φανερώνουν τόπο, χρόνο, τρόπο, ποσό, αιτία, σκοπό, αποτέλεσμα, προϋπόθεση, βεβαίωση, άρνηση, δισταγμό κ.ά.
Εμπρόθετοι προσδιορισμοί
α. Ήταν περήφανος για το κατόρθωμά του. β. Οι καταστροφές από το σεισμό ήταν πολλές.
Εμπρόθετος προσδιορισμός είναι ένα σύνολο λέξεων, που αποτελείται από πρόθεση και τη λέξη ή τις λέξεις που η πρόθεση αυτή συνοδεύει.
Τα πτωτικά, που συνοδεύονται από προθέσεις, μπαίνουν κανονικά σε πτώση αιτιατική.
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ- ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ-ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ
Υποκείμενο
Υποκείμενο είναι η λέξη που φανερώνει ποιος κάνει κάτι, παθαίνει κάτι ή βρίσκεται σε μια κατάσταση.
Μπορούμε να βρούμε το Υποκείμενο αν κάνουμε την ερώτηση ποιος – ποια – ποιο ; ή ποιοι – ποιες – ποια .
Το Υποκείμενο είναι κύριος όρος στην πρόταση και μπαίνει πάντα σε ονομαστική.
Αντικείμενο
Αντικείμενο είναι η λέξη που φανερώνει σε ποιον πηγαίνει η ενέργεια του ρήματος.
Π.χ. Η μητέρα αγαπάει τα λουλούδια.
Βρίσκουμε εύκολα το αντικείμενο αν απαντήσουμε στην ερώτηση ποιον ; ποια ; ποιο ; ποιους ; ποιες ; ποια ; τι ;
Το αντικείμενο μπαίνει σε πτώση Αιτιατική και κάποιες φορές σε Γενική.
Κάποιες φορές Αντικείμενο μπορεί να είναι ολόκληρη πρόταση.
Κατηγορούμενο
Κατηγορούμενο είναι η λέξη που εκφράζει ένα γνώρισμα ή μια ιδιότητα που δίνουμε στο υποκείμενο του ρήματος.
Π.χ. Οι γονείς μου φαίνονται κουρασμένοι.
Η επέμβαση των σωστικών συνεργείων αποδείχτηκε σωτήρια για εκατοντάδες ανθρώπους.
Νικητής αναδεικνύεται ο παίκτης που θα συγκεντρώσει τους περισσότερους βαθμούς.
Το κατηγορούμενο μπαίνει στην ίδια πτώση με το Υποκείμενο, δηλαδή στην Ονομαστική.
Τα ρήματα που συνδέουν το κατηγορούμενο με το Υποκείμενο λέγονται συνδετικά. Αυτά είναι : είμαι, γίνομαι, φαίνομαι, γεννιέμαι, ονομάζομαι, εκλέγομαι, θεωρούμαι, κληρώνομαι, αναδεικνύομαι, ανακηρύσσομαι, βρίσκομαι, στέκομαι, χειροτονούμαι, παρουσιάζομαι κ.ά.
Υποκείμενο είναι η λέξη που φανερώνει ποιος κάνει κάτι, παθαίνει κάτι ή βρίσκεται σε μια κατάσταση.
Μπορούμε να βρούμε το Υποκείμενο αν κάνουμε την ερώτηση ποιος – ποια – ποιο ; ή ποιοι – ποιες – ποια .
Το Υποκείμενο είναι κύριος όρος στην πρόταση και μπαίνει πάντα σε ονομαστική.
Αντικείμενο
Αντικείμενο είναι η λέξη που φανερώνει σε ποιον πηγαίνει η ενέργεια του ρήματος.
Π.χ. Η μητέρα αγαπάει τα λουλούδια.
Βρίσκουμε εύκολα το αντικείμενο αν απαντήσουμε στην ερώτηση ποιον ; ποια ; ποιο ; ποιους ; ποιες ; ποια ; τι ;
Το αντικείμενο μπαίνει σε πτώση Αιτιατική και κάποιες φορές σε Γενική.
Κάποιες φορές Αντικείμενο μπορεί να είναι ολόκληρη πρόταση.
Κατηγορούμενο
Κατηγορούμενο είναι η λέξη που εκφράζει ένα γνώρισμα ή μια ιδιότητα που δίνουμε στο υποκείμενο του ρήματος.
Π.χ. Οι γονείς μου φαίνονται κουρασμένοι.
Η επέμβαση των σωστικών συνεργείων αποδείχτηκε σωτήρια για εκατοντάδες ανθρώπους.
Νικητής αναδεικνύεται ο παίκτης που θα συγκεντρώσει τους περισσότερους βαθμούς.
Το κατηγορούμενο μπαίνει στην ίδια πτώση με το Υποκείμενο, δηλαδή στην Ονομαστική.
Τα ρήματα που συνδέουν το κατηγορούμενο με το Υποκείμενο λέγονται συνδετικά. Αυτά είναι : είμαι, γίνομαι, φαίνομαι, γεννιέμαι, ονομάζομαι, εκλέγομαι, θεωρούμαι, κληρώνομαι, αναδεικνύομαι, ανακηρύσσομαι, βρίσκομαι, στέκομαι, χειροτονούμαι, παρουσιάζομαι κ.ά.
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
Η Προστακτική είναι η έγκλιση που χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε προσταγή, παράκληση, προτροπή ή ευχή.
Τη συναντούμε σε δυο πρόσωπα, β΄ ενικό και β΄ πληθυντικό.
Να θυμόμαστε :
Η Προστακτική δεν παίρνει αύξηση.
Η κατάληξη –ηστε γράφεται με –η. Χρησιμοποιείται από ρήματα που στο α΄ ενικό πρόσωπο του ενεστώτα καταλήγουν σε –ώ (δεύτερη συζυγία). π.χ. οδηγώ - οδηγήστε, τολμώ - τολμήστε, αγαπώ - αγαπήστε κ.λπ.
Τα ρήματα της πρώτης συζυγίας σχηματίζουν την προστακτική με ανάλογα με το θέμα και το χαρακτήρα τους π.χ. ποτίζω ποτίστε, δανείζω – δανείστε, λύνω – λύστε κ.λπ.
Η κατάληξη –ειτε γράφεται με –ει. Π.χ. λύνομαι – λύθηκα – λυθείτε, ανεβαίνω – ανέβηκα – ανεβείτε, χαίρομαι – χάρηκα – χαρείτε , κινούμαι – κινήθηκα – κινηθείτε κ.λπ.
Τη συναντούμε σε δυο πρόσωπα, β΄ ενικό και β΄ πληθυντικό.
Να θυμόμαστε :
Η Προστακτική δεν παίρνει αύξηση.
Η κατάληξη –ηστε γράφεται με –η. Χρησιμοποιείται από ρήματα που στο α΄ ενικό πρόσωπο του ενεστώτα καταλήγουν σε –ώ (δεύτερη συζυγία). π.χ. οδηγώ - οδηγήστε, τολμώ - τολμήστε, αγαπώ - αγαπήστε κ.λπ.
Τα ρήματα της πρώτης συζυγίας σχηματίζουν την προστακτική με ανάλογα με το θέμα και το χαρακτήρα τους π.χ. ποτίζω ποτίστε, δανείζω – δανείστε, λύνω – λύστε κ.λπ.
Η κατάληξη –ειτε γράφεται με –ει. Π.χ. λύνομαι – λύθηκα – λυθείτε, ανεβαίνω – ανέβηκα – ανεβείτε, χαίρομαι – χάρηκα – χαρείτε , κινούμαι – κινήθηκα – κινηθείτε κ.λπ.
ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ
Η Κυριολεξία και η Μεταφορά είναι Σχήματα Λόγου.
Ο καφές είναι πικρός.
Χρησιμοποιείται το επίθετο πικρός για τον καφέ, το οποίο του δίνει μια ιδιότητα που είναι πραγματική. Άρα η πρόταση εκφράζει κάτι στην κυριολεξία.
Οι οπαδοί της ομάδας ήπιαν το πικρό ποτήρι της ήττας.
Εδώ χρησιμοποιούμε το ίδιο επίθετο (πικρό), αλλά το ποτήρι ούτε γεύση έχει, ούτε μάλιστα πικρή. Μεταφέρουμε την ιδιότητα του πικρού στο ποτήρι, για να δείξουμε τη στενοχώρια. Λέμε τότε ότι χρησιμοποιήσαμε μεταφορικά την έννοια πικρό και έχουμε ένα σχήμα λόγου που λέγεται Μεταφορά.
Με τη Μεταφορά δίνουμε περισσότερη έμφαση σ' αυτό που θέλουμε να πούμε.
Ο καφές είναι πικρός.
Χρησιμοποιείται το επίθετο πικρός για τον καφέ, το οποίο του δίνει μια ιδιότητα που είναι πραγματική. Άρα η πρόταση εκφράζει κάτι στην κυριολεξία.
Οι οπαδοί της ομάδας ήπιαν το πικρό ποτήρι της ήττας.
Εδώ χρησιμοποιούμε το ίδιο επίθετο (πικρό), αλλά το ποτήρι ούτε γεύση έχει, ούτε μάλιστα πικρή. Μεταφέρουμε την ιδιότητα του πικρού στο ποτήρι, για να δείξουμε τη στενοχώρια. Λέμε τότε ότι χρησιμοποιήσαμε μεταφορικά την έννοια πικρό και έχουμε ένα σχήμα λόγου που λέγεται Μεταφορά.
Με τη Μεταφορά δίνουμε περισσότερη έμφαση σ' αυτό που θέλουμε να πούμε.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ - ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ
Ενεργητική και Παθητική Σύνταξη
Όταν ένα ρήμα είναι στην ενεργητική διάθεση, δηλαδή δείχνει ότι το υποκείμενο κάνει κάτι, τότε έχουμε ενεργητική σύνταξη. π.χ. Η ατμόσφαιρα περιβάλλει τη Γη.
Όταν το ρήμα είναι στην παθητική διάθεση, δηλαδή το υποκείμενο παθαίνει κάτι τότε έχουμε παθητική σύνταξη. π.χ. Η Γη περιβάλλεται από την ατμόσφαιρα.
Για να μετατρέψουμε μια ενεργητική σύνταξη σε παθητική, πρέπει να μεταφέρουμε το ρήμα της πρότασης από την ενεργητική διάθεση στην παθητική και το αντικείμενό της να γίνει υποκείμενο, π.χ. Ενεργητική σύνταξη: Οι μαθητές υιοθέτησαν το μικρό αδέσποτο ζώο.
Παθητική σύνταξη : Το μικρό αδέσποτο ζώο υιοθετήθηκε από τους μαθητές.
Στην πρώτη πρόταση το αντικείμενο το μικρό αδέσποτο ζώο (αιτιατική) έγινε στη δεύτερη πρόταση υποκείμενο το μικρό αδέσποτο ζώο (ονομαστική).
Η φράση από το λέγεται ποιητικό αίτιο.
Όταν ένα ρήμα είναι στην ενεργητική διάθεση, δηλαδή δείχνει ότι το υποκείμενο κάνει κάτι, τότε έχουμε ενεργητική σύνταξη. π.χ. Η ατμόσφαιρα περιβάλλει τη Γη.
Όταν το ρήμα είναι στην παθητική διάθεση, δηλαδή το υποκείμενο παθαίνει κάτι τότε έχουμε παθητική σύνταξη. π.χ. Η Γη περιβάλλεται από την ατμόσφαιρα.
Για να μετατρέψουμε μια ενεργητική σύνταξη σε παθητική, πρέπει να μεταφέρουμε το ρήμα της πρότασης από την ενεργητική διάθεση στην παθητική και το αντικείμενό της να γίνει υποκείμενο, π.χ. Ενεργητική σύνταξη: Οι μαθητές υιοθέτησαν το μικρό αδέσποτο ζώο.
Παθητική σύνταξη : Το μικρό αδέσποτο ζώο υιοθετήθηκε από τους μαθητές.
Στην πρώτη πρόταση το αντικείμενο το μικρό αδέσποτο ζώο (αιτιατική) έγινε στη δεύτερη πρόταση υποκείμενο το μικρό αδέσποτο ζώο (ονομαστική).
Η φράση από το λέγεται ποιητικό αίτιο.
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ
Επιρρήματα λέγονται οι άκλιτες λέξεις που διευκρινίζουν την έννοια κυρίως των ρημάτων, αλλά και επιθέτων και επιρρημάτων, και φανερώνουν τόπο, χρόνο, τρόπο, ποσό κ.ά. π.χ. Βλέπει καλά.
Ο καιρός είναι πολύ καλός. Ο πατέρας βγήκε από το σπίτι κάπως νωρίς. Κατά τη σημασία τους τα επιρρήματα είναι πέντε ειδών και απαντούν σε κάποια ερώτηση:
α). Τοπικά: πού; εδώ, εκεί, μέσα, έξω, βόρεια, νότια,
β). Χρονικά: πότε; σήμερα, τώρα, πέρυσι, έπειτα, κάποτε,
γ). Τροπικά: πώς; έτσι, μαζί, όπως, αλλιώς, ξαφνικά
δ). Ποσοτικά: πόσο; λίγο, πολύ, τόσο, κάμποσο, περισσότερο,
ε). Βεβαιωτικά: ναι, μάλιστα, βέβαια, αλήθεια, σωστά.
Διστακτικά: ίσως, τάχα, δήθεν, πιθανόν, άραγε.
Αρνητικά: όχι, δε(ν), μη(ν), όχι βέβαια.
ΡΗΜΑΤΑ ΑΠΡΟΣΩΠΑ-ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑ - ΑΜΕΤΑΒΑΤΑ
Απρόσωπα Ρήματα
Απρόσωπα είναι τα ρήματα που χρησιμοποιούμε μόνο στο γ' πρόσωπο του ενικού και δεν έχουν ως υποκείμενό τους ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα. Συνήθως, μια εξαρτημένη πρόταση είναι το υποκείμενο του απρόσωπου ρήματος.
Απρόσωπα ρήματα που χρησιμοποιούμε συχνά είναι τα εξής: πρέπει, μπορεί, συμβαίνει, τυχαίνει, συμφέρει, φαίνεται, λέγεται, διαδίδεται, ανακοινώνεται, πρόκειται, επιτρέπεται, απαγορεύεται κ.ά.
Παραδείγματα :
Χρειάζεται να μεταφέρουμε τα πράγματά μας στη διπλανή αίθουσα.
Πρόκειται να ταξιδέψουμε με πλοίο.
Φαίνεται ότι τελικά δε θα έρθει.
Πρέπει να πλένουμε τακτικά τα χέρια μας.
Συχνά συναντάμε στο λόγο μας το ίδιο ρήμα άλλοτε ως προσωπικό κι άλλοτε ως απρόσωπο.
Π.χ. Η Ελένη φαίνεται κουρασμένη. Φαίνεται πως θα βρέξει. ( )
Εκτός από τα απρόσωπα ρήματα, έχουμε και τις απρόσωπες εκφράσεις, όπως: καλό είναι, είναι καιρός, είναι δυνατό, είναι ανάγκη, είναι κρίμα κ.ά.
Π.χ. Είναι σίγουρο ότι θα έρθω.
Είναι εύκολο να βρεις το δρόμο
Μεταβατικά και αμετάβατα ρήματα
Ο κυρ Γιώργος βάφει τα κάγκελα του μπαλκονιού του. Τον βοηθάει και ο εγγονός του, ο Τάκης. Τα τρίβει και τους βγάζει τις σκουριές. Η Πόπη στέκει κοντά τους.
Στο παραπάνω κείμενο τα ρήματα βάφει, βοηθάει, τρίβει, βγάζει φανερώνουν κάποια ενέργεια του ουσιαστικού, η οποία πηγαίνει, δηλαδή μεταβαίνει σε κάποιο άλλο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα. Τα ρήματα αυτά λέγονται μεταβατικά. Τέτοια είναι και τα ρήματα: ποτίζω, κλαδεύω, μίζω, καρφώνω, κλειδώνω, σκάβω, πλένω κλπ.
Στο ίδιο κείμενο το ρήμα στέκει φανερώνει κάποια ενέργεια του ουσιαστικού, η οποία, όμως δε μεταβαίνει πουθενά, ούτε σε πρόσωπα, ούτε σε ζώο, ούτε σε πράγμα. Τα ρήματα του είδους αυτού λέγονται αμετάβατα. Τέτοια είναι και τα ρήματα: τρέχω, γελώ, μιλώ, διψώ, πεινώ κλπ.
Τα αμετάβατα ρήματα δεν έχουν αντικείμενο.
Συχνά συναντούμε σε διαφορετικές προτάσεις το ίδιο ρήμα να είναι άλλοτε μεταβατικό κι άλλοτε αμετάβατο π.χ. Έστριψα με δύναμη το τιμόνι. Ένα μπλε αυτοκίνητο έστριψε στη γωνία του σπιτιού μου.
Απρόσωπα είναι τα ρήματα που χρησιμοποιούμε μόνο στο γ' πρόσωπο του ενικού και δεν έχουν ως υποκείμενό τους ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα. Συνήθως, μια εξαρτημένη πρόταση είναι το υποκείμενο του απρόσωπου ρήματος.
Απρόσωπα ρήματα που χρησιμοποιούμε συχνά είναι τα εξής: πρέπει, μπορεί, συμβαίνει, τυχαίνει, συμφέρει, φαίνεται, λέγεται, διαδίδεται, ανακοινώνεται, πρόκειται, επιτρέπεται, απαγορεύεται κ.ά.
Παραδείγματα :
Χρειάζεται να μεταφέρουμε τα πράγματά μας στη διπλανή αίθουσα.
Πρόκειται να ταξιδέψουμε με πλοίο.
Φαίνεται ότι τελικά δε θα έρθει.
Πρέπει να πλένουμε τακτικά τα χέρια μας.
Συχνά συναντάμε στο λόγο μας το ίδιο ρήμα άλλοτε ως προσωπικό κι άλλοτε ως απρόσωπο.
Π.χ. Η Ελένη φαίνεται κουρασμένη. Φαίνεται πως θα βρέξει. ( )
Εκτός από τα απρόσωπα ρήματα, έχουμε και τις απρόσωπες εκφράσεις, όπως: καλό είναι, είναι καιρός, είναι δυνατό, είναι ανάγκη, είναι κρίμα κ.ά.
Π.χ. Είναι σίγουρο ότι θα έρθω.
Είναι εύκολο να βρεις το δρόμο
Μεταβατικά και αμετάβατα ρήματα
Ο κυρ Γιώργος βάφει τα κάγκελα του μπαλκονιού του. Τον βοηθάει και ο εγγονός του, ο Τάκης. Τα τρίβει και τους βγάζει τις σκουριές. Η Πόπη στέκει κοντά τους.
Στο παραπάνω κείμενο τα ρήματα βάφει, βοηθάει, τρίβει, βγάζει φανερώνουν κάποια ενέργεια του ουσιαστικού, η οποία πηγαίνει, δηλαδή μεταβαίνει σε κάποιο άλλο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα. Τα ρήματα αυτά λέγονται μεταβατικά. Τέτοια είναι και τα ρήματα: ποτίζω, κλαδεύω, μίζω, καρφώνω, κλειδώνω, σκάβω, πλένω κλπ.
Στο ίδιο κείμενο το ρήμα στέκει φανερώνει κάποια ενέργεια του ουσιαστικού, η οποία, όμως δε μεταβαίνει πουθενά, ούτε σε πρόσωπα, ούτε σε ζώο, ούτε σε πράγμα. Τα ρήματα του είδους αυτού λέγονται αμετάβατα. Τέτοια είναι και τα ρήματα: τρέχω, γελώ, μιλώ, διψώ, πεινώ κλπ.
Τα αμετάβατα ρήματα δεν έχουν αντικείμενο.
Συχνά συναντούμε σε διαφορετικές προτάσεις το ίδιο ρήμα να είναι άλλοτε μεταβατικό κι άλλοτε αμετάβατο π.χ. Έστριψα με δύναμη το τιμόνι. Ένα μπλε αυτοκίνητο έστριψε στη γωνία του σπιτιού μου.
ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ
Προθέσεις λέγονται οι άκλιτες λέξεις που μπαίνουν μπροστά από τα ονόματα ή τα επιρρήματα, για να φανερώσουν μαζί τους τόπο, χρόνο, τρόπο, αιτία, ποσό κτλ.
Οι προθέσεις είναι:
α) πέντε μονοσύλλαβες: με, σε, για, ως (έως), προς.
β) εφτά δισύλλαβες: κατά, μετά, παρά, αντί(ς), από, δίχως, χωρίς,
γ) μία τρισύλλαβη: ίσαμε.
Κανονικά μετά την πρόθεση τα ονόματα μπαίνουν σε πτώση αιτιατική.
π.χ. Κατά την άνοιξη. Προς τον κήπο. Μετά το άλσος. Η πρόθεση σε παθαίνει αποκοπή μπροστά από το τ των άρθρων στη γενική και αιτιατική πτώση και ενώνεται μ' αυτά:
π.χ. στον, στης, στων, — στον, στην, στο, στους, στις, στα.
Απαρχαιωμένες προθέσεις
Εκτός από τις παραπάνω προθέσεις σε μερικές εκφράσεις λέγονται και οι αρχαίες προθέσεις διά, εκ - εξ, εν, επί, περί, προ, υπέρ, υπό. Στα μαθηματικά χρησιμοποιούνται και οι: συν, πλην, μείον.
|
|