ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
ΜΑΡΤΙΟΣ ΤΟΥ 1453
Το Μάρτιο του 1453, με 60.000 στρατό, απέκλεισε την Πόλη από τη στεριά, ενώ με το στόλο του κατέλαβε τα νησιά της Προποντίδας.
Ο ίδιος εγκαταστάθηκε απέναντι από την πύλη του Ρωμανού και εκεί έστησε το πιο μεγάλο κανόνι, την Μπομπάρδα. Αρχές Απριλίου ζήτησε από τον Κωνσταντίνο να παραδώσει την Πόλη και όταν αυτός αρνήθηκε άρχισε την πολιορκία ΑΡΧΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ
Οι πολιορκητές χτυπούσαν με κανόνια και χρησιμοποιούσαν πύργους, λαγούμια, καταπέλτεςκαι σκάλες. Οι πολιορκημένοι απέκρουαν τις επιθέσεις και χρησιμοποιούσαν με επιτυχία το υγρό πυρ.
Ο Κωνσταντίνος και ο Ιουστινιάνης εμψύχωναν τους αγωνιστές, αλλά τα τρόφιμα και τα εφόδια λιγόστευαν συνεχώς. |
ΕΛΠΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ
Στις 20 Απριλίου, ξημερώματα, οι ελπίδες των αποκλεισμένων ζωντανεύουν. Τις ελπίδες για τη σωτηρία των πολιορκημένων αύξησε η εμφάνιση του ναύαρχου Φλαντανελά με λίγα γενοβέζικα καράβια γεμάτα τρόφιμα.Ο Φλαντανελάς διέσπασε τον εχθρικό στόλο και μπήκε στον Κεράτιο. Ο σουλτάνος εξοργίστηκε και τιμώρησε το ναύαρχό του.
Στίς 20 Απριλίου όλοι οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν στά τείχη πού βλέπουν στήν Προποντίδα γεμάτοι περιέργεια. Πανιά φάνηκαν στόν ορίζοντα καί όλοι ανεθάρρησαν ότι έρχεται επιτέλους η βοήθεια από τόν πάπα. Τά πλοία ήταν μόλις τέσσερα, αλλά ίσως ήταν η εμπροσθοφυλακή ενός μεγάλου χριστιανικού στόλου πού πλησίαζε νά διώξει τούς βαρβάρους. Δυστυχώς όμως τα σκάφη αυτά ήταν εκείνα στα οποία ο Κωνσταντίνος είχε παραγγείλει προμήθειες για τους κατοίκους. Τά τρία ήταν Γενοβέζικα καί τό ένα καί μεγαλύτερο ήταν βασιλικό καί είχε καπετάνιο τόν περίφημο Φλαντανελά. Τά πλοία αρχικά είχαν καθηλωθεί στήν Χίο από βόρειους ανέμους, αλλά τώρα οι ισχυροί νοτιάδες τά έσπρωχναν πρός τόν Κεράτιο. Ο Μωάμεθ αμέσως διέταξε τόν Μπαλτόγλου νά πάρει όλη τή δύναμη από τό Διπλοκιόνιο (Mπεσικτάς) καί νά τά συλλάβει. Τά τέσσερα μεγάλα πλοία περικυκλώθηκαν από τά δεκάδες μικρότερα τουρκικά καί τό χειρότερο ήταν ότι ο άνεμος έπαψε νά φυσά. Ο καπουδάν πασσάς εμβόλισε τόν βυζαντινό δρόμωνα καί άρχισε μία σκληρή μάχη σώμα μέ σώμα. Οι ελπίδες των χριστιανών ήταν ελάχιστες αλλά υπό τό βλέμμα των χιλιάδων κατοίκων αγωνίζονταν μέ γενναιότητα. Τά χριστιανικά πλοία δέθηκαν μεταξύ τους καί έμοιαζαν σάν ένα οχυρό μέσα στήν θάλασσα, τό οποίο χιλιάδες τούρκοι προσπαθούσαν νά τό εκπορθήσουν. Ο κυβερνήτης Φλαντανελάς δέν έπαψε στιγμή νά εμψυχώνει τους άντρες του καί συνέχισε με ένα τεράστιο πέλεκυ να πολεμά μέ πείσμα. Αλλά καί κάποιος άλλος είχε αγωνία για τήν έκβαση της παράξενης αυτής ναυμαχίας. Ο σουλτάνος έφιππος είχε μπεί στό νερό καί εκτόξευε απειλές καί ύβρεις κατά του ναυάρχου του. "ο δέ αμηράς θεωρών μηδέν άξιον έργον ποιούντα τόν τοσούτον καί τηλικούτον στόλον αλλά μάλλον ήττονα όντα, μανείς καί θυμώ ληφθείς, βυχώμενος καί τούς οδόντας τρίζων ύβρεις ενέχεε εις τούς αυτού, δειλοκάρδιους καί γυναικώδεις καί ανωφελείς αποκαλών, καί τόν ίππον κεντρίσας ήλθεν εντός της θαλάσσης..." Η μοίρα παίζοντας τό παιχνίδι της έκανε τόν νοτιά νά δυναμώσει, έσπρωξε τά μεγάλα πλοία πρός τόν Κεράτιο κόλπο πού ήταν οι υπόλοιπες ιταλικές γαλέρες του Τρεβιζάνου καί του Ζαχαρία Γριώνη καί τά τούρκικα υποχώρησαν. Ισως ήταν ευκαιρία νά επιτεθούν όλα τά χριστιανικά πλοία καί νά διαλύσουν τόν στόλο του Μωάμεθ αλλά δέν τό έκαναν. Η σωτηρία των εξαντλημένων χριστιανών ναυτικών αναπτέρωσε τό ηθικό των κατοίκων της Πόλης, ενώ ντρόπιασε τούς Οθωμανούς των οποίων οι απώλειες ξεπέρασαν τούς χίλιους σκοτωμένους. Ο Μωάμεθ έξαλλος ήθελε νά παλουκώσει τόν άτυχο Μπάλτογλου αλλά τόν συγκράτησαν οι στρατηγοί του. Ράβδισε ο ίδιος τό ναύαρχο, τόν καθαίρεσε καί όρισε αντικαταστάτη τόν Χαμουζά πασσά, ενώ τήν περιουσία του όλη τήν μοίρασε στούς γενίτσαρους, όπως συνηθίζοταν σέ παρόμοιες περιπτώσεις. |
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΦΡΑΤΖΗ
Ας δούμε πως περιγράφει ο Γεώργιος Φραντζής στο "Χρονικό" του την ναυμαχία καθώς ήταν αυτόπτης μάρτυρας:
Και ενώ γίνονταν αυτά και η Πόλη πολιορκούνταν, τρία γενοβέζικα καράβια, παίρνοντας φορτίο από τη Χίο και βρίσκοντας κατάλληλο άνεμο, έπλευσαν προς εμάς. Καθώς πορεύονταν βρήκαν άλλο ένα βασιλικό της Σικελίας με φορτίο σίτου, που ερχόταν κι αυτό. Σε μια νύχτα έφτασαν κοντά στην Πόλη, και το πρωί τα είδαν τα περιπολικά καράβια του αμιρά· και από τον υπόλοιπο στόλο ένα μεγάλο μέρος όρμησε εναντίον τους με χαρμόσυνες κραυγές, τύμπανα και ήχους σαλπίγγων, με την ελπίδα πως θα τα αιχμαλωτίσουν εύκολα. Όταν πλησίασαν και άρχισαν τη μάχη και ακροβολίστηκαν, πρώτα επιτέθηκαν με οίηση εναντίον του βασιλικού καραβιού. Το καράβι, με την πρώτη προσβολή με βλητικά μηχανήματα και τόξα και πέτρες, τους δέχτηκε άσχημα. Ήρθαν στις πλώρες κάτω από το καράβι, και με χύτρες φτιαγμένες κατάλληλα με υγρό πυρ και πέτρες τους κρατούσαν και πάλι μακριά, γιατί τους αποδεκάτιζαν φοβερά. Εμείς, βλέποντάς τα αυτά πάνω από τα τείχη, παρακαλούσαμε το Θεό να λυπηθεί και αυτούς και εμάς. Επίσης ο αμιράς, έφιππος στην ακτή, έβλεπε τα όσα γίνονταν. Για τρίτη φορά απομακρύνονταν και κατόπιν έκαναν επίθεση θέλοντας να συμπλακούν με οίηση και με αλαλαγμούς μεγάλους. Οι αξιωματικοί και οι κυβερνήτες στάθηκαν παλικαρίσια και ρωμαλέα και παρότρυναν τους ναύτες να προτιμήσουν το θάνατο από τη ζωή· και ιδιαίτερα ο κυβερνήτης του βασιλικού καραβιού, που ονομαζόταν Φλαντανελάς, ο οποίος έτρεχε από την πρύμνη στην πλώρη, και πολεμούσε σαν λιοντάρι, παροτρύνοντας τους άλλους με φωνές, έτσι που δεν μπορώ να περιγράψω τις κραυγές του και τους κρότους των άλλων, που έφταναν ως τον ουρανό.
Η μάχη άρχισε και πάλι μεγαλύτερη, και πολλοί από τα καράβια σκοτώθηκαν και πνίγηκαν· δυο καράβια κάηκαν και βλέποντάς τα τα άλλα δείλιασαν. Ο αμιράς, βλέποντας πως τόσος και τέτοιος στόλος δεν έκανε τίποτε αξιόλογο, αλλά μάλλον ήταν κατώτερος των περιστάσεων, κατελήφθη από θυμό και μανία, βρυχιόταν και έτριζε τα δόντια του και περιέλουε με βρισιές τους δικούς του, αποκαλώντας τους δειλούς στην καρδιά, γυναικούλες και άχρηστους. Κέντρισε το άλογό του και μπήκε στη θάλασσα (τα καράβια ήταν κοντά στην ξηρά όσο η βολή μιας πέτρας), και τα ρούχα του βράχηκαν από τα αρμυρά νερά της θάλασσας. Ο στρατός από την ξηρά βλέποντάς τον να κάνει έτσι αγανακτούσε, λυπόταν και βλαστημούσε το στόλο. Και πολλοί έφιπποι ακολούθησαν τον αμιρά και έφτασαν ως τα καράβια. Οι άνθρωποι του στόλου βλέποντας τον αμιρά να κάνει έτσι, ντράπηκαν για τις βρισιές και, θέλοντας μη θέλοντας και θυμωμένοι πολύ, έστρεψαν τις πλώρες εναντίον των αντίπαλων πλοίων και πολεμούσαν ισχυρά. Τι να πεις! όχι μόνο σε τίποτε δεν έβλαψαν τα καράβια, αλλά έπαθαν και τόσες συμφορές σε νεκρούς και τραυματίες, ώστε δεν μπορούσαν τα τουρκικά καράβια να γυρίσουν πίσω.
Σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα, όπως έμαθα, περισσότεροι από δώδεκα χιλιάδες Αγαρηνοί, μόνο στη θάλασσα. Όταν έπεσε η νύχτα, ο στόλος αποχώρησε αναγκαστικά και τα φιλικά καράβια βρήκαν ευκαιρία και μπήκαν στο λιμάνι χωρίς καμιά απώλεια, εκτός από λίγους πληγωμένους μετά λίγες μέρες, δυο τρεις απ’ αυτούς πέθαναν. Ο αμιράς είχε τόσο θυμώσει και οργιστεί εναντίον του ναυάρχου του στόλου του, ώστε ήθελε να τον ανασκολοπίσει, λέγοντας πως εξαιτίας της ανανδρίας και της ολιγοψυχίας του τα καράβια το έσκασαν εκείνη τη νύχτα, και από την απροσεξία του και την ανικανότητά του τα άφησε να μπουν στο λιμάνι. Μερικοί άρχοντες της αυλής του και σύμβουλοί του τον παρακάλεσαν, και χάρισε τη ζωή στο ναύαρχο, αλλά του στέρησε το αξίωμα, και όλη την περιουσία του τη χάρισε στους γενίτσαρους.
Και ενώ γίνονταν αυτά και η Πόλη πολιορκούνταν, τρία γενοβέζικα καράβια, παίρνοντας φορτίο από τη Χίο και βρίσκοντας κατάλληλο άνεμο, έπλευσαν προς εμάς. Καθώς πορεύονταν βρήκαν άλλο ένα βασιλικό της Σικελίας με φορτίο σίτου, που ερχόταν κι αυτό. Σε μια νύχτα έφτασαν κοντά στην Πόλη, και το πρωί τα είδαν τα περιπολικά καράβια του αμιρά· και από τον υπόλοιπο στόλο ένα μεγάλο μέρος όρμησε εναντίον τους με χαρμόσυνες κραυγές, τύμπανα και ήχους σαλπίγγων, με την ελπίδα πως θα τα αιχμαλωτίσουν εύκολα. Όταν πλησίασαν και άρχισαν τη μάχη και ακροβολίστηκαν, πρώτα επιτέθηκαν με οίηση εναντίον του βασιλικού καραβιού. Το καράβι, με την πρώτη προσβολή με βλητικά μηχανήματα και τόξα και πέτρες, τους δέχτηκε άσχημα. Ήρθαν στις πλώρες κάτω από το καράβι, και με χύτρες φτιαγμένες κατάλληλα με υγρό πυρ και πέτρες τους κρατούσαν και πάλι μακριά, γιατί τους αποδεκάτιζαν φοβερά. Εμείς, βλέποντάς τα αυτά πάνω από τα τείχη, παρακαλούσαμε το Θεό να λυπηθεί και αυτούς και εμάς. Επίσης ο αμιράς, έφιππος στην ακτή, έβλεπε τα όσα γίνονταν. Για τρίτη φορά απομακρύνονταν και κατόπιν έκαναν επίθεση θέλοντας να συμπλακούν με οίηση και με αλαλαγμούς μεγάλους. Οι αξιωματικοί και οι κυβερνήτες στάθηκαν παλικαρίσια και ρωμαλέα και παρότρυναν τους ναύτες να προτιμήσουν το θάνατο από τη ζωή· και ιδιαίτερα ο κυβερνήτης του βασιλικού καραβιού, που ονομαζόταν Φλαντανελάς, ο οποίος έτρεχε από την πρύμνη στην πλώρη, και πολεμούσε σαν λιοντάρι, παροτρύνοντας τους άλλους με φωνές, έτσι που δεν μπορώ να περιγράψω τις κραυγές του και τους κρότους των άλλων, που έφταναν ως τον ουρανό.
Η μάχη άρχισε και πάλι μεγαλύτερη, και πολλοί από τα καράβια σκοτώθηκαν και πνίγηκαν· δυο καράβια κάηκαν και βλέποντάς τα τα άλλα δείλιασαν. Ο αμιράς, βλέποντας πως τόσος και τέτοιος στόλος δεν έκανε τίποτε αξιόλογο, αλλά μάλλον ήταν κατώτερος των περιστάσεων, κατελήφθη από θυμό και μανία, βρυχιόταν και έτριζε τα δόντια του και περιέλουε με βρισιές τους δικούς του, αποκαλώντας τους δειλούς στην καρδιά, γυναικούλες και άχρηστους. Κέντρισε το άλογό του και μπήκε στη θάλασσα (τα καράβια ήταν κοντά στην ξηρά όσο η βολή μιας πέτρας), και τα ρούχα του βράχηκαν από τα αρμυρά νερά της θάλασσας. Ο στρατός από την ξηρά βλέποντάς τον να κάνει έτσι αγανακτούσε, λυπόταν και βλαστημούσε το στόλο. Και πολλοί έφιπποι ακολούθησαν τον αμιρά και έφτασαν ως τα καράβια. Οι άνθρωποι του στόλου βλέποντας τον αμιρά να κάνει έτσι, ντράπηκαν για τις βρισιές και, θέλοντας μη θέλοντας και θυμωμένοι πολύ, έστρεψαν τις πλώρες εναντίον των αντίπαλων πλοίων και πολεμούσαν ισχυρά. Τι να πεις! όχι μόνο σε τίποτε δεν έβλαψαν τα καράβια, αλλά έπαθαν και τόσες συμφορές σε νεκρούς και τραυματίες, ώστε δεν μπορούσαν τα τουρκικά καράβια να γυρίσουν πίσω.
Σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα, όπως έμαθα, περισσότεροι από δώδεκα χιλιάδες Αγαρηνοί, μόνο στη θάλασσα. Όταν έπεσε η νύχτα, ο στόλος αποχώρησε αναγκαστικά και τα φιλικά καράβια βρήκαν ευκαιρία και μπήκαν στο λιμάνι χωρίς καμιά απώλεια, εκτός από λίγους πληγωμένους μετά λίγες μέρες, δυο τρεις απ’ αυτούς πέθαναν. Ο αμιράς είχε τόσο θυμώσει και οργιστεί εναντίον του ναυάρχου του στόλου του, ώστε ήθελε να τον ανασκολοπίσει, λέγοντας πως εξαιτίας της ανανδρίας και της ολιγοψυχίας του τα καράβια το έσκασαν εκείνη τη νύχτα, και από την απροσεξία του και την ανικανότητά του τα άφησε να μπουν στο λιμάνι. Μερικοί άρχοντες της αυλής του και σύμβουλοί του τον παρακάλεσαν, και χάρισε τη ζωή στο ναύαρχο, αλλά του στέρησε το αξίωμα, και όλη την περιουσία του τη χάρισε στους γενίτσαρους.
Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ!!!
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ ΜΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑΣ
Θεοδοσιανά τείχη. Μέγα τείχος. Βράδυ Δευτέρας.28 Μαΐου.
Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στην γεμάτη άταφα πτώματα, πεδιάδα του Λύκου. Σε λίγη ώρα θα ξημέρωνε. Η Πόλη των πόλεων, θα ζούσε άλλη μια ημέρα σκληρής πολιορκίας. Ο καιρός δεν ήταν πολύ κρύος, είχε όμως μια υγρασία που τρυπούσε τα κόκαλα. Τύλιξε τον βαρύ μαύρο μανδύα του πάνω από την πανοπλία του. Ήταν κουρασμένος. Όλα τα μέλη του πονούσαν φρικτά. Στην σκουρόχρωμη μεταλλική του πανοπλία, η υγρασία σχημάτιζε μικρά αυλάκια νερού που έπεφταν στο έδαφος. Στο βάθος, στο στρατόπεδο του Αμιρά, η νύχτα είχε γίνει μέρα από τις εκατοντάδες φωτιές που είχαν ανάψει. Τα τύμπανα δεν σταματούσαν λεπτό να χτυπούν. Οι κραυγές και οι επικλήσεις στον Θεό τους, ακουγόταν καθαρά μέχρι τα τείχη που στέκονταν ο ίδιος. Οι δερβίσηδες έκλαιγαν και υπόσχονταν στους στρατιώτες του εχθρού πιλάφι και γυναίκες στον παράδεισο, εάν πεθάνουν τιμημένα στη μάχη Ένα άσχημο προαίσθημα έκανε το στομάχι του να σφιχτεί. Έφερε το χέρι του στο τεράστιο σπαθί του και χάιδεψε τη λαβή.
Έστριψε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά και είδε ότι στα υπερήφανα τείχη, είχαν απομείνει ελάχιστοι υπερασπιστές. Οι περισσότεροι εξουθενωμένοι κοιμόντουσαν με τις πανοπλίες τους και τα σπαθιά στο χέρι. Κάποιοι είχαν αφήσει τα αρκεβούζια τους επάνω στις πολεμίστρες και απλά περίμεναν. Όλοι ήξεραν ότι η μέρα που ξημέρωνε θα ήταν η πιο δύσκολη και η καθοριστικότερη από όλες τις ημέρες της πολιορκίας...
http://www.euaclan.org
Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στην γεμάτη άταφα πτώματα, πεδιάδα του Λύκου. Σε λίγη ώρα θα ξημέρωνε. Η Πόλη των πόλεων, θα ζούσε άλλη μια ημέρα σκληρής πολιορκίας. Ο καιρός δεν ήταν πολύ κρύος, είχε όμως μια υγρασία που τρυπούσε τα κόκαλα. Τύλιξε τον βαρύ μαύρο μανδύα του πάνω από την πανοπλία του. Ήταν κουρασμένος. Όλα τα μέλη του πονούσαν φρικτά. Στην σκουρόχρωμη μεταλλική του πανοπλία, η υγρασία σχημάτιζε μικρά αυλάκια νερού που έπεφταν στο έδαφος. Στο βάθος, στο στρατόπεδο του Αμιρά, η νύχτα είχε γίνει μέρα από τις εκατοντάδες φωτιές που είχαν ανάψει. Τα τύμπανα δεν σταματούσαν λεπτό να χτυπούν. Οι κραυγές και οι επικλήσεις στον Θεό τους, ακουγόταν καθαρά μέχρι τα τείχη που στέκονταν ο ίδιος. Οι δερβίσηδες έκλαιγαν και υπόσχονταν στους στρατιώτες του εχθρού πιλάφι και γυναίκες στον παράδεισο, εάν πεθάνουν τιμημένα στη μάχη Ένα άσχημο προαίσθημα έκανε το στομάχι του να σφιχτεί. Έφερε το χέρι του στο τεράστιο σπαθί του και χάιδεψε τη λαβή.
Έστριψε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά και είδε ότι στα υπερήφανα τείχη, είχαν απομείνει ελάχιστοι υπερασπιστές. Οι περισσότεροι εξουθενωμένοι κοιμόντουσαν με τις πανοπλίες τους και τα σπαθιά στο χέρι. Κάποιοι είχαν αφήσει τα αρκεβούζια τους επάνω στις πολεμίστρες και απλά περίμεναν. Όλοι ήξεραν ότι η μέρα που ξημέρωνε θα ήταν η πιο δύσκολη και η καθοριστικότερη από όλες τις ημέρες της πολιορκίας...
http://www.euaclan.org
ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΚΕΡΑΤΙΟ
Το πέρασμα των τεσσάρων καραβιών στον Κεράτιο όργισε πολύ το Μωάμεθ που αποφάσισε να στενέψει την πολιορκία. Με ένα τολμηρό σχέδιο πέρασε, σε μια νύχτα, 70 καράβια από το Βόσπορο στον Κεράτιο, σέρνοντάς τα εννιά χιλιόμετρα στη στεριά, πίσω από το λόφο του Γαλατά, πάνω σε δρόμο στρωμένο με κορμούς δένδρων, χωρίς να πάρει είδηση κανείς. Μετά απ’ αυτό, ο Κεράτιος κόλπος έγινε δικός του και η Πόλη κλείστηκε ολόγυρα από στεριά και θάλασσα.
Το επόμενο πρωί οι πολιορκημένοι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Η νίκη του Φλαντανελά ξεχάστηκε κι όλοι τώρα μιλούσαν με αγωνία για το νέο απίστευτο γεγονός. Αυτή την ώρα διάλεξε κι ο Μωάμεθ να στείλει για δεύτερη φορά προτάσεις στον Κωνσταντίνο, δίνοντας παράλληλα διαταγή κανείς να μην επιτεθεί στην Πόλη, πριν από την απάντηση του αυτοκράτορα. Κι αυτή τη φορά όμως η απάντηση των Βυζαντινών ήταν αρνητική. ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΗ
αι καθώς όλοι ρωτούν και αναρωτιούνται για τον Ιουστινιάνη μια καινούρια είδηση τους μαρμαρώνει: «Οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη! Η Πόλη κυριεύτηκε!». Κι αυτό δεν είναι ψέμα.
Από την Κερκόπορτα, μια μικρή πύλη του εσωτερικού τείχους, που βρέθηκε ανοιχτή, μπήκε στην Πόλη μια μεγάλη ομάδα γενιτσάρων. Χτύπησαν πισώπλατα τους υπερασπιστές κι άνοιξαν κάποιες από τις μεγάλες πύλες των τειχών. Τα πλήθη των πολιορκητών όρμησαν ακράτητα στην Πόλη και στις επάλξεις. Κι εκεί έγιναν μάχες σκληρές σώμα με σώμα. Ο αυτοκράτορας, την ώρα αυτή, ήταν στα τείχη, στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, και συντόνιζε τους υπερασπιστές. Ρίχτηκε στη μάχη και πολέμησε τους εισβολείς, πρώτος ανάμεσα στους πρώτους. Κι έπεσε εκεί ηρωικά, ανάμεσα στους συντρόφους του. Ήταν 29 Μαϊου 1453, ημέρα Τρίτη. Ο ήλιος είχε βασιλέψει. Και η Πόλη δεν ήταν πια βασιλεύουσα. |
ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ 29 ΜΑΪΟΥ
Ο κλοιός των πολιορκητών στένεψε. «Ούτε πουλί πετούμενο δε μπορούσε πια να μπει στην Πόλη». Ξημερώματα της 29ης Μαϊου, ημέρα Τρίτη, άρχισε η μεγάλη επίθεση. Τις ομοβροντίες των κανονιών σκεπάζει ο αχός του πιο μεγάλου από αυτά, της μπομπάρδας, που χτυπά και ραγίζει τον πύργο του Αγίου Ρωμανού. Χιλιάδες πολιορκητές ορμούν στα τείχη, στα λαγούμια και στη βαθιά τάφρο, αψηφώντας το θάνατο. Και οι πολιορκημένοι, όλοι, πολεμούν αδιάκοπα και αποκρούουν τις επιθέσεις.
ΠΛΗΓΩΝΕΤΑΙ Ο ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΗΣ
Στην κρίσιμη ώρα ανοίγουν οι κρυφές καταπακτές των δεξαμενών και πλημμυρίζουν με νερό την τάφρο και τα λαγούμια. Χιλιάδες επιτιθέμενοι παγιδεύονται εκεί κι αφανίζονται. Μα κι αυτούς που σκαρφαλώνουν με γάντζους και ανεμόσκαλες στα τείχη τούς περιμένουν οι υπερασπιστές. Το μέτωπο της επίθεσης κλονίζεται. Κανείς όμως δεν γυρίζει πίσω.
Η επίθεση κρατά όλη τη μέρα και οι συγκρούσεις είναι σκληρές κι από τα δύο μέρη. Ο ήλιος γέρνει προς τη δύση και όλα δείχνουν πως η Πόλη θα σωθεί κι αυτή τη φορά. Τότε όμως στο μεγάλο πύργο πληγώνεται ο Ιουστινιάνης. Οι σύντροφοί του τον απομακρύνουν για να του δώσουν τις πρώτες βοήθειες. Η λαβωματιά του όμως είναι βαριά και τον μεταφέρουν στο πλοίο του. Η κακή είδηση διατρέχει τα τείχη και παγώνει τους υπερασπιστές. Ο ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ
Η Πόλη λεηλατήθηκε σκληρά. Ο σουλτάνος εισήλθε στην Πόλη την επόμενη ημέρα, πήρε τον τίτλο του Πορθητή (Fatih) και μετέτρεψε την Αγια Σοφιά σε τζαμί. Προσπάθησε να ξαναδώσει στην Κωνσταντινούπολη (την οποία μετονόμασε σε Ισταμπούλ, από το ελληνικό "Εις την Πόλιν") τη χαμένη της αίγλη κατασκευάζοντας παλάτια, τζαμιά, αγορές και εποικίζοντάς της με πληθυσμό από τις άλλες πόλεις που καταλάμβανε.
Πρόσθεσε στους τίτλους του αυτόν του Ρωμαίου Καίσαρα. τα επόμενα χρόνια έκανε πολλούς πολέμους, κατέλαβε και τα τελευταία υπολείμματα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και πολλά εδάφη από τα γειτονικά κράτη. Αναδιοργάνωσε τη διοίκηση του κράτους τοποθετώντας δικούς του ανθρώπους σε όλες τις θέσεις κλειδιά. Έτσι όρισε Μεγάλο Βεζίρη τον Ζαγάνο Μεχμέτ πασά, υποστήριξε ως Οικουμενικό Πατριάρχη τον ανθενωτικό Γεώργιο Σχολάριο -Γεννάδιο Β'-, εγκατέστησε Εβραίο μεγάλο ραβίνο και Αρμένιο πατριάρχη. Δεν διακρινόταν για την ευσέβειά του στην ισλαμική πίστη, αντίθετα θαύμαζε την τέχνη της δυτικής Ευρώπης και συγκέντρωσε στην αυλή του πλήθος Ευρωπαίων καλλιτεχνών. Δήμευσε πολλά εκκλησιαστικά κτήματα και τα έδωσε σε αξιωματικούς -τους σπαχήδες-. Επέβαλλε σειρά νέων φόρων στο εξωτερικό εμπόριο με αποτέλεσμα να περάσει το μεγαλύτερο μέρος του στα χέρια των Οθωμανών. Πέθανε το 1481 σε ηλικία 49 ετών και τον διαδέχθηκε ο γιος του Βαγιαζήτ Β'. http://eclass31.weebly.com |
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ ΜΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑΣ
Από τις 7 Απριλίου πολεμούσαν αδιάκοπα έναν δυνατότερο και πολυάριθμο εχθρό. Και όμως άντεχαν. Κάθε ημέρα στις επάλξεις θέριζαν όποιον τολμούσε να πλησιάσει. Η τεράστια τάφρος από κάτω είχε γεμίσει και αυτή πτώματα. Κι όμως εκείνοι δεν τα παρατούσαν και με περισσότερη λύσσα κάθε φορά επιχειρούσαν εξ εφόδου να καταλάβουν τα τείχη.
Ξημέρωνε η 29η Μαΐου, του Σωτήριου έτους 1453 Σε λίγη ώρα στα τείχη θα εμφανιζόταν να πάρει τη θέση του στις πολεμίστρες ανάμεσα στους συμπολεμιστές του, σαν απλός στρατιώτης ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ο τελευταίος αυτοκράτορας της χιλιόχρονης Πόλης…Ο Γενουάτης Ιωάννης Ιουστινιάνης συνέχιζε να κοιτά προς το στρατόπεδο του Αμιρά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άνθρωποι του σουλτάνου, εκείνου του νεαρού με τη γαμψή μύτη και τα σχιστά παμπόνηρα μάτια, τον είχαν πλησιάσει και του είχαν προτείνει να παρατήσει τον Αυτοκράτορα και να πάει με το μέρος τους. Θα τον έπνιγαν στα χρυσάφια. Και εκείνον και τους 800 συντρόφους του που τον ακολουθούσαν πιστά χρόνια τώρα. Ο μικρός στρατός μισθοφόρων που είχε δημιουργήσει ήταν ο καλύτερος στην Ευρώπη για την υπεράσπιση κάστρων. Ο 21 ετών Μεχμέτ του είχε διαμηνύσει σε τόνο που δεν σήκωνε αμφισβήτηση: “Έλα μαζί μου και θα έχεις ότι ζητήσεις. Πράγματα που ούτε έχεις φανταστεί. Μείνε με τον Αυτοκράτορα και σε περιμένει ο θάνατος”Έφθασε στην Πόλη στα μέσα του χειμώνα στις 26 του Γενάρη. Τα δυο πλοία του με τους 800 σιδερόφραχτους ατρόμητους πολεμιστές του, έδεσαν στο λιμάνι του Βουκολέωντα. Όταν κατέβηκαν και παρατάχθηκαν μπροστά στον προβλήτα περιμένοντας τον Αυτοκράτορα, ο κόσμος τους αγκάλιαζε και έκλαιγε από χαρά. Στα πρόσωπα τους έβλεπε τη σωτηρία τους. Ο αυτοκράτορας τον εμπιστεύτηκε και τον έχρισε αμέσως Πρωτοστράτορα. Είχε υπό τη διοίκηση του ολόκληρη την άμυνα της Πόλης. Ο Κωνσταντίνος του έδειξε απεριόριστη εμπιστοσύνη και ο Ιωάννης Ιουστινιάννης δεν επρόκειτο να τον προδώσει.Στην Ευρώπη όλη, οι βασιλιάδες και οι ευγενείς τον ήξεραν με το όνομα του Giovanni Guistiniani Longo. Οι Βυζαντινοί τον φώναζαν Καπετάν-Γιουστουνιά, οι εχθροί του, που τον έτρεμαν τον φώναζαν “Μαύρο Άγγελο”. Η σκουρόχρωμη γκρίζα βαριά μεταλλική του πανοπλία, ο μαύρος μανδύας του και το επιβλητικό του παρουσιαστικό, ειδικά όταν “έριχνε” την περικεφαλαία του να καλύψει το πρόσωπο του, τον έκαναν να δείχνει σαν Άγγελος θανάτου…
Αμέσως έπιασε δουλειά. Χώρισε και αναδιάταξε τον στρατό. Τους εκπαίδευσε όσο μπορούσε καλύτερα, στα σύγχρονα όπλα, και ζήτησε να επιδιορθωθούν τα τείχη. Απαίτησε από τον αυτοκράτορα να πάρει δια της βίας όσους από τους νέους της Κωνσταντινούπολης είχαν κλειστεί σε μοναστήρια, για να μην πολεμήσουν και δυστυχώς ήταν πολλοί. Έδωσε στον κάθε στρατιώτη ρόλο. Όρισε το σημείο των τειχών που θα υπερασπιζόταν ο κάθε ευγενής Και τοποθέτησε τους δικούς του 800 ιππότες στα πιο καίρια και επικίνδυνα σημεία. Κάθε βράδυ δειπνούσε με τον αυτοκράτορα και κατέστρωναν σχέδια για να μην αφήσουν τα Θεοδοσιανά τείχη να τα πατήσει ο εχθρός. Κάθε βράδυ ζούσαν σαν να ήταν το τελευταίο. Οι υπερασπιστές ήταν αυτό που λέμε “μετρημένα κουκιά”: 5.000 Βυζαντινοί και 2.500 Γενουάτες, Ενετοί, Ισπανοί ακόμη και Τούρκοι. Σύνολο με τις εφεδρείες το πολύ 9.000 ψυχές. Και οι απέναντι; Αναρίθμητοι. Ξεπερνούσαν τις 150.000. Οι περισσότεροι Τούρκοι, αλλά και πολλοί Βούλγαροι, Σέρβοι, Ούγγροι, Βόσνιοι, Αγαρηνοί, Αμπχάζιοι, ακόμη και …Έλληνες. Τον Ιουστινιάνη όμως όπως και τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο δεν τους απασχολούσε η μεγάλη μάζα του στρατού του Μεχμέτ. Ούτε οι Βασιβουζούκοι, ούτε οι Σπάχηδες μπορούσαν να συγκριθούν με τους Βυζαντινούς και τους Λατίνους. Τον Αυτοκράτορα και τον Πρωτοστράτορα τους έκαιγαν τα 20.000 εξισλαμισμένα χριστιανόπουλα που είχε σαν προσωπική φρουρά ο Μεχμέτ. Τους ονόμαζαν Γενίτσαρους. Αυτούς έπρεπε να εξολοθρεύσει ο Βυζαντινός στρατός… Το τελευταίο βράδυ μετά τη λειτουργία στην Αγία Σοφία και πριν πάρει το δρόμο του προς τα τείχη, ο Ιουστινιάνης συναντήθηκε στο “Αυγουσταίον”, με τον Αυτοκράτορα. Περπάτησαν μαζί τη Μέση Οδόν και στα αριστερά τους είχαν τον Ιππόδρομο. Η φρουρά του Κωνσταντίνου είχε μείνει διακριτικά λίγο πιο πίσω, μαζί με τη φρουρά του Μαύρου Άγγελου. Δίπλα στον Αυτοκράτορα βρισκόταν ο άνθρωπος που ο Ιουστινιάννης μισούσε περισσότερο από οποιονδήποτε. Ο Μέγας Δούξ, ο Λουκάς Νοταράς. Ο άνθρωπος που προτιμούσε το “Τούρκικο Σαρίκι από την Λατινική καλύπτρα”. Ο Ιουστινιάννης ζήτησε από τον Αυτοκράτορα το πρωί όταν θα ξεκινούσε η μάχη να τον κλειδώσει αυτόν και τους άλλους στρατιώτες, στην Πύλη που υπερασπιζόταν για να μην μπορέσει κανείς να φύγει: “Ή θα νικήσουμε ή θα πεθάνουμε όλοι μας επάνω στην Πέμπτη (Πύλη) και στον Άγιο Ρωμανό” του είπε και κάρφωσε δολοφονικά τα μάτια του στον Μέγα Δούκα.Ο κόσμος που συνέχιζε να βγαίνει εκείνη την ώρα από την Αγία Σοφία είδε τον Αυτοκράτορα του, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να δακρύζει και να αγκαλιάζει τον Πρωτοστράτορα του. Ο Λουκάς Νοταράς χαμογέλασε ειρωνικά…Ο Μέγας Δούκας της Κωνσταντινούπολης ποτέ δεν συμπάθησε τον Γενουάτη Ιουστινιάνη. Ποτέ δεν του άρεσε οτιδήποτε προέρχονταν από τη Δύση και οτιδήποτε ήταν λατινικό. Προτιμούσε τους Οθωμανούς και τον νέο σουλτάνο Μεχμέτ. Εξάλλου ήταν μόλις 21 ετών και σε μια ενδεχόμενη κατάληψη της Πόλης από εκείνον θα μπορούσε εύκολα να τον χειραγωγήσει… Ήταν ο Μεγας Δούκας της Πόλης και εάν πέθαινε ο αυτοκράτορας εκείνος θα αναλάμβανε… Ο Λουκάς Νοταράς, όχι μόνο δεν συμπαθούσε τον Ιουστινιάνη αλλά τον φοβόταν κιόλας. Όχι τόσο λόγω παρουσιαστικού. Τον φοβόταν γιατί λίγες ημέρες πριν λίγο έλειψε να του κόψει το κεφάλι μπροστά στον Κωνσταντίνο. Εκείνο το απόγευμα που ο Αυτοκράτορας και ο Πρωτοστράτορας πολεμούσαν για ώρες στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Εκείνο το απόγευμα που οι Οθωμανοί λίγο έλειψε να μπούν στην θεοφύλακτη Πόλη. Τότε που ο Πρωτοστράτορας του έστειλε αγγελιοφόρο στα Θαλασσινά τείχη όπου βρισκόταν: “ Μεγάλε Δούκα χρειαζόμαστε επειγόντως τα κανόνια και τους πολεμιστές σου. Εκεί που τα κρατάς σήμερα δεν γίνεται μάχη. Πρέπει να έρθουν όλοι ΑΜΕΣΩΣ προς βοήθεια, στην Πύλη του Αγίου (Ρωμανού). Το ρήγμα στα τείχη είναι μεγάλο. Δεν θα αντέξουμε για πολύ. Τα σκυλιά θα μπουν μέσα” Η απάντηση του Νοταρά ήταν λιτή. “Κανείς δεν θα πάει πουθενά. Τους χρειάζομαι εδώ”. Τελικά ο αυτοκράτορας και οι υπερασπιστές στα τείχη αν και πολεμούσαν από το πρωί κατάφεραν το απόγευμα να τσακίσουν όλους τους εχθρούς. Λίγοι πάτησαν τα τείχη και εκείνοι μακελεύτηκαν αμέσως. Το βράδυ στο παλάτι στις Βλαχέρνες ο Ιουστινιάνης μπήκε στη Μεγάλη αίθουσα βρώμικος και κατάκοπος από την πολύωρη μάχη. Με συννεφιασμένο βλέμμα έψαξε τον Νοταρά. Ήταν ο μοναδικός στην αίθουσα, ντυμένος με καθαρά ρούχα και “ατσαλάκωτος”. Στεκόταν δίπλα στον εξουθενωμένο Παλαιολόγο. Η μεταλλική μαύρη φορεσιά του Γενουάτη έτριξε καθώς εκείνος πλησίαζε με δυο δρασκελιές τον Νοταρά. Το σκοτεινό βλέμμα του, τρόμαξε μέχρι και τον αυτοκράτορα. Ο Ιουστινιάνης έβγαλε το τεράστιο σπαθί του από τη θήκη με ασύλληπτη ταχύτητα. Κανένα μάτι δεν κατάλαβε πως. Η παχιά και κοφτερή σαν ξυράφι λεπίδα πίεσε δυνατά και μάτωσε τον λαιμό του Νοταρά. Τα λόγια του Γενουάτη δεν σήκωναν αμφισβήτηση. Του ψιθύρισε: “Έδω μπροστά στον βασιλιά σου θα σου πάρω το κεφάλι. (traditor et che me tien che adesso non te scanna cum questo pugnal . “Ω προδότη, δεν ξέρω τι με κρατεί και δεν σε σφάζω μ’ αυτό το μαχαίρι”).Σκυλί γιατί δεν έστειλες βοήθεια που σου ζήτησα. Αφού στα Θαλασσινά δεν πολεμούσες. Όχι για μένα αλλά για τον Αυτοκράτορα σου, Λουκά Νοταρά.”
Το πρόσωπο του Ιουστινιάνη έγινε κατακόκκινο από το θυμό καθώς ξαναθυμήθηκε τι είχε συμβεί λίγες ώρες πριν στον Άγιο Ρωμανό. Λίγο έλειψε να πεθάνει το απόγευμα της 7ης Μαΐου πάνω στα τείχη. Εκείνη την ημέρα που οι Τούρκοι έκαναν την μεγαλύτερη επίθεση τους. Τουλάχιστον 40.000 Οθωμανοί όρμηξαν λυσσασμένα προς τα τείχη για να τα καταλάβουν…Πολεμούσε πλάι στον αυτοκράτορα από το πρωί.Κάποια στιγμή τον άφησε και με 20 δικούς του έτρεξε λίγα μέτρα βορειότερα. Οι Οθωμανοί είχαν στήσει σκάλες και ανέβαιναν. Οι άλλοι υπερασπιστές ήταν νεκροί σε εκείνο το σημείο. Έπεσε πάνω τους όπως ο θεριστής στα στάχυα. Τους μεκέλευε έναν προς έναν μαζί με τους 20 συντρόφους του. Όταν ξαφνικά ένας γενίτσαρος ανέβηκε τις σκάλες και εμφανίστηκε στα τείχη. Ο Αμουράτ μόνος άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους σιδερόφραχτους και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Πρωτοστράτωρα. Ο Ιουστινιάνης ήταν ψήλος επιβλητικός με χέρια σαν κορμούς δέντρου και σβέρκο σαν δαμάλι. Όμως έδειχνε σαν παιδάκι μπροστά στον Αμουρατ. Ο τεράστιος Γενίτσαρος με το κυρτό σπαθί του επιτέθηκε με μανία στον Ιουστινιάνη. Κάθε χτύπημα τον έκανε να υποχωρεί. Δεν μπορούσε να αντέξει για πολύ την επίθεση του. Το σπαθί έπεφτε με δύναμη πάνω στην πανοπλία. Ο Γενουάτης δεν άντεξε, δεν πρόλαβε να ανταποδώσει καν ένα χτύπημα. Παραπάτησε και έπεσε. Ο Τούρκος χαμογέλασε με κακία και σήκωσε το σπαθί του. Ο Ιουστινιάνης βλαστήμησε και έκλεισε τα μάτια…Ο θάνατος όμως δεν ήρθε. Περίμενε με κλειστά τα μάτια και κομμένη την ανάσα τον Τούρκο να του κόψει το κεφάλι αλλά παρέμενε ζωντανός. Άνοιξε τα μάτια και το πρώτο που αντίκρισε ήταν το πρόσωπο του γενιτσάρου πεσμένο δίπλα του με τα μάτια του ορθάνοιχτα γεμάτα έκπληξη να τον κοιτούν. Γύρισε και είδε το τεράστιο κορμί του Τούρκου να έχει πέσει στα γόνατα. Από τον λαιμό του ξεπηδούσαν πίδακες αίματος. Δίπλα όρθιος στεκόταν με ματωμένο το σπαθί του ένας νέος και χαμογελούσε. Ήταν δεν ήταν 17 χρονών. Αν και όρθιος δεν ξεπερνούσε στο ύψος το άψυχο ακέφαλο γονατιστό κορμί του Αμουράτ.Ένα ατρόμητο Ελληνόπουλο είχε δει από την αρχή τον γενίτσαρο να επιτίθεται στον Πρωτοστράτορα. Παράτησε το πόστο του και με φτερά στα πόδια έφτασε την κατάλληλη στιγμή. “Με λένε Ραγκαβή, Πρωτοστράτορα μου…” πρόλαβε να πει πριν η πανοπλία του τρυπηθεί σε πολλά σημεία από βροχή από βέλη. Κάτω από τα τείχη οι Οθωμανοί τοξότες είχαν δει τι είχε συμβεί και εκδικήθηκαν. Ο Ιουστινιάνης σηκώθηκε ουρλιάζοντας και με το γυμνό σπαθί του πέταξε μόνος του όσους γενίτσαρους είχαν απομείνει στα τείχη. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα για τον θάνατο του μικρού Έλληνα που του έσωσε τη ζωή. Ένα χέρι τον άγγιξε και τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Βρισκόταν και πάλι μπροστά στον Νοταρά. Το χέρι που έπιανε απαλά το σπαθί του, ήταν του αυτοκράτορα: “Σας παρακαλώ αδέλφια. Ας αφήσουμε κατά μέρους τις διαφορές που μας χωρίζουν”. Για άλλη μια φορά προσπάθησε να τους έχει όλου ενωμένους ενάντια στον κοινό εχθρό, αν και ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν ο ρόλος του καθένα…Σκηνή σουλτάνου Μεχμέτ. Βράδυ Δευτέρας 28 Μαΐου
Ο Μεχμέτ ο Β, δεν άκουγε τους συμβούλους του που μιλούσαν γύρω του. Είχε καθίσει αναπαυτικά επάνω στο παχύ χαλί της σκηνής του, στη μεγάλη και κεντημένη με χρυσές κλωστές μαξιλάρα και είχε αφήσει το νου του να ταξιδέψει. Ήταν ο τρίτος γιος του Σουλτάνου Μουράτ και η τύχη το έφερε έτσι να γίνει εκείνος Σουλτάνος μετά τον θάνατο του πατέρα του. Η αλήθεια είναι ότι ο Μουράτ τον τελευταίο καιρό πριν πάει να συναντήσει τον Αλλάχ, είχε γίνει εξαιρετικά μαλθακός. Είχε συνάψει συμφωνίες φιλίας με του Βυζαντινούς και είχε αποσυρθεί στην Αδριανούπολη, όπου και είχε επιδοθεί σε ένα ανελέητο “αγώνα” απολαύσεων και φιλοσοφίας. Βέβαια πριν από αυτό είχε κατατροπώσει τους πάντες στα Βαλκάνια και είχε εκτοπίσει τους Βυζαντινούς σε 2 θύλακες. Στον Μυστρά ή Μυζηθρά και στην Κωνσταντινούπολη. Την Πόλη που για 1000 χρόνια δεν είχε καταλάβει κανείς σε 27 πολιορκίες.
Ο Μεχμέτ συνέχιζε να αναπολεί. Ήθελε να γίνει ο νέος Ισκεντέρ. Ο Μέγας Αλέξανδρος που θαύμαζε από μικρός. Αυτός στα 21 του χρόνια θα κατάφερνε, ότι μόνο ο Αλέξανδρος είχε καταφέρει. Θα γινόταν ο κυρίαρχος του κόσμου. Ήταν ήρεμος. Μόλις τον είχαν πληροφορήσει ότι οι “Μουγκοί” που έστειλε ο ίδιος στον μικρότερο ετεροθαλή αδελφό του είχαν κάνει τη δουλειά τους. Με μεταξωτά κορδόνια τον έπνιξαν. Και δεν χύθηκε το τιμημένο αίμα του οίκου του Οσμάν και εκείνος τώρα δεν θα είχε κανένα που εν δυνάμει θα μπορούσε να αμφισβητήσει τα δικαιώματα του στον θρόνο.Το μόνο που έπρεπε τώρα, ήταν να καταλάβει την “Κωσταντιγιέ” όπως έλεγαν τη βασιλεύουσα μέχρι τότε οι Οθωμανοί. Εάν αποτύγχανε ήξερε καλά ότι οι “Μουγκοί” θα τον επισκέπτονταν και εκείνον κάποιο βράδυ σταλμένοι από κάποιον Βεζίρη του. Έδιωξε γρήγορα τη σκέψη αυτή: “όταν μπω στην Πόλη νικητής θα της αλλάξω και ονομασία. Θα την ονομάσω Ιστανμπούλ, ή Ισλαμπόλ δεν ξέρω, θα αποφασίσω μετά” σκέφτηκε.Στο συμβούλιο τον λόγο είχε πάρει ο Μεγάλος Βεζίρης και πιστός σύντροφος του πατέρα του, Μουράτ, ο ηλικιωμένος Χαλίλ Τσανταρλί Πασάς. Τον άκουγε να λέει ότι η Πόλη δεν πέφτει και ότι όσο είναι καιρός να μαζέψουμε τις σκηνές μας και να επιστρέψουμε στο Ετιρνέ ( Αδριανούπολη).Ο Μεχμέτ έσφιξε τα χείλη του και σκέφτηκε: “Χαλίλ Πασά όταν πέσει η Πόλη ετοιμάσου να αποχωριστεί το κεφάλι από το σώμα σου. Νομίζεις γέρο ότι δεν ξέρω πως ο Παλαιολόγος σε δωροδοκεί για να σπείρεις διχόνοια στον στρατό μου και να με καταφέρεις να φύγω”Ο Μεχμέτ σηκώθηκε χτύπησε μια φορά παλαμάκια και όλοι σιώπησαν και κατέβασαν τα κεφάλια στο πάτωμα. Ίσιωσε την χρυσοπράσινη κελεμπία του και με ήρεμη φωνή είπε: “ Μοιράστε διπλές μερίδες φαγητού στο στράτευμα. Στείλτε δερβίσηδες σε κάθε γωνιά του στρατοπέδου να τους πουν ότι αύριο το βράδυ θα κοιμηθούν σε απαλά στρώματα μέσα στην Πόλη. Θέλω οι δερβίσηδες να τους κάνουν να κλάψουν. Να τους πουν ότι όποιος πεθάνει θα πάει στον παράδεισο. Όλο το βράδυ θα χτυπάνε τα τύμπανα. Ανάψτε και φωτιές παντού. Ο πρώτος που θα πατήσει τα τείχη και θα ανεβάσει τη σημαία μου στις επάλξεις θα πάρει το βάρος του σε χρυσάφι. Οι υπόλοιποι έχουν 3 μέρες δικές τους να κάνουν ότι θέλουν μέσα στην Πόλη. Να πάρουν σκλάβες να πάρουν σπίτια να πάρουν χρυσάφια. Τους ανήκουν όλα. Σε εμένα ανήκουν τα δημόσια κτίρια και η ίδια η Πόλη. Τώρα πλησιάστε όλοι να σας πω το σχέδιο επίθεσης που σκέφτηκα…”Λίγη ώρα αργότερα ο Μεχμέτ αποφάσισε να μιλήσει ο ίδιος στους στρατιώτες του. Ζήτησε να συγκεντρωθούν. Μια τεράστια ανθρώπινη θάλασσα γέμισε τον χώρο. Ο Σουλτάνος με σταθερή φωνή, άρχισε να λέει: «Αγαπημένα μου παιδιά, εύχομαι και σας παρακαλώ, στο όνομα του Θεού, του προφήτη του Μωάμεθ και στο δικό μου, το δούλου τους να κάνετε αύριο ένα έργο που θα μείνει στην αιωνιότητα, όπως έκαναν μέχρι τώρα παντού οι πρόγονοί μας. Να ανεβείτε με τις σκάλες στα τείχη σαν πουλιά με όλη τη γενναιότητα, το θάρρος και την προθυμία που διαθέτετε για να μη χάσουμε τη φήμη που κέρδισαν οι πρόγονοί μας με τη χάρη του Θεού. Αντίθετα, τώρα ήρθε η ώρα να την κάνουμε ακόμη μεγαλύτερη» Το αλλόκοτο και ανομοιογενές πλήθος παραληρούσε και ζητωκραύγαζε. Η ώρα της τελικής εφόδου πλησίαζε…
Μέγα Παλάτιον Βλαχέρνες. Βράδυ Δευτέρας.28 Μαΐου
Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ζήτησε από τον καλό και πιστό του φίλο Γεώργιο Φραντζή να δώσει εντολή να συγκεντρωθούν μπροστά του, στην «Αίθουσα του Θρόνου», όλοι οι άρχοντες, οι στρατηγοί και οι Πρωτοσπαθάριοι της Πόλης. Μέχρι να έρθουν ζήτησε να μην τον ενοχλήσει κανείς. Άφησε το κουρασμένο του κορμί να πέσει βαριά στην μεγάλη αναπαυτική πολυθρόνα. Έσκυψε και έφερε τα δυο του χέρια στο πρόσωπο του. Η Πόλη του, άντεχε 50 συνεχόμενες ημέρες. Ως πότε όμως. Τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει από τότε που στέφθηκε Αυτοκράτορας. Ώρες ώρες ένιωθε εντελώς μόνος. Το βάρος που έφερε καθημερινά ήταν δυσβάσταχτο. Ένιωθε ότι μαχόταν σε έναν πόλεμο που από την αρχή του, το αποτέλεσμα είχε κριθεί. Κανείς δεν τον βοηθούσε. Τα θησαυροφυλάκια ήταν άδεια. Η Πόλη που κάποτε αριθμούσε περισσότερο από μισό εκατομμύριο ψυχές και ήταν το κέντρο του κόσμου, τώρα ήταν ένα μια νεκροζώντανη σκιά του εαυτού της. Τα πλοία, όσα είχαν απομείνει σάπιζαν στα νεώρια. Πολλά σπίτια ήταν πλέον άδεια…Φαντάσματα στα χαλάσματα. Κοράκια έκραζαν στον ουρανό. Οι άρχοντες δεν έδιναν χρήματα λες και όταν ο Σουλτάνος θα έμπαινε στην Βασιλεύουσα θα τους άφηνε να τα κρατήσουν. Αναγκάστηκε να εκποιήσει μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Τα τάματα του λαού του. Προσπάθησε να καλέσει τη Δύση για βοήθεια. Ακόμη την περίμενε…Κανένα πλοίο από τους Λατίνους δεν εμφανιζόταν στον ορίζοντα, παρά τις διαβεβαιώσεις.Ευτυχώς που εμφανίσθηκε και ο Ιουστινιάνης. Βέβαια εάν η Πόλη άντεχε, ο Γενουάτης θα έπαιρνε σαν πληρωμή ολόκληρη τη νήσο Λήμνο.
Πόσο θα ήθελε να είχε χρήματα στο κρατικό θησαυροφυλάκιο. Θα μπορούσε να πληρώσει εκείνον τον τεχνίτη κανονιών τον Ουρβάνο. Η μεγάλη Μπομπάρδα θα ήταν μέσα από τα τείχη και όχι απέξω. Δεν είχε… Ο Ουρβάνος πήγε στον Σουλτάνο και η Μπομπάρδα έκανε τη γη να τρέμει σε κάθε κανονιοβολισμό. Έμαθε μάλιστα ότι στην Αδριανούπολη μια γυναίκα έχασε το παιδί που είχε στην κοιλιά της από τον φόβο της. Τόσο μακριά ακουγόταν ο ήχος του ορειχάλκινου τέρατος. Η μπομπάρδα διέλυε αργά αλλά σταθερά τα τείχη.Χαμογέλασε ειρωνικά όταν στην αρχή οι κανονιέρηδες έριχναν στα τείχη και δεν τους προκαλούσαν την παραμικρή φθορά, Μέχρι εκείνο το πρωινό που εμφανίστηκαν οι Ούγγροι τεχνίτες που του έστειλε ο σύμμαχος του, ο Ιωάννης Ουνιάδης για να τον βοηθήσουν στην άμυνα της Βασιλέυουσας. Αντί να έρθουν μέσα στην Πόλη όπως έπρεπε, εκείνοι έτρεξαν στον Σουλτάνο. Του είπαν και έδειξαν στο στρατό του, τον τρόπο να ρίξουν τα τείχη. Ο Σουλτάνος τους πλήρωσε αδρά. Το δικό του θησαυροφυλάκιο ήταν γεμάτο. Οι τεχνίτες τους είπαν να ρίχνουν την πρώτη βολή σε ένα σημείο. Η δεύτερη θα έπρεπε να πέσει στην ίδια ευθεία με την πρώτη αλλά λίγα μέτρα πιο δίπλα. Η τρίτη κανονιά θα έπεφτε στη μέση και λίγο χαμηλότερα. Σαν ανάποδο τρίγωνο. Τα τείχη έπεφταν και διαλύονταν πια σαν να ήταν από άμμο. Ευτυχώς που ο λαός του, δεν έκανε πίσω και τα βράδια, τα επιδιόρθωνε. Τα γέμιζε με πέτρες με άμμο ακόμη και με ρούχα και μάλλινα υφάσματα για να απορροφούν τους κραδασμούς…
Ο λαός του τον λάτρευε το ένιωθε, ήταν όμως διχασμένος. Άλλοι τον υποστήριζαν και άλλοι τον κατηγορούσαν για «ενωτικό», τον κατηγορούσαν ότι πούλησε την ορθόδοξη πίστη στον Πάπα. Κάποιες στιγμές αναρωτιόταν και για τον ρόλο του μοναχού Γεννάδιου Σχολάριου που είχε κλειστεί στη Μονή του Παντοκράτωρα και κατακεραύνωνε με πύρινους λόγους, εκείνον, τον ίδιο τον Αυτοκράτορα, τη Δύση και οποιαδήποτε προσπάθεια άμυνας στον Μεχμέτ. « Η Πόλη είναι αμαρτωλή και θα πληρώσει για αυτό. Μετανοείτε τίποτε δεν θα μας σώσει από την οργή του Κυρίου» έλεγε και ο κόσμος συγκεντρωνόταν έξω από τη Μονή και τον πίστευε… Αναρωτήθηκε τι θα γινόταν ο Σχολάριος εάν ο Μεχμέτ έπαιρνε τη Βασιλεύουσα… Για λίγο σκέφτηκε την πρώτη του σύζυγο τη Θεοδώρα, ανιψιά του Δεσπότη της Ηπείρου. Την έχασε το 1430. Ο θάνατος της, τον τσάκισε. Δώδεκα χρόνια μετά αποφάσισε να δέσει τη ζωή του με μια άλλη γυναίκα, την Κατερίνα Κατιλούζιο από τη Λέσβο. Η μοίρα του έπαιζε περίεργα παιχνίδια. Η Κατερίνα πέθανε και εκείνη. Παιδιά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν επρόκειτο ποτέ να αποκτήσει. Βούρκωσε. Ο πιστός του φίλος Φραντζής, διέκοψε τις μαύρες σκέψεις του. «Είναι όλοι εδώ. Σας περιμένουν » του είπε.
Ο Κωνσταντίνος σηκώθηκε από την καρέκλα του και έδωσε εντολή να περάσουν Όταν η «αίθουσα του Θρόνου» γέμισε ασφυκτικά άρχισε να τους μιλάει:«Ευγενέστατοι άρχοντες, εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί, γενναιότατοι στρατιώτες, τιμημένοι και πιστοί πολίτες, ξέρετε όλοι πολύ καλά ότι έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας αποφάσισε να μας πιέσει ακόμα περισσότερο με όλα τα πολεμικά μέσα και τεχνάσματα που διαθέτει. Θέλει να αρχίσει γενική επίθεση και πόλεμο από την ξηρά κι από τη θάλασσα, έτοιμος να μας δαγκώσει σαν φαρμακερό φίδι και να μας καταβροχθίσει σαν ανήμερο λιοντάρι. Γι’ αυτό το λόγο σας παρακαλώ να φερθείτε με γενναιότητα και θάρρος, όπως κάνατε μέχρι τώρα, απέναντι στους εχθρούς της πίστης μας. Αφήνω στα χέρια σας την τύχη της δοξασμένης και λαμπρής πατρίδας μας, της μεγαλοπρεπέστατης και ευγενούς βασιλεύουσας όλων των πόλεων. Οι εχθροί μας διαθέτουν όπλα, ιππικό, δύναμη και πλήθος, αλλά εμείς έχουμε εμπιστοσύνη στο όνομα του Κυρίου και Σωτήρα μας, στα χέρια μας και στη γενναιότητα που μας χάρισε ο Θεός. Ξέρω ότι η τεράστια αγέλη των απίστων θα επιτεθεί εναντίον μας, όπως συνηθίζει, με βάναυση ορμή, αλαζονεία και θράσος επειδή είμαστε λίγοι, ώστε να μας τρομάξουν, να μας κουράσουν και να μας κάνουν να χάσουμε το ηθικό μας με τις φωνές και τους αλαλαγμούς τους. Εσείς όμως γνωρίζετε καλά πόσο ανόητα είναι αυτά και δε χρειάζεται να σας τα θυμίσω. Σε λίγο θα επιτεθούν και θα ρίξουν εναντίον μας πέτρες και βέλη αμέτρητα σαν την άμμο της θάλασσας, αλλά ελπίζω ότι δεν θα πετύχουν τίποτα.» Η φωνή του Αυτοκράτορα έσπασε αλλά εκείνος συνέχισε:«Σας βλέπω και χαίρομαι επειδή, αν και λίγοι, όλοι σας είστε έμπειροι, γενναίοι, αποφασιστικοί, δυνατοί και καλά προετοιμασμένοι. Να καλύψετε καλά το κεφάλι σας με τις ασπίδες τη στιγμή της συμπλοκής και να χρησιμοποιείτε με επιτυχία το δεξί σας χέρι με το σπαθί. Οι περικεφαλαίες, οι θώρακες, οι πανοπλίες και ο υπόλοιπος οπλισμός σας είναι σε θέση να σας βοηθήσουν αποτελεσματικά σ’ όλη τη διάρκεια της μάχης, επειδή οι εχθροί δεν διαθέτουν ανάλογο εξοπλισμό.Θεοδοσιανά τείχη. Μέγα τείχος. Ξημερώματα Τρίτης 29 Μαΐου
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα η πεδιάδα του Λύκου ποταμού, γέμιζε αργά από ένα ανθρώπινο ποτάμι. Δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες ο ένας δίπλα στον άλλο συγκεντρώνονταν και ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση. Στην πρώτη γραμμή οι “άτακτοι”, οι βασιβουζούκοι, το ανομοιογενές ασκέρι που ακολούθησε τον Σουλτάνο στην εκστρατεία του για το πλιάτσικο. Ψηλά από τα τείχη οι υπερασπιστές χαμογέλασαν. Δεν τους φόβισε ο τεράστιος όγκος του πρώτου κύματος των επιτιθεμένων. Ίσα ίσα τους εξυπηρετούσε τόσο κοντά που ήταν ο ένας με τον άλλον. Δεν θα χρειαζόταν καν να σημαδεύουν. Το σχέδιο του Μεχμέτ ήταν απλό σε σύλληψη. Θα εξουθένωνε τους υπερασπιστές μέχρι τελικής πτώσεως. Ήταν λίγοι και ο στρατός του, υπερδεκαπλάσιος. Είχε κόσμο να θυσιάσει ενώ εκείνοι όχι. Μπορούσε να στέλνει στρατεύματα κατά κύματα μέχρι το σπαθί στα χέρια των υπερασπιστών πάνω στα τείχη να γίνει ασήκωτο από τις συνεχόμενες μάχες.
Μόλις δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης, η φύση τρόμαξε! Χιλιάδες κραυγές, αλαλαγμοί, φωνές, και επικλήσεις στον Αλλάχ, έσκισαν τον σκοτεινό ουρανό της κωνσταντινούπολης. Τα κανόνια από το στρατόπεδο του Τούρκου αυθέντη, ξερνούσαν φωτιά προς τα τείχη. Μεταλλικά σκεύη και τύμπανα χτυπούσαν σε ένα δαιμονισμένο ρυθμό που πάγωνε το αίμα. Τα πράσινα μπαιράκια του Μεχμέτ και των Οθωμανών κυμάτιζαν ξέφρενα μέσα στο σκοτάδι. Ο Πρωτοστράτορας από τα τείχη μονολόγησε: “ελάτε…” και χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο τρομακτικό. Στη συνέχεια ούρλιαξε: “Στα όπλα. Έρχονται τα σκυλιά. Φωνάξτε τον Αυτοκράτορα, χτυπήστε τις καμπάνες.” Σε λίγα λεπτά ο Αυτοκράτορας της Νέας Ρώμης, ο αφέντης της Κωνσταντινούπολης έπαιρνε τη θέση του στα τείχη ανάμεσα στους υπερασπιστές, σαν απλός στρατιώτης. Ο Ιουστινιάνης γύρισε το κεφάλι του και τον είδε να δένει τον μεταλλικό του θώρακα. Βρισκόταν ακριβώς πίσω του στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Σε ένα τείχος ψηλότερα από όλους. Ούρλιαξε με την βαριά φωνή του για να ακουστεί μέσα στον χαλασμό που έκαναν τώρα και όλες οι καμπάνες από κάθε εκκλησιά της Πόλης: “Κλείδωσε μας. Κλείδωσε μας” Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος του έγνεψε καταφατικά και με μια κίνηση των χεριών του, έδειξε στον Ιουστινιάνη ότι τον ευχαριστεί. Οι βαριές πόρτες εξόδου, στα νώτα των υπερασπιστών προς την πόλη έκλεισαν και κλειδώθηκαν. Τώρα όποιος ήταν στα τείχη ή θα νικούσε ή θα πέθαινε. Πάνω στην Πέμπτη ο Ιουστινιάνης έδινε τις τελευταίες οδηγίες. Οι καμπάνες συνέχιζαν να χτυπούν άγρια, τα τύμπανα να κάνουν τη γη να τρέμει και οι βασιβουζούκοι να ουρλιάζουν και να εφορμούν προς τα τείχη. Από ψηλά φαινόντουσαν να είναι άπειροι δεκάδες χιλιάδες.
“Τώρα” ούρλιαξε ο Πρωτοστράτορας και μια πυκνή βροχή από βέλη, από μεταλλικές μπίλιες και από μικρές γρανιτένιες πέτρες από τα μικρά πυροβόλα των υπερασπιστών, θέρισαν τις πρώτες σειρές των επιτιθεμένων. Σαν να προσέκρουσαν σε κάποιον αόρατο τοίχο οι βασιβουζούκοι σταμάτησαν και σωριάζονταν νεκροί. Από ψηλά οι τοξότες άδειαζαν τις φαρέτρες τους σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Δεν σημάδευαν αλλά κανένα βέλος δεν πήγαινε χαμένο. Τόσο πυκνές ήταν οι γραμμές των Οθωμανών ατάκτων. Τα τηλεβόλα και τα αρκεβούζια των βυζαντινών και των Λατίνων είχαν πάρει φωτιά. Ο αθυρόστομος Ιουστινιάνης έτρεχε πάνω κάτω και εμψύχωνε τους συμπολεμιστές του: “Για την τιμή της Χριστιανοσύνης… θερίστε τους…κάντε τους να ξεχάσουν τις μάνες τους…”, ήταν οι ηπιότερες εκφράσεις που χρησιμοποιούσε. Οι 800 σιδερόφρακτοι σύντροφοι του, με μια κίνηση έβγαλαν τα σπαθιά τους και περίμεναν. Μαζί τους και οι Βυζαντινοί. Οι Βασιβουζούκοι ήταν ένα ασκέρι ατάκτων από κάθε μεριά του κόσμου. Όταν κατάλαβαν ότι με τις φωνές και τις κραυγές η πόλη δεν πέφτει, δείλιασαν. Οι βυζαντινοί τους μακέλευαν και δεν είχαν προλάβει καν να πλησιάσουν τα τείχη. Έκαναν να υποχωρήσουν. Ο τεράστιος όγκος των χιλιάδων αυτών ερασιτεχνών πολεμιστών ξαφνικά άλλαξε μέτωπο και υποχωρούσε. Γυρνούσε πίσω. Ο Μεχμέτ που παρακολουθούσε τη μάχη περίμενε την εξέλιξη αυτή. Κούνησε κοφτά το κεφάλι του και έδωσε ένα σύνθημα. Αμέσως στα νώτα των υποχωρούντων βασιβουζούκων ανέλαβαν δράση οι τρομεροί Τσαούσηδες. Αξιωματικοί του Οθωμανικού στρατού. Επαγγελματίες στρατιώτες έπαιξαν το ρόλο του στρατονόμου. Με τα τεράστια γιαταγάνια τους αλλά και με βαριά μεταλλικά ρόπαλα τιμωρούσαν, σκότωναν, ή άφηναν ανάπηρο όποιον υποχωρούσε. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Οι βασιβουζούκοι αφού είδαν εκατοντάδες συντρόφους τους να πέφτουν από σπαθί συμπολεμιστή τους επειδή υποχωρούσαν, άλλαξαν πάλι μέτωπο και ξεχύθηκαν προς τα τείχη. Τουλάχιστον αν πέθαιναν πάνω στη μάχη από το σπαθί των γκιαβούρηδων, θα πήγαιναν στον παράδεισο.Η τεράστια τάφρος που βρισκόταν μπροστά από το “Μικρόν τείχος” είχε βάθος 10 μέτρα και πλάτος 21. Έπρεπε να την περάσουν να τρέξουν 17 μέτρα ακάλυπτοι και να φτάσουν στο Μικρόν τείχος. Τότε όλα θα ήταν πιο εύκολα αφού η πρώτη αμυντική γραμμή των Βυζαντινών είχε ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς των προηγούμενων ημερών. Το Μικρόν τείχος ήταν πλέον ένας ξύλινος φράχτης και όχι το πέτρινο τείχος, πάχους 2,5 μέτρων και ύψους 8,5 που ήταν πριν.Σε λιγότερο από μισή ώρα η βασιβουζούκοι δεν χρειαζόταν να διασχίσουν την τάφρο με πρόχειρες γέφυρες ή άλλα μέσα. Τώρα απλά πατούσαν στα πτώματα των συντρόφων τους και περνούσαν απέναντι. Η τεράστια τάφρος είχε γεμίσει με νεκρούς άτακτους…“Στο Μικρό” φώναξε ο Ιουστινιάνης και οι κατάφραχτοι ιππότες του άφησαν το Μέγα τείχος και κατέβηκαν στον ξύλινο φράχτη. Όσοι Βασιβουζούκοι δεν εξολοθρεύονταν πάνω από τα τείχη με τα τόξα και τα αρκεβούζια, και διέσχιζαν τη τάφρο, έπεφταν επάνω στους συντρόφους του Πρωτοστράτωρα. Τα όπλα τους ήταν αδύνατον να τρυπήσουν τις πανοπλίες των ιπποτών. Ήταν μια εύκολη μάχη για τους βυζαντινούς. Χωρίς ασπίδες και μεταλλικούς θώρακες τα τεράστια σπαθιά των Λατίνων του καπετάν Γιουστουνιά, τους εξολόθρευαν τρεις – τρεις με κάθε χτύπημα. Μετά από 3 ώρες μάχης σώμα με σώμα οι Βασιβουζούκοι διατάχτηκαν να υποχωρήσουν. Οι υπερασπιστές ούρλιαζαν από χαρά και ενθουσιασμό. Οι πανοπλίες, τα πρόσωπα, τα μαλλιά τους ήταν κατακκόκινα από το αίμα των Τούρκων. Οι απώλειες τους ήταν ελάχιστες. Όμως τα χέρια τους βάραιναν επικίνδυνα.
“Μοιράστε τους κρασί και να ξεκουραστούν” έδωσε εντολή ο Ιουστινιάνης αλλά η ματιά του πάγωσε καθώς κοίταξε προς το εχθρικό στρατόπεδο. Τη θέση των ατάκτων μετά από 3 ώρες μάχης έπαιρνε τώρα ο τακτικός στρατός των Οθωμανών. Αμέτρητες σειρές από Αλοφατζήδες (ουλουφατζήδες), από Καρίπηδες, από Δελήδες από Μποσταντζήδες και φυσικά από Σπάχηδες , εφορμούσαν προς τα τείχη. Ήταν ξεκούραστοι και ήθελαν να αποδείξουν ότι δίκαια άνηκαν στον τρομερό στρατό του Σουλτάνου. Από την άλλη οι υπερασπιστές άρχιζαν να καταβάλλονται από την κούραση. Και ο Σουλτάνος δεν τους άφησε ούτε λεπτό για να ξεκουραστούν. “Κουράγιο αδέρφια” Βροντοφώναξε ο Αυτοκράτορας από τα τείχη. “’Ότι έπαθαν οι προηγούμενοι θα πάθουν και αυτοί.”Και πράγματι έτσι έγινε. Επί τρεις ώρες οι υπερασπιστές έκοβαν όπως ο ξυλοκόπος τα δέντρα, το νήμα της ζωής των χιλιάδων Οθωμανών στρατιωτών. Τρεις ώρες μάχης σώμα με σώμα που εάν υπολογίσουμε και τις προηγούμενες, συνολικά οι υπερασπιστές των τειχών πολεμούσαν 6 ώρες αδιάκοπτα. Έξη ώρες να σηκώνουν και να κατεβάζουν συνέχεια ένα βαρύ σπαθί και να μακελεύουν…
Η κούραση άρχισε να τους καταβάλει. Αυτή τη φορά όμως οι απώλειες ήταν μεγάλες. Ο τακτικός στρατός του Σουλτάνου δεν πολεμούσε με αυτοσχέδια σπαθιά, ρόπαλα και τσουγκράνες. Είχε όπλα και πανοπλίες σχεδόν εφάμιλλες με τους Βυζαντινούς και τους Λατίνους. Η άμυνα της Πόλης κρεμόταν σε μια κλωστή. Δεν ήταν λίγοι οι υπερασπιστές που βρήκαν τον θάνατο κατατρυπημένοι από τους εχθρούς, απλά και μόνο επειδή δεν μπορούσαν να σηκώσουν άλλο το σπαθί τους από την κούραση. Τα αυτιά όλων κόντευαν να σπάσουν. Τα τύμπανα δεν είχαν σταματήσει λεπτό. Το ίδιο και οι καμπάνες. Οι κλαγγή των όπλων και οι εκρήξεις μαζί με τις κραυγές των πολεμιστών δημιουργούσαν ένα σκηνικό κολάσεως.Γλυκοχάραζε και ο θεός φαινόταν ότι δεν είχε αποφασίσει σε ποιόν θα έδινε τη νίκη. Η πεδιάδα του Λύκου ήταν τώρα ένας λασπότοπος γεμάτος αίματα και χιλιάδες πτώματα. Κάπου κάπου κάποιος τραυματίας εκλιπαρούσε για λύτρωση. Κομμένα μέλη, κομμένα κεφάλια, ανθρώπινες ακαθαρσίες. Η μυρωδιά του θανάτου.Ο Σουλτάνος άρχισε να νιώθει άβολα. Η αποτυχία του έκλεινε πονηρά το μάτι. Η Πόλη απέναντι του όχι μόνο άντεξε αλλά και διέλυσε μεγάλο μέρος του στρατού του. Έβλεπε ήδη με τη φαντασία του, τους “Μουγκούς” να τον πνίγουν κάποιο βράδυ στον ύπνο του, με μεταξωτό κορδόνι. Διέταξε και το δεύτερο κύμα να υποχωρήσει και έστρεψε το κατασκότεινο πρόσωπο του προς τον Αγά των Γενιτσάρων που στεκόταν πίσω και αριστερά του. Θα τα έπαιζε όλα για όλα. Ή θα κέρδιζαν οι γενίτσαροι του ή θα τον περίμενε ο θάνατος και η ατίμωση.
“Είμαι ένας από εσάς” είπε στον Αγά. Εκείνος υποκλίθηκε βαθιά και έσπευσε να δώσει τις εντολές του. Οι Γενίτσαροι ήταν έτοιμοι να εφορμήσουν. Σαν σκυλιά που με αλυσίδα τα κρατά ο κύριος τους και τώρα τα άφησε κάλυπταν τρέχοντας την απόσταση μέχρι τα τείχη. Οι εκκλησίες πλέον δεν χτυπούσαν τις καμπάνες τους. Από το στρατόπεδο του Τούρκου αυθέντη δεν ακούγονταν τύμπανα. Επικρατούσε μια νεκρική σιγή που τσάκιζε τα νεύρα. Όλοι στα τείχη βαστούσαν την ανάσα τους. Οι Γενίτσαροι έτρεχαν σκυφτοί. Κοίταζαν μόνο μπροστά. Δεν φώναζαν, ούτε ούρλιαζαν όπως οι προηγούμενοι. Το θεωρούσαν υποτιμητικό. Απλά έτρεχαν.«Αυτοί είναι οι τελευταίοι, αδέρφια μου» φώναξε ο αυτοκράτορας από ψηλά. «Κρατήστε τις θέσεις σας, μην λιγοψυχάτε τώρα». Οι Γενίτσαροι πέρασαν την τάφρο, πέρασαν και το Μικρό τείχος και έφτασαν κάτω από το Μέγα τείχος. Έστησαν με ταχύτητα τις σκάλες τους. Από ψηλά οι υπερασπιστές άδειαζαν καυτό λάδι, και πετούσαν πέτρες προς τα κάτω. Οι Γενίτσαροι ένας προς έναν συναντούσαν τιμημένα τον δημιουργό τους. Κανείς τους δεν φώναζε. Κανείς τους δεν ούρλιαζε. Και όποιος πέθαινε αμέσως κάποιος άλλος έπαιρνε τη θέση του…Είναι η στιγμή που ο χρόνος σταματάει… Είναι η στιγμή που μια αυτοκρατορία πεθαίνει…Είναι η στιγμή που χίλια και βάλε χρόνια περνάνε στο παρελθόν. Η μοίρα λες και αμφιταλαντευόταν τόσες ώρες, αποφάσισε να δώσει τη νίκη στους Οθωμανούς. Εξάλλου η έκπληξη θα ήταν εάν η Πόλη δεν έπεφτε…Έπεσε με τρία απλά μοναδικά στην ιστορία γεγονότα που έκριναν τα πάντα.Ο Μεχμέτ έβλεπε τους Γενίτσαρους του να τσακίζονται σωρηδόν πάνω από τα τείχη. Η Βασιλεύουσα δεν έπεφτε. Έτριψε τον σβέρκο του. Ήξερε τη μοίρα του. Ετοιμάστηκε να σημάνει υποχώρηση. Τότε συνέβησαν σχεδόν ταυτόχρονα τρία μοιραία για το Βυζάντιο γεγονότα.
Στη Βόρεια πλευρά του τείχους. Κάτω σχεδόν από το παλάτι των Βλαχερνών σε μια μικρή γωνιά του που κάνει ο τοίχος βρίσκεται ένα πορτάκι. Μια μικρή πόρτα ξύλινη, που κάποτε οι αυτοκράτορες χρησιμοποιούσαν όταν έβγαιναν για κυνήγι στο δάσος του Βελιγραδίου. Το πορτάκι σχεδόν δεν φαίνεται ακόμη και εάν κάποιος είναι πολύ κοντά. Οι πολιορκημένοι πολλές φορές το είχαν χρησιμοποιήσει στις εφόδους τους. Έβγαιναν μέχρι και 50 και ταχύτατα με τα άλογα τους σάρωναν όποιον Οθωμανό στρατιώτη έβρισκαν. Μετά σαν φαντάσματα έμπαιναν πάλι από την πόρτα αυτή την ασφάλιζαν και έπαιρναν τις θέσεις τους στα τείχη.
Με κάποιο τρόπο «μαγικό» η πόρτα, αυτή την μοιραία στιγμή βρέθηκε ανοιχτή. Την ξέχασαν καθώς επέστρεφαν μετά από κάποια επιδρομή οι Βυζαντινοί; Κάποιο χέρι από μέσα που ήθελε να μπουν οι Οθωμανοί, την ξεκλείδωσε; Κανείς δεν ξέρει , ούτε θα μάθει ποτέ. Από την πόρτα μπήκαν κάποιοι Γενίτσαροι οι οποίοι έγιναν αντιληπτοί σχεδόν αμέσως από τους Βυζαντινούς. Με άλογα και πεζή, οι υπερασπιστές έπεσαν πάνω τους και τους εξολόθρευσαν. Ένας από εκείνους όμως κατάφερε να σκαρφαλώσει στο τείχος και να τοποθετήσει τη σημαία του Σουλτάνου. Η σημαία δεν κατέβηκε…Την ίδια στιγμή σαν να έπαιζε ένα παιχνίδι η μοίρα, ο Πρωτοστράτορας, ο άνθρωπος που ουσιαστικά μαζί με τον αυτοκράτορα κρατούσε την Πόλη, τραυματίζεται. Ο Ιουστινιάνης είδε μέσα από την κατάμαυρη πανοπλία του να ξεπηδά αίμα. Κάποιο βόλι ή τόξο καρφώθηκε χαμηλά στην κοιλιά του. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος και όσο περνούσε η ώρα ο Ιουστινιάνης σφάδαζε. Οι σύντροφοι του, άφησαν τις θέσεις τους στις πολεμίστρες και έτρεξαν να προστατεύσουν τον ηγέτη τους. Από τα τείχη έφυγε η ελίτ της άμυνας οι σιδερόφραχτοι ιππότες του Γενουάτη γίγαντα. Οι γενίτσαροι συνέχιζαν να ανεβαίνουν… Ο Πρωτοστράτορας φώναξε στον Κωνσταντίνο να του πετάξει τα κλειδιά της Πύλης για να φύγει. «Αδελφέ» απάντησε με αγωνία από ψηλά ο Παλαιολόγος «άντεξε λίγο ακόμη σε παρακαλώ». Ο Ιουστινιάνης σε κρίση πανικού και φρικτού πόνου ούρλιαξε: «Πέταξε μου τα κλειδιά ανάθεμα με. Πεθαίνω δεν το βλέπεις;». Ο αυτοκράτορας υποχώρησε και πέταξε τα κλειδιά. Οι πιστοί σύντροφοι του Ιουστινιάνη άφησαν τα τείχη και κρατώντας τον στα χέρια έτρεξαν προς τα 2 πλοία που τους περίμεναν στο λιμάνι. Οι Βυζαντινοί ήταν πλέον μόνοι τους. Αργότερα πολλοί κατηγόρησαν τον Ιουστινιάνη ότι λιγοψύχησε και για ένα μικρό τραυματισμό έφυγε. Η πραγματικότητα είναι όμως εντελώς διαφορετική. Ο Ιουστινιάνης σε όλες τις ημέρες της πολιορκίας, ποτέ δεν δείλιασε, ποτέ δεν έκανε πίσω. Πρώτος δίπλα στον Κωνσταντίνο απωθούσε τους Οθωμανούς. Ευκαιρίες να φύγει είχε πολλές. Και μάλιστα να αλλάξει και στρατόπεδο γεμίζοντας τις τσέπες του με χρυσάφι. Δεν το έκανε. Έμεινε στις επάλξεις. Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης πέθανε τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου, όταν τα 2 πλοία του έδεσαν στη Χίο. Κάποιοι ιστορικοί, σύγχρονοι της Αλώσεως μιλούν ανοιχτά ότι το βόλι που τον βρήκε τον πέτυχε από πίσω. Το βόλι δεν ήταν Τούρκικο…
Στον τάφο του στην εκκλησία του Αγίου Δομίνικου στη Χίο αναγραφόταν στα Λατινικά: “Ένθαδε κείται Ιωάννης Ιουστινιάνης, ανήρ περικλεής και πατρίκιος Γενουήσιος εκ των Μαονέων της Χίου, όστις, κατά την εκστρατείαν του βασιλέως των Τούρκων Μωάμεθ εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως, μεγαλοψύχως ηγεμονεύων παρά το γαληνοτάτω Κωνσταντίνω, τελευταίω των ανατολικών Χριστιανών αυτοκρατόρι, θανασίμως πληγωθείς απέθανε.”Το τρίτο περιστατικό που συνέβη σχεδόν ταυτόχρονα με τα άλλα δύο ήταν και αυτό καθοριστικό. Την ίδια στιγμή λοιπόν που στις επάλξεις κυμάτισε για πρώτη φορά το μπαϊράκι του Σουλτάνου, την ίδια στιγμή που ο Πρωτοστράτωρας τραυματίστηκε και αποχώρησε, μια ομάδα Γενιτσάρων, καθοδηγούμενη από τον Καφέρ Μπέη, σκαρφάλωσε στα τείχη και πάτησε το πόδι της κάτω από τον Άγιο Ρωμανό. Εκεί κάποιος θηριώδης Γενίτσαρος που πλέον από τους Τούρκους θεωρείται ήρωας, ο Χασάν από το Ουλουμπάτ (Ουλουμπατλί Χασάν τον φώναζαν) συνοδευόμενος από μια ομάδα 30 συντρόφων του κατάφερε να προχωρήσει κατά μήκος στις επάλξεις, απωθώντας τους παραπαίοντες αμυνόμενους. Με μια σημαία του Σουλτάνου Μεχμέτ στο αριστερό και ένα τεράστιο κυρτό σπαθί στο δεξί χέρι, κράτησε για λίγα λεπτά τη θέση του περικυκλωμένος από Βυζαντινούς. Οι άλλοι γενίτσαροι που τον είδαν εμπνεύστηκαν από το θάρρος του και όρμησαν με περισσότερη λύσσα κατά των υπερασπιστών. Ο γιγαντιαίος γενίτσαρος κάρφωσε τη σημαία του Ισλάμ στα τείχη της Βασιλεύουσας των χριστιανικών πόλεων. Σύντομα οι αμυνόμενοι ανασυντάχτηκαν και με ομοβροντία από βέλη, πέτρες και ακόντια έριξαν κάτω τους 30 Γενίτσαρους και κύκλωσαν τον Χασάν. Με κόκκινα μάτια από την ένταση της μάχης του επιτέθηκαν, τον γονάτισαν και στην κυριολεξία τον κομμάτιασαν. Τα ελάχιστα λεπτά που άντεξε όμως ήταν αρκετά για ακόμη περισσότερους γενίτσαρους να σκαρφαλώσουν στα τείχη. Η μάχη είχε κριθεί. Ο Σουλτάνος που παρακολουθούσε πλέον από κοντά τη μάχη, ενώ είχε σηκώσει το χέρι να σημάνει υποχώρηση, είδε με το έμπειρο μάτι του την αναταραχή στις γραμμές των υπερασπιστών. Αντί για υποχώρηση έδωσε εντολή όλες οι δυνάμεις να πέσουν στο σημείο εκείνο. Σαν πλημμυρίδα χιλιάδες άνδρες άρχισαν να εισβάλλουν στον θύλακα που ο Σουλτάνος υπέδειξε. Οι αμυνόμενοι υποχώρησαν υπό το βάρος του αριθμού των επιτιθεμένων. Σε ένα τέταρτο 30.000 Οθωμανοί ανέβηκαν στα τείχη. Τώρα όλοι ούρλιαζαν απόκοσμα και έσφαζαν όποιον συναντούσαν. Η Πόλις Εάλω. Η υποχώρηση έγινε πανικός.
Πύλη Αγίου Ρωμανού πρωινό 29 Μαΐου 1453
Το πρόσωπο του Αυτοκράτορα είχε μεταβληθεί σε μια μάσκα πόνου. Δεν πίστευε και ο ίδιος πόσο γρήγορα και ξαφνικά ανατράπηκε η κατάσταση. Οι Οθωμανοί έμπαιναν πλέον από παντού. Μέσα στον πανικό και τον χαμό ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν αδύνατον να κάνει το παραμικρό. Έστρεψε το πρόσωπο του προς τα πίσω. Έβλεπε από ψηλά την αγαπημένη του πόλη να ψυχορραγεί. “Όλα τελείωσαν λοιπόν” σκέφτηκε και πρόσταξε την φρουρά του να αποχωρήσουν. Με ψυχραιμία κατέβηκε από τον Άγιο και μπήκε στην Πόλη. Τον συνόδευαν οι καλοί του φίλοι , Ο Ιωάννης Δαλματός, ο Δον Φρανσίσκο ντε Τολέδο, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Καντακουζηνός. Έτρεχαν στα στενά δρομάκια της Πόλης. “Άρχοντα μου θα ήταν συνετό να αποφύγουμε τους μεγάλους δρόμους για να φτάσουμε στο λιμάνι” τον συμβούλεψε ο Θεόφιλος. Οι σφαγές οι λεηλασίες, οι βιασμοί, οι κλεψιές είχαν ξεκινήσει και τα ουρλιαχτά του κόσμου και οι απεγνωσμένες επικλήσεις για βοήθεια έκαναν τον Αυτοκράτορα να σταθεί. “Δεν φεύγω” είπε. “ Η πόλη μου πεθαίνει και μαζί της θα πεθάνω και εγώ”. Από κάποια σκιερή γωνία ξεπρόβαλε τρέχοντας μια πολυάριθμη ομάδα γενιτσάρων που είχε επιδοθεί σε ανελέητο πλιάτσικο και δολοφονίες. Κοντοστάθηκαν μόλις είδαν τους 5 αρματωμένους άνδρες. Ο Αυτοκράτορας της Νέας Ρώμης, ο αυτοκράτορας της Βασιλεύουσας δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Ξεθήκωσε το σπαθί του και όρμησε. Πίσω του οι σύντροφοι του έκαναν το ίδιο. Όπως η φωτιά καίει τα δάση, έτσι και ο Κωνσταντίνος θέριζε τους Γενίτσαρους. Δεχόταν χτυπήματα αλλά παρέμενε όρθιος. Σε λίγα λεπτά οι 4 σύντροφοι του κείτονταν νεκροί. Είχε περικυκλωθεί. Η πανοπλία και ο μανδύας του ήταν μέσα στα αίματα. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα. Όχι από πόνο. Δάκρυα για τον χαμό της θεοφύλακτης Πόλης. Ο Κωνσταντίνος ζύγισε το σπαθί στο κουρασμένο του χέρι.”΄Δεν υπάρχει ένας Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;” φώναξε και όρμησε για δεύτερη φορά. Δέχτηκε από πίσω ένα δυνατό χτύπημα. Όλα μαύρισαν στα μάτια του. Κατέρρευσε . Οι γενίτσαροι έπεσαν πάνω του…Κανείς ποτέ δεν τον ξαναείδε…Ο Οθωμανός ιστορικός Ορούχ, έγραψε αργότερα: “Ο άμοιρος αυτοκράτορας ήταν 49 ετών όταν πέθανε. Όποιες και αν ήταν οι συνθήκες του θανάτου του, φαίνεται ότι προσπάθησε μέχρι και την τελευταία στιγμή να κρατήσει τη φλόγα του Βυζαντίου αναμμένη. Ο κυβερνήτης της Ιστανμπούλ ήταν γενναίος και δεν ζήτησε έλεος. Ήταν ένας άξιος αντίπαλος”Οι δρόμοι της Κωνσταντινούπολης γλιστρούσαν από το αίμα που έρεε. Τα κομμένα κεφάλια μέσα στο λιμάνι, έμοιαζαν καρπούζια στον πάγκο του μανάβη. Τόσα πολλά ήταν. Στον κεράτιο σε ένα Πύργο 40 κρητικοί τοξότες είχαν ταμπουρωθεί και δεν έκαναν πίσω. Κάθε προσπάθεια των Οθωμανών να καταλάβουν τον Πύργο, αποτύγχανε. Οι κρητικοί ήταν λιοντάρια. Η Πόλη είχε πέσει αλλά οι Κρητικοί δεν παραδίδονταν. Ο Μεχμέτ το έμαθε. Θαύμασε την αντρειοσύνη τους. Η εντολή του ήταν σαφής: “ Αφήστε τους να φύγουν. Αφήστε τους τιμητικά να πάρουν μαζί τους και τη σημαία τους. Όποιος τολμήσει να πειράξει έστω και έναν από αυτούς θα θανατωθεί. Δώστε τους και ένα πλοίο. Το αξίζουν…”
Αγία Σοφία πρωινό 30ης Μαΐου 1453
Ο Μεχμέτ ήταν έξαλλος. Άφριζε στην κυριολεξία από το κακό του. Όταν βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση ακόμη και η προσωπική του φρουρά φρόντιζε να μην βρίσκεται στο οπτικό του πεδίο. Δεν το είχε σε τίποτε να διατάξει τον αποκεφαλισμό όποιου ανθρώπου ήταν δίπλα του, την λάθος ώρα. Σύμφωνα με τους ιερούς νόμους του Ισλάμ εάν μια πόλη επαρεδίδετο τότε τα στρατεύματα, την καταλάμβαναν αναίμακτα και απαγορευόταν να αγγίξουν την περιουσία αλλά και τους ανθρώπους της. Εάν μια πόλη αρνείτο να παραδοθεί και τα στρατεύματα την καταλάμβαναν εξ εφόδου τότε οι στρατιώτες επί 3 ημέρες είχαν δικαίωμα να κάνουν ότι θέλουν στους ανθρώπους και την περιουσία τους. Να την οικειοποιηθούν να πάρουν σκλάβους, να πάρουν χρυσάφια και κοσμήματα. Οτιδήποτε, αλλά για 3 ημέρες. Η Κωνσταντινούπολη ήταν στη δεύτερη περίπτωση. Όμως εάν ο Μεχμέτ άφηνε τους άνδρες τους για τρεις ημέρες, εκείνοι θα ισοπέδωναν την Πόλη. Δεν θα έβρισκε τίποτε όρθιο. Ο Μεχμέτ αποφάσισε να μην περιμένει να περάσει το τριήμερο. “Μπαίνουμε μέσα” είπε στον Βεζίρη του και λίγη ώρα αργότερα μια τεράστια πομπή περπατούσε στους δρόμους της Βασιλεύουσας. Πρώτος πάνω στο λευκό του άλογο ήταν ο Μεχμέτ, ζωσμένος με το σπαθί του Οσμάν. Έφτασε έξω από την Αγία Σοφία. Από μέσα οι κραυγές του κόσμου ήταν ανατριχιαστικές. Ξέζεψε και πεζή έφτασε στην είσοδο. Με αργές κινήσεις έσκυψε και πήρε μια χούφτα χώμα από το έδαφος. Έριξε το χώμα πάνω στο τουρμπάνι του, ως πράξη ταπεινότητας απέναντι στον θεό. Ο Μεχμέτ μπήκε από την είσοδο και μονολογούσε το ποίημα ενός Πέρση ποιητή: “ Η αράχνη υφαίνει τον ιστό της και η κουκουβάγια κρώζει στους οίκους του Αφραστάβ…” Είδε το εσωτερικό της εκκλησιάς ασφυκτικά γεμάτο. Όσοι είχαν προστρέξει εκεί για να σωθούν είχαν αλυσοδεθεί και ήταν έτοιμοι για τα σκλαβοπάζαρα. Πολλοί κείτονταν νεκροί. Αίμα έρεε στα πλακάκια του Οίκου του Θεού. Κάποιοι γενίτσαροι συνέχιζαν να ξηλώνουν τα μάρμαρα, συνέχιζαν να χαλάνε τις χρυσοποίκιλτες εικόνες. Ο Μεχμέτ έγινε έξαλλος. Πλησίασε έναν γενίτσαρο που ξήλωνε κάποια μάρμαρα “Γιατί τα χαλάς” τον ρώτησε με φωνή που έτρεμε. “Για την πίστη μας Σουλτάνε μου” απάντησε εκείνος. Με το βαρύ μεταλλικό κοντάρι του τον χτύπησε με όλη του τη δύναμη στο κεφάλι. . Το κρανίο άνοιξε σαν τριαντάφυλλο και υγρά με αίμα άρχισαν να χύνονται. “ΤΕΛΟΣ” βροντοφώναξε ο Μεχμέτ “Κανείς και ποτέ δεν θα παραβιάζει διαταγή δική μου. Σας είπα ότι τα κτίρια μου ανήκουν”
Στη συνέχεια ήρεμος έδωσε εντολή να μπουν μέσα οι ιερείς του Ισλάμ. Σε λίγη ώρα στην Αγία Σοφία θα τελούταν η πρώτη προσευχή στον Αλλάχ…
Ξημέρωνε η 29η Μαΐου, του Σωτήριου έτους 1453 Σε λίγη ώρα στα τείχη θα εμφανιζόταν να πάρει τη θέση του στις πολεμίστρες ανάμεσα στους συμπολεμιστές του, σαν απλός στρατιώτης ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ο τελευταίος αυτοκράτορας της χιλιόχρονης Πόλης…Ο Γενουάτης Ιωάννης Ιουστινιάνης συνέχιζε να κοιτά προς το στρατόπεδο του Αμιρά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άνθρωποι του σουλτάνου, εκείνου του νεαρού με τη γαμψή μύτη και τα σχιστά παμπόνηρα μάτια, τον είχαν πλησιάσει και του είχαν προτείνει να παρατήσει τον Αυτοκράτορα και να πάει με το μέρος τους. Θα τον έπνιγαν στα χρυσάφια. Και εκείνον και τους 800 συντρόφους του που τον ακολουθούσαν πιστά χρόνια τώρα. Ο μικρός στρατός μισθοφόρων που είχε δημιουργήσει ήταν ο καλύτερος στην Ευρώπη για την υπεράσπιση κάστρων. Ο 21 ετών Μεχμέτ του είχε διαμηνύσει σε τόνο που δεν σήκωνε αμφισβήτηση: “Έλα μαζί μου και θα έχεις ότι ζητήσεις. Πράγματα που ούτε έχεις φανταστεί. Μείνε με τον Αυτοκράτορα και σε περιμένει ο θάνατος”Έφθασε στην Πόλη στα μέσα του χειμώνα στις 26 του Γενάρη. Τα δυο πλοία του με τους 800 σιδερόφραχτους ατρόμητους πολεμιστές του, έδεσαν στο λιμάνι του Βουκολέωντα. Όταν κατέβηκαν και παρατάχθηκαν μπροστά στον προβλήτα περιμένοντας τον Αυτοκράτορα, ο κόσμος τους αγκάλιαζε και έκλαιγε από χαρά. Στα πρόσωπα τους έβλεπε τη σωτηρία τους. Ο αυτοκράτορας τον εμπιστεύτηκε και τον έχρισε αμέσως Πρωτοστράτορα. Είχε υπό τη διοίκηση του ολόκληρη την άμυνα της Πόλης. Ο Κωνσταντίνος του έδειξε απεριόριστη εμπιστοσύνη και ο Ιωάννης Ιουστινιάννης δεν επρόκειτο να τον προδώσει.Στην Ευρώπη όλη, οι βασιλιάδες και οι ευγενείς τον ήξεραν με το όνομα του Giovanni Guistiniani Longo. Οι Βυζαντινοί τον φώναζαν Καπετάν-Γιουστουνιά, οι εχθροί του, που τον έτρεμαν τον φώναζαν “Μαύρο Άγγελο”. Η σκουρόχρωμη γκρίζα βαριά μεταλλική του πανοπλία, ο μαύρος μανδύας του και το επιβλητικό του παρουσιαστικό, ειδικά όταν “έριχνε” την περικεφαλαία του να καλύψει το πρόσωπο του, τον έκαναν να δείχνει σαν Άγγελος θανάτου…
Αμέσως έπιασε δουλειά. Χώρισε και αναδιάταξε τον στρατό. Τους εκπαίδευσε όσο μπορούσε καλύτερα, στα σύγχρονα όπλα, και ζήτησε να επιδιορθωθούν τα τείχη. Απαίτησε από τον αυτοκράτορα να πάρει δια της βίας όσους από τους νέους της Κωνσταντινούπολης είχαν κλειστεί σε μοναστήρια, για να μην πολεμήσουν και δυστυχώς ήταν πολλοί. Έδωσε στον κάθε στρατιώτη ρόλο. Όρισε το σημείο των τειχών που θα υπερασπιζόταν ο κάθε ευγενής Και τοποθέτησε τους δικούς του 800 ιππότες στα πιο καίρια και επικίνδυνα σημεία. Κάθε βράδυ δειπνούσε με τον αυτοκράτορα και κατέστρωναν σχέδια για να μην αφήσουν τα Θεοδοσιανά τείχη να τα πατήσει ο εχθρός. Κάθε βράδυ ζούσαν σαν να ήταν το τελευταίο. Οι υπερασπιστές ήταν αυτό που λέμε “μετρημένα κουκιά”: 5.000 Βυζαντινοί και 2.500 Γενουάτες, Ενετοί, Ισπανοί ακόμη και Τούρκοι. Σύνολο με τις εφεδρείες το πολύ 9.000 ψυχές. Και οι απέναντι; Αναρίθμητοι. Ξεπερνούσαν τις 150.000. Οι περισσότεροι Τούρκοι, αλλά και πολλοί Βούλγαροι, Σέρβοι, Ούγγροι, Βόσνιοι, Αγαρηνοί, Αμπχάζιοι, ακόμη και …Έλληνες. Τον Ιουστινιάνη όμως όπως και τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο δεν τους απασχολούσε η μεγάλη μάζα του στρατού του Μεχμέτ. Ούτε οι Βασιβουζούκοι, ούτε οι Σπάχηδες μπορούσαν να συγκριθούν με τους Βυζαντινούς και τους Λατίνους. Τον Αυτοκράτορα και τον Πρωτοστράτορα τους έκαιγαν τα 20.000 εξισλαμισμένα χριστιανόπουλα που είχε σαν προσωπική φρουρά ο Μεχμέτ. Τους ονόμαζαν Γενίτσαρους. Αυτούς έπρεπε να εξολοθρεύσει ο Βυζαντινός στρατός… Το τελευταίο βράδυ μετά τη λειτουργία στην Αγία Σοφία και πριν πάρει το δρόμο του προς τα τείχη, ο Ιουστινιάνης συναντήθηκε στο “Αυγουσταίον”, με τον Αυτοκράτορα. Περπάτησαν μαζί τη Μέση Οδόν και στα αριστερά τους είχαν τον Ιππόδρομο. Η φρουρά του Κωνσταντίνου είχε μείνει διακριτικά λίγο πιο πίσω, μαζί με τη φρουρά του Μαύρου Άγγελου. Δίπλα στον Αυτοκράτορα βρισκόταν ο άνθρωπος που ο Ιουστινιάννης μισούσε περισσότερο από οποιονδήποτε. Ο Μέγας Δούξ, ο Λουκάς Νοταράς. Ο άνθρωπος που προτιμούσε το “Τούρκικο Σαρίκι από την Λατινική καλύπτρα”. Ο Ιουστινιάννης ζήτησε από τον Αυτοκράτορα το πρωί όταν θα ξεκινούσε η μάχη να τον κλειδώσει αυτόν και τους άλλους στρατιώτες, στην Πύλη που υπερασπιζόταν για να μην μπορέσει κανείς να φύγει: “Ή θα νικήσουμε ή θα πεθάνουμε όλοι μας επάνω στην Πέμπτη (Πύλη) και στον Άγιο Ρωμανό” του είπε και κάρφωσε δολοφονικά τα μάτια του στον Μέγα Δούκα.Ο κόσμος που συνέχιζε να βγαίνει εκείνη την ώρα από την Αγία Σοφία είδε τον Αυτοκράτορα του, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να δακρύζει και να αγκαλιάζει τον Πρωτοστράτορα του. Ο Λουκάς Νοταράς χαμογέλασε ειρωνικά…Ο Μέγας Δούκας της Κωνσταντινούπολης ποτέ δεν συμπάθησε τον Γενουάτη Ιουστινιάνη. Ποτέ δεν του άρεσε οτιδήποτε προέρχονταν από τη Δύση και οτιδήποτε ήταν λατινικό. Προτιμούσε τους Οθωμανούς και τον νέο σουλτάνο Μεχμέτ. Εξάλλου ήταν μόλις 21 ετών και σε μια ενδεχόμενη κατάληψη της Πόλης από εκείνον θα μπορούσε εύκολα να τον χειραγωγήσει… Ήταν ο Μεγας Δούκας της Πόλης και εάν πέθαινε ο αυτοκράτορας εκείνος θα αναλάμβανε… Ο Λουκάς Νοταράς, όχι μόνο δεν συμπαθούσε τον Ιουστινιάνη αλλά τον φοβόταν κιόλας. Όχι τόσο λόγω παρουσιαστικού. Τον φοβόταν γιατί λίγες ημέρες πριν λίγο έλειψε να του κόψει το κεφάλι μπροστά στον Κωνσταντίνο. Εκείνο το απόγευμα που ο Αυτοκράτορας και ο Πρωτοστράτορας πολεμούσαν για ώρες στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Εκείνο το απόγευμα που οι Οθωμανοί λίγο έλειψε να μπούν στην θεοφύλακτη Πόλη. Τότε που ο Πρωτοστράτορας του έστειλε αγγελιοφόρο στα Θαλασσινά τείχη όπου βρισκόταν: “ Μεγάλε Δούκα χρειαζόμαστε επειγόντως τα κανόνια και τους πολεμιστές σου. Εκεί που τα κρατάς σήμερα δεν γίνεται μάχη. Πρέπει να έρθουν όλοι ΑΜΕΣΩΣ προς βοήθεια, στην Πύλη του Αγίου (Ρωμανού). Το ρήγμα στα τείχη είναι μεγάλο. Δεν θα αντέξουμε για πολύ. Τα σκυλιά θα μπουν μέσα” Η απάντηση του Νοταρά ήταν λιτή. “Κανείς δεν θα πάει πουθενά. Τους χρειάζομαι εδώ”. Τελικά ο αυτοκράτορας και οι υπερασπιστές στα τείχη αν και πολεμούσαν από το πρωί κατάφεραν το απόγευμα να τσακίσουν όλους τους εχθρούς. Λίγοι πάτησαν τα τείχη και εκείνοι μακελεύτηκαν αμέσως. Το βράδυ στο παλάτι στις Βλαχέρνες ο Ιουστινιάνης μπήκε στη Μεγάλη αίθουσα βρώμικος και κατάκοπος από την πολύωρη μάχη. Με συννεφιασμένο βλέμμα έψαξε τον Νοταρά. Ήταν ο μοναδικός στην αίθουσα, ντυμένος με καθαρά ρούχα και “ατσαλάκωτος”. Στεκόταν δίπλα στον εξουθενωμένο Παλαιολόγο. Η μεταλλική μαύρη φορεσιά του Γενουάτη έτριξε καθώς εκείνος πλησίαζε με δυο δρασκελιές τον Νοταρά. Το σκοτεινό βλέμμα του, τρόμαξε μέχρι και τον αυτοκράτορα. Ο Ιουστινιάνης έβγαλε το τεράστιο σπαθί του από τη θήκη με ασύλληπτη ταχύτητα. Κανένα μάτι δεν κατάλαβε πως. Η παχιά και κοφτερή σαν ξυράφι λεπίδα πίεσε δυνατά και μάτωσε τον λαιμό του Νοταρά. Τα λόγια του Γενουάτη δεν σήκωναν αμφισβήτηση. Του ψιθύρισε: “Έδω μπροστά στον βασιλιά σου θα σου πάρω το κεφάλι. (traditor et che me tien che adesso non te scanna cum questo pugnal . “Ω προδότη, δεν ξέρω τι με κρατεί και δεν σε σφάζω μ’ αυτό το μαχαίρι”).Σκυλί γιατί δεν έστειλες βοήθεια που σου ζήτησα. Αφού στα Θαλασσινά δεν πολεμούσες. Όχι για μένα αλλά για τον Αυτοκράτορα σου, Λουκά Νοταρά.”
Το πρόσωπο του Ιουστινιάνη έγινε κατακόκκινο από το θυμό καθώς ξαναθυμήθηκε τι είχε συμβεί λίγες ώρες πριν στον Άγιο Ρωμανό. Λίγο έλειψε να πεθάνει το απόγευμα της 7ης Μαΐου πάνω στα τείχη. Εκείνη την ημέρα που οι Τούρκοι έκαναν την μεγαλύτερη επίθεση τους. Τουλάχιστον 40.000 Οθωμανοί όρμηξαν λυσσασμένα προς τα τείχη για να τα καταλάβουν…Πολεμούσε πλάι στον αυτοκράτορα από το πρωί.Κάποια στιγμή τον άφησε και με 20 δικούς του έτρεξε λίγα μέτρα βορειότερα. Οι Οθωμανοί είχαν στήσει σκάλες και ανέβαιναν. Οι άλλοι υπερασπιστές ήταν νεκροί σε εκείνο το σημείο. Έπεσε πάνω τους όπως ο θεριστής στα στάχυα. Τους μεκέλευε έναν προς έναν μαζί με τους 20 συντρόφους του. Όταν ξαφνικά ένας γενίτσαρος ανέβηκε τις σκάλες και εμφανίστηκε στα τείχη. Ο Αμουράτ μόνος άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους σιδερόφραχτους και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Πρωτοστράτωρα. Ο Ιουστινιάνης ήταν ψήλος επιβλητικός με χέρια σαν κορμούς δέντρου και σβέρκο σαν δαμάλι. Όμως έδειχνε σαν παιδάκι μπροστά στον Αμουρατ. Ο τεράστιος Γενίτσαρος με το κυρτό σπαθί του επιτέθηκε με μανία στον Ιουστινιάνη. Κάθε χτύπημα τον έκανε να υποχωρεί. Δεν μπορούσε να αντέξει για πολύ την επίθεση του. Το σπαθί έπεφτε με δύναμη πάνω στην πανοπλία. Ο Γενουάτης δεν άντεξε, δεν πρόλαβε να ανταποδώσει καν ένα χτύπημα. Παραπάτησε και έπεσε. Ο Τούρκος χαμογέλασε με κακία και σήκωσε το σπαθί του. Ο Ιουστινιάνης βλαστήμησε και έκλεισε τα μάτια…Ο θάνατος όμως δεν ήρθε. Περίμενε με κλειστά τα μάτια και κομμένη την ανάσα τον Τούρκο να του κόψει το κεφάλι αλλά παρέμενε ζωντανός. Άνοιξε τα μάτια και το πρώτο που αντίκρισε ήταν το πρόσωπο του γενιτσάρου πεσμένο δίπλα του με τα μάτια του ορθάνοιχτα γεμάτα έκπληξη να τον κοιτούν. Γύρισε και είδε το τεράστιο κορμί του Τούρκου να έχει πέσει στα γόνατα. Από τον λαιμό του ξεπηδούσαν πίδακες αίματος. Δίπλα όρθιος στεκόταν με ματωμένο το σπαθί του ένας νέος και χαμογελούσε. Ήταν δεν ήταν 17 χρονών. Αν και όρθιος δεν ξεπερνούσε στο ύψος το άψυχο ακέφαλο γονατιστό κορμί του Αμουράτ.Ένα ατρόμητο Ελληνόπουλο είχε δει από την αρχή τον γενίτσαρο να επιτίθεται στον Πρωτοστράτορα. Παράτησε το πόστο του και με φτερά στα πόδια έφτασε την κατάλληλη στιγμή. “Με λένε Ραγκαβή, Πρωτοστράτορα μου…” πρόλαβε να πει πριν η πανοπλία του τρυπηθεί σε πολλά σημεία από βροχή από βέλη. Κάτω από τα τείχη οι Οθωμανοί τοξότες είχαν δει τι είχε συμβεί και εκδικήθηκαν. Ο Ιουστινιάνης σηκώθηκε ουρλιάζοντας και με το γυμνό σπαθί του πέταξε μόνος του όσους γενίτσαρους είχαν απομείνει στα τείχη. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα για τον θάνατο του μικρού Έλληνα που του έσωσε τη ζωή. Ένα χέρι τον άγγιξε και τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Βρισκόταν και πάλι μπροστά στον Νοταρά. Το χέρι που έπιανε απαλά το σπαθί του, ήταν του αυτοκράτορα: “Σας παρακαλώ αδέλφια. Ας αφήσουμε κατά μέρους τις διαφορές που μας χωρίζουν”. Για άλλη μια φορά προσπάθησε να τους έχει όλου ενωμένους ενάντια στον κοινό εχθρό, αν και ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν ο ρόλος του καθένα…Σκηνή σουλτάνου Μεχμέτ. Βράδυ Δευτέρας 28 Μαΐου
Ο Μεχμέτ ο Β, δεν άκουγε τους συμβούλους του που μιλούσαν γύρω του. Είχε καθίσει αναπαυτικά επάνω στο παχύ χαλί της σκηνής του, στη μεγάλη και κεντημένη με χρυσές κλωστές μαξιλάρα και είχε αφήσει το νου του να ταξιδέψει. Ήταν ο τρίτος γιος του Σουλτάνου Μουράτ και η τύχη το έφερε έτσι να γίνει εκείνος Σουλτάνος μετά τον θάνατο του πατέρα του. Η αλήθεια είναι ότι ο Μουράτ τον τελευταίο καιρό πριν πάει να συναντήσει τον Αλλάχ, είχε γίνει εξαιρετικά μαλθακός. Είχε συνάψει συμφωνίες φιλίας με του Βυζαντινούς και είχε αποσυρθεί στην Αδριανούπολη, όπου και είχε επιδοθεί σε ένα ανελέητο “αγώνα” απολαύσεων και φιλοσοφίας. Βέβαια πριν από αυτό είχε κατατροπώσει τους πάντες στα Βαλκάνια και είχε εκτοπίσει τους Βυζαντινούς σε 2 θύλακες. Στον Μυστρά ή Μυζηθρά και στην Κωνσταντινούπολη. Την Πόλη που για 1000 χρόνια δεν είχε καταλάβει κανείς σε 27 πολιορκίες.
Ο Μεχμέτ συνέχιζε να αναπολεί. Ήθελε να γίνει ο νέος Ισκεντέρ. Ο Μέγας Αλέξανδρος που θαύμαζε από μικρός. Αυτός στα 21 του χρόνια θα κατάφερνε, ότι μόνο ο Αλέξανδρος είχε καταφέρει. Θα γινόταν ο κυρίαρχος του κόσμου. Ήταν ήρεμος. Μόλις τον είχαν πληροφορήσει ότι οι “Μουγκοί” που έστειλε ο ίδιος στον μικρότερο ετεροθαλή αδελφό του είχαν κάνει τη δουλειά τους. Με μεταξωτά κορδόνια τον έπνιξαν. Και δεν χύθηκε το τιμημένο αίμα του οίκου του Οσμάν και εκείνος τώρα δεν θα είχε κανένα που εν δυνάμει θα μπορούσε να αμφισβητήσει τα δικαιώματα του στον θρόνο.Το μόνο που έπρεπε τώρα, ήταν να καταλάβει την “Κωσταντιγιέ” όπως έλεγαν τη βασιλεύουσα μέχρι τότε οι Οθωμανοί. Εάν αποτύγχανε ήξερε καλά ότι οι “Μουγκοί” θα τον επισκέπτονταν και εκείνον κάποιο βράδυ σταλμένοι από κάποιον Βεζίρη του. Έδιωξε γρήγορα τη σκέψη αυτή: “όταν μπω στην Πόλη νικητής θα της αλλάξω και ονομασία. Θα την ονομάσω Ιστανμπούλ, ή Ισλαμπόλ δεν ξέρω, θα αποφασίσω μετά” σκέφτηκε.Στο συμβούλιο τον λόγο είχε πάρει ο Μεγάλος Βεζίρης και πιστός σύντροφος του πατέρα του, Μουράτ, ο ηλικιωμένος Χαλίλ Τσανταρλί Πασάς. Τον άκουγε να λέει ότι η Πόλη δεν πέφτει και ότι όσο είναι καιρός να μαζέψουμε τις σκηνές μας και να επιστρέψουμε στο Ετιρνέ ( Αδριανούπολη).Ο Μεχμέτ έσφιξε τα χείλη του και σκέφτηκε: “Χαλίλ Πασά όταν πέσει η Πόλη ετοιμάσου να αποχωριστεί το κεφάλι από το σώμα σου. Νομίζεις γέρο ότι δεν ξέρω πως ο Παλαιολόγος σε δωροδοκεί για να σπείρεις διχόνοια στον στρατό μου και να με καταφέρεις να φύγω”Ο Μεχμέτ σηκώθηκε χτύπησε μια φορά παλαμάκια και όλοι σιώπησαν και κατέβασαν τα κεφάλια στο πάτωμα. Ίσιωσε την χρυσοπράσινη κελεμπία του και με ήρεμη φωνή είπε: “ Μοιράστε διπλές μερίδες φαγητού στο στράτευμα. Στείλτε δερβίσηδες σε κάθε γωνιά του στρατοπέδου να τους πουν ότι αύριο το βράδυ θα κοιμηθούν σε απαλά στρώματα μέσα στην Πόλη. Θέλω οι δερβίσηδες να τους κάνουν να κλάψουν. Να τους πουν ότι όποιος πεθάνει θα πάει στον παράδεισο. Όλο το βράδυ θα χτυπάνε τα τύμπανα. Ανάψτε και φωτιές παντού. Ο πρώτος που θα πατήσει τα τείχη και θα ανεβάσει τη σημαία μου στις επάλξεις θα πάρει το βάρος του σε χρυσάφι. Οι υπόλοιποι έχουν 3 μέρες δικές τους να κάνουν ότι θέλουν μέσα στην Πόλη. Να πάρουν σκλάβες να πάρουν σπίτια να πάρουν χρυσάφια. Τους ανήκουν όλα. Σε εμένα ανήκουν τα δημόσια κτίρια και η ίδια η Πόλη. Τώρα πλησιάστε όλοι να σας πω το σχέδιο επίθεσης που σκέφτηκα…”Λίγη ώρα αργότερα ο Μεχμέτ αποφάσισε να μιλήσει ο ίδιος στους στρατιώτες του. Ζήτησε να συγκεντρωθούν. Μια τεράστια ανθρώπινη θάλασσα γέμισε τον χώρο. Ο Σουλτάνος με σταθερή φωνή, άρχισε να λέει: «Αγαπημένα μου παιδιά, εύχομαι και σας παρακαλώ, στο όνομα του Θεού, του προφήτη του Μωάμεθ και στο δικό μου, το δούλου τους να κάνετε αύριο ένα έργο που θα μείνει στην αιωνιότητα, όπως έκαναν μέχρι τώρα παντού οι πρόγονοί μας. Να ανεβείτε με τις σκάλες στα τείχη σαν πουλιά με όλη τη γενναιότητα, το θάρρος και την προθυμία που διαθέτετε για να μη χάσουμε τη φήμη που κέρδισαν οι πρόγονοί μας με τη χάρη του Θεού. Αντίθετα, τώρα ήρθε η ώρα να την κάνουμε ακόμη μεγαλύτερη» Το αλλόκοτο και ανομοιογενές πλήθος παραληρούσε και ζητωκραύγαζε. Η ώρα της τελικής εφόδου πλησίαζε…
Μέγα Παλάτιον Βλαχέρνες. Βράδυ Δευτέρας.28 Μαΐου
Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ζήτησε από τον καλό και πιστό του φίλο Γεώργιο Φραντζή να δώσει εντολή να συγκεντρωθούν μπροστά του, στην «Αίθουσα του Θρόνου», όλοι οι άρχοντες, οι στρατηγοί και οι Πρωτοσπαθάριοι της Πόλης. Μέχρι να έρθουν ζήτησε να μην τον ενοχλήσει κανείς. Άφησε το κουρασμένο του κορμί να πέσει βαριά στην μεγάλη αναπαυτική πολυθρόνα. Έσκυψε και έφερε τα δυο του χέρια στο πρόσωπο του. Η Πόλη του, άντεχε 50 συνεχόμενες ημέρες. Ως πότε όμως. Τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει από τότε που στέφθηκε Αυτοκράτορας. Ώρες ώρες ένιωθε εντελώς μόνος. Το βάρος που έφερε καθημερινά ήταν δυσβάσταχτο. Ένιωθε ότι μαχόταν σε έναν πόλεμο που από την αρχή του, το αποτέλεσμα είχε κριθεί. Κανείς δεν τον βοηθούσε. Τα θησαυροφυλάκια ήταν άδεια. Η Πόλη που κάποτε αριθμούσε περισσότερο από μισό εκατομμύριο ψυχές και ήταν το κέντρο του κόσμου, τώρα ήταν ένα μια νεκροζώντανη σκιά του εαυτού της. Τα πλοία, όσα είχαν απομείνει σάπιζαν στα νεώρια. Πολλά σπίτια ήταν πλέον άδεια…Φαντάσματα στα χαλάσματα. Κοράκια έκραζαν στον ουρανό. Οι άρχοντες δεν έδιναν χρήματα λες και όταν ο Σουλτάνος θα έμπαινε στην Βασιλεύουσα θα τους άφηνε να τα κρατήσουν. Αναγκάστηκε να εκποιήσει μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Τα τάματα του λαού του. Προσπάθησε να καλέσει τη Δύση για βοήθεια. Ακόμη την περίμενε…Κανένα πλοίο από τους Λατίνους δεν εμφανιζόταν στον ορίζοντα, παρά τις διαβεβαιώσεις.Ευτυχώς που εμφανίσθηκε και ο Ιουστινιάνης. Βέβαια εάν η Πόλη άντεχε, ο Γενουάτης θα έπαιρνε σαν πληρωμή ολόκληρη τη νήσο Λήμνο.
Πόσο θα ήθελε να είχε χρήματα στο κρατικό θησαυροφυλάκιο. Θα μπορούσε να πληρώσει εκείνον τον τεχνίτη κανονιών τον Ουρβάνο. Η μεγάλη Μπομπάρδα θα ήταν μέσα από τα τείχη και όχι απέξω. Δεν είχε… Ο Ουρβάνος πήγε στον Σουλτάνο και η Μπομπάρδα έκανε τη γη να τρέμει σε κάθε κανονιοβολισμό. Έμαθε μάλιστα ότι στην Αδριανούπολη μια γυναίκα έχασε το παιδί που είχε στην κοιλιά της από τον φόβο της. Τόσο μακριά ακουγόταν ο ήχος του ορειχάλκινου τέρατος. Η μπομπάρδα διέλυε αργά αλλά σταθερά τα τείχη.Χαμογέλασε ειρωνικά όταν στην αρχή οι κανονιέρηδες έριχναν στα τείχη και δεν τους προκαλούσαν την παραμικρή φθορά, Μέχρι εκείνο το πρωινό που εμφανίστηκαν οι Ούγγροι τεχνίτες που του έστειλε ο σύμμαχος του, ο Ιωάννης Ουνιάδης για να τον βοηθήσουν στην άμυνα της Βασιλέυουσας. Αντί να έρθουν μέσα στην Πόλη όπως έπρεπε, εκείνοι έτρεξαν στον Σουλτάνο. Του είπαν και έδειξαν στο στρατό του, τον τρόπο να ρίξουν τα τείχη. Ο Σουλτάνος τους πλήρωσε αδρά. Το δικό του θησαυροφυλάκιο ήταν γεμάτο. Οι τεχνίτες τους είπαν να ρίχνουν την πρώτη βολή σε ένα σημείο. Η δεύτερη θα έπρεπε να πέσει στην ίδια ευθεία με την πρώτη αλλά λίγα μέτρα πιο δίπλα. Η τρίτη κανονιά θα έπεφτε στη μέση και λίγο χαμηλότερα. Σαν ανάποδο τρίγωνο. Τα τείχη έπεφταν και διαλύονταν πια σαν να ήταν από άμμο. Ευτυχώς που ο λαός του, δεν έκανε πίσω και τα βράδια, τα επιδιόρθωνε. Τα γέμιζε με πέτρες με άμμο ακόμη και με ρούχα και μάλλινα υφάσματα για να απορροφούν τους κραδασμούς…
Ο λαός του τον λάτρευε το ένιωθε, ήταν όμως διχασμένος. Άλλοι τον υποστήριζαν και άλλοι τον κατηγορούσαν για «ενωτικό», τον κατηγορούσαν ότι πούλησε την ορθόδοξη πίστη στον Πάπα. Κάποιες στιγμές αναρωτιόταν και για τον ρόλο του μοναχού Γεννάδιου Σχολάριου που είχε κλειστεί στη Μονή του Παντοκράτωρα και κατακεραύνωνε με πύρινους λόγους, εκείνον, τον ίδιο τον Αυτοκράτορα, τη Δύση και οποιαδήποτε προσπάθεια άμυνας στον Μεχμέτ. « Η Πόλη είναι αμαρτωλή και θα πληρώσει για αυτό. Μετανοείτε τίποτε δεν θα μας σώσει από την οργή του Κυρίου» έλεγε και ο κόσμος συγκεντρωνόταν έξω από τη Μονή και τον πίστευε… Αναρωτήθηκε τι θα γινόταν ο Σχολάριος εάν ο Μεχμέτ έπαιρνε τη Βασιλεύουσα… Για λίγο σκέφτηκε την πρώτη του σύζυγο τη Θεοδώρα, ανιψιά του Δεσπότη της Ηπείρου. Την έχασε το 1430. Ο θάνατος της, τον τσάκισε. Δώδεκα χρόνια μετά αποφάσισε να δέσει τη ζωή του με μια άλλη γυναίκα, την Κατερίνα Κατιλούζιο από τη Λέσβο. Η μοίρα του έπαιζε περίεργα παιχνίδια. Η Κατερίνα πέθανε και εκείνη. Παιδιά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν επρόκειτο ποτέ να αποκτήσει. Βούρκωσε. Ο πιστός του φίλος Φραντζής, διέκοψε τις μαύρες σκέψεις του. «Είναι όλοι εδώ. Σας περιμένουν » του είπε.
Ο Κωνσταντίνος σηκώθηκε από την καρέκλα του και έδωσε εντολή να περάσουν Όταν η «αίθουσα του Θρόνου» γέμισε ασφυκτικά άρχισε να τους μιλάει:«Ευγενέστατοι άρχοντες, εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί, γενναιότατοι στρατιώτες, τιμημένοι και πιστοί πολίτες, ξέρετε όλοι πολύ καλά ότι έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας αποφάσισε να μας πιέσει ακόμα περισσότερο με όλα τα πολεμικά μέσα και τεχνάσματα που διαθέτει. Θέλει να αρχίσει γενική επίθεση και πόλεμο από την ξηρά κι από τη θάλασσα, έτοιμος να μας δαγκώσει σαν φαρμακερό φίδι και να μας καταβροχθίσει σαν ανήμερο λιοντάρι. Γι’ αυτό το λόγο σας παρακαλώ να φερθείτε με γενναιότητα και θάρρος, όπως κάνατε μέχρι τώρα, απέναντι στους εχθρούς της πίστης μας. Αφήνω στα χέρια σας την τύχη της δοξασμένης και λαμπρής πατρίδας μας, της μεγαλοπρεπέστατης και ευγενούς βασιλεύουσας όλων των πόλεων. Οι εχθροί μας διαθέτουν όπλα, ιππικό, δύναμη και πλήθος, αλλά εμείς έχουμε εμπιστοσύνη στο όνομα του Κυρίου και Σωτήρα μας, στα χέρια μας και στη γενναιότητα που μας χάρισε ο Θεός. Ξέρω ότι η τεράστια αγέλη των απίστων θα επιτεθεί εναντίον μας, όπως συνηθίζει, με βάναυση ορμή, αλαζονεία και θράσος επειδή είμαστε λίγοι, ώστε να μας τρομάξουν, να μας κουράσουν και να μας κάνουν να χάσουμε το ηθικό μας με τις φωνές και τους αλαλαγμούς τους. Εσείς όμως γνωρίζετε καλά πόσο ανόητα είναι αυτά και δε χρειάζεται να σας τα θυμίσω. Σε λίγο θα επιτεθούν και θα ρίξουν εναντίον μας πέτρες και βέλη αμέτρητα σαν την άμμο της θάλασσας, αλλά ελπίζω ότι δεν θα πετύχουν τίποτα.» Η φωνή του Αυτοκράτορα έσπασε αλλά εκείνος συνέχισε:«Σας βλέπω και χαίρομαι επειδή, αν και λίγοι, όλοι σας είστε έμπειροι, γενναίοι, αποφασιστικοί, δυνατοί και καλά προετοιμασμένοι. Να καλύψετε καλά το κεφάλι σας με τις ασπίδες τη στιγμή της συμπλοκής και να χρησιμοποιείτε με επιτυχία το δεξί σας χέρι με το σπαθί. Οι περικεφαλαίες, οι θώρακες, οι πανοπλίες και ο υπόλοιπος οπλισμός σας είναι σε θέση να σας βοηθήσουν αποτελεσματικά σ’ όλη τη διάρκεια της μάχης, επειδή οι εχθροί δεν διαθέτουν ανάλογο εξοπλισμό.Θεοδοσιανά τείχη. Μέγα τείχος. Ξημερώματα Τρίτης 29 Μαΐου
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα η πεδιάδα του Λύκου ποταμού, γέμιζε αργά από ένα ανθρώπινο ποτάμι. Δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες ο ένας δίπλα στον άλλο συγκεντρώνονταν και ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση. Στην πρώτη γραμμή οι “άτακτοι”, οι βασιβουζούκοι, το ανομοιογενές ασκέρι που ακολούθησε τον Σουλτάνο στην εκστρατεία του για το πλιάτσικο. Ψηλά από τα τείχη οι υπερασπιστές χαμογέλασαν. Δεν τους φόβισε ο τεράστιος όγκος του πρώτου κύματος των επιτιθεμένων. Ίσα ίσα τους εξυπηρετούσε τόσο κοντά που ήταν ο ένας με τον άλλον. Δεν θα χρειαζόταν καν να σημαδεύουν. Το σχέδιο του Μεχμέτ ήταν απλό σε σύλληψη. Θα εξουθένωνε τους υπερασπιστές μέχρι τελικής πτώσεως. Ήταν λίγοι και ο στρατός του, υπερδεκαπλάσιος. Είχε κόσμο να θυσιάσει ενώ εκείνοι όχι. Μπορούσε να στέλνει στρατεύματα κατά κύματα μέχρι το σπαθί στα χέρια των υπερασπιστών πάνω στα τείχη να γίνει ασήκωτο από τις συνεχόμενες μάχες.
Μόλις δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης, η φύση τρόμαξε! Χιλιάδες κραυγές, αλαλαγμοί, φωνές, και επικλήσεις στον Αλλάχ, έσκισαν τον σκοτεινό ουρανό της κωνσταντινούπολης. Τα κανόνια από το στρατόπεδο του Τούρκου αυθέντη, ξερνούσαν φωτιά προς τα τείχη. Μεταλλικά σκεύη και τύμπανα χτυπούσαν σε ένα δαιμονισμένο ρυθμό που πάγωνε το αίμα. Τα πράσινα μπαιράκια του Μεχμέτ και των Οθωμανών κυμάτιζαν ξέφρενα μέσα στο σκοτάδι. Ο Πρωτοστράτορας από τα τείχη μονολόγησε: “ελάτε…” και χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο τρομακτικό. Στη συνέχεια ούρλιαξε: “Στα όπλα. Έρχονται τα σκυλιά. Φωνάξτε τον Αυτοκράτορα, χτυπήστε τις καμπάνες.” Σε λίγα λεπτά ο Αυτοκράτορας της Νέας Ρώμης, ο αφέντης της Κωνσταντινούπολης έπαιρνε τη θέση του στα τείχη ανάμεσα στους υπερασπιστές, σαν απλός στρατιώτης. Ο Ιουστινιάνης γύρισε το κεφάλι του και τον είδε να δένει τον μεταλλικό του θώρακα. Βρισκόταν ακριβώς πίσω του στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Σε ένα τείχος ψηλότερα από όλους. Ούρλιαξε με την βαριά φωνή του για να ακουστεί μέσα στον χαλασμό που έκαναν τώρα και όλες οι καμπάνες από κάθε εκκλησιά της Πόλης: “Κλείδωσε μας. Κλείδωσε μας” Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος του έγνεψε καταφατικά και με μια κίνηση των χεριών του, έδειξε στον Ιουστινιάνη ότι τον ευχαριστεί. Οι βαριές πόρτες εξόδου, στα νώτα των υπερασπιστών προς την πόλη έκλεισαν και κλειδώθηκαν. Τώρα όποιος ήταν στα τείχη ή θα νικούσε ή θα πέθαινε. Πάνω στην Πέμπτη ο Ιουστινιάνης έδινε τις τελευταίες οδηγίες. Οι καμπάνες συνέχιζαν να χτυπούν άγρια, τα τύμπανα να κάνουν τη γη να τρέμει και οι βασιβουζούκοι να ουρλιάζουν και να εφορμούν προς τα τείχη. Από ψηλά φαινόντουσαν να είναι άπειροι δεκάδες χιλιάδες.
“Τώρα” ούρλιαξε ο Πρωτοστράτορας και μια πυκνή βροχή από βέλη, από μεταλλικές μπίλιες και από μικρές γρανιτένιες πέτρες από τα μικρά πυροβόλα των υπερασπιστών, θέρισαν τις πρώτες σειρές των επιτιθεμένων. Σαν να προσέκρουσαν σε κάποιον αόρατο τοίχο οι βασιβουζούκοι σταμάτησαν και σωριάζονταν νεκροί. Από ψηλά οι τοξότες άδειαζαν τις φαρέτρες τους σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Δεν σημάδευαν αλλά κανένα βέλος δεν πήγαινε χαμένο. Τόσο πυκνές ήταν οι γραμμές των Οθωμανών ατάκτων. Τα τηλεβόλα και τα αρκεβούζια των βυζαντινών και των Λατίνων είχαν πάρει φωτιά. Ο αθυρόστομος Ιουστινιάνης έτρεχε πάνω κάτω και εμψύχωνε τους συμπολεμιστές του: “Για την τιμή της Χριστιανοσύνης… θερίστε τους…κάντε τους να ξεχάσουν τις μάνες τους…”, ήταν οι ηπιότερες εκφράσεις που χρησιμοποιούσε. Οι 800 σιδερόφρακτοι σύντροφοι του, με μια κίνηση έβγαλαν τα σπαθιά τους και περίμεναν. Μαζί τους και οι Βυζαντινοί. Οι Βασιβουζούκοι ήταν ένα ασκέρι ατάκτων από κάθε μεριά του κόσμου. Όταν κατάλαβαν ότι με τις φωνές και τις κραυγές η πόλη δεν πέφτει, δείλιασαν. Οι βυζαντινοί τους μακέλευαν και δεν είχαν προλάβει καν να πλησιάσουν τα τείχη. Έκαναν να υποχωρήσουν. Ο τεράστιος όγκος των χιλιάδων αυτών ερασιτεχνών πολεμιστών ξαφνικά άλλαξε μέτωπο και υποχωρούσε. Γυρνούσε πίσω. Ο Μεχμέτ που παρακολουθούσε τη μάχη περίμενε την εξέλιξη αυτή. Κούνησε κοφτά το κεφάλι του και έδωσε ένα σύνθημα. Αμέσως στα νώτα των υποχωρούντων βασιβουζούκων ανέλαβαν δράση οι τρομεροί Τσαούσηδες. Αξιωματικοί του Οθωμανικού στρατού. Επαγγελματίες στρατιώτες έπαιξαν το ρόλο του στρατονόμου. Με τα τεράστια γιαταγάνια τους αλλά και με βαριά μεταλλικά ρόπαλα τιμωρούσαν, σκότωναν, ή άφηναν ανάπηρο όποιον υποχωρούσε. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Οι βασιβουζούκοι αφού είδαν εκατοντάδες συντρόφους τους να πέφτουν από σπαθί συμπολεμιστή τους επειδή υποχωρούσαν, άλλαξαν πάλι μέτωπο και ξεχύθηκαν προς τα τείχη. Τουλάχιστον αν πέθαιναν πάνω στη μάχη από το σπαθί των γκιαβούρηδων, θα πήγαιναν στον παράδεισο.Η τεράστια τάφρος που βρισκόταν μπροστά από το “Μικρόν τείχος” είχε βάθος 10 μέτρα και πλάτος 21. Έπρεπε να την περάσουν να τρέξουν 17 μέτρα ακάλυπτοι και να φτάσουν στο Μικρόν τείχος. Τότε όλα θα ήταν πιο εύκολα αφού η πρώτη αμυντική γραμμή των Βυζαντινών είχε ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς των προηγούμενων ημερών. Το Μικρόν τείχος ήταν πλέον ένας ξύλινος φράχτης και όχι το πέτρινο τείχος, πάχους 2,5 μέτρων και ύψους 8,5 που ήταν πριν.Σε λιγότερο από μισή ώρα η βασιβουζούκοι δεν χρειαζόταν να διασχίσουν την τάφρο με πρόχειρες γέφυρες ή άλλα μέσα. Τώρα απλά πατούσαν στα πτώματα των συντρόφων τους και περνούσαν απέναντι. Η τεράστια τάφρος είχε γεμίσει με νεκρούς άτακτους…“Στο Μικρό” φώναξε ο Ιουστινιάνης και οι κατάφραχτοι ιππότες του άφησαν το Μέγα τείχος και κατέβηκαν στον ξύλινο φράχτη. Όσοι Βασιβουζούκοι δεν εξολοθρεύονταν πάνω από τα τείχη με τα τόξα και τα αρκεβούζια, και διέσχιζαν τη τάφρο, έπεφταν επάνω στους συντρόφους του Πρωτοστράτωρα. Τα όπλα τους ήταν αδύνατον να τρυπήσουν τις πανοπλίες των ιπποτών. Ήταν μια εύκολη μάχη για τους βυζαντινούς. Χωρίς ασπίδες και μεταλλικούς θώρακες τα τεράστια σπαθιά των Λατίνων του καπετάν Γιουστουνιά, τους εξολόθρευαν τρεις – τρεις με κάθε χτύπημα. Μετά από 3 ώρες μάχης σώμα με σώμα οι Βασιβουζούκοι διατάχτηκαν να υποχωρήσουν. Οι υπερασπιστές ούρλιαζαν από χαρά και ενθουσιασμό. Οι πανοπλίες, τα πρόσωπα, τα μαλλιά τους ήταν κατακκόκινα από το αίμα των Τούρκων. Οι απώλειες τους ήταν ελάχιστες. Όμως τα χέρια τους βάραιναν επικίνδυνα.
“Μοιράστε τους κρασί και να ξεκουραστούν” έδωσε εντολή ο Ιουστινιάνης αλλά η ματιά του πάγωσε καθώς κοίταξε προς το εχθρικό στρατόπεδο. Τη θέση των ατάκτων μετά από 3 ώρες μάχης έπαιρνε τώρα ο τακτικός στρατός των Οθωμανών. Αμέτρητες σειρές από Αλοφατζήδες (ουλουφατζήδες), από Καρίπηδες, από Δελήδες από Μποσταντζήδες και φυσικά από Σπάχηδες , εφορμούσαν προς τα τείχη. Ήταν ξεκούραστοι και ήθελαν να αποδείξουν ότι δίκαια άνηκαν στον τρομερό στρατό του Σουλτάνου. Από την άλλη οι υπερασπιστές άρχιζαν να καταβάλλονται από την κούραση. Και ο Σουλτάνος δεν τους άφησε ούτε λεπτό για να ξεκουραστούν. “Κουράγιο αδέρφια” Βροντοφώναξε ο Αυτοκράτορας από τα τείχη. “’Ότι έπαθαν οι προηγούμενοι θα πάθουν και αυτοί.”Και πράγματι έτσι έγινε. Επί τρεις ώρες οι υπερασπιστές έκοβαν όπως ο ξυλοκόπος τα δέντρα, το νήμα της ζωής των χιλιάδων Οθωμανών στρατιωτών. Τρεις ώρες μάχης σώμα με σώμα που εάν υπολογίσουμε και τις προηγούμενες, συνολικά οι υπερασπιστές των τειχών πολεμούσαν 6 ώρες αδιάκοπτα. Έξη ώρες να σηκώνουν και να κατεβάζουν συνέχεια ένα βαρύ σπαθί και να μακελεύουν…
Η κούραση άρχισε να τους καταβάλει. Αυτή τη φορά όμως οι απώλειες ήταν μεγάλες. Ο τακτικός στρατός του Σουλτάνου δεν πολεμούσε με αυτοσχέδια σπαθιά, ρόπαλα και τσουγκράνες. Είχε όπλα και πανοπλίες σχεδόν εφάμιλλες με τους Βυζαντινούς και τους Λατίνους. Η άμυνα της Πόλης κρεμόταν σε μια κλωστή. Δεν ήταν λίγοι οι υπερασπιστές που βρήκαν τον θάνατο κατατρυπημένοι από τους εχθρούς, απλά και μόνο επειδή δεν μπορούσαν να σηκώσουν άλλο το σπαθί τους από την κούραση. Τα αυτιά όλων κόντευαν να σπάσουν. Τα τύμπανα δεν είχαν σταματήσει λεπτό. Το ίδιο και οι καμπάνες. Οι κλαγγή των όπλων και οι εκρήξεις μαζί με τις κραυγές των πολεμιστών δημιουργούσαν ένα σκηνικό κολάσεως.Γλυκοχάραζε και ο θεός φαινόταν ότι δεν είχε αποφασίσει σε ποιόν θα έδινε τη νίκη. Η πεδιάδα του Λύκου ήταν τώρα ένας λασπότοπος γεμάτος αίματα και χιλιάδες πτώματα. Κάπου κάπου κάποιος τραυματίας εκλιπαρούσε για λύτρωση. Κομμένα μέλη, κομμένα κεφάλια, ανθρώπινες ακαθαρσίες. Η μυρωδιά του θανάτου.Ο Σουλτάνος άρχισε να νιώθει άβολα. Η αποτυχία του έκλεινε πονηρά το μάτι. Η Πόλη απέναντι του όχι μόνο άντεξε αλλά και διέλυσε μεγάλο μέρος του στρατού του. Έβλεπε ήδη με τη φαντασία του, τους “Μουγκούς” να τον πνίγουν κάποιο βράδυ στον ύπνο του, με μεταξωτό κορδόνι. Διέταξε και το δεύτερο κύμα να υποχωρήσει και έστρεψε το κατασκότεινο πρόσωπο του προς τον Αγά των Γενιτσάρων που στεκόταν πίσω και αριστερά του. Θα τα έπαιζε όλα για όλα. Ή θα κέρδιζαν οι γενίτσαροι του ή θα τον περίμενε ο θάνατος και η ατίμωση.
“Είμαι ένας από εσάς” είπε στον Αγά. Εκείνος υποκλίθηκε βαθιά και έσπευσε να δώσει τις εντολές του. Οι Γενίτσαροι ήταν έτοιμοι να εφορμήσουν. Σαν σκυλιά που με αλυσίδα τα κρατά ο κύριος τους και τώρα τα άφησε κάλυπταν τρέχοντας την απόσταση μέχρι τα τείχη. Οι εκκλησίες πλέον δεν χτυπούσαν τις καμπάνες τους. Από το στρατόπεδο του Τούρκου αυθέντη δεν ακούγονταν τύμπανα. Επικρατούσε μια νεκρική σιγή που τσάκιζε τα νεύρα. Όλοι στα τείχη βαστούσαν την ανάσα τους. Οι Γενίτσαροι έτρεχαν σκυφτοί. Κοίταζαν μόνο μπροστά. Δεν φώναζαν, ούτε ούρλιαζαν όπως οι προηγούμενοι. Το θεωρούσαν υποτιμητικό. Απλά έτρεχαν.«Αυτοί είναι οι τελευταίοι, αδέρφια μου» φώναξε ο αυτοκράτορας από ψηλά. «Κρατήστε τις θέσεις σας, μην λιγοψυχάτε τώρα». Οι Γενίτσαροι πέρασαν την τάφρο, πέρασαν και το Μικρό τείχος και έφτασαν κάτω από το Μέγα τείχος. Έστησαν με ταχύτητα τις σκάλες τους. Από ψηλά οι υπερασπιστές άδειαζαν καυτό λάδι, και πετούσαν πέτρες προς τα κάτω. Οι Γενίτσαροι ένας προς έναν συναντούσαν τιμημένα τον δημιουργό τους. Κανείς τους δεν φώναζε. Κανείς τους δεν ούρλιαζε. Και όποιος πέθαινε αμέσως κάποιος άλλος έπαιρνε τη θέση του…Είναι η στιγμή που ο χρόνος σταματάει… Είναι η στιγμή που μια αυτοκρατορία πεθαίνει…Είναι η στιγμή που χίλια και βάλε χρόνια περνάνε στο παρελθόν. Η μοίρα λες και αμφιταλαντευόταν τόσες ώρες, αποφάσισε να δώσει τη νίκη στους Οθωμανούς. Εξάλλου η έκπληξη θα ήταν εάν η Πόλη δεν έπεφτε…Έπεσε με τρία απλά μοναδικά στην ιστορία γεγονότα που έκριναν τα πάντα.Ο Μεχμέτ έβλεπε τους Γενίτσαρους του να τσακίζονται σωρηδόν πάνω από τα τείχη. Η Βασιλεύουσα δεν έπεφτε. Έτριψε τον σβέρκο του. Ήξερε τη μοίρα του. Ετοιμάστηκε να σημάνει υποχώρηση. Τότε συνέβησαν σχεδόν ταυτόχρονα τρία μοιραία για το Βυζάντιο γεγονότα.
Στη Βόρεια πλευρά του τείχους. Κάτω σχεδόν από το παλάτι των Βλαχερνών σε μια μικρή γωνιά του που κάνει ο τοίχος βρίσκεται ένα πορτάκι. Μια μικρή πόρτα ξύλινη, που κάποτε οι αυτοκράτορες χρησιμοποιούσαν όταν έβγαιναν για κυνήγι στο δάσος του Βελιγραδίου. Το πορτάκι σχεδόν δεν φαίνεται ακόμη και εάν κάποιος είναι πολύ κοντά. Οι πολιορκημένοι πολλές φορές το είχαν χρησιμοποιήσει στις εφόδους τους. Έβγαιναν μέχρι και 50 και ταχύτατα με τα άλογα τους σάρωναν όποιον Οθωμανό στρατιώτη έβρισκαν. Μετά σαν φαντάσματα έμπαιναν πάλι από την πόρτα αυτή την ασφάλιζαν και έπαιρναν τις θέσεις τους στα τείχη.
Με κάποιο τρόπο «μαγικό» η πόρτα, αυτή την μοιραία στιγμή βρέθηκε ανοιχτή. Την ξέχασαν καθώς επέστρεφαν μετά από κάποια επιδρομή οι Βυζαντινοί; Κάποιο χέρι από μέσα που ήθελε να μπουν οι Οθωμανοί, την ξεκλείδωσε; Κανείς δεν ξέρει , ούτε θα μάθει ποτέ. Από την πόρτα μπήκαν κάποιοι Γενίτσαροι οι οποίοι έγιναν αντιληπτοί σχεδόν αμέσως από τους Βυζαντινούς. Με άλογα και πεζή, οι υπερασπιστές έπεσαν πάνω τους και τους εξολόθρευσαν. Ένας από εκείνους όμως κατάφερε να σκαρφαλώσει στο τείχος και να τοποθετήσει τη σημαία του Σουλτάνου. Η σημαία δεν κατέβηκε…Την ίδια στιγμή σαν να έπαιζε ένα παιχνίδι η μοίρα, ο Πρωτοστράτορας, ο άνθρωπος που ουσιαστικά μαζί με τον αυτοκράτορα κρατούσε την Πόλη, τραυματίζεται. Ο Ιουστινιάνης είδε μέσα από την κατάμαυρη πανοπλία του να ξεπηδά αίμα. Κάποιο βόλι ή τόξο καρφώθηκε χαμηλά στην κοιλιά του. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος και όσο περνούσε η ώρα ο Ιουστινιάνης σφάδαζε. Οι σύντροφοι του, άφησαν τις θέσεις τους στις πολεμίστρες και έτρεξαν να προστατεύσουν τον ηγέτη τους. Από τα τείχη έφυγε η ελίτ της άμυνας οι σιδερόφραχτοι ιππότες του Γενουάτη γίγαντα. Οι γενίτσαροι συνέχιζαν να ανεβαίνουν… Ο Πρωτοστράτορας φώναξε στον Κωνσταντίνο να του πετάξει τα κλειδιά της Πύλης για να φύγει. «Αδελφέ» απάντησε με αγωνία από ψηλά ο Παλαιολόγος «άντεξε λίγο ακόμη σε παρακαλώ». Ο Ιουστινιάνης σε κρίση πανικού και φρικτού πόνου ούρλιαξε: «Πέταξε μου τα κλειδιά ανάθεμα με. Πεθαίνω δεν το βλέπεις;». Ο αυτοκράτορας υποχώρησε και πέταξε τα κλειδιά. Οι πιστοί σύντροφοι του Ιουστινιάνη άφησαν τα τείχη και κρατώντας τον στα χέρια έτρεξαν προς τα 2 πλοία που τους περίμεναν στο λιμάνι. Οι Βυζαντινοί ήταν πλέον μόνοι τους. Αργότερα πολλοί κατηγόρησαν τον Ιουστινιάνη ότι λιγοψύχησε και για ένα μικρό τραυματισμό έφυγε. Η πραγματικότητα είναι όμως εντελώς διαφορετική. Ο Ιουστινιάνης σε όλες τις ημέρες της πολιορκίας, ποτέ δεν δείλιασε, ποτέ δεν έκανε πίσω. Πρώτος δίπλα στον Κωνσταντίνο απωθούσε τους Οθωμανούς. Ευκαιρίες να φύγει είχε πολλές. Και μάλιστα να αλλάξει και στρατόπεδο γεμίζοντας τις τσέπες του με χρυσάφι. Δεν το έκανε. Έμεινε στις επάλξεις. Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης πέθανε τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου, όταν τα 2 πλοία του έδεσαν στη Χίο. Κάποιοι ιστορικοί, σύγχρονοι της Αλώσεως μιλούν ανοιχτά ότι το βόλι που τον βρήκε τον πέτυχε από πίσω. Το βόλι δεν ήταν Τούρκικο…
Στον τάφο του στην εκκλησία του Αγίου Δομίνικου στη Χίο αναγραφόταν στα Λατινικά: “Ένθαδε κείται Ιωάννης Ιουστινιάνης, ανήρ περικλεής και πατρίκιος Γενουήσιος εκ των Μαονέων της Χίου, όστις, κατά την εκστρατείαν του βασιλέως των Τούρκων Μωάμεθ εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως, μεγαλοψύχως ηγεμονεύων παρά το γαληνοτάτω Κωνσταντίνω, τελευταίω των ανατολικών Χριστιανών αυτοκρατόρι, θανασίμως πληγωθείς απέθανε.”Το τρίτο περιστατικό που συνέβη σχεδόν ταυτόχρονα με τα άλλα δύο ήταν και αυτό καθοριστικό. Την ίδια στιγμή λοιπόν που στις επάλξεις κυμάτισε για πρώτη φορά το μπαϊράκι του Σουλτάνου, την ίδια στιγμή που ο Πρωτοστράτωρας τραυματίστηκε και αποχώρησε, μια ομάδα Γενιτσάρων, καθοδηγούμενη από τον Καφέρ Μπέη, σκαρφάλωσε στα τείχη και πάτησε το πόδι της κάτω από τον Άγιο Ρωμανό. Εκεί κάποιος θηριώδης Γενίτσαρος που πλέον από τους Τούρκους θεωρείται ήρωας, ο Χασάν από το Ουλουμπάτ (Ουλουμπατλί Χασάν τον φώναζαν) συνοδευόμενος από μια ομάδα 30 συντρόφων του κατάφερε να προχωρήσει κατά μήκος στις επάλξεις, απωθώντας τους παραπαίοντες αμυνόμενους. Με μια σημαία του Σουλτάνου Μεχμέτ στο αριστερό και ένα τεράστιο κυρτό σπαθί στο δεξί χέρι, κράτησε για λίγα λεπτά τη θέση του περικυκλωμένος από Βυζαντινούς. Οι άλλοι γενίτσαροι που τον είδαν εμπνεύστηκαν από το θάρρος του και όρμησαν με περισσότερη λύσσα κατά των υπερασπιστών. Ο γιγαντιαίος γενίτσαρος κάρφωσε τη σημαία του Ισλάμ στα τείχη της Βασιλεύουσας των χριστιανικών πόλεων. Σύντομα οι αμυνόμενοι ανασυντάχτηκαν και με ομοβροντία από βέλη, πέτρες και ακόντια έριξαν κάτω τους 30 Γενίτσαρους και κύκλωσαν τον Χασάν. Με κόκκινα μάτια από την ένταση της μάχης του επιτέθηκαν, τον γονάτισαν και στην κυριολεξία τον κομμάτιασαν. Τα ελάχιστα λεπτά που άντεξε όμως ήταν αρκετά για ακόμη περισσότερους γενίτσαρους να σκαρφαλώσουν στα τείχη. Η μάχη είχε κριθεί. Ο Σουλτάνος που παρακολουθούσε πλέον από κοντά τη μάχη, ενώ είχε σηκώσει το χέρι να σημάνει υποχώρηση, είδε με το έμπειρο μάτι του την αναταραχή στις γραμμές των υπερασπιστών. Αντί για υποχώρηση έδωσε εντολή όλες οι δυνάμεις να πέσουν στο σημείο εκείνο. Σαν πλημμυρίδα χιλιάδες άνδρες άρχισαν να εισβάλλουν στον θύλακα που ο Σουλτάνος υπέδειξε. Οι αμυνόμενοι υποχώρησαν υπό το βάρος του αριθμού των επιτιθεμένων. Σε ένα τέταρτο 30.000 Οθωμανοί ανέβηκαν στα τείχη. Τώρα όλοι ούρλιαζαν απόκοσμα και έσφαζαν όποιον συναντούσαν. Η Πόλις Εάλω. Η υποχώρηση έγινε πανικός.
Πύλη Αγίου Ρωμανού πρωινό 29 Μαΐου 1453
Το πρόσωπο του Αυτοκράτορα είχε μεταβληθεί σε μια μάσκα πόνου. Δεν πίστευε και ο ίδιος πόσο γρήγορα και ξαφνικά ανατράπηκε η κατάσταση. Οι Οθωμανοί έμπαιναν πλέον από παντού. Μέσα στον πανικό και τον χαμό ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν αδύνατον να κάνει το παραμικρό. Έστρεψε το πρόσωπο του προς τα πίσω. Έβλεπε από ψηλά την αγαπημένη του πόλη να ψυχορραγεί. “Όλα τελείωσαν λοιπόν” σκέφτηκε και πρόσταξε την φρουρά του να αποχωρήσουν. Με ψυχραιμία κατέβηκε από τον Άγιο και μπήκε στην Πόλη. Τον συνόδευαν οι καλοί του φίλοι , Ο Ιωάννης Δαλματός, ο Δον Φρανσίσκο ντε Τολέδο, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Καντακουζηνός. Έτρεχαν στα στενά δρομάκια της Πόλης. “Άρχοντα μου θα ήταν συνετό να αποφύγουμε τους μεγάλους δρόμους για να φτάσουμε στο λιμάνι” τον συμβούλεψε ο Θεόφιλος. Οι σφαγές οι λεηλασίες, οι βιασμοί, οι κλεψιές είχαν ξεκινήσει και τα ουρλιαχτά του κόσμου και οι απεγνωσμένες επικλήσεις για βοήθεια έκαναν τον Αυτοκράτορα να σταθεί. “Δεν φεύγω” είπε. “ Η πόλη μου πεθαίνει και μαζί της θα πεθάνω και εγώ”. Από κάποια σκιερή γωνία ξεπρόβαλε τρέχοντας μια πολυάριθμη ομάδα γενιτσάρων που είχε επιδοθεί σε ανελέητο πλιάτσικο και δολοφονίες. Κοντοστάθηκαν μόλις είδαν τους 5 αρματωμένους άνδρες. Ο Αυτοκράτορας της Νέας Ρώμης, ο αυτοκράτορας της Βασιλεύουσας δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Ξεθήκωσε το σπαθί του και όρμησε. Πίσω του οι σύντροφοι του έκαναν το ίδιο. Όπως η φωτιά καίει τα δάση, έτσι και ο Κωνσταντίνος θέριζε τους Γενίτσαρους. Δεχόταν χτυπήματα αλλά παρέμενε όρθιος. Σε λίγα λεπτά οι 4 σύντροφοι του κείτονταν νεκροί. Είχε περικυκλωθεί. Η πανοπλία και ο μανδύας του ήταν μέσα στα αίματα. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα. Όχι από πόνο. Δάκρυα για τον χαμό της θεοφύλακτης Πόλης. Ο Κωνσταντίνος ζύγισε το σπαθί στο κουρασμένο του χέρι.”΄Δεν υπάρχει ένας Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;” φώναξε και όρμησε για δεύτερη φορά. Δέχτηκε από πίσω ένα δυνατό χτύπημα. Όλα μαύρισαν στα μάτια του. Κατέρρευσε . Οι γενίτσαροι έπεσαν πάνω του…Κανείς ποτέ δεν τον ξαναείδε…Ο Οθωμανός ιστορικός Ορούχ, έγραψε αργότερα: “Ο άμοιρος αυτοκράτορας ήταν 49 ετών όταν πέθανε. Όποιες και αν ήταν οι συνθήκες του θανάτου του, φαίνεται ότι προσπάθησε μέχρι και την τελευταία στιγμή να κρατήσει τη φλόγα του Βυζαντίου αναμμένη. Ο κυβερνήτης της Ιστανμπούλ ήταν γενναίος και δεν ζήτησε έλεος. Ήταν ένας άξιος αντίπαλος”Οι δρόμοι της Κωνσταντινούπολης γλιστρούσαν από το αίμα που έρεε. Τα κομμένα κεφάλια μέσα στο λιμάνι, έμοιαζαν καρπούζια στον πάγκο του μανάβη. Τόσα πολλά ήταν. Στον κεράτιο σε ένα Πύργο 40 κρητικοί τοξότες είχαν ταμπουρωθεί και δεν έκαναν πίσω. Κάθε προσπάθεια των Οθωμανών να καταλάβουν τον Πύργο, αποτύγχανε. Οι κρητικοί ήταν λιοντάρια. Η Πόλη είχε πέσει αλλά οι Κρητικοί δεν παραδίδονταν. Ο Μεχμέτ το έμαθε. Θαύμασε την αντρειοσύνη τους. Η εντολή του ήταν σαφής: “ Αφήστε τους να φύγουν. Αφήστε τους τιμητικά να πάρουν μαζί τους και τη σημαία τους. Όποιος τολμήσει να πειράξει έστω και έναν από αυτούς θα θανατωθεί. Δώστε τους και ένα πλοίο. Το αξίζουν…”
Αγία Σοφία πρωινό 30ης Μαΐου 1453
Ο Μεχμέτ ήταν έξαλλος. Άφριζε στην κυριολεξία από το κακό του. Όταν βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση ακόμη και η προσωπική του φρουρά φρόντιζε να μην βρίσκεται στο οπτικό του πεδίο. Δεν το είχε σε τίποτε να διατάξει τον αποκεφαλισμό όποιου ανθρώπου ήταν δίπλα του, την λάθος ώρα. Σύμφωνα με τους ιερούς νόμους του Ισλάμ εάν μια πόλη επαρεδίδετο τότε τα στρατεύματα, την καταλάμβαναν αναίμακτα και απαγορευόταν να αγγίξουν την περιουσία αλλά και τους ανθρώπους της. Εάν μια πόλη αρνείτο να παραδοθεί και τα στρατεύματα την καταλάμβαναν εξ εφόδου τότε οι στρατιώτες επί 3 ημέρες είχαν δικαίωμα να κάνουν ότι θέλουν στους ανθρώπους και την περιουσία τους. Να την οικειοποιηθούν να πάρουν σκλάβους, να πάρουν χρυσάφια και κοσμήματα. Οτιδήποτε, αλλά για 3 ημέρες. Η Κωνσταντινούπολη ήταν στη δεύτερη περίπτωση. Όμως εάν ο Μεχμέτ άφηνε τους άνδρες τους για τρεις ημέρες, εκείνοι θα ισοπέδωναν την Πόλη. Δεν θα έβρισκε τίποτε όρθιο. Ο Μεχμέτ αποφάσισε να μην περιμένει να περάσει το τριήμερο. “Μπαίνουμε μέσα” είπε στον Βεζίρη του και λίγη ώρα αργότερα μια τεράστια πομπή περπατούσε στους δρόμους της Βασιλεύουσας. Πρώτος πάνω στο λευκό του άλογο ήταν ο Μεχμέτ, ζωσμένος με το σπαθί του Οσμάν. Έφτασε έξω από την Αγία Σοφία. Από μέσα οι κραυγές του κόσμου ήταν ανατριχιαστικές. Ξέζεψε και πεζή έφτασε στην είσοδο. Με αργές κινήσεις έσκυψε και πήρε μια χούφτα χώμα από το έδαφος. Έριξε το χώμα πάνω στο τουρμπάνι του, ως πράξη ταπεινότητας απέναντι στον θεό. Ο Μεχμέτ μπήκε από την είσοδο και μονολογούσε το ποίημα ενός Πέρση ποιητή: “ Η αράχνη υφαίνει τον ιστό της και η κουκουβάγια κρώζει στους οίκους του Αφραστάβ…” Είδε το εσωτερικό της εκκλησιάς ασφυκτικά γεμάτο. Όσοι είχαν προστρέξει εκεί για να σωθούν είχαν αλυσοδεθεί και ήταν έτοιμοι για τα σκλαβοπάζαρα. Πολλοί κείτονταν νεκροί. Αίμα έρεε στα πλακάκια του Οίκου του Θεού. Κάποιοι γενίτσαροι συνέχιζαν να ξηλώνουν τα μάρμαρα, συνέχιζαν να χαλάνε τις χρυσοποίκιλτες εικόνες. Ο Μεχμέτ έγινε έξαλλος. Πλησίασε έναν γενίτσαρο που ξήλωνε κάποια μάρμαρα “Γιατί τα χαλάς” τον ρώτησε με φωνή που έτρεμε. “Για την πίστη μας Σουλτάνε μου” απάντησε εκείνος. Με το βαρύ μεταλλικό κοντάρι του τον χτύπησε με όλη του τη δύναμη στο κεφάλι. . Το κρανίο άνοιξε σαν τριαντάφυλλο και υγρά με αίμα άρχισαν να χύνονται. “ΤΕΛΟΣ” βροντοφώναξε ο Μεχμέτ “Κανείς και ποτέ δεν θα παραβιάζει διαταγή δική μου. Σας είπα ότι τα κτίρια μου ανήκουν”
Στη συνέχεια ήρεμος έδωσε εντολή να μπουν μέσα οι ιερείς του Ισλάμ. Σε λίγη ώρα στην Αγία Σοφία θα τελούταν η πρώτη προσευχή στον Αλλάχ…
ΘΡΥΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ... πάλι με χρόνια με καιρούς...
Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Στη συνοικία Φατίχ της Κωνσταντινούπολης βρίσκεται το Γκιουλ τζαμί, το οποίο στεγάζεται στον πρώην βυζαντινό ναό της Αγίας Θεοδοσίας, τον οποίο οι Οθωμανοί μετέτρεψαν σε τέμενος μετά την Άλωση. Ήταν πολύ αγαπητή η Αγία Θεοδοσία στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, γι αυτό στις 29 Μαΐου κάθε χρόνο, ημερομηνία που γιορτάζεται η μνήμη της, είχαν τη συνήθεια να στολίζουν τον ναό με τριαντάφυλλα.
ΤΟ ΑΝΑΜΜΕΝΟ ΚΑΝΤΗΛΙ
Όπως και τις άλλες χρονιές, έτσι και το 1453, από την παραμονή της γιορτής οι πιστοί κατέκλυσαν τον ναό της Αγίας Θεοδοσίας με ρόδα. Μόνο που αυτή τη σημαδιακή χρονιά ήταν τόσα πολλά τα λουλούδια που δεν χωράει ο νους του ανθρώπου. Εκείνη τη μοιραία νύχτα πλήθη ανθρώπων προσεύχονταν γονατιστοί μέσα στην εκκλησία για τη σωτηρία της Πόλης, ενώ έξω ακούγονταν απόκοσμα τα τύμπανα του πολέμου. Τα χτυπούσαν οι Τούρκοι μπροστά στα τείχη πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά, προαναγγέλλοντας την τελική επίθεση. Το πρωί της 29ης Μαΐου, την ώρα που έβγαινε ο ήλιος, η Πόλη έπεσε. Οι Τούρκοι στρατιώτες που σάρωναν τα σοκάκια της πόλης αλαλάζοντες, εισέβαλαν κάποια στιγμή και στον ναό της Αγίας Θεοδοσίας. Μπροστά στη θέα των αμέτρητων τριαντάφυλλων σταμάτησαν έκθαμβοι και πολλοί αναφώνησαν: «Γκιουλ τζαμί, Γκιουλ τζαμί!». Καθώς στα τούρκικα η λέξη γκιουλ σημαίνει τριαντάφυλλο και η λέξη τζαμί εκκλησία, προφανώς είπαν με θαυμασμό: «Να η εκκλησία των ρόδων!». Οι Έλληνες της Πόλης, από την εποχή της Άλωσης μέχρι σήμερα, έχουν συνδέσει αυτό το τζαμί με τον τάφο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Λένε ότι σ’ ένα χορταριασμένο οικόπεδο εκεί κοντά υπάρχει ένα ανοιχτό μνήμα με μια πέτρα στο προσκέφαλό του, που πιθανόν ανήκει στον αυτοκράτορα. Επί αιώνες βλέπανε το καντήλι του τάφου να καίει και δεν τολμούσαν να ρωτήσουν ποιοι το ανάβουν. Μερικοί λένε ότι ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Πορθητής είχε δώσει τη διαταγή να μην σβήσει ποτέ η φλόγα του καντηλιού και τα έξοδα του λαδιού να πληρώνονται για πάντα από το δικό του θησαυροφυλάκιο. Ο θρύλος με το Γκιουλ τζαμί δεν τελειώνει εδώ, απεναντίας, γίνεται συνεχώς και πιο συναρπαστικός. Στο προαύλιο του τζαμιού υπάρχει ένας τάφος κάποιου «Γκιουλ Μπαμπά», ο οποίος ανήκει σε κάποια άγια μορφή των μουσουλμάνων. Υπάρχουν πολλοί που συνδέουν κι αυτόν τον τάφο με τον τελευταίο αυτοκράτορα, ο οποίος όπως λένε μπορεί να θάφτηκε εκεί ακέφαλος, αφού το κεφάλι του με διαταγή του σουλτάνου εκτέθηκε για μερικές μέρες σε κοινή θέα επάνω σ’ ένα κίονα κοντά στην Αγία Σοφία. Αν αληθεύει ότι ο σουλτάνος έδωσε στους Έλληνες το σώμα του αυτοκράτορα για ταφή, το πιθανότερο είναι αυτοί να το έθαψαν στον χώρο του ναού της Αγίας Θεοδοσίας που γιόρταζε εκείνες τις ημέρες. Πώς όμως μπορεί να πιστοποιηθεί αυτό; Ποιος θα διανοείτο να ζητήσει το άνοιγμα του τάφου ενός μουσουλμάνου αγίου για να διερευνηθεί αν περιέχει έναν ακέφαλο σκελετό;
Ο 13ος ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Η σπουδαιότερη μαρτυρία που συνδέει το Γκιουλ τζαμί με την πιθανότητα να έχει ταφεί σ’ αυτό μια σημαντικότατη προσωπικότητα των Βυζαντινών, προέρχεται από τη σπουδαία βυζαντινολόγο Μαρία Θεοχάρη, αδελφή του αείμνηστου ακαδημαϊκού Περικλή Θεοχάρη. Η εξαιρετική αυτή επιστήμονας, κατόρθωσε πριν από λίγα χρόνια να κατεβεί στο υπόγειο του Γκιουλ τζαμί, όπου έκπληκτη αντίκρισε με τα ίδια της τα μάτια ένα τάφο με την ελληνική επιγραφή: «Ενθάδε κείται ο 13ος Απόστολος». Της επέτρεψαν να φτάσει εκεί επειδή ήταν καθηγήτρια σε ιταλικό πανεπιστήμιο και την πέρασαν για Ιταλίδα. Αμέσως αναρωτήθηκε σε ποιο σπουδαίο πρόσωπο ανήκει αυτός ο τάφος. Με δεδομένο ότι έτσι είχε χαρακτηριστεί πριν από πολλούς αιώνες και ο Μέγας Κωνσταντίνος, ποιος μεταγενέστερος δικαιούται έναν τόσο τιμητικό τίτλο; Γιατί ο τάφος βρίσκεται στο υπόγειο και όχι σε εμφανές σημείο σε εξωτερικό χώρο; Γιατί αυτοί που τον έθαψαν δεν χάραξαν το πραγματικό όνομα του νεκρού στην επιγραφή; Ήθελαν κάποιους να παραπλανήσουν ή κάτι να υπονοήσουν; Η αείμνηστη Μαρία Θεοχάρη σπούδασε αρχαιολογία, βυζαντινή τέχνη και μουσειογραφία σε Αθήνα, Σορβόννη, Λούβρο και Μόναχο, ενώ δίδαξε βυζαντινή εικονογραφία στο Μπάρι και τη Ραβένα της Ιταλίας. Επίσης χάρισε τη βιβλιοθήκη της, που περιείχε 3.000 τόμους και αντικείμενα ιστορικής αξίας, στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας. Τέλος, είναι αυτή που μετά από επισταμένη έρευνά της στο San Lorenzo in Campio της Ιταλίας, οδήγησε στην ανεύρεση και επιστροφή στη Θεσσαλονίκη των λειψάνων του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου. Κατά συνέπεια είναι απόλυτα αξιόπιστη η μαρτυρία της, την οποία μάλιστα φρόντισε να τεκμηριώσει, από τον φόβο μήπως κάποιοι μισαλλόδοξοι καταστρέψουν τον τάφο.
ΤΟ ΑΝΑΜΜΕΝΟ ΚΑΝΤΗΛΙ
Όπως και τις άλλες χρονιές, έτσι και το 1453, από την παραμονή της γιορτής οι πιστοί κατέκλυσαν τον ναό της Αγίας Θεοδοσίας με ρόδα. Μόνο που αυτή τη σημαδιακή χρονιά ήταν τόσα πολλά τα λουλούδια που δεν χωράει ο νους του ανθρώπου. Εκείνη τη μοιραία νύχτα πλήθη ανθρώπων προσεύχονταν γονατιστοί μέσα στην εκκλησία για τη σωτηρία της Πόλης, ενώ έξω ακούγονταν απόκοσμα τα τύμπανα του πολέμου. Τα χτυπούσαν οι Τούρκοι μπροστά στα τείχη πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά, προαναγγέλλοντας την τελική επίθεση. Το πρωί της 29ης Μαΐου, την ώρα που έβγαινε ο ήλιος, η Πόλη έπεσε. Οι Τούρκοι στρατιώτες που σάρωναν τα σοκάκια της πόλης αλαλάζοντες, εισέβαλαν κάποια στιγμή και στον ναό της Αγίας Θεοδοσίας. Μπροστά στη θέα των αμέτρητων τριαντάφυλλων σταμάτησαν έκθαμβοι και πολλοί αναφώνησαν: «Γκιουλ τζαμί, Γκιουλ τζαμί!». Καθώς στα τούρκικα η λέξη γκιουλ σημαίνει τριαντάφυλλο και η λέξη τζαμί εκκλησία, προφανώς είπαν με θαυμασμό: «Να η εκκλησία των ρόδων!». Οι Έλληνες της Πόλης, από την εποχή της Άλωσης μέχρι σήμερα, έχουν συνδέσει αυτό το τζαμί με τον τάφο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Λένε ότι σ’ ένα χορταριασμένο οικόπεδο εκεί κοντά υπάρχει ένα ανοιχτό μνήμα με μια πέτρα στο προσκέφαλό του, που πιθανόν ανήκει στον αυτοκράτορα. Επί αιώνες βλέπανε το καντήλι του τάφου να καίει και δεν τολμούσαν να ρωτήσουν ποιοι το ανάβουν. Μερικοί λένε ότι ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Πορθητής είχε δώσει τη διαταγή να μην σβήσει ποτέ η φλόγα του καντηλιού και τα έξοδα του λαδιού να πληρώνονται για πάντα από το δικό του θησαυροφυλάκιο. Ο θρύλος με το Γκιουλ τζαμί δεν τελειώνει εδώ, απεναντίας, γίνεται συνεχώς και πιο συναρπαστικός. Στο προαύλιο του τζαμιού υπάρχει ένας τάφος κάποιου «Γκιουλ Μπαμπά», ο οποίος ανήκει σε κάποια άγια μορφή των μουσουλμάνων. Υπάρχουν πολλοί που συνδέουν κι αυτόν τον τάφο με τον τελευταίο αυτοκράτορα, ο οποίος όπως λένε μπορεί να θάφτηκε εκεί ακέφαλος, αφού το κεφάλι του με διαταγή του σουλτάνου εκτέθηκε για μερικές μέρες σε κοινή θέα επάνω σ’ ένα κίονα κοντά στην Αγία Σοφία. Αν αληθεύει ότι ο σουλτάνος έδωσε στους Έλληνες το σώμα του αυτοκράτορα για ταφή, το πιθανότερο είναι αυτοί να το έθαψαν στον χώρο του ναού της Αγίας Θεοδοσίας που γιόρταζε εκείνες τις ημέρες. Πώς όμως μπορεί να πιστοποιηθεί αυτό; Ποιος θα διανοείτο να ζητήσει το άνοιγμα του τάφου ενός μουσουλμάνου αγίου για να διερευνηθεί αν περιέχει έναν ακέφαλο σκελετό;
Ο 13ος ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Η σπουδαιότερη μαρτυρία που συνδέει το Γκιουλ τζαμί με την πιθανότητα να έχει ταφεί σ’ αυτό μια σημαντικότατη προσωπικότητα των Βυζαντινών, προέρχεται από τη σπουδαία βυζαντινολόγο Μαρία Θεοχάρη, αδελφή του αείμνηστου ακαδημαϊκού Περικλή Θεοχάρη. Η εξαιρετική αυτή επιστήμονας, κατόρθωσε πριν από λίγα χρόνια να κατεβεί στο υπόγειο του Γκιουλ τζαμί, όπου έκπληκτη αντίκρισε με τα ίδια της τα μάτια ένα τάφο με την ελληνική επιγραφή: «Ενθάδε κείται ο 13ος Απόστολος». Της επέτρεψαν να φτάσει εκεί επειδή ήταν καθηγήτρια σε ιταλικό πανεπιστήμιο και την πέρασαν για Ιταλίδα. Αμέσως αναρωτήθηκε σε ποιο σπουδαίο πρόσωπο ανήκει αυτός ο τάφος. Με δεδομένο ότι έτσι είχε χαρακτηριστεί πριν από πολλούς αιώνες και ο Μέγας Κωνσταντίνος, ποιος μεταγενέστερος δικαιούται έναν τόσο τιμητικό τίτλο; Γιατί ο τάφος βρίσκεται στο υπόγειο και όχι σε εμφανές σημείο σε εξωτερικό χώρο; Γιατί αυτοί που τον έθαψαν δεν χάραξαν το πραγματικό όνομα του νεκρού στην επιγραφή; Ήθελαν κάποιους να παραπλανήσουν ή κάτι να υπονοήσουν; Η αείμνηστη Μαρία Θεοχάρη σπούδασε αρχαιολογία, βυζαντινή τέχνη και μουσειογραφία σε Αθήνα, Σορβόννη, Λούβρο και Μόναχο, ενώ δίδαξε βυζαντινή εικονογραφία στο Μπάρι και τη Ραβένα της Ιταλίας. Επίσης χάρισε τη βιβλιοθήκη της, που περιείχε 3.000 τόμους και αντικείμενα ιστορικής αξίας, στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας. Τέλος, είναι αυτή που μετά από επισταμένη έρευνά της στο San Lorenzo in Campio της Ιταλίας, οδήγησε στην ανεύρεση και επιστροφή στη Θεσσαλονίκη των λειψάνων του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου. Κατά συνέπεια είναι απόλυτα αξιόπιστη η μαρτυρία της, την οποία μάλιστα φρόντισε να τεκμηριώσει, από τον φόβο μήπως κάποιοι μισαλλόδοξοι καταστρέψουν τον τάφο.
Οι Τούρκοι πολιορκούν την Κωνσταντινούπολη View more presentations or Upload your own. |
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης View more presentations or Upload your own. ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΕΡ.Στο ντοκιμαντέρ που κυκλοφορεί σε DVD ξεδιπλώνονται με τον ανυπέρβλητο τρόπο του National Geographic, με δύναμη και καθαρότητα, τα συνταρακτικά γεγονότα που οδήγησαν στην Αλωση. Με εντυπωσιακό κινηματογραφικό υλικό από τη σύγχρονη Κωνσταντινούπολη, τη Βενετία, τη Φλωρεντία και αλλού, το DVD αναπλάθει και προβάλλει την ιστορική αλήθεια εκείνης της κοσμογονικής εποχής.
|