Πως οι Γάλλοι ανακάλυψαν το μολύβι για στρατηγικούς λόγους, την περίοδο που πολεμούσαν εναντίον της Αγγλίας, της Ισπανίας, της Πρωσίας και της Αυστρίας! Τι σημαίνουν τα γράμματα και ο αριθμοί πάνω στα μολύβια...
Το 1794, πέντε χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, η Γαλλία βρισκόταν σε πόλεμο, σχεδόν με τους πάντες στην Ευρώπη. Αγγλία, Ισπανία, Πρωσία και Αυστρία. Το χειρότερο ήταν, ότι οι Γάλλοι αντιμετώπιζαν ελλείψεις σε ένα πολύτιμο υλικό. Το μολύβι! Οι γραφίδες φτερού, βρώμιζαν και ήταν δύσχρηστες. Ειδικά για έναν στρατό που ήταν σε πόλεμο. Αν ένα μήνυμα έπρεπε να γραφτεί γρήγορα ή έπρεπε να σκιαγραφήσουν τις οχυρώσεις του εχθρού, το μολύβι ήταν ανεκτίμητο. ο εφευρέτης Νικολά Ζακ Κοντέ Ο εφευρέτης Νικολά Ζακ Κοντέ Όμως, ο γραφίτης που χρειαζόταν για τη μύτη του μολυβιού, προερχόταν κυρίως από την Αγγλία και την Πρωσία, που ήταν πλέον εχθροί της Γαλλίας. Με λιγοστά αποθέματα γραφίτη, και χωρίς τρόπο απόκτησης νέων, η Γαλλία αντιμετώπιζε μεγάλη έλλειψη σε μολύβια. Ο Γάλλος υπουργός πολέμου, αποφάσισε να στραφεί, στην επιδεξιότητα του ταλαντούχου εφευρέτη Νικολά – Ζακ Κοντέ. Η ιδέα του Κοντέ, ήταν να αυξήσει την διάρκεια ζωής του γραφίτη, θρυμματίζοντας μια μικρή ποσότητα σε λεπτή σκόνη και αναμιγνύοντας την με μια ακόμα ουσία. Ποια όμως θα μπορούσε να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα; Άλλοι εφευρέτες είχαν δοκιμάσει κόλλα ή ακόμη και λάδι φάλαινας, χωρίς αποτέλεσμα. Ο εφευρέτης πειραματίστηκε αδιάκοπα για οχτώ μέρες. Και το κατάφερε! Συνδύασε γραφίτη με άργιλο, πίεσε το μείγμα σε καλούπι και τέλος του έβαλε φωτιά σε ένα καμίνι. Το αποτέλεσμα; Δεκάδες μολύβια, από μια μικρή ποσότητα γραφίτη. Η νέα μέθοδος του Κοντέ, είχε μεγάλη επιτυχία. Πρόκειται, για τη μέθοδο που χρησιμοποιείται και σήμερα για την παρασκευή μολυβιών. Τον Ιανουάριο του 1795, ο Κοντέ απέκτησε τη γαλλική ευρεσιτεχνία και κάπως έτσι γεννήθηκε το σύγχρονο μολύβι! Ο ίδιος ανακάλυψε ότι η χρήση περισσότερου αργίλου δημιουργούσε σκληρότερο μολύβι, ενώ ο λιγότερος, μαλακότερο. Έτσι σχεδίασε 4 βαθμίδες μολυβιών. Από εκεί «κατάγεται» το μαθητικό μολύβι Νο 2!...
Ποιο μολύβι πρέπει να χρησιμοποιήσω; Η ποιότητα του μολυβιού διαχωρίζεται από τα γράμματα ή τους αριθμούς που είναι τυπωμένα στο πλάι του μολυβιού. Αυτά τα στοιχεία δείχνουν πόσο σκληρό ή πόσο μαλακό είναι το μολύβι. Τα πιο μαλακά μολύβια αφήνουν πιο σκούρο αποτύπωμα. Το HB είναι μολύβι μέσης σκληρότητας για πολλές χρήσεις. Το B υποδηλώνει πιο μαλακά μολύβια. Ένας αριθμός δίπλα στο B, όπως 2B ή 6B, υποδηλώνει πόσο μαλακό είναι. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο μαλακό είναι το μολύβι. Το H υποδηλώνει σκληρότερα μολύβια. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός—2H, 4H, 6H και ούτω καθεξής—τόσο σκληρότερο είναι το μολύβι. Το F υποδηλώνει λεπτή μύτη. Μερικές χώρες χρησιμοποιούν διαφορετικά συστήματα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγου χάρη, το μολύβι αριθμός 2 είναι το αντίστοιχο του HB. Σε αυτό το σύστημα, όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός, τόσο σκληρότερο είναι το μολύβι....
http://www.mixanitouxronou.gr
Το 1794, πέντε χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, η Γαλλία βρισκόταν σε πόλεμο, σχεδόν με τους πάντες στην Ευρώπη. Αγγλία, Ισπανία, Πρωσία και Αυστρία. Το χειρότερο ήταν, ότι οι Γάλλοι αντιμετώπιζαν ελλείψεις σε ένα πολύτιμο υλικό. Το μολύβι! Οι γραφίδες φτερού, βρώμιζαν και ήταν δύσχρηστες. Ειδικά για έναν στρατό που ήταν σε πόλεμο. Αν ένα μήνυμα έπρεπε να γραφτεί γρήγορα ή έπρεπε να σκιαγραφήσουν τις οχυρώσεις του εχθρού, το μολύβι ήταν ανεκτίμητο. ο εφευρέτης Νικολά Ζακ Κοντέ Ο εφευρέτης Νικολά Ζακ Κοντέ Όμως, ο γραφίτης που χρειαζόταν για τη μύτη του μολυβιού, προερχόταν κυρίως από την Αγγλία και την Πρωσία, που ήταν πλέον εχθροί της Γαλλίας. Με λιγοστά αποθέματα γραφίτη, και χωρίς τρόπο απόκτησης νέων, η Γαλλία αντιμετώπιζε μεγάλη έλλειψη σε μολύβια. Ο Γάλλος υπουργός πολέμου, αποφάσισε να στραφεί, στην επιδεξιότητα του ταλαντούχου εφευρέτη Νικολά – Ζακ Κοντέ. Η ιδέα του Κοντέ, ήταν να αυξήσει την διάρκεια ζωής του γραφίτη, θρυμματίζοντας μια μικρή ποσότητα σε λεπτή σκόνη και αναμιγνύοντας την με μια ακόμα ουσία. Ποια όμως θα μπορούσε να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα; Άλλοι εφευρέτες είχαν δοκιμάσει κόλλα ή ακόμη και λάδι φάλαινας, χωρίς αποτέλεσμα. Ο εφευρέτης πειραματίστηκε αδιάκοπα για οχτώ μέρες. Και το κατάφερε! Συνδύασε γραφίτη με άργιλο, πίεσε το μείγμα σε καλούπι και τέλος του έβαλε φωτιά σε ένα καμίνι. Το αποτέλεσμα; Δεκάδες μολύβια, από μια μικρή ποσότητα γραφίτη. Η νέα μέθοδος του Κοντέ, είχε μεγάλη επιτυχία. Πρόκειται, για τη μέθοδο που χρησιμοποιείται και σήμερα για την παρασκευή μολυβιών. Τον Ιανουάριο του 1795, ο Κοντέ απέκτησε τη γαλλική ευρεσιτεχνία και κάπως έτσι γεννήθηκε το σύγχρονο μολύβι! Ο ίδιος ανακάλυψε ότι η χρήση περισσότερου αργίλου δημιουργούσε σκληρότερο μολύβι, ενώ ο λιγότερος, μαλακότερο. Έτσι σχεδίασε 4 βαθμίδες μολυβιών. Από εκεί «κατάγεται» το μαθητικό μολύβι Νο 2!...
Ποιο μολύβι πρέπει να χρησιμοποιήσω; Η ποιότητα του μολυβιού διαχωρίζεται από τα γράμματα ή τους αριθμούς που είναι τυπωμένα στο πλάι του μολυβιού. Αυτά τα στοιχεία δείχνουν πόσο σκληρό ή πόσο μαλακό είναι το μολύβι. Τα πιο μαλακά μολύβια αφήνουν πιο σκούρο αποτύπωμα. Το HB είναι μολύβι μέσης σκληρότητας για πολλές χρήσεις. Το B υποδηλώνει πιο μαλακά μολύβια. Ένας αριθμός δίπλα στο B, όπως 2B ή 6B, υποδηλώνει πόσο μαλακό είναι. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο μαλακό είναι το μολύβι. Το H υποδηλώνει σκληρότερα μολύβια. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός—2H, 4H, 6H και ούτω καθεξής—τόσο σκληρότερο είναι το μολύβι. Το F υποδηλώνει λεπτή μύτη. Μερικές χώρες χρησιμοποιούν διαφορετικά συστήματα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγου χάρη, το μολύβι αριθμός 2 είναι το αντίστοιχο του HB. Σε αυτό το σύστημα, όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός, τόσο σκληρότερο είναι το μολύβι....
http://www.mixanitouxronou.gr
Αρχαία Ενδύματα
Γενική εισαγωγή
Τα αρχαία υφάσματα προέκυπταν από τις βασικές πρώτες ύλες, ζωικές, φυτικές ή και μεταλλικές, με κυριότερες το μαλλί, το λινάρι και το μετάξι. Για την ύφανση των πρώτων αυτών υλών χρησιμοποιούνταν ο κάθετος αργαλειός με βάρη. Τα υφάσματα που προέκυπταν, ανάλογα με το είδος του ενδύματος για το οποίο προορίζονταν, ράβονταν με ραφίδες ή βελόνες, χάλκινες, σιδερένιες ή οστέινες. Σε αντίθεση με τη μινωική και τη μυκηναϊκή εποχή κατά τη διάρκεια των οποίων για την παραγωγή των ρούχων απαιτούνταν ειδικό ράψιμο και κόψιμο, από την αρχαϊκή εποχή και εξής τα ενδύματα είχαν ως βάση τους ένα ύφασμα σε ορθογώνιο σχήμα, έτσι όπως αυτό έβγαινε από τον αργαλειό ή άλλοτε περισσότερα κομμάτια ραμμένα μαζί.
Οι βασικοί τύποι των ελληνικών ενδυμάτων παρέμειναν ίδιοι για πάρα πολλούς αιώνες. Λόγω της απλής βασικής τους μορφής μπορούσαν να διαφοροποιηθούν εύκολα ως προς το διάκοσμο ή τον τρόπο που ήταν διπλωμένα ή ζωσμένα ανάλογα με τη μόδα της εποχής.
Τεχνικές κατασκευής
Οι βασικοί τύποι των αρχαίων ενδυμάτων ήταν οι εξής:
Πέπλος
Ο μάλλινος πέπλος,γυναικείο ένδυμα, διαμορφώνονταν μέσα από ένα ορθογώνιο ύφασμα το οποίο δεν χρειαζόταν καν να ραφτεί. Το ύφασμα διπλωνόταν στο ένα τρίτο περίπου του ύψους του μία φορά προς τα έξω σχηματίζοντας έτσι έναν υφασμάτινο όγκο, το απόπτυγμα, που έπεφτε προς τα έξω στην πλάτη και το στήθος. Η κλειστή πλευρά του υφάσματος βρισκόταν συνήθως στην αριστερή πλευρά του σώματος. Με πόρπες και περόνες καρφιτσώνονταν η επάνω παρυφή του υφάσματος με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργείται άνοιγμα για το λαιμό και το δεξιό βραχίονα. Στην αριστερή του πλευρά ο πέπλος είχε δύο παρυφές κάτω και τέσσερις επάνω στο ύψος του αποπτύγματος, το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως κάλυμμα κεφαλής. Ο πέπλος μπορούσε να φορεθεί επάνω από το χιτώνα.
Χιτώνας
Άλλος βασικός τύπος ενδύματος ήταν ο χιτώνας ο οποίος φοριόταν τόσο από άντρες, όσο και από γυναίκες και ήταν λινός. Και εδώ το αρχικό σχήμα του υφάσματος ήταν σωληνοειδές, συνήθως όμως χωρίς απόπτυγμα. Τα σημεία στο ύφασμα που ράβονταν, ήταν οι μακριές πλευρές καθώς και οι ώμοι. Έτσι ο χιτώνας σχημάτιζε μανίκια, τις χειρίδες, που ήταν κοντές και έφεραν κομβία. Ο χιτώνας με μανίκια ονομάζονταν χειριδωτός.
Διακρίνονται δύο είδη του αρχαίου χιτώνα: ο ένας, ο φαρδύς, ήταν ραμμένος στην επάνω παρυφή, αφήνοντας ανοίγματα για το κεφάλι και τους βραχίονες ή ήταν κλεισμένος με μία σειρά από μικρά κουμπιά (εικ. 11). Ο στενός χιτώνας απ' την άλλη ήταν εντελώς κλειστός στην επάνω πλευρά, με εξαίρεση το άνοιγμα για το κεφάλι, ενώ τα ανοίγματα για τους βραχίονες βρίσκονταν στο επάνω μέρος των πλαϊνών πλευρών.
Εάν τραβήξει κανείς στον φαρδύ χιτώνα το ύφασμα στο ύψος της μασχάλης προς τα επάνω, τότε δημιουργούνται ανάλογα με το φάρδος μεγάλα ή μικρά ανοίγματα που μοιάζουν με χειρίδες τα οποία στην επάνω πλευρά φέρουν ραφή ή σειρά κουμπιών. Στο στενό χιτώνα από την άλλη οι χειρίδες έπρεπε να ραφτούν ξεχωριστά.
Ο πέπλος και ο χιτώνας φοριόταν συχνά με ζώνη στη μέση. Οι γυναίκες μάζευαν αρκετό ύφασμα του χιτώνα πίσω, το οποίο έπεφτε πάλι προς τα κάτω σχηματίζοντας τον κόλπο. Στον κοντό αντρικό χιτώνα ένα τμήμα του υφάσματος περνούσε κάτω από το καβάλο από πίσω προς τα μπρος και κατόπιν στερεώνονταν στη ζώνη ώστε να σχηματίζεται κάτι σαν σόρτς. Ο χιτώνας όταν δεν ζώνονταν ονομάζονταν ορθοστάδιος, ενώ εάν έφτανε ως τα πέλματα ονομάζοντανποδήρης. Ο χιτώνας φοριόταν και από τους άντρες, ενώ αργότερα τον φορούσαν ηλικιωμένοι, ιερείς και στις γιορτές. Στην καθημερινή ζωή προτιμούσαν τον κοντό χιτώνα καθώς προσέφερε ελευθερία κινήσεων, ιδίως για τους οπλίτες και τους κυνηγούς. Ένα είδος χιτώνα ήταν ο ετερομάσχαλος ή εξωμίς με ακάλυπτο τον ένα ώμο, ρούχο που φοριόταν κυρίως από τους χειρωνάκτες.
Ιμάτιο
Χαρακτηριστικό ένδυμα της αρχαϊκής περιόδου ήταν και το λεγόμενο λοξό ιμάτιο από το 700 π.Χ. περίπου και εξής, γνωστό από τις αρχαϊκές Κόρες της Ακρόπολης. Το ιμάτιο ήταν ένα μακρύ ύφασμα που το περνούσαν κάτω από την αριστερή μασχάλη, το τύλιγαν γύρω από το στήθος και την πλάτη και το κούμπωναν πάνω από το δεξιό βραχίονα. Από την άλλη πλευρά έπεφτε ανοιχτό προς τα κάτω.
Το ιμάτιο μπορούσε επίσης να στερεώνεται συμμετρικά και να πέφτει ελεύθερο στην πλάτη, με τις δύο άκρες του που περνούσαν πάνω από τους ώμους προς τα εμπρός, να κρέμονται προς τα κάτω ή πάλι να τυλίγεται γύρω από τους γοφούς ή να καλύπτει τους γοφούς και η μία άκρη του να περνά επάνω από την πλάτη στον αριστερό ώμο και να πέφτει ελεύθερα προς τα μπρος. Το ιμάτιο φοριόταν από άντρες και γυναίκες.
Χλαμύδα
Η χλαμύδα ήταν αποκλειστικά ανδρικό ρούχο. Συνήθως ήταν πιο κοντή από το ιμάτιο. Το ύφασμα διπλωνόταν μία φορά καθέτως και στερεωνόταν στο δεξιό ώμο με πόρπη ή περόνη, ώστε να καλύπτεται ο αριστερός βραχίονας από την κλειστή πλευρά του υφάσματος, με το δεξιό τελείως ακάλυπτο. Η χλαμύδα ήταν περισσότερο ένδυμα των εφήβων, των ταξιδιωτών και των στρατιωτών.
Παρ' ότι η υφαντική ήταν μία βασική οικιακή δραστηριότητα, δεν έλειπαν και τα διάφορα εργαστήρια υφαντουργίας που παρήγαγαν πολυτελή υφάσματα, σε διάφορα χρώματα, αλλά και διακοσμημένα με περίτεχνα σχέδια. Ονομαστά ήταν για παράδειγμα τα διάφανα υφάσματα της Λακωνίας και του Τάραντα, τα πολυτελή της Κορίνθου, των Μεγάρων και της Μιλήτου.
Σε ορισμένες αρχαίες πόλεις υπήρχαν απαγορεύσεις σχετικά με το είδος των ενδυμάτων που έπρεπε να φοριούνται. Για παράδειγμα στις Συρακούσες μόνο οι εταίρες μπορούσαν να φορούν πολύχρωμα ρούχα. Ο Σόλων στην Αθήνα επέτρεπε η νύφη να έχει μέχρι τρία ενδύματα στην προίκα της, ενώ αυστηροί ήταν επίσης και οι κανονισμοί διαφόρων ιερών σε σχέση με την ενδυμασία.
Σε κάποιες περιπτώσεις η ελληνική ενδυμασία δεχόταν τις διάφορες επιδράσεις των βαρβαρικών ενδυμάτων, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τον κάνδυ στις απεικονίσεις του 5ου αι. στην Αθήνα, το μακρύ επανωφόρι με τις μακρές χειρίδες.
Στη Σπάρτη τα πολύχρωμα ρούχα ήταν χαρακτηριστικά των εταίρων, ενώ οι οπλίτες πολεμούσαν με πορφυρούς χιτώνες. Στη Βραυρώνα πάλι τα κορίτσια φορούσαν κροκωτούς χιτώνες, οι μέτοικοι στα Παναθήναια φορούσαν πορφυρά και οι Αθηναίοι λευκά. Οι ιερείς και οι ιέρειες φορούσαν συνήθως άζωστο χιτώνα και κάποτε από πάνω επενδύτη με πλούσια διακόσμηση, ρούχα λευκά, σπάνια πορφυρά. Οι Ελλανοδίκες στην Ολυμπία επίσης φορούσαν πορφυρά και στα Νέμεα σκούρα. Στις κηδείες φορούσαν μαύρο αλλά και χρώματα σκούρα, ενώ αντίθετα στο Άργος φορούσαν λευκά. Γενικότερα στην καθημερινή ζωή τα ενδύματα ήταν απλούστερα, γεγονός που εξαρτιόταν βέβαια και από το επάγγελμα. Οι χειρωνάκτες, οι άνθρωποι της υπαίθρου και οι δούλοι φορούσαν την εξωμίδα, οι αγρότες από πάνω φορούσαν τηνκατωνάκη με χοντρό μαλλί με παρυφή από προβιά, οι αλιείς τον φορμό από πλεκτή ψάθα και οι βοσκοί τη διφθέρα.
Βιβλιογραφία
Περιγραφή- Τεχνικές κατασκευής
Ο απλούστερος τύπος καλύμματος κεφαλής για τον ήλιο και τη σκόνη, ήταν το να τραβά κανείς το ιμάτιό του επάνω από το κεφάλι του. Σε ταξίδια και περιπάτους φορούσαν συνήθως ένα τσόχινο, πλατύγυρο καπέλο, κατά κανόνα ημισφαιρικού σχήματος, το λεγόμενο πέτασο.
Ο πίλος ήταν ένα κωνικό κάλυμμα χωρίς γείσο τον οποίο φορούσαν συνήθως οι τεχνίτες στη δουλειά. Στη Μακεδονία ήταν συνήθης ο πλατύς, επίπεδος σκούφος, η καυσία που αποτελούσε μέρος της εθνικής ενδυμασίας. Η καυσία στην υπόλοιπη Ελλάδα ήταν κάλυμμα των ναυτικών, των αγοριών και των απλών εργατών.
Ο πόλος, από ψάθα, ήταν ψηλό, κυλινδρικό κόσμημα κεφαλής μάλλον ανοιχτό από πάνω. Στην ελληνιστική περίοδο, συνηθισμένη ήταν η λεγόμενη θολία, επίπεδο στρογγυλό καπέλο με μικρό, κεντρικό, κωνικό σχήμα. Η μίτρα τέλος ήταν είδος υφασμάτινου σκούφου που απαντάται σε πολλές παραλλαγές και είτε σκέπαζε όλα τα μαλλιά, είτε άφηνε ελεύθερο ένα μέρος του κότσου.
Βιβλιογραφία
Blanck H., Εισαγωγή στην Ιδιωτική Ζωή των Αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004.
Προτεινόμενη Δραστηριότητα
Οδηγίες για το πως να φτιάξεις έναν πέπλο:
http://tmth.gr/sciencerelated/64-arxaia-elliniki-technology/377-arxaia-endymata-kai-ypodimata
Γενική εισαγωγή
Τα αρχαία υφάσματα προέκυπταν από τις βασικές πρώτες ύλες, ζωικές, φυτικές ή και μεταλλικές, με κυριότερες το μαλλί, το λινάρι και το μετάξι. Για την ύφανση των πρώτων αυτών υλών χρησιμοποιούνταν ο κάθετος αργαλειός με βάρη. Τα υφάσματα που προέκυπταν, ανάλογα με το είδος του ενδύματος για το οποίο προορίζονταν, ράβονταν με ραφίδες ή βελόνες, χάλκινες, σιδερένιες ή οστέινες. Σε αντίθεση με τη μινωική και τη μυκηναϊκή εποχή κατά τη διάρκεια των οποίων για την παραγωγή των ρούχων απαιτούνταν ειδικό ράψιμο και κόψιμο, από την αρχαϊκή εποχή και εξής τα ενδύματα είχαν ως βάση τους ένα ύφασμα σε ορθογώνιο σχήμα, έτσι όπως αυτό έβγαινε από τον αργαλειό ή άλλοτε περισσότερα κομμάτια ραμμένα μαζί.
Οι βασικοί τύποι των ελληνικών ενδυμάτων παρέμειναν ίδιοι για πάρα πολλούς αιώνες. Λόγω της απλής βασικής τους μορφής μπορούσαν να διαφοροποιηθούν εύκολα ως προς το διάκοσμο ή τον τρόπο που ήταν διπλωμένα ή ζωσμένα ανάλογα με τη μόδα της εποχής.
Τεχνικές κατασκευής
Οι βασικοί τύποι των αρχαίων ενδυμάτων ήταν οι εξής:
Πέπλος
Ο μάλλινος πέπλος,γυναικείο ένδυμα, διαμορφώνονταν μέσα από ένα ορθογώνιο ύφασμα το οποίο δεν χρειαζόταν καν να ραφτεί. Το ύφασμα διπλωνόταν στο ένα τρίτο περίπου του ύψους του μία φορά προς τα έξω σχηματίζοντας έτσι έναν υφασμάτινο όγκο, το απόπτυγμα, που έπεφτε προς τα έξω στην πλάτη και το στήθος. Η κλειστή πλευρά του υφάσματος βρισκόταν συνήθως στην αριστερή πλευρά του σώματος. Με πόρπες και περόνες καρφιτσώνονταν η επάνω παρυφή του υφάσματος με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργείται άνοιγμα για το λαιμό και το δεξιό βραχίονα. Στην αριστερή του πλευρά ο πέπλος είχε δύο παρυφές κάτω και τέσσερις επάνω στο ύψος του αποπτύγματος, το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως κάλυμμα κεφαλής. Ο πέπλος μπορούσε να φορεθεί επάνω από το χιτώνα.
Χιτώνας
Άλλος βασικός τύπος ενδύματος ήταν ο χιτώνας ο οποίος φοριόταν τόσο από άντρες, όσο και από γυναίκες και ήταν λινός. Και εδώ το αρχικό σχήμα του υφάσματος ήταν σωληνοειδές, συνήθως όμως χωρίς απόπτυγμα. Τα σημεία στο ύφασμα που ράβονταν, ήταν οι μακριές πλευρές καθώς και οι ώμοι. Έτσι ο χιτώνας σχημάτιζε μανίκια, τις χειρίδες, που ήταν κοντές και έφεραν κομβία. Ο χιτώνας με μανίκια ονομάζονταν χειριδωτός.
Διακρίνονται δύο είδη του αρχαίου χιτώνα: ο ένας, ο φαρδύς, ήταν ραμμένος στην επάνω παρυφή, αφήνοντας ανοίγματα για το κεφάλι και τους βραχίονες ή ήταν κλεισμένος με μία σειρά από μικρά κουμπιά (εικ. 11). Ο στενός χιτώνας απ' την άλλη ήταν εντελώς κλειστός στην επάνω πλευρά, με εξαίρεση το άνοιγμα για το κεφάλι, ενώ τα ανοίγματα για τους βραχίονες βρίσκονταν στο επάνω μέρος των πλαϊνών πλευρών.
Εάν τραβήξει κανείς στον φαρδύ χιτώνα το ύφασμα στο ύψος της μασχάλης προς τα επάνω, τότε δημιουργούνται ανάλογα με το φάρδος μεγάλα ή μικρά ανοίγματα που μοιάζουν με χειρίδες τα οποία στην επάνω πλευρά φέρουν ραφή ή σειρά κουμπιών. Στο στενό χιτώνα από την άλλη οι χειρίδες έπρεπε να ραφτούν ξεχωριστά.
Ο πέπλος και ο χιτώνας φοριόταν συχνά με ζώνη στη μέση. Οι γυναίκες μάζευαν αρκετό ύφασμα του χιτώνα πίσω, το οποίο έπεφτε πάλι προς τα κάτω σχηματίζοντας τον κόλπο. Στον κοντό αντρικό χιτώνα ένα τμήμα του υφάσματος περνούσε κάτω από το καβάλο από πίσω προς τα μπρος και κατόπιν στερεώνονταν στη ζώνη ώστε να σχηματίζεται κάτι σαν σόρτς. Ο χιτώνας όταν δεν ζώνονταν ονομάζονταν ορθοστάδιος, ενώ εάν έφτανε ως τα πέλματα ονομάζοντανποδήρης. Ο χιτώνας φοριόταν και από τους άντρες, ενώ αργότερα τον φορούσαν ηλικιωμένοι, ιερείς και στις γιορτές. Στην καθημερινή ζωή προτιμούσαν τον κοντό χιτώνα καθώς προσέφερε ελευθερία κινήσεων, ιδίως για τους οπλίτες και τους κυνηγούς. Ένα είδος χιτώνα ήταν ο ετερομάσχαλος ή εξωμίς με ακάλυπτο τον ένα ώμο, ρούχο που φοριόταν κυρίως από τους χειρωνάκτες.
Ιμάτιο
Χαρακτηριστικό ένδυμα της αρχαϊκής περιόδου ήταν και το λεγόμενο λοξό ιμάτιο από το 700 π.Χ. περίπου και εξής, γνωστό από τις αρχαϊκές Κόρες της Ακρόπολης. Το ιμάτιο ήταν ένα μακρύ ύφασμα που το περνούσαν κάτω από την αριστερή μασχάλη, το τύλιγαν γύρω από το στήθος και την πλάτη και το κούμπωναν πάνω από το δεξιό βραχίονα. Από την άλλη πλευρά έπεφτε ανοιχτό προς τα κάτω.
Το ιμάτιο μπορούσε επίσης να στερεώνεται συμμετρικά και να πέφτει ελεύθερο στην πλάτη, με τις δύο άκρες του που περνούσαν πάνω από τους ώμους προς τα εμπρός, να κρέμονται προς τα κάτω ή πάλι να τυλίγεται γύρω από τους γοφούς ή να καλύπτει τους γοφούς και η μία άκρη του να περνά επάνω από την πλάτη στον αριστερό ώμο και να πέφτει ελεύθερα προς τα μπρος. Το ιμάτιο φοριόταν από άντρες και γυναίκες.
Χλαμύδα
Η χλαμύδα ήταν αποκλειστικά ανδρικό ρούχο. Συνήθως ήταν πιο κοντή από το ιμάτιο. Το ύφασμα διπλωνόταν μία φορά καθέτως και στερεωνόταν στο δεξιό ώμο με πόρπη ή περόνη, ώστε να καλύπτεται ο αριστερός βραχίονας από την κλειστή πλευρά του υφάσματος, με το δεξιό τελείως ακάλυπτο. Η χλαμύδα ήταν περισσότερο ένδυμα των εφήβων, των ταξιδιωτών και των στρατιωτών.
Παρ' ότι η υφαντική ήταν μία βασική οικιακή δραστηριότητα, δεν έλειπαν και τα διάφορα εργαστήρια υφαντουργίας που παρήγαγαν πολυτελή υφάσματα, σε διάφορα χρώματα, αλλά και διακοσμημένα με περίτεχνα σχέδια. Ονομαστά ήταν για παράδειγμα τα διάφανα υφάσματα της Λακωνίας και του Τάραντα, τα πολυτελή της Κορίνθου, των Μεγάρων και της Μιλήτου.
Σε ορισμένες αρχαίες πόλεις υπήρχαν απαγορεύσεις σχετικά με το είδος των ενδυμάτων που έπρεπε να φοριούνται. Για παράδειγμα στις Συρακούσες μόνο οι εταίρες μπορούσαν να φορούν πολύχρωμα ρούχα. Ο Σόλων στην Αθήνα επέτρεπε η νύφη να έχει μέχρι τρία ενδύματα στην προίκα της, ενώ αυστηροί ήταν επίσης και οι κανονισμοί διαφόρων ιερών σε σχέση με την ενδυμασία.
Σε κάποιες περιπτώσεις η ελληνική ενδυμασία δεχόταν τις διάφορες επιδράσεις των βαρβαρικών ενδυμάτων, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τον κάνδυ στις απεικονίσεις του 5ου αι. στην Αθήνα, το μακρύ επανωφόρι με τις μακρές χειρίδες.
Στη Σπάρτη τα πολύχρωμα ρούχα ήταν χαρακτηριστικά των εταίρων, ενώ οι οπλίτες πολεμούσαν με πορφυρούς χιτώνες. Στη Βραυρώνα πάλι τα κορίτσια φορούσαν κροκωτούς χιτώνες, οι μέτοικοι στα Παναθήναια φορούσαν πορφυρά και οι Αθηναίοι λευκά. Οι ιερείς και οι ιέρειες φορούσαν συνήθως άζωστο χιτώνα και κάποτε από πάνω επενδύτη με πλούσια διακόσμηση, ρούχα λευκά, σπάνια πορφυρά. Οι Ελλανοδίκες στην Ολυμπία επίσης φορούσαν πορφυρά και στα Νέμεα σκούρα. Στις κηδείες φορούσαν μαύρο αλλά και χρώματα σκούρα, ενώ αντίθετα στο Άργος φορούσαν λευκά. Γενικότερα στην καθημερινή ζωή τα ενδύματα ήταν απλούστερα, γεγονός που εξαρτιόταν βέβαια και από το επάγγελμα. Οι χειρωνάκτες, οι άνθρωποι της υπαίθρου και οι δούλοι φορούσαν την εξωμίδα, οι αγρότες από πάνω φορούσαν τηνκατωνάκη με χοντρό μαλλί με παρυφή από προβιά, οι αλιείς τον φορμό από πλεκτή ψάθα και οι βοσκοί τη διφθέρα.
Βιβλιογραφία
- Blanck H., Εισαγωγή στην Ιδιωτική Ζωή των Αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004.
- Pekridou Gorecki A., Mode in der Antike, 1989.
Περιγραφή- Τεχνικές κατασκευής
Ο απλούστερος τύπος καλύμματος κεφαλής για τον ήλιο και τη σκόνη, ήταν το να τραβά κανείς το ιμάτιό του επάνω από το κεφάλι του. Σε ταξίδια και περιπάτους φορούσαν συνήθως ένα τσόχινο, πλατύγυρο καπέλο, κατά κανόνα ημισφαιρικού σχήματος, το λεγόμενο πέτασο.
Ο πίλος ήταν ένα κωνικό κάλυμμα χωρίς γείσο τον οποίο φορούσαν συνήθως οι τεχνίτες στη δουλειά. Στη Μακεδονία ήταν συνήθης ο πλατύς, επίπεδος σκούφος, η καυσία που αποτελούσε μέρος της εθνικής ενδυμασίας. Η καυσία στην υπόλοιπη Ελλάδα ήταν κάλυμμα των ναυτικών, των αγοριών και των απλών εργατών.
Ο πόλος, από ψάθα, ήταν ψηλό, κυλινδρικό κόσμημα κεφαλής μάλλον ανοιχτό από πάνω. Στην ελληνιστική περίοδο, συνηθισμένη ήταν η λεγόμενη θολία, επίπεδο στρογγυλό καπέλο με μικρό, κεντρικό, κωνικό σχήμα. Η μίτρα τέλος ήταν είδος υφασμάτινου σκούφου που απαντάται σε πολλές παραλλαγές και είτε σκέπαζε όλα τα μαλλιά, είτε άφηνε ελεύθερο ένα μέρος του κότσου.
Βιβλιογραφία
Blanck H., Εισαγωγή στην Ιδιωτική Ζωή των Αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004.
Προτεινόμενη Δραστηριότητα
Οδηγίες για το πως να φτιάξεις έναν πέπλο:
http://tmth.gr/sciencerelated/64-arxaia-elliniki-technology/377-arxaia-endymata-kai-ypodimata
Πηγή:http://tmth.gr/
Τάγμα του Φοίνικος
Το Τάγμα του Φοίνικος είναι μετάλλιο της Ελλάδας, που καθιερώθηκε στις 13 Μαΐου του 1926 από την κυβέρνηση της δεύτερης ελληνικής Δημοκρατίας και αντικατέστησε το παλαιότερο μετάλλιο του βασιλιά Γεωργίου Α'. Η απόδοση του μεταλλίου συνεχίστηκε και από την αποκατάσταση της μοναρχίας μετά από το 1935, και συνεχίζει να απονέμεται και μέχρι σήμερα. Απονέμεται από την ελληνική κυβέρνηση σε Έλληνες πολίτες που υπερέχουν στις τέχνες και τη λογοτεχνία, την επιστήμη, τη δημόσια διαχείριση, τη ναυτιλία, το εμπόριο, και τη βιομηχανία. Απονέμεται επίσης σε αλλοδαπούς για εξαίρετες πράξεις τους που αυξάνουν το διεθνές γόητρο της Ελλάδας.
Βαθμοί Το μετάλλιο απονέμεται σε πέντε διαβαθμίσεις:
Το αστέρι του τάγματος του Φοίνικα είναι αργυρό διάδημα με ευθείες ακτίνες που σχηματίζουν οκτώ ακίδες. Στο κέντρο του φέρει τον Φοίνικα, που κατά την διάρκεια της μοναρχίας στεφανώνονταν από μια κορώνα.
Η ταινία του τάγματος είναι πολύ φαρδιά και έχει χρώμα πορτοκαλί με μαύρες στενές λωρίδες κατά μήκος των άκρων.
Πηγή:ΑΝΟΠΑΙΑ ΑΤΡΑΠΟΣ
Το Τάγμα του Φοίνικος είναι μετάλλιο της Ελλάδας, που καθιερώθηκε στις 13 Μαΐου του 1926 από την κυβέρνηση της δεύτερης ελληνικής Δημοκρατίας και αντικατέστησε το παλαιότερο μετάλλιο του βασιλιά Γεωργίου Α'. Η απόδοση του μεταλλίου συνεχίστηκε και από την αποκατάσταση της μοναρχίας μετά από το 1935, και συνεχίζει να απονέμεται και μέχρι σήμερα. Απονέμεται από την ελληνική κυβέρνηση σε Έλληνες πολίτες που υπερέχουν στις τέχνες και τη λογοτεχνία, την επιστήμη, τη δημόσια διαχείριση, τη ναυτιλία, το εμπόριο, και τη βιομηχανία. Απονέμεται επίσης σε αλλοδαπούς για εξαίρετες πράξεις τους που αυξάνουν το διεθνές γόητρο της Ελλάδας.
Βαθμοί Το μετάλλιο απονέμεται σε πέντε διαβαθμίσεις:
- Μεγαλόσταυρος - η κορδέλα φοριέται στο δεξιό ώμο, συν το αστέρι στο αριστερό μέρος του στήθους
- Ανώτερος Ταξιάρχης - η κορδέλα φοριέται με κολιέ στον λαιμό, συν το αστέρι στο αριστερό μέρος του στήθους
- Ταξιάρχης - η κορδέλα φοριέται με κολιέ στον λαιμό, το αστέρι δεν φοριέται
- Χρυσός σταυρός - η κορδέλα φοριέται στο αριστερό μέρος του στήθους
- Αργυρός σταυρός - η κορδέλα φοριέται στο αριστερό μέρος του στήθους
Το αστέρι του τάγματος του Φοίνικα είναι αργυρό διάδημα με ευθείες ακτίνες που σχηματίζουν οκτώ ακίδες. Στο κέντρο του φέρει τον Φοίνικα, που κατά την διάρκεια της μοναρχίας στεφανώνονταν από μια κορώνα.
Η ταινία του τάγματος είναι πολύ φαρδιά και έχει χρώμα πορτοκαλί με μαύρες στενές λωρίδες κατά μήκος των άκρων.
Πηγή:ΑΝΟΠΑΙΑ ΑΤΡΑΠΟΣ
Η ΗΛΙΟΠΕΤΡΑ ΤΩΝ ΒΙΚΙΝΓΚ
Ο κρύσταλλος ασβεστίτη βρέθηκε δίπλα στα όργανα πλοήγησης του βυθισμένου βρετανικού πλοίου (Πηγή: Alderney Museum)
Πώς κατάφεραν οι Βίκινγκ να φτάσουν στην Αμερική, δεδομένου ότι δεν γνώριζαν τη χρήση της πυξίδας, και δεν έβλεπαν καν τα άστρα στο διαρκές φως του αρκτικού καλοκαιριού; Ίσως τους βοήθησε η θρυλική «ηλιόπετρα», ένας κρύσταλλος που γινόταν φωτεινός ή σκοτεινός ανάλογα με τη θέση του Ήλιου και την κατεύθυνση του πολωμένου φωτός.
Η θεωρία της ηλιόπετρας δείχνει τώρα να επιβεβαιώνεται μετά την ανακάλυψη ενός τέτοιου κρυστάλλου σε βρετανικό πλοίο που ναυάγησε στη Μάγχη το 1592.
Παρουσιάζοντας τις νέες ενδείξεις στην επιθεώρηση Proceedings of the Royal Society A, οι βρετανοί και γάλλοι ερευνητές επισημαίνουν ότι ο κρύσταλλος είχε κοπεί προσεκτικά και βρισκόταν πολύ κοντά στα όργανα πλοήγησης του σκάφους.
Χωρίς πυξίδα
Στις περισσότερες περιοχές του κόσμου, οι αρχαίοι ναυτικοί έβρισκαν το δρόμο τους μετρώντας τις θέσεις των ουράνιων σωμάτων με αστρολάβο ή εξάντα. Οι αρχαίοι Κινέζοι, μάλιστα, είχαν εφεύρει την πυξίδα τον 3ο αιώνα π.Χ.
Στην Ευρώπη, όμως, η πυξίδα δεν ήταν γνωστή μέχρι τις αρχές του 14ου αιώνα, πολύ μετά την ακμή των Βίκινγκ, από τον 8ο έως τον 11ο αιώνα μ.Χ. Ούτως ή άλλως, η πυξίδα μάλλον θα ήταν άχρηστη τόσο κοντά στον (μαγνητικό) Βόρειο Πόλο όπου άκμασαν οι Βίκινγκ.
Οι τρομεροί Σκανδιναβοί δεν μπορούσαν καν να χρησιμοποιήσουν τη θέση των άστρων, που εξαφανίζονταν για μήνες το αρκτικό καλοκαίρι, ούτε και τη θέση του Ήλιου, συνήθως κρυμμένου από συννεφιασμένους ουρανούς.
Πώς κατάφεραν τότε να εξαπλωθούν στη Σκανδιναβία, τη Βόρεια Ευρώπη, τα βρετανικά νησιά και τη Βόρειο Αμερική;
Σύμφωνα με μια ισλανδική σάγκα που αφορά τον Βασιλιά Όλαφ και τον θρυλικό ήρωα Σίγκουρντ, οι ναυτικοί πλοηγούνταν με τη βοήθεια της ηλιόπετρας (sólarsteinn): μιας πέτρας που έδειχνε τη θέση του Ήλιου ακόμα και στη βαριά συννεφιά.
Σύμφωνα με το θρύλο, ο Βασιλιάς Όλαφ «άρπαξε μια ηλιόπετρα, κοίταξε τον ουρανό, είδε από πού ερχόταν το φως, και από αυτό συμπέρανε τη θέση του αόρατου Ήλιου».
Το 1967, ο Δανός αρχαιολόγος Τόρκιλντ Ράμσκου πρότεινε την υπόθεση ότι η θρυλική ηλιόπετρα ήταν μια ποικιλία του ορυκτού ασβεστίτη που ονομάζεται και ισλανδικό κρύσταλλο.
Ο κρύσταλλος αυτός είναι πολωμένος, και μπορεί να φαίνεται σκοτεινός ή φωτεινός ανάλογα με τον προσανατολισμό του σε σχέση με τη θέση του Ήλιου.
Πράγματι, οι αναλύσεις στον κρύσταλλο του βρετανικού ναυαγίου έδειξαν ότι είναι πράγματι ασβεστίτης.
Ηλεκτρομαγνητικό κύμα
Το φως είναι ηλεκτρομαγνητικά κύματα που ταλαντώνονται κάθετα στη διεύθυνση που ταξιδεύει μια φωτεινή αχτίδα.
Τα μόρια των αερίων της ατμόσφαιρας πολώνουν το φως, δηλαδή αναγκάζουν τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα του φωτός να ταλαντώνονται όλα στο ίδιο επίπεδο.
Δεδομένου ότι οι κρύσταλλοι του ασβεστίτη είναι πολωμένοι, αφήνουν να περάσει από μέσα τους μόνο το φως που ταλαντώνεται σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Και αυτό σημαίνει, θεωρητικά τουλάχιστον, ότι οι Βίκινγκ θα μπορούσαν να κοιτάζουν τον ουρανό μέσα από τον κρύσταλλο για να υπολογίσουν τη θέση του Ήλιου.
Οι πρώτες ενδείξεις υπέρ της θεωρίας ήρθαν το 2011, όταν η Σουζάν Άκερσον, βιολόγος από το Πανεπιστήμιο της Λουντ στη Σουηδία, η οποία διέσχισε με παγοθραυστικό τον Αρκτικό Ωκεανό, και διαπίστωσαν ότι ο ασβεστίτης πράγματι μπορεί να δείχνει τη θέση του Ήλιου.
Τώρα, η ανακάλυψη ενός κρυστάλλου ασβεστίτη δίπλα στα όργανα πλοήγησης ενός πλοίου του 16ου αιώνα δείχνει ότι η ηλιόπετρα παρέμεινε χρήσιμη στους ναυτικούς πολλούς αιώνες μετά τους Βίκινγκ.
Newsroom ΔΟΛ
Η θεωρία της ηλιόπετρας δείχνει τώρα να επιβεβαιώνεται μετά την ανακάλυψη ενός τέτοιου κρυστάλλου σε βρετανικό πλοίο που ναυάγησε στη Μάγχη το 1592.
Παρουσιάζοντας τις νέες ενδείξεις στην επιθεώρηση Proceedings of the Royal Society A, οι βρετανοί και γάλλοι ερευνητές επισημαίνουν ότι ο κρύσταλλος είχε κοπεί προσεκτικά και βρισκόταν πολύ κοντά στα όργανα πλοήγησης του σκάφους.
Χωρίς πυξίδα
Στις περισσότερες περιοχές του κόσμου, οι αρχαίοι ναυτικοί έβρισκαν το δρόμο τους μετρώντας τις θέσεις των ουράνιων σωμάτων με αστρολάβο ή εξάντα. Οι αρχαίοι Κινέζοι, μάλιστα, είχαν εφεύρει την πυξίδα τον 3ο αιώνα π.Χ.
Στην Ευρώπη, όμως, η πυξίδα δεν ήταν γνωστή μέχρι τις αρχές του 14ου αιώνα, πολύ μετά την ακμή των Βίκινγκ, από τον 8ο έως τον 11ο αιώνα μ.Χ. Ούτως ή άλλως, η πυξίδα μάλλον θα ήταν άχρηστη τόσο κοντά στον (μαγνητικό) Βόρειο Πόλο όπου άκμασαν οι Βίκινγκ.
Οι τρομεροί Σκανδιναβοί δεν μπορούσαν καν να χρησιμοποιήσουν τη θέση των άστρων, που εξαφανίζονταν για μήνες το αρκτικό καλοκαίρι, ούτε και τη θέση του Ήλιου, συνήθως κρυμμένου από συννεφιασμένους ουρανούς.
Πώς κατάφεραν τότε να εξαπλωθούν στη Σκανδιναβία, τη Βόρεια Ευρώπη, τα βρετανικά νησιά και τη Βόρειο Αμερική;
Σύμφωνα με μια ισλανδική σάγκα που αφορά τον Βασιλιά Όλαφ και τον θρυλικό ήρωα Σίγκουρντ, οι ναυτικοί πλοηγούνταν με τη βοήθεια της ηλιόπετρας (sólarsteinn): μιας πέτρας που έδειχνε τη θέση του Ήλιου ακόμα και στη βαριά συννεφιά.
Σύμφωνα με το θρύλο, ο Βασιλιάς Όλαφ «άρπαξε μια ηλιόπετρα, κοίταξε τον ουρανό, είδε από πού ερχόταν το φως, και από αυτό συμπέρανε τη θέση του αόρατου Ήλιου».
Το 1967, ο Δανός αρχαιολόγος Τόρκιλντ Ράμσκου πρότεινε την υπόθεση ότι η θρυλική ηλιόπετρα ήταν μια ποικιλία του ορυκτού ασβεστίτη που ονομάζεται και ισλανδικό κρύσταλλο.
Ο κρύσταλλος αυτός είναι πολωμένος, και μπορεί να φαίνεται σκοτεινός ή φωτεινός ανάλογα με τον προσανατολισμό του σε σχέση με τη θέση του Ήλιου.
Πράγματι, οι αναλύσεις στον κρύσταλλο του βρετανικού ναυαγίου έδειξαν ότι είναι πράγματι ασβεστίτης.
Ηλεκτρομαγνητικό κύμα
Το φως είναι ηλεκτρομαγνητικά κύματα που ταλαντώνονται κάθετα στη διεύθυνση που ταξιδεύει μια φωτεινή αχτίδα.
Τα μόρια των αερίων της ατμόσφαιρας πολώνουν το φως, δηλαδή αναγκάζουν τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα του φωτός να ταλαντώνονται όλα στο ίδιο επίπεδο.
Δεδομένου ότι οι κρύσταλλοι του ασβεστίτη είναι πολωμένοι, αφήνουν να περάσει από μέσα τους μόνο το φως που ταλαντώνεται σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Και αυτό σημαίνει, θεωρητικά τουλάχιστον, ότι οι Βίκινγκ θα μπορούσαν να κοιτάζουν τον ουρανό μέσα από τον κρύσταλλο για να υπολογίσουν τη θέση του Ήλιου.
Οι πρώτες ενδείξεις υπέρ της θεωρίας ήρθαν το 2011, όταν η Σουζάν Άκερσον, βιολόγος από το Πανεπιστήμιο της Λουντ στη Σουηδία, η οποία διέσχισε με παγοθραυστικό τον Αρκτικό Ωκεανό, και διαπίστωσαν ότι ο ασβεστίτης πράγματι μπορεί να δείχνει τη θέση του Ήλιου.
Τώρα, η ανακάλυψη ενός κρυστάλλου ασβεστίτη δίπλα στα όργανα πλοήγησης ενός πλοίου του 16ου αιώνα δείχνει ότι η ηλιόπετρα παρέμεινε χρήσιμη στους ναυτικούς πολλούς αιώνες μετά τους Βίκινγκ.
Newsroom ΔΟΛ
ΙΟΥΛΙΑΝΟ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΑΝΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Τα χρονολογικά συστήματα που χρησιμοποιήθηκαν ανά τους αιώνες είναι εκατοντάδες. Σχεδόν κάθε πολιτισμός ανέπτυσσε το δικό του, λίγα όμως κατόρθωσαν να επιβιώσουν. Έως τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. το ημερολόγιο που επικρατούσε ήταν αυτό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το οποίο βασιζόταν στις φάσεις της Σελήνης. Λόγω της ατέλειάς του, όμως, δημιουργήθηκαν μεγάλες αποκλίσεις, κυρίως στην εαρινή ισημερία, με σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία και τη λειτουργία του κράτους.
Έτσι, ο Ιούλιος Καίσαρας ανέθεσε στον αλεξανδρινό αστρονόμο Σωσιγένη την αναμόρφωση του ημερολογίου. Προς την κατεύθυνση αυτή, προστέθηκαν στο έτος 90 μέρες, δηλαδή η 1η Μαρτίου του 44 π.Χ αντικαταστάθηκε από την 1η Ιανουαρίου. Το νέο, ηλιακό, ημερολόγιο ανταποκρινόταν απόλυτα στη διαδοχή των εποχών και η διάρκεια του έτους προσδιορίστηκε στις 365,25 ημέρες. Η μικρή διαφορά καλύπτονταν από μία επιπλέον ημέρα που προσθέτονταν κάθε τέσσερα χρόνια, μετά την «έκτη προ των καλένδων του Μαρτίου», που ονομαζόταν «bis sextus». Έτσι, η ημέρα αυτή, επειδή τη μετρούσαν δυο φορές, ονομάζεται ακόμα και σήμερα «δις έκτη» και το έτος που την περιέχει δίσεκτο.
Όμως και από το Ιουλιανό Ημερολόγιο προέκυπτε ένα σφάλμα 11 λεπτών και 14 δευτερολέπτων το χρόνο. Εξαιτίας της απόκλισης αυτής, μιάμιση χιλιετία αργότερα η εαρινή ισημερία είχε μετατοπιστεί ημερολογιακά 11 μέρες πίσω, σε σχέση με τα αστρονομικά δεδομένα. Μπροστά στον κίνδυνο να εορτάζονται τα Χριστούγεννα φθινόπωρο και το Πάσχα χειμώνα, ο Πάπας Γρηγόριος ο 13ος προχώρησε σε νέα μεταρρύθμιση του συστήματος. Στις 4 Οκτωβρίου του 1582 προστέθηκαν 10 ημέρες, ενώ για να αποφευχθούν ανάλογες ασυμφωνίες και στο μέλλον, αποφασίστηκε κάθε τέσσερις αιώνες να θεωρούνται δίσεκτα, αντί για 100 χρόνια μόνο τα 97.
Το Νέο ή Γρηγοριανό ημερολόγιο συνάντησε έντονες αντιδράσεις. Τα καθολικά κράτη της Ευρώπης το υιοθέτησαν τελικά μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ τα προτεσταντικά χρειάστηκαν έναν ακόμη αιώνα. Αγγλία και Αμερική το αποδέχτηκαν μόλις το 1752. Το ίδιο συνέβη και στην Ανατολή, όπου όλα τα ορθόδοξα κράτη συνέχισαν να ακολουθούν το Ιουλιανό έως τον 20ο αιώνα.
Η Ελληνική Πολιτεία εφάρμοσε το Γρηγοριανό ημερολόγιο το 1923, ονομάζοντας την 16η Φεβρουαρίου, 1η Μαρτίου. Η Εκκλησία της Ελλάδος το εφάρμοσε στο εορτολόγιό της ένα χρόνο αργότερα.
ΠΗΓΗ: www.sansimera.gr
Έτσι, ο Ιούλιος Καίσαρας ανέθεσε στον αλεξανδρινό αστρονόμο Σωσιγένη την αναμόρφωση του ημερολογίου. Προς την κατεύθυνση αυτή, προστέθηκαν στο έτος 90 μέρες, δηλαδή η 1η Μαρτίου του 44 π.Χ αντικαταστάθηκε από την 1η Ιανουαρίου. Το νέο, ηλιακό, ημερολόγιο ανταποκρινόταν απόλυτα στη διαδοχή των εποχών και η διάρκεια του έτους προσδιορίστηκε στις 365,25 ημέρες. Η μικρή διαφορά καλύπτονταν από μία επιπλέον ημέρα που προσθέτονταν κάθε τέσσερα χρόνια, μετά την «έκτη προ των καλένδων του Μαρτίου», που ονομαζόταν «bis sextus». Έτσι, η ημέρα αυτή, επειδή τη μετρούσαν δυο φορές, ονομάζεται ακόμα και σήμερα «δις έκτη» και το έτος που την περιέχει δίσεκτο.
Όμως και από το Ιουλιανό Ημερολόγιο προέκυπτε ένα σφάλμα 11 λεπτών και 14 δευτερολέπτων το χρόνο. Εξαιτίας της απόκλισης αυτής, μιάμιση χιλιετία αργότερα η εαρινή ισημερία είχε μετατοπιστεί ημερολογιακά 11 μέρες πίσω, σε σχέση με τα αστρονομικά δεδομένα. Μπροστά στον κίνδυνο να εορτάζονται τα Χριστούγεννα φθινόπωρο και το Πάσχα χειμώνα, ο Πάπας Γρηγόριος ο 13ος προχώρησε σε νέα μεταρρύθμιση του συστήματος. Στις 4 Οκτωβρίου του 1582 προστέθηκαν 10 ημέρες, ενώ για να αποφευχθούν ανάλογες ασυμφωνίες και στο μέλλον, αποφασίστηκε κάθε τέσσερις αιώνες να θεωρούνται δίσεκτα, αντί για 100 χρόνια μόνο τα 97.
Το Νέο ή Γρηγοριανό ημερολόγιο συνάντησε έντονες αντιδράσεις. Τα καθολικά κράτη της Ευρώπης το υιοθέτησαν τελικά μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ τα προτεσταντικά χρειάστηκαν έναν ακόμη αιώνα. Αγγλία και Αμερική το αποδέχτηκαν μόλις το 1752. Το ίδιο συνέβη και στην Ανατολή, όπου όλα τα ορθόδοξα κράτη συνέχισαν να ακολουθούν το Ιουλιανό έως τον 20ο αιώνα.
Η Ελληνική Πολιτεία εφάρμοσε το Γρηγοριανό ημερολόγιο το 1923, ονομάζοντας την 16η Φεβρουαρίου, 1η Μαρτίου. Η Εκκλησία της Ελλάδος το εφάρμοσε στο εορτολόγιό της ένα χρόνο αργότερα.
ΠΗΓΗ: www.sansimera.gr
ADIDAS ΚΑΙ PUMA
Πρόκειται για δυο μεγάλες γερμανικές βιομηχανίες, που αν και είναι ανταγωνιστικές, έχουν κάτι κοινό: οι ιδρυτές τους ήταν αδέλφια.
Η πρώτη, η Puma, ιδρύθηκε το 1924 από τον Rudolf Dassler. Εικοσιτρία χρόνια αργότερα, ο αδελφός του Rudolf, ο Adolf, θα ιδρύσει την adidas (από τα αρχικά γράμματα του ονόματος και του επώνυμου θα παραχθή η επωνυμία adidas < adi (Adolf) + Dassler).
Από το 1997 η Salomon Group εξαγοράζει την adidas (επίσημη επωνυμία adidas Salomon A.G) . Tον Ιανουάριο του 2006, ο όμιλος εξαγόρασε και τη Reebok.
http://www.24grammata.com
Η πρώτη, η Puma, ιδρύθηκε το 1924 από τον Rudolf Dassler. Εικοσιτρία χρόνια αργότερα, ο αδελφός του Rudolf, ο Adolf, θα ιδρύσει την adidas (από τα αρχικά γράμματα του ονόματος και του επώνυμου θα παραχθή η επωνυμία adidas < adi (Adolf) + Dassler).
Από το 1997 η Salomon Group εξαγοράζει την adidas (επίσημη επωνυμία adidas Salomon A.G) . Tον Ιανουάριο του 2006, ο όμιλος εξαγόρασε και τη Reebok.
http://www.24grammata.com
Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟ ΚΡΕΜΛΙΝΟ
Το 2004 μια φιάλη κρασί δώρο στον Πούτιν, από τους αμπελώνες της Χρωμίτσας, από
ποικιλία καμπερνέ και λημνιό, ενθουσίασε τον Ρώσο πρόεδρο, στη διάρκεια
επίσκεψής του στο Αγιον Ορος.
Δύο χρόνια αργότερα, το περίφημο αυτό κρασί με
την ονομασία Κορμίλιτσα και ο Τσάνταλης έγινε ο αποκλειστικός προμηθευτής
κρασιών του Κρεμλίνου!
ποικιλία καμπερνέ και λημνιό, ενθουσίασε τον Ρώσο πρόεδρο, στη διάρκεια
επίσκεψής του στο Αγιον Ορος.
Δύο χρόνια αργότερα, το περίφημο αυτό κρασί με
την ονομασία Κορμίλιτσα και ο Τσάνταλης έγινε ο αποκλειστικός προμηθευτής
κρασιών του Κρεμλίνου!
Η ιστορία του παπουτσιού
Ιστορία του παπουτσιού
Στις 20 Μαΐου του 1310 κατασκευάστηκε το πρώτο ζευγάρι παπούτσια, επάνω σε ξεχωριστό πατρόν για το δεξί και το αριστερό πόδι. Μέχρι τότε, μαθαίνουμε ότι οι άνθρωποι φορούσαν απλά κομμάτια από δέρματα ζώων που στηρίζονταν με σχοινιά.
Γιατί όμως άραγε ο άνθρωπος αποφάσισε να φορέσει παπούτσια;
Οι ιστορικές αναφορές μας διδάσκουν ότι το παπούτσι έχει τις ρίζες του στους αρχαίους Αιγυπτίους και τους κατοίκους της Ελλάδας. Τότε που οι άνθρωποι ένιωθαν την ανάγκη να προφυλαχτούν από τα λασπόνερα και το βαρύ κρύο του χειμώνα, αλλά και από τα άγρια εδάφη και δηλητηριώδη φυτά καθώς έτρεχαν για να κυνηγήσουν την τροφή τους.
1 – Σανδάλια της αρχαίας Αιγύπτου.2 – Γυναικείο παπούτσι της αρχαίας Ελλάδας (αριστερά) και ρωμαϊκές μπότες.3 – Πολεμικό παπούτσι ρωμαίων και παπούτσι αρχαίων Ελλήνων 1000-700 π.Χ.4 – Παπούτσι με φτερά σε μνήμη του αγγελιοφόρου των θεών Ερμή και δερμάτινες μπότες ηθοποιών.
Μέχρι τα πρώτα ρωμαϊκά χρόνια το δημοφιλέστερο είδος ήταν το δερμάτινο σανδάλι, δηλαδή κομμάτια από δέρματα ζώου που ήταν δεμένα με σχοινιά γύρω από το μηρό. Κατά τις μεγάλες πολεμικές όμως εκστρατείες, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ήδη ανακαλύψει το χαλκό και τα άλλα μέταλλα κι έτσι επινόησαν τις πρώτες μεταλλικές μπότες που είχαν τη μορφή επιγονατίδας, για να προφυλάσσονται τα πόδια από τις εχθρικές επιθέσεις.
Στην αρχαία Ρώμη οι κάτοικοι συνήθιζαν να σκαλίζουν τις μπότες και τα σανδάλια τους με περίτεχνα σχέδια, ενώ στις αρχές του Μεσαίωνα παρουσιάζονται τα πρώτα ραμμένα παπούτσια που ήταν ένας συνδυασμός από δέρμα και μεταλλικές λεπτομέρειες. Οι ιστορικοί κάνουν λόγο για το πρώτο μοκασίνι της ιστορίας που σιγά-σιγά αρχίζει να στολίζεται με βελούδο ή γούνινες ουρές ζώων, ή ακόμη και χρυσοποίκιλτα στολίδια, ανάλογα με την κοινωνική θέση εκείνου που τα φορούσε.
Κάπως έτσι λοιπόν φτάνουμε στις αρχές του 14ου αιώνα, και πιο συγκεκριμένα στις αρχές Μαΐου του 1310, όταν ένας τεχνίτης παπουτσιών από τη Βενετία προτείνει στην πριγκίπισσα ένα ζευγάρι γοβάκια... κυριολεκτικά «κομμένα και ραμμένα» στα μέτρα της. Τόσο εκθαμβωτική ήταν η κομψότητα του ποδιού της στο βασιλικό χορό, που έλαμπε ολόκληρο το παλάτι κι ο περήφανος τεχνίτης αποφάσισε να βελτιώσει ακόμη περισσότερο το αριστούργημά του. Μέσα σε λίγες μέρες κατασκεύασε ένα δεύτερο ζευγάρι που εκτός από χρυσά κουμπιά είχε υποστυλώματα κάτω από τις φτέρνες έτσι ώστε να δείχνει ακόμη πιο ψηλή όταν χόρευε. Κάπως έτσι λοιπόν ανακαλύφθηκαν και τα ψηλοτάκουνα παπούτσια, που για να δείχνουν ακόμη πιο λεπτά και κομψά έγιναν μυτερά με προεξοχές από ελεφαντόδοντο και άλλα σπάνια υλικά που έφερναν οι ευγενείς από τα μακρινά τους ταξίδια.
Το 1377, ένας άλλος περιζήτητος τεχνίτης στη Γαλλία αυτή τη φορά, αποφάσισε να κατασκευάσει ένα ζευγάρι ξύλινους ψηλοτάκουνους πάτους για να προστατεύονται τα πόδια από το κρύο και τα νερά της βροχής. Αρχικά, αυτά τα υποστηρίγματα δεν ήταν κολλημένα αλλά αποτελούσαν ξεχωριστά καλούπια που μπορούσαν να δεθούν επάνω σε όλα τα παπούτσια.
Εκείνη όμως που καθιέρωσε τα ψηλοτάκουνα πολύχρωμα παπούτσια σε τολμηρούς συνδυασμούς ήταν η βασίλισσα Ελισάβετ στα τέλη του 16ου αιώνα, η οποία ήταν γνωστή για τη μανία της να εντυπωσιάζει τους καλεσμένους της με τους εκκεντρικούς συνδυασμούς στη διακόσμηση του παλατιού. Οι μαρτυρίες λένε ότι τα παπούτσια της ταίριαζαν ακόμη και με τις κουρτίνες του παλατιού ή τα πανάκριβα μεταξωτά χαλιά και τα άνθη του κήπου.Από τότε η Γαλλία έγινε ο παράδεισος της υποδηματοποιίας, όπου όλοι οι κάτοικοι, άνδρες και γυναίκες είχαν το δικαίωμα να φορούν πανέμορφα παπούτσια με κάθε λογής σχέδια επάνω σε ψηλά τακούνια, που άλλοτε ήταν λεπτά και μυτερά και άλλοτε πάλι τετράγωνα ή κυρτά σε χαμηλότερο ύψος.
Παράλληλα, με την πρόοδο των εφευρέσεων άρχισαν να ανακαλύπτονται και νέες ποιότητες παπουτσιών, όπως τα μαλακά γοβάκια με λαστιχένιους πάτους για τις κοινές θνητές, αλλά και οι σκληρές μπότες με δερμάτινη και μεταλλική ενίσχυση για τους άνδρες πολεμιστές.
Όσο για την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, μαθαίνουμε ότι ο πρώτος Αμερικανός υποδηματοποιός ήταν ο ευρωπαϊκής καταγωγής Τόμας Μπέρντ, που άνοιξε το εργαστήρι του στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης το 1629.
Στα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης, τα μικρά εργαστήρια χειροποίητων παπουτσιών αντικαταστάθηκαν από μεγάλες παραγωγικές μονάδες με μοντέρνες μηχανές, όπου σύμφωνα με μαρτυρίες, στα τέλη του 1833 η ετήσια παραγωγή παπουτσιών ξεπερνούσε τις 10.000 ζευγάρια. Σήμερα υπολογίζεται ότι υπάρχουν περισσότερα από 180 διαφορετικά είδη μηχανών για την κατασκευή παπουτσιών, ενώ το επίκεντρο των διάσημων σχεδιαστών παραμένει η Ιταλία, η οποία κατέχει την πρώτη θέση διεθνώς στον τομέα της Υψηλής Ραπτικής.
Ωστόσο, η τέχνη των χειροποίητων παπουτσιών δεν έχασε ούτε για μια στιγμή την αίγλη της. Ακόμη και σήμερα θα συναντήσουμε οικογενειακά εργαστήρια με φίνα σχέδια, φτιαγμένα από υλικά μοντέρνας τεχνολογίας, που δένουν άψογα με τις παραδοσιακές τεχνικές, ανάλογα με τη σκοπιμότητα της χρήσης τους και την κοινωνικο-οικονομική θέση εκείνου που τα παραγγέλνει.
Αναρτήθηκε από Αδάμ Δημήτριος
Στις 20 Μαΐου του 1310 κατασκευάστηκε το πρώτο ζευγάρι παπούτσια, επάνω σε ξεχωριστό πατρόν για το δεξί και το αριστερό πόδι. Μέχρι τότε, μαθαίνουμε ότι οι άνθρωποι φορούσαν απλά κομμάτια από δέρματα ζώων που στηρίζονταν με σχοινιά.
Γιατί όμως άραγε ο άνθρωπος αποφάσισε να φορέσει παπούτσια;
Οι ιστορικές αναφορές μας διδάσκουν ότι το παπούτσι έχει τις ρίζες του στους αρχαίους Αιγυπτίους και τους κατοίκους της Ελλάδας. Τότε που οι άνθρωποι ένιωθαν την ανάγκη να προφυλαχτούν από τα λασπόνερα και το βαρύ κρύο του χειμώνα, αλλά και από τα άγρια εδάφη και δηλητηριώδη φυτά καθώς έτρεχαν για να κυνηγήσουν την τροφή τους.
1 – Σανδάλια της αρχαίας Αιγύπτου.2 – Γυναικείο παπούτσι της αρχαίας Ελλάδας (αριστερά) και ρωμαϊκές μπότες.3 – Πολεμικό παπούτσι ρωμαίων και παπούτσι αρχαίων Ελλήνων 1000-700 π.Χ.4 – Παπούτσι με φτερά σε μνήμη του αγγελιοφόρου των θεών Ερμή και δερμάτινες μπότες ηθοποιών.
Μέχρι τα πρώτα ρωμαϊκά χρόνια το δημοφιλέστερο είδος ήταν το δερμάτινο σανδάλι, δηλαδή κομμάτια από δέρματα ζώου που ήταν δεμένα με σχοινιά γύρω από το μηρό. Κατά τις μεγάλες πολεμικές όμως εκστρατείες, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ήδη ανακαλύψει το χαλκό και τα άλλα μέταλλα κι έτσι επινόησαν τις πρώτες μεταλλικές μπότες που είχαν τη μορφή επιγονατίδας, για να προφυλάσσονται τα πόδια από τις εχθρικές επιθέσεις.
Στην αρχαία Ρώμη οι κάτοικοι συνήθιζαν να σκαλίζουν τις μπότες και τα σανδάλια τους με περίτεχνα σχέδια, ενώ στις αρχές του Μεσαίωνα παρουσιάζονται τα πρώτα ραμμένα παπούτσια που ήταν ένας συνδυασμός από δέρμα και μεταλλικές λεπτομέρειες. Οι ιστορικοί κάνουν λόγο για το πρώτο μοκασίνι της ιστορίας που σιγά-σιγά αρχίζει να στολίζεται με βελούδο ή γούνινες ουρές ζώων, ή ακόμη και χρυσοποίκιλτα στολίδια, ανάλογα με την κοινωνική θέση εκείνου που τα φορούσε.
Κάπως έτσι λοιπόν φτάνουμε στις αρχές του 14ου αιώνα, και πιο συγκεκριμένα στις αρχές Μαΐου του 1310, όταν ένας τεχνίτης παπουτσιών από τη Βενετία προτείνει στην πριγκίπισσα ένα ζευγάρι γοβάκια... κυριολεκτικά «κομμένα και ραμμένα» στα μέτρα της. Τόσο εκθαμβωτική ήταν η κομψότητα του ποδιού της στο βασιλικό χορό, που έλαμπε ολόκληρο το παλάτι κι ο περήφανος τεχνίτης αποφάσισε να βελτιώσει ακόμη περισσότερο το αριστούργημά του. Μέσα σε λίγες μέρες κατασκεύασε ένα δεύτερο ζευγάρι που εκτός από χρυσά κουμπιά είχε υποστυλώματα κάτω από τις φτέρνες έτσι ώστε να δείχνει ακόμη πιο ψηλή όταν χόρευε. Κάπως έτσι λοιπόν ανακαλύφθηκαν και τα ψηλοτάκουνα παπούτσια, που για να δείχνουν ακόμη πιο λεπτά και κομψά έγιναν μυτερά με προεξοχές από ελεφαντόδοντο και άλλα σπάνια υλικά που έφερναν οι ευγενείς από τα μακρινά τους ταξίδια.
Το 1377, ένας άλλος περιζήτητος τεχνίτης στη Γαλλία αυτή τη φορά, αποφάσισε να κατασκευάσει ένα ζευγάρι ξύλινους ψηλοτάκουνους πάτους για να προστατεύονται τα πόδια από το κρύο και τα νερά της βροχής. Αρχικά, αυτά τα υποστηρίγματα δεν ήταν κολλημένα αλλά αποτελούσαν ξεχωριστά καλούπια που μπορούσαν να δεθούν επάνω σε όλα τα παπούτσια.
Εκείνη όμως που καθιέρωσε τα ψηλοτάκουνα πολύχρωμα παπούτσια σε τολμηρούς συνδυασμούς ήταν η βασίλισσα Ελισάβετ στα τέλη του 16ου αιώνα, η οποία ήταν γνωστή για τη μανία της να εντυπωσιάζει τους καλεσμένους της με τους εκκεντρικούς συνδυασμούς στη διακόσμηση του παλατιού. Οι μαρτυρίες λένε ότι τα παπούτσια της ταίριαζαν ακόμη και με τις κουρτίνες του παλατιού ή τα πανάκριβα μεταξωτά χαλιά και τα άνθη του κήπου.Από τότε η Γαλλία έγινε ο παράδεισος της υποδηματοποιίας, όπου όλοι οι κάτοικοι, άνδρες και γυναίκες είχαν το δικαίωμα να φορούν πανέμορφα παπούτσια με κάθε λογής σχέδια επάνω σε ψηλά τακούνια, που άλλοτε ήταν λεπτά και μυτερά και άλλοτε πάλι τετράγωνα ή κυρτά σε χαμηλότερο ύψος.
Παράλληλα, με την πρόοδο των εφευρέσεων άρχισαν να ανακαλύπτονται και νέες ποιότητες παπουτσιών, όπως τα μαλακά γοβάκια με λαστιχένιους πάτους για τις κοινές θνητές, αλλά και οι σκληρές μπότες με δερμάτινη και μεταλλική ενίσχυση για τους άνδρες πολεμιστές.
Όσο για την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, μαθαίνουμε ότι ο πρώτος Αμερικανός υποδηματοποιός ήταν ο ευρωπαϊκής καταγωγής Τόμας Μπέρντ, που άνοιξε το εργαστήρι του στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης το 1629.
Στα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης, τα μικρά εργαστήρια χειροποίητων παπουτσιών αντικαταστάθηκαν από μεγάλες παραγωγικές μονάδες με μοντέρνες μηχανές, όπου σύμφωνα με μαρτυρίες, στα τέλη του 1833 η ετήσια παραγωγή παπουτσιών ξεπερνούσε τις 10.000 ζευγάρια. Σήμερα υπολογίζεται ότι υπάρχουν περισσότερα από 180 διαφορετικά είδη μηχανών για την κατασκευή παπουτσιών, ενώ το επίκεντρο των διάσημων σχεδιαστών παραμένει η Ιταλία, η οποία κατέχει την πρώτη θέση διεθνώς στον τομέα της Υψηλής Ραπτικής.
Ωστόσο, η τέχνη των χειροποίητων παπουτσιών δεν έχασε ούτε για μια στιγμή την αίγλη της. Ακόμη και σήμερα θα συναντήσουμε οικογενειακά εργαστήρια με φίνα σχέδια, φτιαγμένα από υλικά μοντέρνας τεχνολογίας, που δένουν άψογα με τις παραδοσιακές τεχνικές, ανάλογα με τη σκοπιμότητα της χρήσης τους και την κοινωνικο-οικονομική θέση εκείνου που τα παραγγέλνει.
Αναρτήθηκε από Αδάμ Δημήτριος
Η Ιστορία του παπουτσιού
1 – Σανδάλια της αρχαίας Αιγύπτου.
2 – Γυναικείο παπούτσι της αρχαίας Ελλάδας (αριστερά) και ρωμαϊκές μπότες.
3 – Πολεμικό παπούτσι ρωμαίων και παπούτσι αρχαίων Ελλήνων 1000-700 π.Χ.
4 – Παπούτσι με φτερά σε μνήμη του αγγελιοφόρου των θεών Ερμή και δερμάτινες μπότες ηθοποιών.
Η υπόδηση μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια βασική ανάγκη του ανθρώπου και μέρος της ένδυσης, αλλά στην πραγματικότητα για αυτούς που ασχολούνται με αυτή είναι όχι μόνο τεχνική, αλλά τέχνη και πολλές φορές καλλιτεχνία που απαιτεί ιδιαίτερη φαντασία και συνθετική ικανότητα από τους δημιουργούς της. Η ιστορία της υπόδησης είναι τεράστια και παράλληλη με αυτή του ανθρώπου!
Η ιστορία του υποδήματος ξεκινά σχεδόν από τότε που ο άνθρωπος στάθηκε στα πόδια του, περίπου 30 εκατομμύρια χρόνια πριν, σύμφωνα με κάποιους ανθρωπολόγους. Οι πρώτες εικόνες παπουτσιών μας έρχονται από σπήλαια στην Γαλλία και την Ισπανία, οπού παρουσιάζονται τοιχογραφίες οι οποίες δείχνουν γυναίκες να φορούν μπότες και άνδρες να φορούν γκέτες. Αυτές χρονολογούνται περίπου 14000 χρόνια πριν. Το αρχαιότερο παπούτσι είναι πιθανότατα το μοκασίνι των ινδιάνων (15000 χρόνια πριν), φτιαγμένο από δέρμα και οπλές ζαρκαδιού και φιδιών. Επίσης στη Δανία σε τάφους της εποχής του σιδήρου βρέθηκαν παραστάσεις που δείχνουν παπούτσια σαν τα μοκασίνια των Ινδιάνων.
Βέβαια τα πρώτα παπούτσια, με αποδείξεις μας έρχονται από την Αίγυπτο. Άλλα φτιαγμένα από χοντρά φύλλα και άλλα σαν σανδάλια από φύλλα φοίνικα ή πάπύρου με εσωτερική επένδυση και εκπληκτικές διακοσμήσεις. Από νωρίς το παπούτσι ήταν ενδεικτικό της οικονομικής κατάστασης και της κοινωνικής θέσης. Για παράδειγμα οι απλοί Αιγύπτιοι φορούσαν πέδιλα από φτωχά δέρματα, ενώ οι ιερείς πλούσια υποδήματα από πάπυρο.
Οι αρχαίοι Έλληνες από πολύ νωρίς ξεκίνησαν την κατασκευή υποδημάτων, δημιουργώντας νέα μοντέλα και οργανώνοντας τις πρώτες υποδηματοποιίες στο Άργος, στη Ρόδο, στη Σικυώνα. Πρωταγωνιστής ήταν το χαμηλό σάνδαλο. Υπήρχαν όμως και πλήθος άλλων υποδημάτων με τα εξής ονόματα αμυκλαί, αρβύλαι, βασσαίραι, βαυκίδες, βλαύται, διάθρα, εμβάδες, εμπίλια, ιφικρατίδες, καρβατίναι, κνημίδες, κόθορνοι, πηλοπατίδες, τροχάδες και ενδρομίδες. Μεγάλος Έλληνας υποδηματοποιός ήταν ο Ιφικράτης. Τα σύνεργα του υποδηματοποιού ήταν: περιτομεύς, το οπέας και ο καλάπους. Η κατασκευή περιλάμβανε τα εξής στάδια: πρώτα κατεργάζονταν τα δέρματα με διάφορα έλαια, έραβαν το παπούτσι με νεύρα βοδιού, εφάρμοζαν τα καττύματα(σόλες) με ράψιμο ή κόλλημα, τα έβαφαν με μαύρη ή κόκκινη μπογιά, και μετά τα στίλβωναν με ορυκτές ύλες.
Επίσης μεγάλοι υποδηματοποιοί υπήρξαν και οι Ετρούσκοι των οποίων τα μοντέλα ήταν γνώρισμα και προνόμιο των πλουσίων σε Ελλάδα και Ρώμη. Στη Ρώμη, περισσότερο από ότι στον ελληνικό χώρο, τα παπούτσια καθόριζαν την κάθε κοινωνική ομάδα και την κάθε βαθμίδα. Ο καθημερινός Ρωμαίος, φορά ένα παπούτσι κλειστό (calceus), ενώ οι αξιωματούχοι και οι συγκλητικοί φορούν πολυτελέστερα παπούτσια (calceus senatorum). Οι πρίγκιπες φορούν ένα είδος μπότας που μοιάζει με κόθορνο (umbleus). Οι αυτοκράτορες φορούσαν ένα υπόδημα από μαροκινό πορφυρό δέρμα, με χρυσά σιρίτια, και δέρμα λιονταριού στην κνήμη, το οποίο λεγόταν campagus. Οι ηθοποιοί πάλι φορούν διαφορετικά υποδήματα. Οι τραγικοί κοθόρνους, και οι κωμικοί τα soccus (τσόκαρα). Ενώ οι γυναίκες χαμηλών ηθών φορούν κόκκινα παπούτσια. Τα υποδήματα των στρατιωτικών διαφέρουν ανάλογα με τον τομέα και την βαθμίδα. Ο απλός στρατιώτης φορά σανδάλι με ξύλινη σόλα και καρφιά, ο ιππέας caliga με καρφιά που χρησιμεύουν ως σπιρούνια. Ο εκατόνταρχος φορά και αυτός caliga αλλά ξεχωρίζει από τα κορδόνια του που τα δένει 4 φορές γύρω από τους αστραγάλους. Ο στρατιωτικός Γαίος Germanicus λάτρεψε τα caliga του και έγινε γνωστός ως Καλιγούλας!
Στην εποχή του Βυζαντίου, τα παπούτσια απλουστεύθηκαν, έγιναν πιο πρακτικά και αναπαυτικά. Έτσι οι βυζαντινοί καθιέρωσαν ως επίσημα και πολυτελή παπούτσια τους καμπάγους (campagi), και ως καθημερινά τα τζαγγία. Τα τζαγγία έδωσαν το όνομά τους στους τσαγκάρηδες που τότε λέγονταν τζαγγάριοι.
Κατά το μεσαίωνα η μόδα επέβαλε το poulaine, ένα παπούτσι με μυτερή και ανεστραμμένη μύτη. Το μέγεθος της μύτης και το πόσο ανεστραμμένη ήταν, ήταν ανάλογα της οικονομικής και κοινωνικής θέσης αυτού που τα φόραγε. Το μήκος τους έφτασε τα 75 εκατοστά, αλλά στη συνέχεια με διάφορα διατάγματα μειώθηκε σε 65 εκ για τους αριστοκράτες και 15 για το λαό. Γύρω στα 1450 ο Εδουάρδος ο IV της Αγγλίας τα κατήργησε. Ως αντίδραση της μόδας στα πολύ μακριά παπούτσια ,ήρθαν τα πολύ φαρδιά, γνωστά ως "πόδι αρκούδας" ή "ράμφος πάπιας", τα οποία έφτασαν σε πλάτος περίπου τα 30 και 40 εκατοστά. Μετά τα μακριά και πλατιά παπούτσια ήρθαν τα πολύ ψηλά. Μπότες ψηλές με τακούνια ψηλά σε χρώματα μαύρο, κόκκινο, κίτρινο με δαντέλες για άνδρες και γυναίκες.
Στα χρόνια του Λουδοβίκου του XIV επανεμφανίζονται οι κανόνες που ίσχυαν στη Ρώμη. Τα ρούχα, τα παπούτσια και τα καπέλα ήταν χαρακτηριστικά για την κάθε κοινωνική τάξη. Τα τακούνια επιβάλλονται από το νόμο! Εκτός από τα τακούνια τα παπούτσια αποκτούν κορδέλες, φιόγκους και δαντέλες. Ο ίδιος ο Λουδοβίκος φορά παπούτσια κόκκινα με πόρπη στολισμένη με διαμάντια. Κατά τον 18ο αιώνα η μόδα αποτρελαίνεται, τακούνια ψηλά, χαμηλά, πόντες (μύτες) τετράγωνες, μυτερές, όλα οδηγούσαν σε μια επανάσταση...
Η επανάσταση του 1789 στη Γαλλία, φέρνει επανάσταση και στο παπούτσι, έκοψε τα τακούνια, τις πόρπες, και μεταξωτές κάλτσες. Βέβαια ο ίδιος ο Ναπολέων λάτρευε τις μπότες και πίστευε ότι είναι το τρίτο πιο σημαντικό στοιχείο στον εξοπλισμό των στρατιωτών του μετά από το ντουφέκι και την ζεστή κάπα.
Ο 19ος αιώνας ήρθε με παπούτσια υφασμάτινα σατέν, παρ' όλες όμως τις αλλαγές της μόδας στα υποδήματα όλους αυτούς τους αιώνες, ακόμα δεν είχαν εφευρεθεί παπούτσια δεξιά ή αριστερά, ήταν όλα ίδια! Το 1822 στη Φιλαδέλφεια ένας κατασκευαστής δοκιμάζει να λανσάρει παπούτσια σε ζευγάρια, αλλά χωρίς εμπορική επιτυχία. Το 1865 η διάκριση των παπουτσιών σε δεξιά και αριστερά γίνεται μόδα, και επιβάλλεται, παρόλο που οι άνθρωποι αρχικά χάνουν την ισορροπία τους μέχρι να συνηθίσουν αυτή την διάκριση των υποδημάτων.
Στα μέσα του 19ου αιώνα οι ΗΠΑ δίνουν τρομακτική επιτάχυνση στην υποδηματοποιία τόσο με την εισαγωγή νέων υλικών, όπως το καουτσούκ, όσο και με την ανάπτυξη μηχανών νέας τεχνολογίας για την ραφή των φοντιών και σολών. Στην Ευρώπη την ίδια περίοδο ανοίγουν τα πρώτα μεγάλα καταστήματα και κατά συνέπεια και οι πρώτες μπουτίκ υποδημάτων, οργανώνονται εργαστήρια κατασκευής υποδημάτων και δημιουργούνται τα πρώτα brand names. H μόδα αυτή την περίοδο επιβάλλει ψηλά τακούνια και μύτες τετράγωνες και μυτερές. Τα ανδρικά αποκτούν κορδόνια και μοιάζουν πολύ με τα κλασικά ανδρικά παπούτσια του σήμερα. Στα γυναικεία υπάρχει μια πανδαισία χρωμάτων και υλικών, από μεταξωτά μέχρι δερμάτινα. Στα σατέν εμφανίζονται δαντέλες, στρας, αγκράφες και κορδελάκια.
Στην Ελλάδα τον 18ο και 19ο αιώνα το κυρίαρχο παπούτσι ήταν από χονδρό δέρμα με καρφιά στη σόλα και φούντα μπροστά, τα γνωστά τσαρούχια!
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Γαλλία είναι από τους πρωτοπόρους στο ευρωπαϊκό παπούτσι. Τώρα δημιουργούνται τα brand names που πολλά από αυτά υπάρχουν μέχρι σήμερα. Τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα υπάρχει ένας οργασμός δημιουργίας νέων σχεδίων και τύπων υποδημάτων, πολλά από τα υποδήματα που είναι στη μόδα σήμερα είχαν σταδιοδρομήσει τις δεκαετίες του 1920 και 1930. Την δεκαετία του '30 τα παπούτσια βάφονται με πολλά χρώματα και είναι φωτεινά και ζωηρά. Τα πέδιλα κάνουν την είσοδό τους στην αγορά, ενώ εμφανίζονται νέα εξωτικά δέρματα από σαύρα και φίδι .Οι μύτες των παπουτσιών δεν είναι πια τετράγωνες, αλλά στρογγυλές και μυτερές. Τα τακούνια είναι μέχρι 2,5 πόντους για τα ανδρικά και 5,5 για τα γυναικεία. Κυκλοφορούν παπούτσια δίχρωμα με τρυπάκια όπως τα derby και τα oxford. Η Ιταλία αρχίζει να μπαίνει δυναμικά στο σχέδιο και την κατασκευή υποδημάτων. Ανάμεσα στους νέους τύπους υποδημάτων που έκαναν την είσοδό τους αυτά τα χρόνια ήταν τα αθλητικά με πρωτοπόρο την Adidas του Γερμανού Adi Dassler και την Puma του αδερφού του Rudolf Dassler .
Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος σταμάτησε την πορεία του παπουτσιού προς τη μόδα... και η μόδα γίνεται στρατιωτική. Μετά τον πόλεμο η μόδα άρχισε πάλι να αναπτύσσεται, να επιβάλλει νέα σχέδια, υλικά και χρώματα και συχνά να επαναλαμβάνεται.
Μέχρι τότε οι αλλαγές τις μόδας συνέβαιναν αρχικά με συχνότητα εκατό η περισσότερων χρόνων, μετά με συχνότητα δεκαετιών ώσπου φτάσαμε στο σήμερα που η μόδα αλλάζει τυπικά κάθε μισό χρόνο, αλλά ουσιαστικά κάθε τρία χρόνια περίπου. Επίσης παρατηρούμε ότι σε ίδιες περιόδους υπάρχουν περισσότερες της μίας τάσεις, οι οποίες εμπνέονται από διαφορετικές ιστορικές περιόδους και ενδυματολογικές συνήθειες διαφορετικών λαών.
Η ιστορία του υποδήματος ξεκινά σχεδόν από τότε που ο άνθρωπος στάθηκε στα πόδια του, περίπου 30 εκατομμύρια χρόνια πριν, σύμφωνα με κάποιους ανθρωπολόγους. Οι πρώτες εικόνες παπουτσιών μας έρχονται από σπήλαια στην Γαλλία και την Ισπανία, οπού παρουσιάζονται τοιχογραφίες οι οποίες δείχνουν γυναίκες να φορούν μπότες και άνδρες να φορούν γκέτες. Αυτές χρονολογούνται περίπου 14000 χρόνια πριν. Το αρχαιότερο παπούτσι είναι πιθανότατα το μοκασίνι των ινδιάνων (15000 χρόνια πριν), φτιαγμένο από δέρμα και οπλές ζαρκαδιού και φιδιών. Επίσης στη Δανία σε τάφους της εποχής του σιδήρου βρέθηκαν παραστάσεις που δείχνουν παπούτσια σαν τα μοκασίνια των Ινδιάνων.
Βέβαια τα πρώτα παπούτσια, με αποδείξεις μας έρχονται από την Αίγυπτο. Άλλα φτιαγμένα από χοντρά φύλλα και άλλα σαν σανδάλια από φύλλα φοίνικα ή πάπύρου με εσωτερική επένδυση και εκπληκτικές διακοσμήσεις. Από νωρίς το παπούτσι ήταν ενδεικτικό της οικονομικής κατάστασης και της κοινωνικής θέσης. Για παράδειγμα οι απλοί Αιγύπτιοι φορούσαν πέδιλα από φτωχά δέρματα, ενώ οι ιερείς πλούσια υποδήματα από πάπυρο.
Οι αρχαίοι Έλληνες από πολύ νωρίς ξεκίνησαν την κατασκευή υποδημάτων, δημιουργώντας νέα μοντέλα και οργανώνοντας τις πρώτες υποδηματοποιίες στο Άργος, στη Ρόδο, στη Σικυώνα. Πρωταγωνιστής ήταν το χαμηλό σάνδαλο. Υπήρχαν όμως και πλήθος άλλων υποδημάτων με τα εξής ονόματα αμυκλαί, αρβύλαι, βασσαίραι, βαυκίδες, βλαύται, διάθρα, εμβάδες, εμπίλια, ιφικρατίδες, καρβατίναι, κνημίδες, κόθορνοι, πηλοπατίδες, τροχάδες και ενδρομίδες. Μεγάλος Έλληνας υποδηματοποιός ήταν ο Ιφικράτης. Τα σύνεργα του υποδηματοποιού ήταν: περιτομεύς, το οπέας και ο καλάπους. Η κατασκευή περιλάμβανε τα εξής στάδια: πρώτα κατεργάζονταν τα δέρματα με διάφορα έλαια, έραβαν το παπούτσι με νεύρα βοδιού, εφάρμοζαν τα καττύματα(σόλες) με ράψιμο ή κόλλημα, τα έβαφαν με μαύρη ή κόκκινη μπογιά, και μετά τα στίλβωναν με ορυκτές ύλες.
Επίσης μεγάλοι υποδηματοποιοί υπήρξαν και οι Ετρούσκοι των οποίων τα μοντέλα ήταν γνώρισμα και προνόμιο των πλουσίων σε Ελλάδα και Ρώμη. Στη Ρώμη, περισσότερο από ότι στον ελληνικό χώρο, τα παπούτσια καθόριζαν την κάθε κοινωνική ομάδα και την κάθε βαθμίδα. Ο καθημερινός Ρωμαίος, φορά ένα παπούτσι κλειστό (calceus), ενώ οι αξιωματούχοι και οι συγκλητικοί φορούν πολυτελέστερα παπούτσια (calceus senatorum). Οι πρίγκιπες φορούν ένα είδος μπότας που μοιάζει με κόθορνο (umbleus). Οι αυτοκράτορες φορούσαν ένα υπόδημα από μαροκινό πορφυρό δέρμα, με χρυσά σιρίτια, και δέρμα λιονταριού στην κνήμη, το οποίο λεγόταν campagus. Οι ηθοποιοί πάλι φορούν διαφορετικά υποδήματα. Οι τραγικοί κοθόρνους, και οι κωμικοί τα soccus (τσόκαρα). Ενώ οι γυναίκες χαμηλών ηθών φορούν κόκκινα παπούτσια. Τα υποδήματα των στρατιωτικών διαφέρουν ανάλογα με τον τομέα και την βαθμίδα. Ο απλός στρατιώτης φορά σανδάλι με ξύλινη σόλα και καρφιά, ο ιππέας caliga με καρφιά που χρησιμεύουν ως σπιρούνια. Ο εκατόνταρχος φορά και αυτός caliga αλλά ξεχωρίζει από τα κορδόνια του που τα δένει 4 φορές γύρω από τους αστραγάλους. Ο στρατιωτικός Γαίος Germanicus λάτρεψε τα caliga του και έγινε γνωστός ως Καλιγούλας!
Στην εποχή του Βυζαντίου, τα παπούτσια απλουστεύθηκαν, έγιναν πιο πρακτικά και αναπαυτικά. Έτσι οι βυζαντινοί καθιέρωσαν ως επίσημα και πολυτελή παπούτσια τους καμπάγους (campagi), και ως καθημερινά τα τζαγγία. Τα τζαγγία έδωσαν το όνομά τους στους τσαγκάρηδες που τότε λέγονταν τζαγγάριοι.
Κατά το μεσαίωνα η μόδα επέβαλε το poulaine, ένα παπούτσι με μυτερή και ανεστραμμένη μύτη. Το μέγεθος της μύτης και το πόσο ανεστραμμένη ήταν, ήταν ανάλογα της οικονομικής και κοινωνικής θέσης αυτού που τα φόραγε. Το μήκος τους έφτασε τα 75 εκατοστά, αλλά στη συνέχεια με διάφορα διατάγματα μειώθηκε σε 65 εκ για τους αριστοκράτες και 15 για το λαό. Γύρω στα 1450 ο Εδουάρδος ο IV της Αγγλίας τα κατήργησε. Ως αντίδραση της μόδας στα πολύ μακριά παπούτσια ,ήρθαν τα πολύ φαρδιά, γνωστά ως "πόδι αρκούδας" ή "ράμφος πάπιας", τα οποία έφτασαν σε πλάτος περίπου τα 30 και 40 εκατοστά. Μετά τα μακριά και πλατιά παπούτσια ήρθαν τα πολύ ψηλά. Μπότες ψηλές με τακούνια ψηλά σε χρώματα μαύρο, κόκκινο, κίτρινο με δαντέλες για άνδρες και γυναίκες.
Στα χρόνια του Λουδοβίκου του XIV επανεμφανίζονται οι κανόνες που ίσχυαν στη Ρώμη. Τα ρούχα, τα παπούτσια και τα καπέλα ήταν χαρακτηριστικά για την κάθε κοινωνική τάξη. Τα τακούνια επιβάλλονται από το νόμο! Εκτός από τα τακούνια τα παπούτσια αποκτούν κορδέλες, φιόγκους και δαντέλες. Ο ίδιος ο Λουδοβίκος φορά παπούτσια κόκκινα με πόρπη στολισμένη με διαμάντια. Κατά τον 18ο αιώνα η μόδα αποτρελαίνεται, τακούνια ψηλά, χαμηλά, πόντες (μύτες) τετράγωνες, μυτερές, όλα οδηγούσαν σε μια επανάσταση...
Η επανάσταση του 1789 στη Γαλλία, φέρνει επανάσταση και στο παπούτσι, έκοψε τα τακούνια, τις πόρπες, και μεταξωτές κάλτσες. Βέβαια ο ίδιος ο Ναπολέων λάτρευε τις μπότες και πίστευε ότι είναι το τρίτο πιο σημαντικό στοιχείο στον εξοπλισμό των στρατιωτών του μετά από το ντουφέκι και την ζεστή κάπα.
Ο 19ος αιώνας ήρθε με παπούτσια υφασμάτινα σατέν, παρ' όλες όμως τις αλλαγές της μόδας στα υποδήματα όλους αυτούς τους αιώνες, ακόμα δεν είχαν εφευρεθεί παπούτσια δεξιά ή αριστερά, ήταν όλα ίδια! Το 1822 στη Φιλαδέλφεια ένας κατασκευαστής δοκιμάζει να λανσάρει παπούτσια σε ζευγάρια, αλλά χωρίς εμπορική επιτυχία. Το 1865 η διάκριση των παπουτσιών σε δεξιά και αριστερά γίνεται μόδα, και επιβάλλεται, παρόλο που οι άνθρωποι αρχικά χάνουν την ισορροπία τους μέχρι να συνηθίσουν αυτή την διάκριση των υποδημάτων.
Στα μέσα του 19ου αιώνα οι ΗΠΑ δίνουν τρομακτική επιτάχυνση στην υποδηματοποιία τόσο με την εισαγωγή νέων υλικών, όπως το καουτσούκ, όσο και με την ανάπτυξη μηχανών νέας τεχνολογίας για την ραφή των φοντιών και σολών. Στην Ευρώπη την ίδια περίοδο ανοίγουν τα πρώτα μεγάλα καταστήματα και κατά συνέπεια και οι πρώτες μπουτίκ υποδημάτων, οργανώνονται εργαστήρια κατασκευής υποδημάτων και δημιουργούνται τα πρώτα brand names. H μόδα αυτή την περίοδο επιβάλλει ψηλά τακούνια και μύτες τετράγωνες και μυτερές. Τα ανδρικά αποκτούν κορδόνια και μοιάζουν πολύ με τα κλασικά ανδρικά παπούτσια του σήμερα. Στα γυναικεία υπάρχει μια πανδαισία χρωμάτων και υλικών, από μεταξωτά μέχρι δερμάτινα. Στα σατέν εμφανίζονται δαντέλες, στρας, αγκράφες και κορδελάκια.
Στην Ελλάδα τον 18ο και 19ο αιώνα το κυρίαρχο παπούτσι ήταν από χονδρό δέρμα με καρφιά στη σόλα και φούντα μπροστά, τα γνωστά τσαρούχια!
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Γαλλία είναι από τους πρωτοπόρους στο ευρωπαϊκό παπούτσι. Τώρα δημιουργούνται τα brand names που πολλά από αυτά υπάρχουν μέχρι σήμερα. Τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα υπάρχει ένας οργασμός δημιουργίας νέων σχεδίων και τύπων υποδημάτων, πολλά από τα υποδήματα που είναι στη μόδα σήμερα είχαν σταδιοδρομήσει τις δεκαετίες του 1920 και 1930. Την δεκαετία του '30 τα παπούτσια βάφονται με πολλά χρώματα και είναι φωτεινά και ζωηρά. Τα πέδιλα κάνουν την είσοδό τους στην αγορά, ενώ εμφανίζονται νέα εξωτικά δέρματα από σαύρα και φίδι .Οι μύτες των παπουτσιών δεν είναι πια τετράγωνες, αλλά στρογγυλές και μυτερές. Τα τακούνια είναι μέχρι 2,5 πόντους για τα ανδρικά και 5,5 για τα γυναικεία. Κυκλοφορούν παπούτσια δίχρωμα με τρυπάκια όπως τα derby και τα oxford. Η Ιταλία αρχίζει να μπαίνει δυναμικά στο σχέδιο και την κατασκευή υποδημάτων. Ανάμεσα στους νέους τύπους υποδημάτων που έκαναν την είσοδό τους αυτά τα χρόνια ήταν τα αθλητικά με πρωτοπόρο την Adidas του Γερμανού Adi Dassler και την Puma του αδερφού του Rudolf Dassler .
Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος σταμάτησε την πορεία του παπουτσιού προς τη μόδα... και η μόδα γίνεται στρατιωτική. Μετά τον πόλεμο η μόδα άρχισε πάλι να αναπτύσσεται, να επιβάλλει νέα σχέδια, υλικά και χρώματα και συχνά να επαναλαμβάνεται.
Μέχρι τότε οι αλλαγές τις μόδας συνέβαιναν αρχικά με συχνότητα εκατό η περισσότερων χρόνων, μετά με συχνότητα δεκαετιών ώσπου φτάσαμε στο σήμερα που η μόδα αλλάζει τυπικά κάθε μισό χρόνο, αλλά ουσιαστικά κάθε τρία χρόνια περίπου. Επίσης παρατηρούμε ότι σε ίδιες περιόδους υπάρχουν περισσότερες της μίας τάσεις, οι οποίες εμπνέονται από διαφορετικές ιστορικές περιόδους και ενδυματολογικές συνήθειες διαφορετικών λαών.
Κόμπε, το πιο ακριβό κρέας στον κόσμο
Kobe Beef
Λέγεται ότι είναι το καλύτερο κρέας του κόσμου (και ένα από τα πιο ακριβά). Η προετοιμασία του είναι οπωσδήποτε αντάξια της φήμης του. Αγελάδες μεγαλωμένες πίνοντας μπύρα και με εκπαιδευμένους εργάτες να της κάνουν καθημερινό μασάζ! Σε συνδυασμό με ένα καθαρό και προσεγμένο περιβάλλον, αυτές οι αγελάδες θα δώσουν το ξακουστό κρέας Kobe Beef. Βέβαια ο τρόπος μαγειρέματος παίζει ρόλο. Συνήθως παρασκευασμένο με teppanyaki (Ψήσιμο πάνω σε ζεστή σιδερένια πλάκα) από πεπειραμένους μάγειρες, μαγειρεύεται μπροστά στον πελάτη. Σερβίρεται ως μέρος ενός μενού (σούπα, σαλάτα, μικρό θαλασσινό πιάτο και ρύζι) και μπορείτε να το βρείτε μόνο σε ιδιαίτερα μαγαζιά της περιοχής Kobe
Λέγεται ότι είναι το καλύτερο κρέας του κόσμου (και ένα από τα πιο ακριβά). Η προετοιμασία του είναι οπωσδήποτε αντάξια της φήμης του. Αγελάδες μεγαλωμένες πίνοντας μπύρα και με εκπαιδευμένους εργάτες να της κάνουν καθημερινό μασάζ! Σε συνδυασμό με ένα καθαρό και προσεγμένο περιβάλλον, αυτές οι αγελάδες θα δώσουν το ξακουστό κρέας Kobe Beef. Βέβαια ο τρόπος μαγειρέματος παίζει ρόλο. Συνήθως παρασκευασμένο με teppanyaki (Ψήσιμο πάνω σε ζεστή σιδερένια πλάκα) από πεπειραμένους μάγειρες, μαγειρεύεται μπροστά στον πελάτη. Σερβίρεται ως μέρος ενός μενού (σούπα, σαλάτα, μικρό θαλασσινό πιάτο και ρύζι) και μπορείτε να το βρείτε μόνο σε ιδιαίτερα μαγαζιά της περιοχής Kobe
ΜΙΚΥ ΜΑΟΥΣ
Ανθρωπόμορφο ποντίκι, σύμβολο της Disney και μία από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες παγκοσμίως. Δημιουργός του, ο Γουόλτ Ντίσνεϊ, που εμψύχωνε με τη φωνή του τον Μίκυ στα πρώτα του βήματα.
Η επίσημη ημερομηνία «γέννησης» του Μίκυ Μάους (Mickey Mouse) είναι η 18η Νοεμβρίου 1928, όταν πρωταγωνίστησε στην ταινιούλα Steamboat Willie (Το Ατμόπλοιο Γουίλι), που ήταν η πρώτη ομιλούσα ταινία στο χώρο των κινουμένων σχεδίων. Στην πραγματικότητα, ο Μίκυ είχε κάνει την εμφάνισή του στη μεγάλη οθόνη λίγους μήνες πριν και συγκεκριμένα στην ταινία Plane Crazy (15 Μαΐου 1928).
Ο Ντίσνεϊ εμπνεύστηκε τον Μίκυ στις αρχές του 1928, ταξιδεύοντας σιδηροδρομικώς για δουλειές σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο της ζωής του. Μόλις είχε χάσει τα εμπορικά δικαιώματα του πρώτου του ήρωα, του λαγού Όσβαλντ και οι περισσότερο συνεργάτες του είχαν αποσκιρτήσει στον μεγάλο του αντίπαλο Μπομπ Μιντζ των Universal Studios. Ο Ντίσνεϊ δεν θα έκανε ποτέ το ίδιο λάθος και θα προάσπιζε στο εξής με τον εντελέστερο τρόπο τα εμπορικά δικαιώματα κάθε ήρωα που παρουσίαζε.
Μόλις επέστρεψε στο Λος Άντζελες έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, μαζί με τον σπουδαίο κομίστα Ουμπ Αϊγουερκς και σε λιγότερο από τρεις μήνες ο Μίκυ έλαβε «σάρκα και οστά». Αποφάσισε να του δώσει το όνομα Μόρτιμερ, αλλά η κυρία Ντίσνεϊ θεώρησε το όνομα πομπώδες και αντιπρότεινε το Μίκυ, που επικράτησε τελικά. Η επιτυχία του μικροσκοπικού ποντικού ήταν άμεση. «Όταν ο κόσμος γελάει με τον Μίκυ, το κάνει επειδή είναι τόσο ανθρώπινος. Αυτό είναι το μυστικό της δημοτικότητάς του» συνήθιζε να λέει ο Ντίσνεϊ.
Στο σύμπαν των χάρτινων ηρώων, οι στενότεροι συγγενείς του Μίκυ είναι τα ανίψια του Μόρτι και Φέρντι και η αδελφή του Αμέλια. Η Μίνι είναι η αιώνια φιλενάδα του, διατηρεί στενή φιλία με τη μεγάλη οικογένεια των Ντακ, ενώ ο μεγάλος του αντίπαλος είναι ο Μαύρος Πιτ. Το σκυλί του Μίκυ ακούει στο όνομα Πλούτο. Τη φωνή τους στον Μίκυ δάνεισαν ο Ουόλτ Ντίσνεϊ (1929-1946), ο Τζέιμς ΜακΝτόναλντ (1946-1983) και ο Γουέιν Όλγουιν (1983-...).
Στις πρώτες ταινίες του, ο Μίκι ήταν σκανδαλιάρης, ερωτύλος και ενίοτε κακός. Αργότερα έγινε ξερόλας, εξυπνάκιας, με λίγα λόγια ο κύριος Τέλειος, το καλό παιδί. Ήταν το τίμημα της επιτυχίας για τον Ντίσνεϊ. Η προσωπικότητα του Μίκυ στις πρώτες ταινίες ήταν πιο σύνθετη και γι' αυτό πιο ενδιαφέρουσα σε σχέση με τον μονοδιάστατο χαρακτήρα της συνέχειας. Η μεγάλη επιτυχία του Μίκυ προσήλκυσε το ενδιαφέρον των εκδοτών και στις 13 Ιανουαρίου 1930 έκανε την πρώτη του έντυπη εμφάνιση. Τέσσερα χρόνια αργότερα είχε το δικό του λήμμα στη διεθνούς κύρους εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα. Στην Ελλάδα κατέφθασε με μεγάλη καθυστέρηση από τις εκδόσεις Τερζόπουλου, μόλις το 1966. Την Παρασκευή 1η Ιουλίου ένα περιοδικό μικρού σχήματος, με τον Μίκυ στο εξώφυλλο έτοιμο να επισκεφθεί την Ελλάδα, προκάλεσε συναγερμό στις τάξεις των λιλιπούτειων αναγνωστών.
Ο Μίκυ έγινε ο πρώτος ήρωας κινουμένων σχεδίων που απέκτησε το δικό του αστέρι στο περίφημο Πεζοδρόμιο της Φήμης (Walk of Fame) στο Χόλυγουντ. Η τελετή έγινε στις 18 Νοεμβρίου 1978, ανήμερα των πεντηκοστών του γενεθλίων. Το αστέρι του Μίκυ βρίσκεται στη διεύθυνση: 6925 Hollywood Blvd. Για δεκαετίες ο Μίκυ Μάους μονομάχησε σκληρά με τον Μπαγκς Μπάνι της Warner για τον τίτλο του πιο δημοφιλούς ήρωα των κινουμένων σχεδίων. Το 1988 οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι τα βρήκαν και πρωταγωνίστησαν στην ταινία του Ρόμπερτ Ζεμέκις Ποιος παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ.
Η φήμη του Μίκυ γρήγορα μετατράπηκε σε πηγή εσόδων για την Ντίσνεϊ, που είναι μία από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρείες του κόσμου. Ο μικροσκοπικός ποντικός πρωταγωνιστεί στον κινηματογράφο, την τηλεόραση, τον τύπο. Εικονίζεται σε ρολόγια, μολύβια, σεντόνια, πετσέτες και σε πολλά ακόμα προϊόντα. Κάθε χρόνο συνεισφέρει στα ταμεία της Ντίσνεϊ πάνω από 5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο Μίκυ Μάους είναι για κάποιους το σύμβολο της αμερικανικής αισιοδοξίας, επινοητικότητας και ενεργητικότητας, ενώ για κάποιους άλλους, ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά του αμερικάνικου πολιτιστικού ιμπεριαλισμού. Η αμερικάνικη αντεργκράουντ κουλτούρα τον χρησιμοποίησε ως αντιήρωα στην ταινία Ο Μίκυ Μάους στο Βιετνάμ (1968).
http://www.sansimera.gr/
Η επίσημη ημερομηνία «γέννησης» του Μίκυ Μάους (Mickey Mouse) είναι η 18η Νοεμβρίου 1928, όταν πρωταγωνίστησε στην ταινιούλα Steamboat Willie (Το Ατμόπλοιο Γουίλι), που ήταν η πρώτη ομιλούσα ταινία στο χώρο των κινουμένων σχεδίων. Στην πραγματικότητα, ο Μίκυ είχε κάνει την εμφάνισή του στη μεγάλη οθόνη λίγους μήνες πριν και συγκεκριμένα στην ταινία Plane Crazy (15 Μαΐου 1928).
Ο Ντίσνεϊ εμπνεύστηκε τον Μίκυ στις αρχές του 1928, ταξιδεύοντας σιδηροδρομικώς για δουλειές σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο της ζωής του. Μόλις είχε χάσει τα εμπορικά δικαιώματα του πρώτου του ήρωα, του λαγού Όσβαλντ και οι περισσότερο συνεργάτες του είχαν αποσκιρτήσει στον μεγάλο του αντίπαλο Μπομπ Μιντζ των Universal Studios. Ο Ντίσνεϊ δεν θα έκανε ποτέ το ίδιο λάθος και θα προάσπιζε στο εξής με τον εντελέστερο τρόπο τα εμπορικά δικαιώματα κάθε ήρωα που παρουσίαζε.
Μόλις επέστρεψε στο Λος Άντζελες έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, μαζί με τον σπουδαίο κομίστα Ουμπ Αϊγουερκς και σε λιγότερο από τρεις μήνες ο Μίκυ έλαβε «σάρκα και οστά». Αποφάσισε να του δώσει το όνομα Μόρτιμερ, αλλά η κυρία Ντίσνεϊ θεώρησε το όνομα πομπώδες και αντιπρότεινε το Μίκυ, που επικράτησε τελικά. Η επιτυχία του μικροσκοπικού ποντικού ήταν άμεση. «Όταν ο κόσμος γελάει με τον Μίκυ, το κάνει επειδή είναι τόσο ανθρώπινος. Αυτό είναι το μυστικό της δημοτικότητάς του» συνήθιζε να λέει ο Ντίσνεϊ.
Στο σύμπαν των χάρτινων ηρώων, οι στενότεροι συγγενείς του Μίκυ είναι τα ανίψια του Μόρτι και Φέρντι και η αδελφή του Αμέλια. Η Μίνι είναι η αιώνια φιλενάδα του, διατηρεί στενή φιλία με τη μεγάλη οικογένεια των Ντακ, ενώ ο μεγάλος του αντίπαλος είναι ο Μαύρος Πιτ. Το σκυλί του Μίκυ ακούει στο όνομα Πλούτο. Τη φωνή τους στον Μίκυ δάνεισαν ο Ουόλτ Ντίσνεϊ (1929-1946), ο Τζέιμς ΜακΝτόναλντ (1946-1983) και ο Γουέιν Όλγουιν (1983-...).
Στις πρώτες ταινίες του, ο Μίκι ήταν σκανδαλιάρης, ερωτύλος και ενίοτε κακός. Αργότερα έγινε ξερόλας, εξυπνάκιας, με λίγα λόγια ο κύριος Τέλειος, το καλό παιδί. Ήταν το τίμημα της επιτυχίας για τον Ντίσνεϊ. Η προσωπικότητα του Μίκυ στις πρώτες ταινίες ήταν πιο σύνθετη και γι' αυτό πιο ενδιαφέρουσα σε σχέση με τον μονοδιάστατο χαρακτήρα της συνέχειας. Η μεγάλη επιτυχία του Μίκυ προσήλκυσε το ενδιαφέρον των εκδοτών και στις 13 Ιανουαρίου 1930 έκανε την πρώτη του έντυπη εμφάνιση. Τέσσερα χρόνια αργότερα είχε το δικό του λήμμα στη διεθνούς κύρους εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα. Στην Ελλάδα κατέφθασε με μεγάλη καθυστέρηση από τις εκδόσεις Τερζόπουλου, μόλις το 1966. Την Παρασκευή 1η Ιουλίου ένα περιοδικό μικρού σχήματος, με τον Μίκυ στο εξώφυλλο έτοιμο να επισκεφθεί την Ελλάδα, προκάλεσε συναγερμό στις τάξεις των λιλιπούτειων αναγνωστών.
Ο Μίκυ έγινε ο πρώτος ήρωας κινουμένων σχεδίων που απέκτησε το δικό του αστέρι στο περίφημο Πεζοδρόμιο της Φήμης (Walk of Fame) στο Χόλυγουντ. Η τελετή έγινε στις 18 Νοεμβρίου 1978, ανήμερα των πεντηκοστών του γενεθλίων. Το αστέρι του Μίκυ βρίσκεται στη διεύθυνση: 6925 Hollywood Blvd. Για δεκαετίες ο Μίκυ Μάους μονομάχησε σκληρά με τον Μπαγκς Μπάνι της Warner για τον τίτλο του πιο δημοφιλούς ήρωα των κινουμένων σχεδίων. Το 1988 οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι τα βρήκαν και πρωταγωνίστησαν στην ταινία του Ρόμπερτ Ζεμέκις Ποιος παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ.
Η φήμη του Μίκυ γρήγορα μετατράπηκε σε πηγή εσόδων για την Ντίσνεϊ, που είναι μία από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρείες του κόσμου. Ο μικροσκοπικός ποντικός πρωταγωνιστεί στον κινηματογράφο, την τηλεόραση, τον τύπο. Εικονίζεται σε ρολόγια, μολύβια, σεντόνια, πετσέτες και σε πολλά ακόμα προϊόντα. Κάθε χρόνο συνεισφέρει στα ταμεία της Ντίσνεϊ πάνω από 5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο Μίκυ Μάους είναι για κάποιους το σύμβολο της αμερικανικής αισιοδοξίας, επινοητικότητας και ενεργητικότητας, ενώ για κάποιους άλλους, ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά του αμερικάνικου πολιτιστικού ιμπεριαλισμού. Η αμερικάνικη αντεργκράουντ κουλτούρα τον χρησιμοποίησε ως αντιήρωα στην ταινία Ο Μίκυ Μάους στο Βιετνάμ (1968).
http://www.sansimera.gr/
Η Ιστορία της Barbie
Η Barbie είναι η πιο διάσημη κούκλα του κόσμου, με πωλήσεις που ξεπερνούν το 1 δισεκατομμύριο τεμάχια από το 1959 που πρωτοκυκλοφόρησε από την αμερικανική εταιρεία παιγνιδιών Mattel.
Η ιστορία της Μπάρμπι ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του ‘50 στις ΗΠΑ, όταν η αμερικανίδα επιχειρηματίας Ρουθ Χάντλερ (1916-2002) παρατήρησε ότι η κόρη της Μπάρμπαρα έπαιζε με χάρτινες κούκλες και διασκέδαζε δίνοντάς τους ρόλους ενήλικων γυναικών, σε μία εποχή που οι κούκλες αναπαριστούσαν μόνο μορφές νηπίων. Έτσι, της δημιουργήθηκε η ιδέα για την κατασκευή μιας ενήλικης κούκλας, που θα κάλυπτε ένα κενό στην αγορά. Η ιδέα της άρεσε στον σύζυγό της Έλιοτ, συνιδρυτή της εταιρείας παιγνιδιών Ματέλ.
Η αφορμή για την κατασκευή της Μπάρμπι δόθηκε το 1956, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού της στην Ευρώπη. Η Ρουθ Χάντλερ ανακάλυψε στη Γερμανία μία ενήλικη κούκλα με το όνομα Μπιλντ Λίλι (Bild Lilli) και ήταν ό,τι ακριβώς ζητούσε για τη δική της δημιουργία. Αγόρασε τρία κομμάτια. Το ένα το χάρισε στην κόρη της και τα άλλα δύο πήγαν κατευθείαν στο δημιουργικό τμήμα της Ματέλ. Η γερμανίδα Λίλι βασιζόταν σ’ ένα δημοφιλή χαρακτήρα κόμικς, που είχε σχεδιάσει ο Ράινχαρντ Μπόιτιν για τη μεγάλης κυκλοφορίας λαϊκή εφημερίδα Μπιλντ (Bild). Η Λίλι κυκλοφόρησε ως κούκλα για ενήλικες το 1955, αλλά γνώρισε μεγάλη επιτυχία μεταξύ των νεαρών κοριτσιών.
Με την επιστροφή της στις ΗΠΑ, η Χάντλερ στρώθηκε στη δουλειά και ξανασχεδίασε την κούκλα, με την καθοριστική συμβολή του μηχανικού Τζακ Ράιαν (1926-1991), που δούλευε στην κατασκευή οπλικών συστημάτων για λογαριασμό του Πενταγώνου. Η νέα κούκλα με το όνομα Μπάρμπι (χαϊδευτικό της κόρης της Μπάρμπαρα) έκανε την παρθενική της εμφάνιση στη Διεθνή Έκθεση Παιγνιδιών της Νέας Υόρκης στις 9 Μαρτίου 1959. Αυτή θεωρείται και η επίσημη ημερομηνία γέννησης της Μπάρμπι.
Η αυθεντική Barbie του 1959
Ο νεαρόκοσμος και όχι μόνο υποδέχθηκε θερμά την Μπάρμπι και τον πρώτο χρόνο της κυκλοφορίας πωλήθηκαν γύρω στις 350.000 κούκλες. Η αυθεντική Μπάρμπι φορούσε ριγωτό ολόσωμο μαγιό και διατίθετο σε δύο εκδοχές, μελαχρινή ή ξανθιά. Η ενήλικη εμφάνιση και το πλούσιο στήθος της προκάλεσαν την αντίδραση πολλών γονέων, με αποτέλεσμα η Ματέλ να αλλάξει πολλές φορές το παρουσιαστικό της από τότε. Αργότερα, η αδύνατη πλέον Μπάρμπι κατηγορήθηκε ότι εξωθεί τα κορίτσια στη δίαιτα και την ανορεξία. Το 1964, όταν η νέα κούκλα είχε παγιώσει τη θέση της στην αγορά, η Ματέλ εξαγόρασε τα δικαιώματα της γερμανίδας Λίλι και σταμάτησε την κατασκευή της, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στην Μπάρμπι. Γύρω από την Μπάρμπι στήθηκε από την αρχή σχεδόν της κυκλοφορίας της μία ολόκληρη βιομηχανία, που απέφερε πακτωλό χρημάτων στη Ματέλ: ποικιλία ρούχων και αξεσουάρ για την κούκλα, κούκλες με φίλους και φίλες της Μπάρμπι, βιβλία, ταινίες και βιντεοπαιχνίδια με ηρωίδα την Μπάρμπι.
Από τη δεκαετία του ‘70 η Μπάρμπι άρχισε να διεθνοποιείται και να κατακτά τον κόσμο. Η Ματέλ παρουσίασε τη Μαύρη Μπάρμπι, την Ισπανόφωνη Μπάρμπι, την Ανατολίτισσα Μπάρμπι κ.ο.κ. Όμως, ο ανεξάρτητος χαρακτήρας της προκάλεσε τις συντηρητικές ισλαμικές κοινωνίες. Το 2003 η Σαουδική Αραβία χαρακτήρισε την εικόνα της Μπάρμπι «προσβλητική» για το Ισλάμ και απαγόρευσε την κυκλοφορία της. Ακολούθησαν κι άλλες συντηρητικές μουσουλμανικές χώρες. Πάντως, οι χώρες αυτές δεν έμειναν χωρίς την Μπάρμπι τους. Ένα πιστό αντίγραφό της κυκλοφορεί και γίνεται ανάρπαστο από τον κοριτσόκοσμο. Ονομάζεται Φούλα και είναι ντυμένη με ό,τι επιτάσσει το Ισλάμ (μαντήλα, μπούργκα και τα συναφή).
Το πλήρες όνομα της Μπάρμπι είναι Μπάρμπαρα Μίλισεντ Ρόμπερτς, σύμφωνα με τους βιογράφους της και τα αναρίθμητα βιβλία με ιστορίες της που έχουν κυκλοφορήσει. Οι γονείς της είναι ο Τζορτζ και η Μάργκαρετ Ρόμπερτς και κατάγεται από την πόλη Γουίλοους του Γουινσκόνσιν. Είναι απόφοιτος Λυκείου κι έχει μία χαλαρή ερωτική σχέση με τον νεαρό Κεν Κάρσον, που εμφανίστηκε ως κούκλα το 1961 και το μικρό του όνομα είναι δανεισμένο από τον γιο της οικογένειας Χάντλερ. Η Μπάρμπι είναι αρκετά ευκατάστατη. Στο σπίτι της έχει γύρω στα 40 ζώα (κατοικίδια και μη) και διαθέτει μία σειρά από ακριβά αυτοκίνητα. Έχει άδεια για κάθε κινούμενο όχημα και μπορεί με την ίδια άνεση να πιλοτάρει αυτοκίνητο, αεροπλάνο και διαστημόπλοιο. Όταν, όμως, η περίσταση το απαιτεί, εκτελεί και καθήκοντα αεροσυνοδού. Στόχος της Ματέλ είναι να δείξει ότι οι γυναίκες μπορούν να τα καταφέρουν σε κάθε τομέα της ζωής.
Σχετικά
http://www.sansimera.gr/articles/498#ixzz1vL9lDTEp
Η ιστορία της Μπάρμπι ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του ‘50 στις ΗΠΑ, όταν η αμερικανίδα επιχειρηματίας Ρουθ Χάντλερ (1916-2002) παρατήρησε ότι η κόρη της Μπάρμπαρα έπαιζε με χάρτινες κούκλες και διασκέδαζε δίνοντάς τους ρόλους ενήλικων γυναικών, σε μία εποχή που οι κούκλες αναπαριστούσαν μόνο μορφές νηπίων. Έτσι, της δημιουργήθηκε η ιδέα για την κατασκευή μιας ενήλικης κούκλας, που θα κάλυπτε ένα κενό στην αγορά. Η ιδέα της άρεσε στον σύζυγό της Έλιοτ, συνιδρυτή της εταιρείας παιγνιδιών Ματέλ.
Η αφορμή για την κατασκευή της Μπάρμπι δόθηκε το 1956, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού της στην Ευρώπη. Η Ρουθ Χάντλερ ανακάλυψε στη Γερμανία μία ενήλικη κούκλα με το όνομα Μπιλντ Λίλι (Bild Lilli) και ήταν ό,τι ακριβώς ζητούσε για τη δική της δημιουργία. Αγόρασε τρία κομμάτια. Το ένα το χάρισε στην κόρη της και τα άλλα δύο πήγαν κατευθείαν στο δημιουργικό τμήμα της Ματέλ. Η γερμανίδα Λίλι βασιζόταν σ’ ένα δημοφιλή χαρακτήρα κόμικς, που είχε σχεδιάσει ο Ράινχαρντ Μπόιτιν για τη μεγάλης κυκλοφορίας λαϊκή εφημερίδα Μπιλντ (Bild). Η Λίλι κυκλοφόρησε ως κούκλα για ενήλικες το 1955, αλλά γνώρισε μεγάλη επιτυχία μεταξύ των νεαρών κοριτσιών.
Με την επιστροφή της στις ΗΠΑ, η Χάντλερ στρώθηκε στη δουλειά και ξανασχεδίασε την κούκλα, με την καθοριστική συμβολή του μηχανικού Τζακ Ράιαν (1926-1991), που δούλευε στην κατασκευή οπλικών συστημάτων για λογαριασμό του Πενταγώνου. Η νέα κούκλα με το όνομα Μπάρμπι (χαϊδευτικό της κόρης της Μπάρμπαρα) έκανε την παρθενική της εμφάνιση στη Διεθνή Έκθεση Παιγνιδιών της Νέας Υόρκης στις 9 Μαρτίου 1959. Αυτή θεωρείται και η επίσημη ημερομηνία γέννησης της Μπάρμπι.
Η αυθεντική Barbie του 1959
Ο νεαρόκοσμος και όχι μόνο υποδέχθηκε θερμά την Μπάρμπι και τον πρώτο χρόνο της κυκλοφορίας πωλήθηκαν γύρω στις 350.000 κούκλες. Η αυθεντική Μπάρμπι φορούσε ριγωτό ολόσωμο μαγιό και διατίθετο σε δύο εκδοχές, μελαχρινή ή ξανθιά. Η ενήλικη εμφάνιση και το πλούσιο στήθος της προκάλεσαν την αντίδραση πολλών γονέων, με αποτέλεσμα η Ματέλ να αλλάξει πολλές φορές το παρουσιαστικό της από τότε. Αργότερα, η αδύνατη πλέον Μπάρμπι κατηγορήθηκε ότι εξωθεί τα κορίτσια στη δίαιτα και την ανορεξία. Το 1964, όταν η νέα κούκλα είχε παγιώσει τη θέση της στην αγορά, η Ματέλ εξαγόρασε τα δικαιώματα της γερμανίδας Λίλι και σταμάτησε την κατασκευή της, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στην Μπάρμπι. Γύρω από την Μπάρμπι στήθηκε από την αρχή σχεδόν της κυκλοφορίας της μία ολόκληρη βιομηχανία, που απέφερε πακτωλό χρημάτων στη Ματέλ: ποικιλία ρούχων και αξεσουάρ για την κούκλα, κούκλες με φίλους και φίλες της Μπάρμπι, βιβλία, ταινίες και βιντεοπαιχνίδια με ηρωίδα την Μπάρμπι.
Από τη δεκαετία του ‘70 η Μπάρμπι άρχισε να διεθνοποιείται και να κατακτά τον κόσμο. Η Ματέλ παρουσίασε τη Μαύρη Μπάρμπι, την Ισπανόφωνη Μπάρμπι, την Ανατολίτισσα Μπάρμπι κ.ο.κ. Όμως, ο ανεξάρτητος χαρακτήρας της προκάλεσε τις συντηρητικές ισλαμικές κοινωνίες. Το 2003 η Σαουδική Αραβία χαρακτήρισε την εικόνα της Μπάρμπι «προσβλητική» για το Ισλάμ και απαγόρευσε την κυκλοφορία της. Ακολούθησαν κι άλλες συντηρητικές μουσουλμανικές χώρες. Πάντως, οι χώρες αυτές δεν έμειναν χωρίς την Μπάρμπι τους. Ένα πιστό αντίγραφό της κυκλοφορεί και γίνεται ανάρπαστο από τον κοριτσόκοσμο. Ονομάζεται Φούλα και είναι ντυμένη με ό,τι επιτάσσει το Ισλάμ (μαντήλα, μπούργκα και τα συναφή).
Το πλήρες όνομα της Μπάρμπι είναι Μπάρμπαρα Μίλισεντ Ρόμπερτς, σύμφωνα με τους βιογράφους της και τα αναρίθμητα βιβλία με ιστορίες της που έχουν κυκλοφορήσει. Οι γονείς της είναι ο Τζορτζ και η Μάργκαρετ Ρόμπερτς και κατάγεται από την πόλη Γουίλοους του Γουινσκόνσιν. Είναι απόφοιτος Λυκείου κι έχει μία χαλαρή ερωτική σχέση με τον νεαρό Κεν Κάρσον, που εμφανίστηκε ως κούκλα το 1961 και το μικρό του όνομα είναι δανεισμένο από τον γιο της οικογένειας Χάντλερ. Η Μπάρμπι είναι αρκετά ευκατάστατη. Στο σπίτι της έχει γύρω στα 40 ζώα (κατοικίδια και μη) και διαθέτει μία σειρά από ακριβά αυτοκίνητα. Έχει άδεια για κάθε κινούμενο όχημα και μπορεί με την ίδια άνεση να πιλοτάρει αυτοκίνητο, αεροπλάνο και διαστημόπλοιο. Όταν, όμως, η περίσταση το απαιτεί, εκτελεί και καθήκοντα αεροσυνοδού. Στόχος της Ματέλ είναι να δείξει ότι οι γυναίκες μπορούν να τα καταφέρουν σε κάθε τομέα της ζωής.
Σχετικά
- Το 1997 το σκανδιναβικό συγκρότημα Aqua κυκλοφόρησε το τραγούδι - παρωδία «Barbie Girl», με τολμηρούς στίχους. Η Ματέλ μήνυσε το συγκρότημα για δυσφήμιση, αλλά έχασε τη δίκη, καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι η σάτιρα προστατεύεται από το αμερικάνικο Σύνταγμα.
- Στην αμερικάνικη αργκό η λέξη Barbie απέκτησε υποτιμητική έννοια και χαρακτηρίζει τη «ρηχή» γυναίκα.
- Η Ματέλ έχει υπολογίσει ότι υπάρχουν γύρω στους 100.000 συλλέκτες Μπάρμπι μόνο στις ΗΠΑ. Το 90% είναι γυναίκες κοντά στα 40 και το 45% από αυτές ξοδεύουν τουλάχιστον 1.000 δολάρια κάθε χρόνο για να εμπλουτίσουν τη συλλογή τους.
- Η αυθεντική Μπάρμπι του 1959 κόστιζε 3 δολάρια, ενώ σε μία δημοπρασία το 2006 μία σπάνια Μπάρμπι του 1965 πουλήθηκε αντί 17.000 δολαρίων.
http://www.sansimera.gr/articles/498#ixzz1vL9lDTEp
|
|
Η Ιστορία του σαπουνιού
Η ιστορία του σαπουνιού. (Από την Paola Filinesi) Το πρώτο μέσο καθαρισμού που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος ήταν το νερό. Γι' αυτό και οι προϊστορικοί οικισμοί ήταν χτισμένοι συνήθως σε μέρη που υπήρχε άμεση πρόσβαση σε νερό. Η χρήση άλλων μέσων καθαρισμού εμφανίστηκε με την ανθρώπινη εξέλιξη.
Αν και η πραγματική καταγωγή του σαπουνιού δεν έχει ακόμη αποδειχθεί, ωστόσο κάτι παρόμοιο με το σαπούνι υπήρχε από το 2.300 π.Χ. στους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας. Η ανακάλυψη του σαπουνιού και η χρήση του ως καθαριστικού δεν έγιναν ταυτόχρονα. Οι αρχαίοι πολιτισμοί χρησιμοποιούσαν το σαπούνι σαν ένα είδος φάρμακου για τις πληγές και σαν καλλυντικό των μαλλιών. Ακόμη και από τα περίφημα λουτρά της βασίλισσας Κλεοπάτρας της Αιγύπτου το σαπούνι απουσίαζε και τον ρόλο του καθαριστικού είχε μια λευκή άμμος, σαν αλισίβα, με την προσθήκη αιθέριων ελαίων. Αλλά και στα ρωμαϊκά λουτρά δεν χρησιμοποιήθηκε το σαπούνι. Οι Ρωμαίοι αργότερα ανακάλυψαν τις φαρμακευτικές του ιδιότητες αλλά η χρήση του δεν ήταν διαδεδομένη. Το σαπούνι εμφανίστηκε στην Ευρώπη πιθανότατα με την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως στους Τούρκους οι οποίοι το είχαν μάθει από τις Αραβικές φυλές της Αραβικής Ερήμου τις οποίες επίσης είχαν υποτάξει. Ακόμα, άλλες μεμονωμένες φυλές όπως οι Βίκιγκς και οι Κέλτες το χρησιμοποιούσαν. Γενικά όμως από τον XIII αιώνα και μετά αρχίζουν να υπάρχουν τεκμηριωμένα στοιχεία για την ιστορία του σαπουνιού. Η Μασσαλία φαίνεται ως η πρώτη περιοχή παραγωγής του, της οποίας η φήμη κράτησε σχεδόν ολόκληρο τον Μεσαίωνα ακολουθούμενη από την Γένοβα, την Βενετία, το Μπάρι και μετά την Καστίλη της Ισπανίας. Όλες αυτές οι περιοχές είχαν πλούσια παραγωγή ελαιολάδου και ενός φυτού που λεγόταν Barilla με την στάχτη του οποίου γινόταν η αλισίβα. Αυτή η «καινούρια» μέθοδος (τις ανάμειξης του φυτικού λίπους με την αλισίβα) καθιερώθηκε για τους επόμενους 4-5 αιώνες. Μέχρι που ο Γάλλος χημικός Nicolas Leblanc ανακάλυψε έναν καινούργιο τρόπο να φτιάχνει την αλισίβα χρησιμοποιώντας το κοινό αλάτι…. Μύθοι γύρω από το σαπούνι Σύμφωνα με έναν ελληνικό μύθο, το σαπούνι έλκει την καταγωγή του από την αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα από το νησί της Λέσβου. Εκεί γίνονταν θυσίες ζώων στη θεά Άρτεμη. Οι νεροποντές πολλές φορές παρέσερναν τα ζωικά υπολείμματα και τα καμένα λίπη, μαζί με τις στάχτες από τα ξύλα της πυρράς σχηματίζοντας ένα κίτρινο ρυάκι που κατέληγε στο ποτάμι. Στο ποτάμι που όταν οι νοικοκυρές έπλεναν τα ρούχα τους διαπίστωσαν ότι όταν το νερό γινόταν κίτρινο με την προσθήκη αυτών των υλικών, τα ρούχα καθάριζαν καλύτερα. Σύμφωνα με τον μύθο το σαπούνι πήρε το όνομά του προς τιμήν της ποιήτριας Σαπφούς που έζησε εκείνη την περίοδο και είναι μια παράφραση του ονόματός της. Υπάρχει και η ιταλική εκδοχή του μύθου, σύμφωνα με την οποία το παραπάνω σκηνικό ελάμβανε χώρα στον ποταμό Τίβερη, στους πρόποδες του όρους Σάπο, όπου έπλεναν τα ρούχα τους οι αρχαίες Ρωμαίες. Το σαπούνι (σάπων) πήρε το όνομά του από το βουνό. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου του 14ου στη Γαλλία, το πλύσιμο με σαπούνι συνδέθηκε με ένα παράδοξο περιστατικό. Λέγετε ότι βασιλιάς Λουδοβίκος καρατόμησε 3 σαπωνοποιούς γιατί είχαν φτιάξει μια πλάκα από σαπούνι που ερέθισε το ευαίσθητο βασιλικό δέρμα του! Μπροστά στην απόγνωση οι εναπομείναντες 4 σαπωνοποιοί ενώθηκαν και εφηύραν μια μέθοδο για να παρασκευάσουν σαπούνι απαλότερο και απαλλαγμένο από βλαβερά στοιχεία. Σύμφωνα με αυτή την μέθοδο χρειαζόταν περίπου ένας μήνα για την παραγωγή μιας μόνο πλάκας σαπουνιού! Από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια και έχει αλλάξει πολύ ο τρόπος που παρασκευάζεται βιομηχανοποιημένο σήμερα. Οι σημερινοί νόμοι επιβάλουν να αναγράφονται τα συστατικά του κάθε τύπου σαπουνιού στην λατινική τους ονομασία η οποία δυστυχώς δεν είναι κατανοητή στους περισσότερους από εμάς. Δεν θα σας κουράσω με δύσκολα ονόματα και χημική επιστημονική ονομασία. Το μόνο που θα ήθελα να παρατηρήσω είναι ότι τα περισσότερα σαπούνια που κυκλοφορούν στην αγορά έχουν σαν βασικό συστατικό το Sodium Lauryth(Laureth)Sulfate η το Sodium Tallowate (σαπονοποιημένο ζωικό λίπος) είτε πρόκειται για καλλυντικό σαπούνι είτε για καθαριστικό γενικής χρήσης. Η νέα τάση στην Αμερική και στην Ευρώπη είναι η επαναφορά του χειροποίητου σαπουνιού τουλάχιστον για την χρήση του από την οικογένεια. Στην Ελλάδα καθώς και σε μερικές ακόμα χώρες της Μεσογείου είμαστε λίγο πιο τυχεροί γιατί είναι αρκετά εύκολο να βρούμε σαπούνια φτιαγμένα με ελαιόλαδο έστω και αν η επεξεργασία δεν είναι πλέον η παραδοσιακή, έστω και αν αναγκαστικά λόγω της ζήτησης και της κατανάλωσης γίνεται προσθήκη διαφόρων χημικών συστατικών… |
Η ιστορία του παγωτού
Εικάζεται ότι ο Μέγας Αλέξανδρος που είχε τη φήμη καλοφαγά, είχε την ευτυχία να δοκιμάσει μια πολύ πρώιμη μορφή παγωτού, φτιαγμένο από φρούτα βουτηγμένα στο μέλι και παγωμένα στο χιόνι. Το χιόνι μετέφεραν οι σκλάβοι από τις κορφές του βουνού Όλυμπου Μια από τις πρώτες φορές που συναντάμε το παγωτό στην ιστορία είναι στην αυλή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα (37-68 μ.Χ.), ο οποίος έστελνε τους σκλάβους του στα βουνά για να μαζέψουν φρέσκο χιόνι και να το φέρουν πίσω πριν λειώσει, για να το απολαύσει μαζί με φρούτα. Έπειτα ο βασιλιάς Τανγκ, στο Σανγκ της Κίνας, ο οποίος είχε βρει μια μέθοδο για να παρασκευάζει μείγματα από πάγο και γάλα. Από την Άπω Ανατολή λέγεται ότι ο εξερευνητής Μάρκο Πόλο, το 13αιώνα, έφερε πίσω στην Ευρώπη τη συνταγή του παγωτού. Ο Γάλλος σεφ του βασιλιά Καρόλου της Αγγλίας εντυπωσίασε τους καλεσμένους σε ένα επίσημο δείπνο με ένα επιδόρπιο που έμοιαζε με χιόνι αλλά ήταν πολύ πιο γλυκό! Ο Κάρολος τότε πρόσφερε 500 λίρες το χρόνο στο σεφ για να μην πει σε κανένα τη μυστική συνταγή και να συνεχίσει να φτιάχνει παγωτό μόνο γι' αυτόν και τις δεξιώσεις του. Μέχρι, όμως, το 1649, που αποκεφαλίστηκε ο Κάρολος, το μυστικό είχε διαρρεύσει. Το 1533 όταν η Κατερίνα των Μεδίκων παντρεύτηκε τον Ερρίκο Β', έφερε στη νέα της πατρίδα ένα επιδόρπιο από γλυκιά κρέμα, η οποία έμοιαζε πολύ με το σημερινό παγωτό. Η τιμή του ήταν ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΗ, αφού δεν ήταν εύκολο να διατηρηθεί ο πάγος το κατακαλόκαιρο .Το παγωτό λοιπόν ήταν αποκλειστικό προνόμιο των πλουσίων. Όμως το 1560 ένας Ισπανός γιατρός που ζούσε στη Ρώμη, ο Μπλάσιους Βιλαφράνκα, ανακάλυψε ότι αν προσθέσουμε νιτρική ποτάσα στο χιόνι και στον πάγο μπορούσε να καταψύξει οτιδήποτε πολύ πιο γρήγορα. Αυτή η εφεύρεση έδωσε μεγάλη αίσθηση στην παραγωγή παγωτού. Κατά το 19ο αιώνα το παγωτό διαδόθηκε στην Αγγλία και στην Αμερική χάρη στους Ιταλούς μετανάστες που το πουλούσαν στους δρόμους. Οι παγωτατζήδες ονομάστηκαν "χόκι-πόκι", παράφραση του "Ecco un poco", που σημαίνει "ορίστε λιγάκι". Όπως πολλά φαγητά που σήμερα τα θεωρούμε συνηθισμένα, το παγωτό κάποτε ήταν μόνο για τους πλούσιους και τους ευγενείς. Κάποιες συνταγές εμφανίστηκαν το 1700, σε ένα γαλλικό βιβλίο με τον τίτλο «Η Τέχνη του να Φτιάχνεις Παγωτό», ο Αμερικανός Πρόεδρος Τόμας Τζέφερσον είχε μια συνταγή για παγωτό βανίλια, ενώ ο Τζορτζ Ουάσινγκτον είχε πληρώσει σχεδόν 200 δολάρια (που τότε ήταν πάρα πολλά λεφτά) για μια συγκεκριμένη συνταγή. Το παγωτό τότε δεν ήταν δημοφιλές γιατί η παρασκευή του αποτελούσε μεγάλο μπελά: αρκεί να σκεφτείτε ότι εμπλέκονταν δύο μεγάλοι κουβάδες, μεγάλες ποσότητες αλατιού και πάγου και 40 λεπτά κατά τα οποία κουνούσαν τον ένα κουβά και ανακάτευαν στον άλλο. Η πρώτη αισθητή βελτίωση στην παρασκευή του παγωτού έγινε το 1846 από την Αμερικανίδα Νάνσυ Τζόνσον, που εφηύρε τη χειροκίνητη παγωτομηχανή με τη μανιβέλα. Μέσα εκεί, ανακατευόταν το μείγμα παγωτού με πάγο και αλάτι, μέχρι να παγώσει. Η Νάνσυ Τζόνσον δεν ήταν ιδιαίτερα προνοητική και δεν κατοχύρωσε την πατέντα της, αλλά πούλησε τα δικαιώματα σε κάποιον κ. Γιανγκ, ο οποίος τουλάχιστον έδειξε την απαραίτητη ευγένεια και έδωσε στη συσκευή το όνομά της. Το ποιος εφηύρε το χωνάκι δεν είναι σίγουρο, αλλά λέγεται ότι αυτό έγινε στο πανηγύρι του Σαιντ Λούις, το 1904. Εκεί, οι «παγωτατζήδες» συνεργάστηκαν με τους «πιτάδες», βάζοντας παγωτό μέσα σε τυλιγμένες πίτες, λόγω έλλειψης πιάτων. Μια άλλη θεωρία θέλει τον Ίταλο Μαρτσιόνι, που διέσχιζε τη Γουολ Στριτ πουλώντας παγωτά με το καροτσάκι του, να χρησιμοποιεί πρώτος το χωνάκι, απογοητευμένος από τα πολλά σπασμένα και κλεμμένα ποτήρια που είχε καταγράψει ως τότε. Συμπεράσματα πρόσφατης έρευνας η οποία αφορά τις επιδράσεις του παγωτού στον οργανισμό μας δηλώνουν ότι καμιά φορά το παγωτό μπορεί να μας φέρει πονοκέφαλο. Αυτό γίνεται γιατί η θερμοκρασία στο στόμαμας πέφτει απότομα και τα αγγεία στον εγκέφαλο αντιδρούν και πρήζονται, κάτι που είναι γνωστό ως "πάγωμα" του εγκεφάλου
η ιστορία της πατάτας.
Η ιστορία της πατάτας Σύμφωνα με τους ιστορικούς, οι ιθαγενείς Αμερικανοί, που ζούσαν στην οροσειρά των Άνδεων, γνώριζαν την πατάτα περίπου 4.000 χρόνια πριν ο γευστικός αυτός βολβός ξετρελάνει τους Ευρωπαίους. Την αποκαλούσαν με διάφορα ονόματα και σε ορισμένες, μάλιστα, περιοχές αποτελούσε βασικό συστατικό της καθημερινής διατροφής τους. Σύμφωνα με έναν δημοφιλή θρύλο, ο πρώτος που εισήγαγε την πατάτα στην Ευρώπη ήταν ο σερ Γουόλτερ Ράλεϊ, χρηματοδότης πολλών υπερατλαντικών αποστολών. Λέγεται, μάλιστα, ότι ο ίδιος είχε φυτέψει την πρώτη πατάτα στο κτήμα του, στην πόλη Κορν της Ιρλανδίας. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία γραπτή απόδειξη που να επαληθεύει τη θεωρία αυτή.
Πιο τεκμηριωμένη ιστορικά είναι η θεωρία που θέλει ως πρωτοπόρο τον σερ Φράνσις Ντρέικ. Σύμφωνα με αυτή, ο Ντρέικ, επιστρέφοντας το 1586 στην Αγγλία, έπειτα από μία μάχη με τους Ισπανούς στην Καραϊβική, έκανε μια στάση στην Κολομβία για προμήθειες. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν καπνός και πατάτες. Κατά μια τρίτη θεωρία, ο πρώτος βολβός πατάτας ξεβράστηκε στις ακτές της Ιρλανδίας, μαζί με τα συντρίμμια της Ισπανικής Αρμάδας, το 1588. Ανεξαρτήτου προελεύσεως, η πατάτα προσέλκυσε από την πρώτη στιγμή το ενδιαφέρον των αγροτών, που διαπίστωσαν ότι η καλλιέργειά της ήταν πολύ ευκολότερη και παρείχε πολύ μεγαλύτερη σοδειά απ' ότι το σιτάρι και η βρόμη. Μέχρι το 1650 είχε κυριαρχήσει στη διατροφή των Ιρλανδών και είχε αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τις καλλιέργειες σίτου. Οι ιρλανδοί άποικοι ήταν και οι πρώτοι που καλλιέργησαν την πατάτα στη Βόρεια Αμερική, στην περιοχή Λόντοντερι του Νιου Χαμσάιρ, το 1719. Έως το τέλος του 18ου αιώνα, το νέο προϊόν είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλές και στη Γαλλία, με την υποστήριξη του Αντουάν Ογκίστ Παρμαντιέ, ενός από τους αυλικούς του βασιλιά Λουδοβίκου του 15ου. Πιο επιφυλακτικοί, οι Ρώσοι, αρχικώς αποκαλούσαν τις πατάτες (γεώμηλα) ως «τα μήλα του διαβόλου», πιθανότατα εξαιτίας του γεγονότος ότι αναπτύσσονταν κάτω από την επιφάνεια της γης. Στην Ελλάδα, ο πρώτος που επεδίωξε την εισαγωγή της πατάτας ήταν ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας. Ο ίδιος την είχε δοκιμάσει κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στην Ευρώπη κι έκρινε ότι θα ήταν μια θρεπτική βασική τροφή για ένα φτωχό λαό. Όταν εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, προσπάθησε να δώσει πατάτες στους χωρικούς, που -φιλύποπτοι και συντηρητικοί όπως ήταν- τις πέταξαν. Ο Καποδίστριας, όμως, ήξερε πολύ καλά τους συμπατριώτες του και -μιμούμενος το Φρειδερίκο το Μέγα της Πρωσίας και τον Παρμαντιέ της Γαλλίας, που είχαν μεταχειριστεί παρόμοια κόλπα- περιέφραξε το μέρος όπου ήταν αποθηκευμένες οι πατάτες κι έβαλε σκοπούς να τις φυλάνε μέρα νύχτα. Μέσα σε μια εβδομάδα δεν είχε μείνει ούτε μια πατάτα... |
|
|
|
|