Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ PLAYMOBIL
μια εκπληκτική δημιουργία του Τάσου Πανταζόπουλου
Ποιο ήταν το fast food των Βυζαντινών και τι έπιναν για να ξεδιψάσουν; Ποιο ήταν το πιτεράτο ψωμί και πως υπολόγιζαν τις μερίδες στις ταβέρνες.
Πολλοί ταβερνιάρηδες, για να αυξήσουν τα κέρδη τους, νόθευαν το κρασί, προσθέτοντας ποσότητες νερού.
Εκτός από αυτό, συχνά εξαπατούσαν τους πελάτες τους χρησιμοποιώντας δοχεία μικρότερα από το κανονικό. Τέτοια δοχεία ήταν το «μέτρον», που χωρούσε 30 λίτρες, και η «μίνα», που χωρούσε 3 λίτρες. Αν κάποιοι συλλαμβάνονταν να χρησιμοποιούν δοχεία που δεν είχαν τη σφραγίδα του έπαρχου ή ήταν μικρότερα από τα επιτρεπόμενα, μαστιγώνονταν, κουρεύονταν και διαγράφονταν από το σωματείο των καπήλων….
Τον άρτον ημών τον επιούσιον
Η βασική τροφή των Βυζαντινών ήταν το ψωμί. Υπήρχαν όμως διάφορα είδη ψωμιού:
1) το πρώτης ποιότητας, το καθαρό, από σιτάρι καλά αλεσμένο, ψιλοκοσκινισμένο με κόσκινο από λεπτό μεταξωτό ύφασμα, από το οποίο μόνο λεπτή άχνη μπορούσε να περάσει και χωρίς πίτουρα ή προσμείξεις με άλλα υλικά. Και επειδή το καθαρό ψωμί ήταν ακριβό, το έτρωγαν μόνο οι πλούσιοι και οι άρρωστοι, επειδή ήταν πιο εύπεπτο.
2) το δεύτερης ποιότητας ψωμί ήταν πιο χοντροαλεσμένο που αποκαλούσαν «ψωμίν σεμιδαλάτον ή σεμιδάλινον», δηλαδή σιμιγδαλένιο και το χρησιμοποιούσαν τα μεσαία στρώματα του πληθυσμού. Τα δύο αυτά είδη ψωμιού από το χρώμα και το ψήσιμο τα χαρακτήριζαν «φωτοφόρους άρτους» και αφράτους και τους πασπάλιζαν με σουσάμι ή με σπόρους ήμερης παπαρούνας ή λιναριού.
3) το τρίτης ποιότητας ψωμί, που χαρακτήριζαν ως ρυπαρό άρτο από κριθάρι, κεχρί, αγριοσίταρο, κλπ. Το έτρωγαν οι φτωχοί. Αλλά υπήρχαν διάφορα είδη από αυτό το ψωμί. Το κατώτερο ήταν το πιτεράτο, δηλαδή το κατασκευασμένο από πίτουρα, του οποίου η χρήση δήλωνε έσχατη φτώχεια.
Του τραπέζι του φαγητού εκτός από τραπέζιν (από το τραπέζιον) ονομαζόταν και τάβλα και ήταν στρογγυλό ή τετράπλευρο.
Μικρογεύματα (fast food)
Στους δρόμους πολλών πόλεων του Βυζαντίου μπορούσε να συναντήσει κανείς κάποιους μικροπωλητές, που τους αποκαλούσαν «πουσκάριους». Αυτοί είχαν στους πάγκους τους και πουλούσαν στους περαστικούς βραστά όσπρια. Συνήθως διέθεταν βραστές φακές και βραστά ή ψητά ρεβίθια, όπως και σπόρους κάνναβης, το γνωστό κανναβούρι. Εξίσου αγαπητά ήταν στους Βυζαντινούς και τα φασόλια, τα κουκιά και τα μπιζέλια.
Αφεντικά και δούλοι…
Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου συνήθιζαν να προσφέρουν στα ανάκτορα γεύματα καθημερινά για τις δώδεκα μέρες (κλητώρια) που ακολουθούσαν τα Χριστούγεννα. Σε κάθε γεύμα καλούσαν περίπου 250 άνδρες από τους ανώτερους πολιτικούς, στρατιωτικούς και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους. Μαζί τους καλούσαν και 12 φτωχούς, όπως και τους ξένους πρεσβευτές. Όταν όμως τα οικονομικά του κράτους δεν πήγαιναν καλά και υπήρχε ανέχεια στους πολίτες, οι αυτοκράτορες ματαίωναν τα γεύματα αυτά και διέθεταν αλλού τα χρήματα.
Τα βασικά είδη διατροφής των Βυζαντινών ήταν ψωμί, λαχανικά, ελιές, τυρί, ψάρια, λάδι και κρασί. «Φάγε, πιέ, ευφραίνου».
Οι Βυζαντινοί έτρωγαν τέσσερις φορές την ημέρα: το πρωί, το μεσημέρι, το απόγευμα και το βράδυ. Το πρωινό τους το ονόμαζαν πρόγευμα ή πρόγεμα ή πρόσφαγον. Το μεσημεριανό γεύμα ή γέμα και αργότερα γιόμα, το απογευματινό δειλινό και το βραδινό δείπνο ή άριστον. Το τραπέζι του φαγητού εκτός από τραπέζιν (από το τραπέζιον) ονομαζόταν και τάβλα και ήταν στρογγυλό ή τετράπλευρο.
Για το σκούπισμα των χεριών χρησιμοποιούσαν τα χειρόμακτρα ή εγχείρια ή μανδίλια, από τα οποία το κάλυμμα του τραπεζιού ονομάστηκε τραπεζομάντιλο. Ωστόσο, η χρήση των πιρουνιών δεν ήταν συνήθης και οι Βυζαντινοί έτρωγαν τις στερεές τροφές με τα χέρια, αφού τα έπλεναν προ του φαγητού, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες.
Γιούργια στον ταβλά με τα κουλούρια Στον βυζαντινό στρατό χρησιμοποιούνταν κουλούρια για τη σίτιση των στρατιωτών. Τα κουλούρια αυτά (σε σχήμα κρίκου), όταν έπρεπε να διατηρηθούν για πολλές μέρες, τα φρυγάνιζαν. Ετυμολογικά η λέξη «κουλούρι» προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη «κολλύρια», που σήμαινε ψωμί κατώτερης ποιότητας που δινόταν στους δούλους. Από εκεί η βυζαντινή λέξη κολλύρα ή κολλούριον, που έγινε κουλούρι. Στο τραπέζι χρησιμοποιούσαν μαχαίρια, κουτάλια, πίνακες (γαβάθες), πινάκια και πινακίσκους (πιάτα), ποτήρια και περόνια (πιρούνια).
«Φάτε, πιέτε μωρ’ αδέρφια».
Τα βασικά είδη διατροφής των Βυζαντινών ήταν ψωμί, λαχανικά, ελιές, τυρί, ψάρια, λάδι και κρασί. Από τα πρόχειρα φαγητά πολύ συνηθισμένα ήταν, εκτός από το ψωμοτύρι, η πανάδα (κομμάτια ξερό ψωμί μαγειρεμένα με λάδι και κομμένα κρεμμύδια) και η «γρούτα», δηλαδή το κουρκούτι. Το κρέας ήταν είδος πολυτελείας. Δεν αποτελούσε καθημερινή τροφή για τους Βυζαντινούς, και επειδή κόστιζε πολύ αλλά και επειδή η θρησκεία υπαγόρευε πολλές νηστείες. Χοιρινά, αρνιά, γίδες, βοοειδή, ελάφια και λαγοί περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των βυζαντινών φαγητών. Περί πόσεως… Εκτός από το νερό, οι Βυζαντινοί έπιναν και διάφορα άλλα ποτά, τα οποία παρασκεύαζαν χρησιμοποιώντας κρασί, νερό, μέλι και άλλα υλικά.
Ο ζύθος (μπίρα), που παρασκευαζόταν από κριθάρι, βρόμη, κεχρί ή και σιτάρι, ήταν διαδεδομένος σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας. Ως δροσιστικά ποτά οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν τη γνωστή σουμάδα, εκχύλισμα αμυγδάλων σε νερό, το μελίγαλα, ανάμειξη μελιού με γάλα, το υδρόμελι και το απόμελι, που παρασκευαζόταν από το νερό με το οποίο έπλεναν την κηρήθρα του μελιού, αφού είχαν πάρει το μέλι….
Εκτός από αυτό, συχνά εξαπατούσαν τους πελάτες τους χρησιμοποιώντας δοχεία μικρότερα από το κανονικό. Τέτοια δοχεία ήταν το «μέτρον», που χωρούσε 30 λίτρες, και η «μίνα», που χωρούσε 3 λίτρες. Αν κάποιοι συλλαμβάνονταν να χρησιμοποιούν δοχεία που δεν είχαν τη σφραγίδα του έπαρχου ή ήταν μικρότερα από τα επιτρεπόμενα, μαστιγώνονταν, κουρεύονταν και διαγράφονταν από το σωματείο των καπήλων….
Τον άρτον ημών τον επιούσιον
Η βασική τροφή των Βυζαντινών ήταν το ψωμί. Υπήρχαν όμως διάφορα είδη ψωμιού:
1) το πρώτης ποιότητας, το καθαρό, από σιτάρι καλά αλεσμένο, ψιλοκοσκινισμένο με κόσκινο από λεπτό μεταξωτό ύφασμα, από το οποίο μόνο λεπτή άχνη μπορούσε να περάσει και χωρίς πίτουρα ή προσμείξεις με άλλα υλικά. Και επειδή το καθαρό ψωμί ήταν ακριβό, το έτρωγαν μόνο οι πλούσιοι και οι άρρωστοι, επειδή ήταν πιο εύπεπτο.
2) το δεύτερης ποιότητας ψωμί ήταν πιο χοντροαλεσμένο που αποκαλούσαν «ψωμίν σεμιδαλάτον ή σεμιδάλινον», δηλαδή σιμιγδαλένιο και το χρησιμοποιούσαν τα μεσαία στρώματα του πληθυσμού. Τα δύο αυτά είδη ψωμιού από το χρώμα και το ψήσιμο τα χαρακτήριζαν «φωτοφόρους άρτους» και αφράτους και τους πασπάλιζαν με σουσάμι ή με σπόρους ήμερης παπαρούνας ή λιναριού.
3) το τρίτης ποιότητας ψωμί, που χαρακτήριζαν ως ρυπαρό άρτο από κριθάρι, κεχρί, αγριοσίταρο, κλπ. Το έτρωγαν οι φτωχοί. Αλλά υπήρχαν διάφορα είδη από αυτό το ψωμί. Το κατώτερο ήταν το πιτεράτο, δηλαδή το κατασκευασμένο από πίτουρα, του οποίου η χρήση δήλωνε έσχατη φτώχεια.
Του τραπέζι του φαγητού εκτός από τραπέζιν (από το τραπέζιον) ονομαζόταν και τάβλα και ήταν στρογγυλό ή τετράπλευρο.
Μικρογεύματα (fast food)
Στους δρόμους πολλών πόλεων του Βυζαντίου μπορούσε να συναντήσει κανείς κάποιους μικροπωλητές, που τους αποκαλούσαν «πουσκάριους». Αυτοί είχαν στους πάγκους τους και πουλούσαν στους περαστικούς βραστά όσπρια. Συνήθως διέθεταν βραστές φακές και βραστά ή ψητά ρεβίθια, όπως και σπόρους κάνναβης, το γνωστό κανναβούρι. Εξίσου αγαπητά ήταν στους Βυζαντινούς και τα φασόλια, τα κουκιά και τα μπιζέλια.
Αφεντικά και δούλοι…
Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου συνήθιζαν να προσφέρουν στα ανάκτορα γεύματα καθημερινά για τις δώδεκα μέρες (κλητώρια) που ακολουθούσαν τα Χριστούγεννα. Σε κάθε γεύμα καλούσαν περίπου 250 άνδρες από τους ανώτερους πολιτικούς, στρατιωτικούς και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους. Μαζί τους καλούσαν και 12 φτωχούς, όπως και τους ξένους πρεσβευτές. Όταν όμως τα οικονομικά του κράτους δεν πήγαιναν καλά και υπήρχε ανέχεια στους πολίτες, οι αυτοκράτορες ματαίωναν τα γεύματα αυτά και διέθεταν αλλού τα χρήματα.
Τα βασικά είδη διατροφής των Βυζαντινών ήταν ψωμί, λαχανικά, ελιές, τυρί, ψάρια, λάδι και κρασί. «Φάγε, πιέ, ευφραίνου».
Οι Βυζαντινοί έτρωγαν τέσσερις φορές την ημέρα: το πρωί, το μεσημέρι, το απόγευμα και το βράδυ. Το πρωινό τους το ονόμαζαν πρόγευμα ή πρόγεμα ή πρόσφαγον. Το μεσημεριανό γεύμα ή γέμα και αργότερα γιόμα, το απογευματινό δειλινό και το βραδινό δείπνο ή άριστον. Το τραπέζι του φαγητού εκτός από τραπέζιν (από το τραπέζιον) ονομαζόταν και τάβλα και ήταν στρογγυλό ή τετράπλευρο.
Για το σκούπισμα των χεριών χρησιμοποιούσαν τα χειρόμακτρα ή εγχείρια ή μανδίλια, από τα οποία το κάλυμμα του τραπεζιού ονομάστηκε τραπεζομάντιλο. Ωστόσο, η χρήση των πιρουνιών δεν ήταν συνήθης και οι Βυζαντινοί έτρωγαν τις στερεές τροφές με τα χέρια, αφού τα έπλεναν προ του φαγητού, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες.
Γιούργια στον ταβλά με τα κουλούρια Στον βυζαντινό στρατό χρησιμοποιούνταν κουλούρια για τη σίτιση των στρατιωτών. Τα κουλούρια αυτά (σε σχήμα κρίκου), όταν έπρεπε να διατηρηθούν για πολλές μέρες, τα φρυγάνιζαν. Ετυμολογικά η λέξη «κουλούρι» προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη «κολλύρια», που σήμαινε ψωμί κατώτερης ποιότητας που δινόταν στους δούλους. Από εκεί η βυζαντινή λέξη κολλύρα ή κολλούριον, που έγινε κουλούρι. Στο τραπέζι χρησιμοποιούσαν μαχαίρια, κουτάλια, πίνακες (γαβάθες), πινάκια και πινακίσκους (πιάτα), ποτήρια και περόνια (πιρούνια).
«Φάτε, πιέτε μωρ’ αδέρφια».
Τα βασικά είδη διατροφής των Βυζαντινών ήταν ψωμί, λαχανικά, ελιές, τυρί, ψάρια, λάδι και κρασί. Από τα πρόχειρα φαγητά πολύ συνηθισμένα ήταν, εκτός από το ψωμοτύρι, η πανάδα (κομμάτια ξερό ψωμί μαγειρεμένα με λάδι και κομμένα κρεμμύδια) και η «γρούτα», δηλαδή το κουρκούτι. Το κρέας ήταν είδος πολυτελείας. Δεν αποτελούσε καθημερινή τροφή για τους Βυζαντινούς, και επειδή κόστιζε πολύ αλλά και επειδή η θρησκεία υπαγόρευε πολλές νηστείες. Χοιρινά, αρνιά, γίδες, βοοειδή, ελάφια και λαγοί περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των βυζαντινών φαγητών. Περί πόσεως… Εκτός από το νερό, οι Βυζαντινοί έπιναν και διάφορα άλλα ποτά, τα οποία παρασκεύαζαν χρησιμοποιώντας κρασί, νερό, μέλι και άλλα υλικά.
Ο ζύθος (μπίρα), που παρασκευαζόταν από κριθάρι, βρόμη, κεχρί ή και σιτάρι, ήταν διαδεδομένος σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας. Ως δροσιστικά ποτά οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν τη γνωστή σουμάδα, εκχύλισμα αμυγδάλων σε νερό, το μελίγαλα, ανάμειξη μελιού με γάλα, το υδρόμελι και το απόμελι, που παρασκευαζόταν από το νερό με το οποίο έπλεναν την κηρήθρα του μελιού, αφού είχαν πάρει το μέλι….
ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΒΟΥΚΕΛΛΑΡΙΩΝ
ΦΑΓΗΤΟ / ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ / ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ
|
|
ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
ΥΛΙΚΟ
|
ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΥΛΙΚΟ
ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΥΛΙΚΟ
|
Ενδυμασία Βυζαντινών View more presentations or Upload your own. |
Η ενδυμασία στο Βυζάντιο View more presentations or Upload your own. |
ΣΤΡΑΤΟΣ / ΚΑΣΤΡΑ
Ο βυζαντινός στρατός View more presentations or Upload your own. ΔΡΟΜΩΝΑΣ
_
Ο Δρόμων ή Δρόμωνας υπήρξε ο επικρατέστερος τύπος πλοίου του Βυζαντινού πολεμικού ναυτικού. Ήταν πολύ γρήγορο και ευκίνητο πλοίο. Ο Δρόμων έφερε δύο σειρές 50 κουπιών ανά πλευρά, με δυο κωπηλάτες ανά κουπί (ήταν δηλαδή σύμφωνα με την αρχαία ναυτική ορολογία δίκροτη τετριήρης) με πλήρωμα περίπου 200 ερέτες (κωπηλάτες). Έφερε επίσης ιστίο (πανί) στον κύριο ιστό του (κατάρτι). Στο κατάστρωμά του επέβαιναν πολεμιστές που επεδίωκαν όμως την από κοντά μάχη με τον εχθρό. Κατά τον 6ο αι. μ.Χ. Οι δρόμωνες αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του βυζαντινού στόλου των Βελισαρίου και Ναρσή. Περί το τέλος του 7ου αιώνα τα πλοία αυτά έφεραν στη πλώρη τους ειδική συσκευή με την οποία εξακοντίζονταν το υγρό πυρ. Στη μάχη, το πλοίο μπορούσε να φθάσει ταχύτητα περίπου 7 κόμβων, ωστόσο ήταν απαραίτητες οι ευνοϊκές καιρικές συνθήκες. _Κεφαλοθραύστες (the Byzantine Mace)
Απελατίκια, βαρδούκια, ματζούκια, ραβδία, σιδηροράβδια, ρόπαλα και κορύνες. Ονομασίες που χρησιμοποιήθηκαν στη μεσαιωνική ελληνική για να αποδώσουν παρόμοια θλώντα όπλα που στα αγγλικά αποδίδονται με τον όρο "mace". Ο κεφαλοθραύστης δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές όπλο στην αρχαία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Από τα τέλη του 3ου μΧ αιώνα η χρήση του στην ανατολή γίνεται συχνότερη, υπό την επίδραση και για την αντιμετώπιση των βαριά οπλισμένων Περσών ιππέων. Αποτέλεσε όπλο με ευρεία χρήση από διαφορετικές μονάδες. Mε απελατίκια ήταν οπλισμένοι οι απελάτες, ληστές των βουνών ουσιαστικά, αλλά και οι ακρίτες που αντιμετώπιζαν τόσο αυτούς, όσο και τους μουσουλμάνους επιδρομείς. Παρόμοια όπλα έφεραν όμως και οι κατάφρακτοι ιππείς, ελίτ των ταγμάτων, καθώς και ανώτατοι αξιωματούχοι για τους οποίους και αποτελούσε εκτός από όπλο και σύμβολο εξουσίας. Ακόμη και ο ίδιος ο αυτοκράτορας έκανε χρήση της πολεμικής ράβδου. Είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο να διακρίνουμε επακριβώς σε ποιο είδος ράβδου αναφέρεται ο κάθε όρος-δεν αποκλείεται δε κάποιοι να αλληλοεπικαλύπτονται όντας ταυτόσημοι. Οι περισσότεροι τύποι, αποτελούνταν από σιδερένια κεφαλή και ξύλινη λαβή και προσφέρονταν για ρίψη, ενώ άλλοι, όπως το σιδηροράβδιο ήταν φτιαγμένοι εξ'ολοκλήρου από σίδηρο, χρησιμοποιούμενοι από το βαρύ ιππικό των κλιβανάριων και των κατάφρακτων. Οι κεφαλές μπορούσαν να είναι απλές σφαιρικές, ενισχυμένες με καρφιά ή πολυγωνικές για να προξενούν σοβαρότερα τραύματα (όπως συμβουλεύει η Praecepta Militaria του Νικηφόρου Φωκά). Το μήκος της ράβδου υπολογίζεται σε 60-80 εκ. για τα είδη που προσφέρονταν για ρίψη (καθ.Κόλλιας), ενώ άλλα ξεπερνούσαν το 1 μέτρο. Τέλος, υλικό κατασκευής ήταν κατά κανόνα ο σίδηρος. Σπάνια είναι τα απελατίκια από μπρούτζο, ενώ τα όπλα των ευγενών ήταν συχνά επάργυρα και διακοσμημένα. _http://protostrator.blogspot.gr/2010/12/blog-post_19.html |
ΥΓΡΟ ΠΥΡ
Χειροβομβίδες που γεμίζονταν με υγρό πυρ. Φρούριο των Χανίων, 10ος και 12ος αι. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα
_Το υγρό πυρ (λεγόμενο επίσης πυρ θαλάσσιον, μηδικόν πυρ, πολεμικόν πυρ, πυρ λαμπρόν, πυρ ρωμαϊκόν ή πυρ σκευαστόν) και γνωστό στους Δυτικούς ως ελληνικό πυρ (Λατ. ignis graecus, αγγλ. Greek fire) ήταν ένα εμπρηστικό όπλο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,
που εφευρέθηκε τον ύστερο 7ο αιώνα μ.Χ.. Εκτοξευόμενο από καταπέλτες,
αλλά κυρίως από πεπιεσμένους σίφωνες, το υγρό πυρ είχε την ιδιότητα να
μην σβήνει στο νερό. Ως εκ τούτου, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόκρουση
των αραβικών πολιορκιών της Κωνσταντινούπολης, και σε αρκετές ναυτικές συμπλοκές με τους Άραβες και τους Ρως.
Περιβαλλόταν με άκρα μυστικότητα, με αποτέλεσμα να αγνοούμε σήμερα την
ακριβή σύστασή του. Το βυζαντινό υγρό πυρ δεν πρέπει να συγχέεται με
παρόμοιες εμπρηστικές ουσίες που χρησιμοποίησαν οι Άραβες και άλλα
κράτη, και που στη διεθνή βιβλιογραφία συνήθως αναφέρονται συλλογικά ως
«ελληνικό πυρ».
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ
|
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
http://dimitrios-lp.blogspot.grΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η καλή μόρφωση ήταν το ιδανικό κάθε Βυζαντινού. Την απαιδευσιά, την έλλειψη πνευματικής καλλιέργειας την θεωρούσαν ατύχημα και συμφορά. Τους αμαθείς τους κορόιδευαν και ας κατείχαν ακόμη και τα ανώτατα αξιώματα, όπως του αυτοκράτορα και του πατριάρχη. Συγγραφείς, όπως η Άννα η Κομνηνή και λοιποί, εγκωμιάζουν αυτούς που το πνεύμα τους είναι καλλιεργημένο και έχουν πολλές γνώσεις. Τα παιδιά πήγαιναν σχολείο από (6) έξι ετών, όπου πρώτα απ’ όλα μάθαιναν να διαβάζουν, να γράφουν, την γραμματική και το συντακτικό. Μάθαιναν τους αρχαίους Έλληνες Κλασικούς και ιδίως τον Όμηρο. Όλοι οι Βυζαντινοί ήξεραν να αναγνωρίζουν στίχους του Ομήρου. (Ας μου επιτραπεί εδώ να σημειώσω, όχι πόσοι έχομε διαβάσει Όμηρο, άλλα πόσοι από τους Νεοέλληνες και ιδιαιτέρως τα παιδιά μας, μπορούν να ξεχωρίσουν την Ομηρική γλώσσα, ή να νομίζουν ότι είναι ξένη γλώσσα). Σε ηλικία 14, ετών οι μαθητές περνούσαν στην Ρητορική, μάθαιναν την ορθή προφορά, μελετούσαν τον Δημοσθένη και άλλους ρήτορες και πεζογράφους. Μετά την Ρητορική έπρεπε να σπουδάσουν την Φιλοσοφία και τις τέσσερες τέχνες, δηλαδή την Αριθμητική, την Γεωγραφία, την Μουσική και την Αστρονομία. Μπορούσε επίσης ο μαθητής να διδαχθεί Νομική, Ιατρική και Φυσική. Παράλληλα στα παιδιά έδιναν και θρησκευτική μόρφωση. Τα παιδιά μάθαιναν ολόκληρη την Βίβλο. Στον Όμηρο και στην Βίβλο έχομε τις περισσότερες παραπομπές της Βυζαντινής λογοτεχνίας. Η φοίτηση στα σχολεία της Μέσης ή Εγκύκλιας εκπαιδεύσεως διαρκούσε 4 με 5 χρόνια. Όσοι τελείωναν και ένιωθαν ότι είχαν αρκετές δυνάμεις μπορούσαν να πάνε στην Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση για περισσότερες σπουδές. Η Εκκλησία και η Πολιτεία είχαν πολλές απαιτήσεις από τους δασκάλους και τους καθηγητές. Ήθελαν να έχουν πολλές γνώσεις στο αντικείμενο τους, να είναι πράοι, φιλάνθρωποι και πρότυπα αρετής, έτσι να διαδώσουν και με το παράδειγμά τους. Αν και οι απαιτήσεις από τους δασκάλους ήταν πολλές, ο μισθός τους συνήθως ήταν χαμηλός. Κατά την διάρκεια του έτους είχαν πολλές εορτές, κυρίως θρησκευτικές και τα σχολεία διέκοπταν τα μαθήματα. Ο πρωτομάρτυς Στέφανος και ο Απόστολος Ματθίας θεωρούνταν προστάτες των μαθητών. Τον 12ο αιώνα, ο Ιωάννης Μαυρόπους, καθηγητής της Πατριαρχικής Σχολής, καθιέρωσε την 30η Ιανουαρίου, εορτή των Τριών Ιεραρχών, ως εορτή της παιδείας. Το Ακαδημαϊκό έτος 1842-43, η σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών επανέφερε την εορτή αυτή, ως εορτή της Παιδείας και των Ελληνικών γραμμάτων. Ενώ για την μόρφωση των αγοριών έχομε πάρα πολλές πληροφορίες, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την μόρφωσή των κοριτσιών. Οι πληροφορίες είναι ελλιπείς. Πάντως στην Βυζαντινή Ιστορία αναφέρονται πολλές μορφωμένες γυναίκες. Είναι βέβαιο ότι οι γυναίκες έπαιρναν στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση. Δεν μπορούσαν απ’ όσα γνωρίζουμε οι γυναίκες να πάνε στα πανεπιστήμια. Παρ’ όλα αυτά, συναντάμε φωτισμένες γυναίκες όπως η Υπατία, μεγάλη μαθηματικός της Αλεξάνδρειας, η αυτοκράτειρα Πουλχερία, η Αθηναϊδα-Ευδοκία, κόρη του φιλοσόφου Λεοντίου, η οποία συνετέλεσε στην σύνταξη του Θεοδοσιανού Κώδικα, η Κασσιανή, σπουδαία υμνογράφος, η Άννα η Κομνηνή, η κόρη του Θεοδώρου Μετοχίτη Ειρήνη, οι κόρες του Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου, η Θεοδώρα η Παλαιολογίνα κ.λ.πές. Πολλές γυναίκες στο Βυζάντιο είχαν αρκετές γνώσεις Ιατρικής και εργάζονταν κυρίως στα γυναικεία τμήματα Νοσοκομείων και είχαν ίση θέση με τους άνδρες συναδέλφους τους. Όσον δε αφορά την Πανεπιστημιακή εκπαίδευση, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, υπήρξαν και φημισμένα κέντρα με ανώτερες και ανώτατες σχολές, όπως η Αθήνα, η Αλεξάνδρεια, η Βηρυτός, η Αντιόχεια, η Έδεσσα με τις Θεολογικές της Σχολές, η Γάζα, η Θεσσαλονίκη κ.λ.π. Το πρώτο Πανεπιστήμιο ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη την 26η Φεβρουαρίου του 425. Αν κάποιος σήμερα επισκεφθεί την Φλωρεντία, θα μάθει ότι εκεί ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα το πρώτο Πανεπιστήμιο. Οι Βυζαντινοί μας πρόγονοι είχαν προλάβει τους Ιταλούς και γενικώς τους Ευρωπαίους αρκετούς αιώνες πιο γρήγορα. Στο Πανδιδακτήριο διδάσκονταν η Φιλολογία, η Γραμματική, η Φιλοσοφία, που περιελάβανε και τα Μαθηματικά, η Ρητορική και το Ρωμαϊκό Δίκαιο. Είχε 31 έδρες από τις όποιες 16 Ελληνικές και 15 Λατινικές. Καθηγητής δεν μπορούσε να διορισθεί κάποιος χωρίς αυστηρή δοκιμασία. Ο υποψήφιος έπρεπε να δώσει δείγματα πολυμαθείας και να έχει ήθος ανεπίληπτο, μας πληροφορεί Θεοδοσιανός Κώδικας. Επί Ισαύρων, το Πανδιδακτήριο ονομάσθηκε «Οικουμενικόν διδασκαλείον». Μεγάλη τομή στην Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση έκανε ο Καίσαρας Βάρδας, θείος του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Γ΄ 842-867. Οργανώθηκε Πανεπιστημιακή Σχολή, το Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, όπου διδασκόταν η «έξω σοφία» και η «θύραθεν παιδεία». Η φοίτηση για τους φοιτητές ήταν δωρεάν, ένα μέτρο στο οποίο πάλι οι πρόγονοι μας προηγήθηκαν. Σπουδαίες μορφές του ιδρύματος αυτού ήσαν ο Λέων ο μαθηματικός και φιλόσοφος, ο οποίος διετέλεσε και Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο Μέγας Φώτιος, ο Μιχαήλ Ψελλός κ.λ.π. Ο Καίσαρας Βάρδας πολλές φορές παρακολουθούσε αυτοπροσώπως τις εργασίες της Σχολής και επέβλεπε διδάσκοντες και διδασκομένους. Τον 11ο αιώνα, ο Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος, όρισε επικεφαλής επιτροπής τον σοφό Μιχαήλ Ψελλό και ζήτησε να γίνουν μεταρρυθμίσεις στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Με διάταγμα του αυτοκράτορα ιδρύθηκαν δυο Σχολές: α) το «Διδασκαλείον των Νόμων και β) η Φιλοσοφική με το όνομα «Γυμνάσιον». Στην νομική σχολή διδασκόταν η νομική επιστήμη για τη δημιουργία ολοκληρωμένων νομικών, δικαστών και κρατικών υπαλλήλων. Στην φιλοσοφική Σχολή διδάσκονταν όλες οι άλλες επιστήμες. Η σχολή αυτή έδωσε τεράστια ώθηση στην διανοητική ανάπτυξη και την Φιλοσοφική σκέψη του Βυζαντίου. Το «Διδασκαλείον του Νόμου», είχε μεγάλη επίδραση στο εξωτερικό. Με επίδρασή του ιδρύθηκε στην Μπολόνια της Ιταλίας η πρώτη εκτός Βυζαντίου Ευρωπαϊκή Σχολή Δικαίου. Από την Μπολόνια καθηγητές ίδρυσαν το Πανεπιστήμιο της Βιτσέντσα το 1204 (σημαδιακή ημερομηνία) και στην συνέχεια το Πανεπιστήμιο της Πάδοβα με ειδίκευση στις νομικές σπουδές. Μετά την Φραγκοκρατία έχουμε αναβάθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Η Νίκαια έγινε σπουδαίο κέντρο σπουδών. Ιδρύθηκαν εκπαιδευτήρια, βιβλιοθήκες και προσκλήθηκαν να διδάξουν σπουδαίοι καθηγητές της Φιλοσοφίας, της Ιατρικής, των Μαθηματικών, της Ρητορικής κ.λ.π.] Ο Γεώργιος Ακροπολίτης, ο Γεώργιος Παχυμέρης, ο Θεοδώρος Μετοχίτης, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Γεώργιος Σχολάριος και πολλοί άλλοι, έδωσαν όλο τους τον εαυτό για την αναβάθμιση των σπουδών στα χρόνια των Παλαιολόγων και συντελέσαν στο μεγάλο θαύμα που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου, στην Παλαιολόγεια αναγέννηση, η οποία προηγείται και είναι προάγγελος της Ιταλικής Αναγεννήσεως. _ _ _
O SOYRATZ , H ELENH , H LIZA KAI H ALEJANTRA UA KANOYN MIA ERGASIA GIA
THN EKPAIDEYSH STO BYZANTIO.
|
_ΠΗΓΕΣ
http://sfrang.com/historia/parart051.htm http://users.auth.gr/~marrep/LESSONS/ERGASTIRI/FYLO%202001_2002/5.5.htm http://evrika.wikispaces.com/%CE%99%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1 |
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
__http://ex-amaxis.gr/?p=2063
Η σημασία της παιδείας για τους Βυζαντινούς Καθώς η παιδεία και η αγωγή, διαμορφώνονται και σχηματοποιούνται μέσα σε ένα κοινωνική και πολιτική θεώρηση, αντανακλώντας τον απόηχο των ιδανικών και προβληματισμών μιας κοινωνίας, η Βυζαντινή κοινωνία, ζώντας κάτω από τους κραδασμούς της μετάβασής της από τη Ρώμη στο Βυζάντιο και από την ειδωλολατρία της αρχαιότητας στο Χριστιανισμό, προσπάθησε να πετύχει το συγκερασμό αυτό στον τρόπο γαλούχησης των νέων της κυττάρων. Μάλιστα, θεωρείται ότι τόσο οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, όσο και εν γένει η βυζαντινή διοίκηση, μη εξαιρουμένης και της εκκλησίας, συνέβαλλαν αποφασιστικά στην ενίσχυση της εκπαίδευσης και στη διάδοσή της σε κάθε κοινωνική τάξη, πράγμα που ελάχιστα απασχόλησε άλλους ηγεμόνες της εποχής. «Συχνά ηγεμόνες και αυτοκράτορες γελοιοποιούνταν από τους Βυζαντινούς σε λαϊκούς χώρους, όπως αγορές, για την ελλιπή γνώση της ελληνικής ή για τα αστόχαστα λόγια και τους άξεστους τρόπους τους»[1].
Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα καθώς ο χριστιανισμός θριάμβευε επί της ειδωλολατρίας όπως επισημαίνει ο Cyril Mango «υπήρχε σε όλη την αυτοκρατορία μια μορφή ελευθέριας εκπαίδευσης, που δεν είχε υποστεί θεμελιώδεις αλλαγές από την ελληνιστική εποχή, διάστημα δηλ. περίπου 5 αιώνων».[2]
Στο Βυζάντιο όπως επισημαίνει ο Paul Lemerle[3] «δεν έπαψαν να μιλούν ποτέ ελληνικά και τα έργα της αρχαίας Ελλάδας δεν έπαψαν ποτέ να τροφοδοτούν τη διδασκαλία των γραμματικών και των ρητόρων. Βεβαίως, ακόμα και σήμερα παραμένει αναπάντητο το ερώτημα κατά πόσο υπήρξε πραγματική συνέχεια με τον ειδωλολατρικό ελληνισμό ή πρόκειται για ένα απλό φαινόμενο επιβίωσης που η έκτασή της μειωνόταν ολοένα καθώς πνιγόταν από τον στρατευμένο και αργότερα θριαμβευτή χριστιανισμό»;
Εκπαίδευση και βαθμίδες Πρωτοβάθμια εκπαίδευση Επιχειρώντας πάντως να μιλήσουμε για τη στοιχειώδη εκπαίδευση του μικρού Βυζαντινού, θα πρέπει να πούμε ότι τα στοιχεία που διαθέτουμε αν και δεν μας καταστούν επαρκώς ενήμερους, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε μία κατά το δυνατόν, ακριβή εξέταση της εκπαιδευτικής δραστηριότητας αν όχι σε όλη την αυτοκρατορία, τουλάχιστον στη Βασιλεύουσα.
Με τρεις βαθμίδες εκπαίδευσης, όντας διαρθρωμένος ο κύριος εκπαιδευτικός κορμός, απασχολούσε στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση το γραμματιστή, ή διδάσκαλο ή παιδευτή ή χαμαιδιδάσκαλο, ο οποίος χωρίς ιδιαίτερα τυπικά προσόντα κατέχοντας μια θέση εξαιρετικά υποβαθμισμένη, αναλάμβανε το έργο της εκμάθησης της αλφαβήτου, της ανάγνωσης, της γραφής και αριθμητικής. Σχολεία βασικής εκπαίδευσης ήταν οι νάρθηκες ή ορισμένα δωμάτια που υπήρχαν στον περίβολο των ναών. «Τα μοναστήρια, ενώ στην αρχή δεν δέχονταν και παιδιά λαϊκών που απλώς ήθελαν να μάθουν γράμματα, από τον 5ο αιώνα και μετά αποφασίστηκε πως οι μαθητές θα ήταν μόνο καλογεροπαίδια».[4]
Ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού που δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση εγκατέλειπε την περαιτέρω μάθηση. Αυτός είναι και ο λόγος που τα σχολεία της «εγκυκλείου εκπαίδευσης» όπως ονομάζονταν ήταν μετρημένα όπως άλλωστε και οι μαθητές τους. Ακόμα και στην πρωτεύουσα νεότεροι μελετητές έχουν υπολογίσει ότι το 10ο αιώνα δεν πρέπει να υπήρχαν περισσότερα από 10 τέτοια σχολεία μεταξύ των οποίων ήταν η «Σχολή του Αγίου Παύλου» και η «Σχολή του Αγίου Θεοδώρου των Σφορακίων» με συνολικά περίπου 300 μαθητές απ΄ όπου έβγαιναν τα μελλοντικά μεσαία στελέχη της δημόσιας διοίκησης. Είναι σαφές ότι το ποσοστό των μαθητών ήταν ελάχιστο σε σχέση με τον πληθυσμό και αυτό παρά τις παροτρύνσεις του Γρηγορίου του Θεολόγου που θεωρούσε την παιδεία «πρώτον αγαθόν» και συμβούλευε τους γονείς να μορφώνουν ανεξαιρέτως και ανυπερθέτως τα τέκνα τους. Και αν φυσικά το ποσοστό ήταν μικρό για τα αγόρια, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος ότι ουδείς λόγος γίνεται για τα κορίτσια, μάλιστα δε σε μια κοινωνία που θεωρούσε τη γυναίκα σαν εξ΄ ανάγκης συμπλήρωμα του άνδρα και τίποτα περισσότερο –άσχετα αν και πάλι εξ΄ ανάγκης κατά καιρούς ανεχόταν αυτοκρατόρισσες. Οι εγγράμματες γυναίκες αποτελούσαν την εξαίρεση του κανόνα, ενώ οι μορφωμένες την εξαίρεση της εξαίρεσης. Σχολεία για κορίτσια πουθενά δεν αναφέρεται σε όλη την ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Δευτεροβάθμια εκπαίδευση Ένας πιο καταρτισμένος δάσκαλος, ο γραμματικός που δίδασκε γραμματική αλλά και επιλεγμένους κλασικούς συγγραφείς κυρίως ποιητές με προεξάρχοντα τον Όμηρο ακολουθώντας τη φορμαλιστική μέθοδο, της διόρθωσης, της ανάγνωσης, της εξήγησης και της κρίσης, προσέβλεπε στην ουσία του κειμένου και την χρήσιμη εύρεση διδαγμάτων που μπορούσαν να εξαχθούν από τα αρχαία κείμενα. Η μαθητεία άρχιζε γύρω στα 10-12 χρόνια και τελείωνε σε μια τριετία ή τετραετία. «Ενώ η στοιχειώδης εκπαίδευση ήταν σχεδόν ταυτισμένη με τη θρησκεία, η μέση αποχωρίζεται απ΄ αυτήν, με διακριτικότητα, στρεφόμενη προς την αρχαία ελληνική γραμματεία, το πάντοτε κόκκινο πανί για τους πιο αδιάλλακτους από τους ιερωμένους που σύστηναν απερίφραστα στους πιστούς να την αγνοήσουν»[5].
Το επιστέγασμα της εκπαίδευσης ήταν η φιλοσοφία που την ονόμαζαν και διαλεκτική και την οποία συναποτελούσαν κατά βάση η λογική, η δογματική και η μεταφυσική με αφετηρία και τέρμα τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα. Ωστόσο η φιλοσοφία, διδασκόταν αδιάσπαστα από τους 4 κλάδους των μαθηματικών, την αριθμητική, τη γεωμετρία, την αστρονομία και τη μουσική θεωρία. Αυτή ήταν η περίφημη τετρακτύς (τετράδα) συμπληρωμένη με τη φυσική και τις υποδιαιρέσεις της, τη ζωολογία, τη βοτανική και τη γεωγραφία.
Ρήτορες ή σοφιστές παρείχαν στις μεγάλες πόλεις του Βυζαντίου την ανώτερη εκπαίδευση. Τα αγόρια σε ηλικία 15 περίπου ετών ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν την ανώτερη εκπαίδευση, έναν κύκλο σπουδών που διαρκούσε γύρω στα 5 χρόνια. Οικογένειες βουλευτών, κυβερνητικών παραγόντων και νομικών, απευθύνονταν στους ρήτορες ή σοφιστές προκειμένου να αναλάβουν την επιμόρφωση των τέκνων τους που αποτελούσαν ούτως ή άλλως τους φυσικούς τους συνεχιστές στους θώκους που κατείχαν. Ο αριθμός των νέων που παρακολουθούσε την τριτοβάθμια εκπαίδευση ανέρχονταν μόλις σε μερικές εκατοντάδες στα μεγάλα αστικά κέντρα, καθώς οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις αδυνατούσαν να προσφέρουν αυτό το αγαθό στα παιδιά τους.
Ανώτερη εκπαίδευση και Πανεπιστήμιο
Η ρητορική αποτελούσε το κορμό της ανώτερης εκπαίδευσης, ενώ η φιλοσοφία άκμαζε στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια, η ιατρική στην Αλεξάνδρεια και την Πέργαμο και η νομική στη Βηρυτό. Σε καμία πόλη όμως δεν δημιουργήθηκε κάτι αντίστοιχο με αυτό που σήμερα ονομάζουμε πανεπιστήμιο που να έχει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα σπουδών, που να μπορούν να το διδάξουν καθηγητές διαφόρων ειδικοτήτων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι λόγιοι της εποχής να μετακινούνται πολύ συχνά προκειμένου να λάβουν την απαραίτητη γνώση και εξειδίκευση σε κάποιον από τους διάσημους ρήτορες, ή νομικούς ή ιατρούς που βρίσκονταν στην Αθήνα ή στην Αλεξάνδρεια ή στη Βηρυτό. Η μετακίνηση των λογίων συνεπάγονταν και τη μετακίνηση των νεαρών σπουδαστών, μετακίνηση πολυδάπανη που επιτείνονταν και από τα αυξημένα δίδακτρα των καθηγητών. Ο Λιβάνιος, ο επιφανέστερος σοφιστής της Αντιόχειας, που δέχονταν κάθε χρόνο περίπου 50 σπουδαστές στη σχολή του λέγεται ότι είχε διδάξει σε πολλές πόλεις του τότε γνωστού κόσμου, όπως στην Νικομήδεια, στην Νίκαια και στην Κωνσταντινούπολη.
Λίγο μετά το 330 στην νέα πρωτεύουσα ένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα είχε κιόλας εγκαθιδρυθεί από τον Μ. Κωνσταντίνο -μολονότι ότι εδώ οι απόψεις των βυζαντινολόγων διίστανται, θεωρώντας ότι ο ιδρυτής ήταν ο Κωνστάντιος-. Η έδρα του βρισκόταν σ΄ ένα από τα κτίρια του ανακτορικού συγκροτήματος του Μεγάλου Παλατίου αλλά τόσο το ίδρυμα όσο και η Βιβλιοθήκη με τους 120.000 τόμους που διέθετε δεν έτυχαν καλής μεταχείρισης. «O Θεοδόσιος ο Β΄ το 425 αναλαμβάνει μια προσπάθεια χωροταξικής επέκτασης και λειτουργικής αναδιοργά-νωσης του Πανεπιστημίου καθορίζοντας τον αριθμό των καθηγητών σε 31 από τους οποίους οι 16 δίδασκαν λατινικά και οι 15 ελληνικά»[6]. Ένα από τα διατάγματα του 425 προβλέπει τη ρύθμιση της θέσης των ιδιωτών καθηγητών οι οποίοι μπορούσαν να συνεχίσουν τις παραδόσεις τους ιδιωτικά με την προϋπόθεση να μην χρησιμοποιούν δημόσιες αίθουσες. Πάντως όπως αναφέρει ο επιφανής Γάλλος ιστορικός Charles Diehl, στο «Εγχειρίδιο της Βυζαντινής Τέχνης», καθηγητές στο Θεοδοσιανό Πανεπιστήμιο διορίζονταν μόνο κατόπιν αυστηρής δοκιμασίας ενώπιον της συγκλήτου και ύστερα από ενδελεχή έλεγχο για την άμεπτη ηθική τους και συμπεριφορά. Όσοι υπηρετούσαν στο Πανεπιστήμιο θεωρούνταν πρώτοι μεταξύ των ανώτερων λειτουργών του κράτους.
Το Πανεπιστήμιο όπως αναφέρει ο Μango «δεν ιδρύθηκε με σκοπό την καλλιέργεια των Μουσών, αλλά για να εκπαιδεύσει κρατικούς υπαλλήλους»[7] και αυτό φαίνεται από την πλήρη εξίσωση των λατινικών με τα ελληνικά, από τη φροντίδα για νομικές σπουδές, και επίσης από το γεγονός ότι οι καθηγητές διορίζονταν από τον έπαρχο της πόλης στο όνομα του αυτοκράτορα. Την πλειονότητα των διδασκόντων την αποτελούσαν γραμματικοί –δάσκαλοι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης-, με άλλα λόγια ήταν ένας θεσμός που συνδύαζε τις λειτουργίες του γυμνασίου και της πανεπιστημιακής σχολής υπό κρατική όμως επίβλεψη.
Παρακμή και σιγή
«Αν η πανεπιστημιακή ζωή στο τέλος του 5ου αιώνα άρχιζε να θυμίζει ναζιστική Γερμανία, το μέλλον επιφύλασσε ακόμη χειρότερα», αναφέρει ο Mango[8]. Είναι γνωστό ότι τόσο το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης όσο και άλλες σχολές στην αυτοκρατορία, συναντά εμπόδια από την εκκλησία και τους αριστοκράτες και τελικά κλείνει. Ο Ιουστινιανός «στην επιθυμία να βασιλέψει σε μια αυτοκρατορία όπου και οι συνειδήσεις θα υπάκουαν σ΄ ένα και μοναδικό νόμο, διέταξε την απαγόρευση της ειδωλολατρίας. Οι λοιδορίες εναντίον της μανίας των ανόσιων Ελλήνων ήταν ως τότε κυρίως έργο της χριστιανικής πολεμικής: τώρα το ανέλαβαν ο αυτοκράτορας και το κράτος για λογαριασμό τους και έθεσαν ως αρχή της διακυβέρνησης τη θρησκευτική μισαλλοδοξία»[9].
Η αναγέννηση των αρχαίων γραμμάτων και της αρχαίας παιδείας που άρχισε επί Κωνσταντίου, μετατράπηκε 2 αιώνες αργότερα σε παρακμή. Οι αρχαίοι συγγραφείς έπαψαν να αντιγράφονται. Η θέση τους στην εκπαίδευση περιορίστηκε. Οι φωνές των πιο θερμών ερμηνευτών τους σώπασαν, ενώ των εχθρών τους δυνάμωσαν. Οι καθηγητές έχασαν τη θέση τους και τα προνόμιά τους. Είναι για τούτο υπεύθυνος ο Ιουστινιανός αναρωτιέται ο Lemerle;. «Ναι είναι η απάντηση όσο μπορεί να είναι υπεύθυνος ένας άνδρας που ενσαρκώνει μια εποχή και τις βαθύτερες δυνάμεις που την κινούν. Τα μέτρα που πήρε, ήταν η φυσική κατάληξη του αγώνα του χριστιανισμού ενάντια στην ειδωλολατρία, της ορθοδοξίας ενάντια στην αίρεση, ήταν η έκφραση του ενωτικού και αυταρχικού αυτού πνεύματος που δημιουργήθηκε πάνω στα ερείπια για τα οποία ο Ιουστινιανός είναι μόνο ως ένα βαθμό υπεύθυνος»[10]. Και ο Mango είναι κατηγορηματικός ως προς τούτο, τονίζει δε ότι για την κατάρρευση του εκπαιδευτικού συστήματος έπαιξαν ρόλο και άλλοι παράγοντες όπως η εξαφάνιση των πόλεων[11].
Εκπαιδευτική άνθηση
Φως ξαναβλέπουμε από το τέλος του 8ου αιώνα και μετά. Ο Mango αναφέρει ότι την εποχή αυτή εμφανίστηκε μια ομάδα ανθρώπων που όλοι τους είχαν σχέση με τις ανώτερες βαθμίδες της δημοσιοϋπαλληλίας και οι οποίοι χωρίς να είναι βαθυστόχαστοι λόγιοι είχαν μια συμβατική ρητορική μόρφωση που τους επέτρεψε να ευνοήσουν την εκπαιδευτική άνθηση.
Ο Lemerle μιλάει για μια «αναγέννηση που εκδηλώθηκε ξαφνικά και επέστρεψε στο Βυζάντιο για να ξανασυνδεθεί με το παρελθόν του»[12]. Οι σκοτεινοί χρόνοι της παιδείας έχουν τελειώσει και αρχίζει περίοδος εκπαιδευτικής άνθησης. Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης ανασταίνεται από την νεκροφάνεια που έχει περιέλθει για πάνω από ένα αιώνα. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος –σκληρός εικονομάχος αλλά φίλος των γραμμάτων και των τεχνών αλλάζει ονομασία στο Πανεπιστήμιο και το εγκαθιστά σ΄ ένα από τα πολυάριθμα οικοδομήματα του Μεγάλου Παλατίου. Μετά το θάνατο του Θεόφιλου η εικονομαχία τερματίζεται, οι εικόνες αναστηλώνονται (843) και την ουσιαστική εξουσία παίρνει στα χέρια του ο «κουροπαλάτης και καίσαρ Βάρδας, θείος του ανήλικου Μιχαήλ Γ΄[13]». Ο Βάρδας είναι ο ιδανικός άνθρωπος που χρειάζεται η ανώτατη εκπαίδευση όχι μόνο επειδή έχει γι΄ αυτήν μεγάλα σχέδια, αλλά κι επειδή διαθέτει τη δύναμη να τα εφαρμόσει. O Mango, αναφέρει ότι ο πρώτος αληθινός καθηγητής που συναντάμε στην Κωνσταντινούπολη καθώς οι σπουδές άρχισαν να αναβιώνουν είναι ο Λέων ο Μαθηματικός. Ο Λέων μετά από κάποιες περιπλανήσεις που είχε κατέληξε να γίνει πρύτανης στο «Πανδιδακτήριο» -νέα ονομασία του Πανεπιστημίου-, αφήνοντας τεράστια παρακαταθήκη και υστεροφημία μεγάλης επιστημονικής και πνευματικής διάνοιας, με πολλά έργα φυσικής και μαθηματικών.
Το Πανεπιστήμιο πλέον διαθέτει μικρότερο προσωπικό σε σύγκριση με το Πανεπιστήμιο του 425 ενώ το πρόγραμμά διδασκαλίας έριχνε το βάρος κυρίως στις θετικές επιστήμες αποκλείοντας τα νομικά κατά Mango και φυσικά τα λατινικά. Από τους εκκλησιαστικούς κύκλους αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη εχθρότητα. Ο πιο αμόρφωτος από τους μοναχούς και κληρικούς έχοντας συνηθίσει στον απόλυτο σκοταδισμό, έβλεπε το βασίλειό του να απειλείται από ακτίνες φωτός. Το Πανδιδακτήριο ωστόσο δεν έκλεισε αλλά έναν αιώνα μετά την επανίδρυσή του ο Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος θα ισχυροποιήσει την παρουσία του με σειρά μέτρων όπως την παροχή υποτροφιών σε σπουδαστές. Ο Κωνσταντίνος είναι αυτός που θα ενσαρκώσει το ιδεώδες του σοφού αυτοκράτορα καθώς αναμείχθηκε ενεργά στον τομέα της ανώτερης εκπαίδευσης. Διαπιστώνοντας ότι οι ελευθέριες τέχνες είχαν παραμεληθεί, διόρισε εξαίρετους καθηγητές στην έδρα της φιλοσοφίας, στην έδρα της ρητορικής, έδειχνε δε, αμέριστο ενδιαφέρον για τους σπουδαστές τους οποίους διόριζε στη συνέχεια δικαστές, γραμματείς των νομικών υπηρεσιών, και μητροπολίτες.
Λίγο πριν το τέλος
Εκεί που πρέπει να σταθούμε είναι ο 11ος αιώνας, ο οποίος χαρακτηρίζεται από δραστήριο πνευματικό κλίμα, που σύμφωνα με τον Mango, μπορεί να σχετίζεται με την εντονότερη αστική ζωή και την άνοδο καινούργιας τάξης αστών. Ο πολυμαθής Μιχαήλ Ψελλός κυριαρχεί ως ηγετική πνευματική προσωπικότητα καθώς αποτελείται και από έναν ευρύ κύκλο διανοουμένων. Στη «Χρονογραφία» έργο του Λέοντος που συνέχισε ο Ψελλός καλύπτονται τα γεγονότα από το θάνατο του Ιωάννη Τζιμισκή το 976 ως το 1077. «Το έργο αυτό έχει τη μορφή σειράς διαδοχικών βιογραφιών αυτοκρατόρων που τους περισσότερους ο Ψελλός γνώρισε προσωπικά με την ιδιότητα του αυλικού. Ο Ψελλός, μας παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τους βίους, τις σκέψεις και τις δολοπλοκίες των αυτοκρατόρων και των οικογενειών τους»[14].
Στο έργο του «Διδακτικόν ποικίλον» θα επιχειρήσει τη σύνθεση της ιστορίας, της φιλοσοφίας, των φυσικών επιστημών και της θεολογίας. «Στη διάρκεια της βασιλείας του Ψελλού η επιστροφή αυτήν στον Πλάτωνα θα θέσει για τους μαθητές του Ψελλού τις βάσεις της ορθολογικής ερμηνείας του δόγματος, η οποία στο Βυζάντιο θα αντιμετωπισθεί με δυσμένεια ενώ στη Δύση θα συμβάλλει στη γέννηση του σχολαστικισμού»[15].
Διάδοχος του Ψελλού ο Ιωάννης ο Ιταλός ήρθε στη Βασιλεύουσα το 1050, και σπούδασε φιλοσοφία με καθηγητή τον Ψελλό. Ανεδείχθη σε «ύπατο των φιλοσόφων», αλλά κατηγορήθηκε πολλάκις για ασέβεια, έως ότου τον αναθεμάτισαν, του απαγόρευσαν να ξαναδιδάξει και τον έκλεισαν σε μοναστήρι. Εξαιτίας της υπόθεσης του Ιταλού, η Εκκλησία και κατ΄ επέκταση το Πατριαρχείο, προχώρησε σ΄ ένα αποφασιστικής σημασίας μέτρο αναλαμβάνοντας τον άμεσο έλεγχο της εκπαίδευσης των μελλοντικών κληρικών.
Ο 12ος αιώνας, στον τομέα της εκπαίδευσης αντιπροσωπεύει την κορύφωση της διαμάχης που οι απαρχές της ανάγονται στις αρχές της χριστιανικής αυτοκρατορίας. Η Πατριαρχική Ακαδημία που είχε πυρποληθεί από τον Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο και υποτίθεται[16] ότι θα ήταν η απάντηση της Εκκλησίας στο Πανδιδακτήριο, επανανεμφανίζεται μόλις στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα με 2 βαθμίδες από τις οποίες η δεύτερη διδάσκει την «επιστήμη των επιστημών» όπως χαρακτήριζαν οι πιο ένθερμοι από τους χριστιανούς τη θεολογία.
Στις αρχές του 12ου αιώνα ξαναβρίσκουμε τη Μαγναύρα σε πλήρη ακμή, κάτω από την προστασία του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και με τις καθηγητικές έδρες να κατέχονται από τις μεγαλύτερες πνευματικές προσωπικότητες της εποχής.
Τη μεγαλύτερη ακμή της η ανώτατη παιδεία γνώρισε την εποχή της έσχατης παρακμής της αυτοκρατορίας στις παραμονές της τελικής πτώσης της πρωτεύουσας. Ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ (1391-1425) μετακινεί το Πανεπιστήμιο από την περιοχή της Αγίας Σοφίας καθώς και την Πατριαρχική Ακαδημία. Όσο οι Τούρκοι αποσπούν ένα ένα τα κομμάτια της αυτοκρατορίας και περισφίγγουν από παντού την άλλοτε Βασιλίδα των πόλεων τόσο το Βυζαντινό πνεύμα ωριμάζει και καταυγάζει με τη λάμψη του όχι πια την Ανατολή, όσο τη Δύση ανοιχτή τώρα στο λόγιο κύκλο.
Εν κατακλείδι
Το εκπαιδευτικό σύστημα που λειτούργησε στο Βυζάντιο ανεξάρτητα από τους κλυδωνισμούς που υπέστη, άλλοτε από τις εμπλοκές και διαπλοκές της Εκκλησίας, άλλοτε από τις κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις, εξέφρεψε και επιμόρφωσε γενιές που επέζησαν σε μια αυτοκρατορία αιώνων.
Έχει μεγάλη σημασία να αναφέρουμε ότι ο δρόμος προς την ελληνική αρχαιότητα περνούσε μέσα από το Βυζάντιο, γιατί αυτό, είχε διαφυλάξει την αρχαία κληρονομιά και αποτελούσε την πηγή που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τη δίψα του δυτικού κόσμου για τον ελληνικό πολιτισμό στα χρόνια της Αναγέννησης. Όταν οι έρευνες, άρχισαν να συγκεντρώνουν τα ελληνικά χειρόγραφα, να ερευνούν και να εκδίδουν τα συγγράμματα των κλασικών, στράφηκαν αναγκαστικά προς το βυζαντινό χώρο[17].
Η σημασία της παιδείας για τους Βυζαντινούς Καθώς η παιδεία και η αγωγή, διαμορφώνονται και σχηματοποιούνται μέσα σε ένα κοινωνική και πολιτική θεώρηση, αντανακλώντας τον απόηχο των ιδανικών και προβληματισμών μιας κοινωνίας, η Βυζαντινή κοινωνία, ζώντας κάτω από τους κραδασμούς της μετάβασής της από τη Ρώμη στο Βυζάντιο και από την ειδωλολατρία της αρχαιότητας στο Χριστιανισμό, προσπάθησε να πετύχει το συγκερασμό αυτό στον τρόπο γαλούχησης των νέων της κυττάρων. Μάλιστα, θεωρείται ότι τόσο οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, όσο και εν γένει η βυζαντινή διοίκηση, μη εξαιρουμένης και της εκκλησίας, συνέβαλλαν αποφασιστικά στην ενίσχυση της εκπαίδευσης και στη διάδοσή της σε κάθε κοινωνική τάξη, πράγμα που ελάχιστα απασχόλησε άλλους ηγεμόνες της εποχής. «Συχνά ηγεμόνες και αυτοκράτορες γελοιοποιούνταν από τους Βυζαντινούς σε λαϊκούς χώρους, όπως αγορές, για την ελλιπή γνώση της ελληνικής ή για τα αστόχαστα λόγια και τους άξεστους τρόπους τους»[1].
Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα καθώς ο χριστιανισμός θριάμβευε επί της ειδωλολατρίας όπως επισημαίνει ο Cyril Mango «υπήρχε σε όλη την αυτοκρατορία μια μορφή ελευθέριας εκπαίδευσης, που δεν είχε υποστεί θεμελιώδεις αλλαγές από την ελληνιστική εποχή, διάστημα δηλ. περίπου 5 αιώνων».[2]
Στο Βυζάντιο όπως επισημαίνει ο Paul Lemerle[3] «δεν έπαψαν να μιλούν ποτέ ελληνικά και τα έργα της αρχαίας Ελλάδας δεν έπαψαν ποτέ να τροφοδοτούν τη διδασκαλία των γραμματικών και των ρητόρων. Βεβαίως, ακόμα και σήμερα παραμένει αναπάντητο το ερώτημα κατά πόσο υπήρξε πραγματική συνέχεια με τον ειδωλολατρικό ελληνισμό ή πρόκειται για ένα απλό φαινόμενο επιβίωσης που η έκτασή της μειωνόταν ολοένα καθώς πνιγόταν από τον στρατευμένο και αργότερα θριαμβευτή χριστιανισμό»;
Εκπαίδευση και βαθμίδες Πρωτοβάθμια εκπαίδευση Επιχειρώντας πάντως να μιλήσουμε για τη στοιχειώδη εκπαίδευση του μικρού Βυζαντινού, θα πρέπει να πούμε ότι τα στοιχεία που διαθέτουμε αν και δεν μας καταστούν επαρκώς ενήμερους, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε μία κατά το δυνατόν, ακριβή εξέταση της εκπαιδευτικής δραστηριότητας αν όχι σε όλη την αυτοκρατορία, τουλάχιστον στη Βασιλεύουσα.
Με τρεις βαθμίδες εκπαίδευσης, όντας διαρθρωμένος ο κύριος εκπαιδευτικός κορμός, απασχολούσε στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση το γραμματιστή, ή διδάσκαλο ή παιδευτή ή χαμαιδιδάσκαλο, ο οποίος χωρίς ιδιαίτερα τυπικά προσόντα κατέχοντας μια θέση εξαιρετικά υποβαθμισμένη, αναλάμβανε το έργο της εκμάθησης της αλφαβήτου, της ανάγνωσης, της γραφής και αριθμητικής. Σχολεία βασικής εκπαίδευσης ήταν οι νάρθηκες ή ορισμένα δωμάτια που υπήρχαν στον περίβολο των ναών. «Τα μοναστήρια, ενώ στην αρχή δεν δέχονταν και παιδιά λαϊκών που απλώς ήθελαν να μάθουν γράμματα, από τον 5ο αιώνα και μετά αποφασίστηκε πως οι μαθητές θα ήταν μόνο καλογεροπαίδια».[4]
Ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού που δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση εγκατέλειπε την περαιτέρω μάθηση. Αυτός είναι και ο λόγος που τα σχολεία της «εγκυκλείου εκπαίδευσης» όπως ονομάζονταν ήταν μετρημένα όπως άλλωστε και οι μαθητές τους. Ακόμα και στην πρωτεύουσα νεότεροι μελετητές έχουν υπολογίσει ότι το 10ο αιώνα δεν πρέπει να υπήρχαν περισσότερα από 10 τέτοια σχολεία μεταξύ των οποίων ήταν η «Σχολή του Αγίου Παύλου» και η «Σχολή του Αγίου Θεοδώρου των Σφορακίων» με συνολικά περίπου 300 μαθητές απ΄ όπου έβγαιναν τα μελλοντικά μεσαία στελέχη της δημόσιας διοίκησης. Είναι σαφές ότι το ποσοστό των μαθητών ήταν ελάχιστο σε σχέση με τον πληθυσμό και αυτό παρά τις παροτρύνσεις του Γρηγορίου του Θεολόγου που θεωρούσε την παιδεία «πρώτον αγαθόν» και συμβούλευε τους γονείς να μορφώνουν ανεξαιρέτως και ανυπερθέτως τα τέκνα τους. Και αν φυσικά το ποσοστό ήταν μικρό για τα αγόρια, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος ότι ουδείς λόγος γίνεται για τα κορίτσια, μάλιστα δε σε μια κοινωνία που θεωρούσε τη γυναίκα σαν εξ΄ ανάγκης συμπλήρωμα του άνδρα και τίποτα περισσότερο –άσχετα αν και πάλι εξ΄ ανάγκης κατά καιρούς ανεχόταν αυτοκρατόρισσες. Οι εγγράμματες γυναίκες αποτελούσαν την εξαίρεση του κανόνα, ενώ οι μορφωμένες την εξαίρεση της εξαίρεσης. Σχολεία για κορίτσια πουθενά δεν αναφέρεται σε όλη την ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Δευτεροβάθμια εκπαίδευση Ένας πιο καταρτισμένος δάσκαλος, ο γραμματικός που δίδασκε γραμματική αλλά και επιλεγμένους κλασικούς συγγραφείς κυρίως ποιητές με προεξάρχοντα τον Όμηρο ακολουθώντας τη φορμαλιστική μέθοδο, της διόρθωσης, της ανάγνωσης, της εξήγησης και της κρίσης, προσέβλεπε στην ουσία του κειμένου και την χρήσιμη εύρεση διδαγμάτων που μπορούσαν να εξαχθούν από τα αρχαία κείμενα. Η μαθητεία άρχιζε γύρω στα 10-12 χρόνια και τελείωνε σε μια τριετία ή τετραετία. «Ενώ η στοιχειώδης εκπαίδευση ήταν σχεδόν ταυτισμένη με τη θρησκεία, η μέση αποχωρίζεται απ΄ αυτήν, με διακριτικότητα, στρεφόμενη προς την αρχαία ελληνική γραμματεία, το πάντοτε κόκκινο πανί για τους πιο αδιάλλακτους από τους ιερωμένους που σύστηναν απερίφραστα στους πιστούς να την αγνοήσουν»[5].
Το επιστέγασμα της εκπαίδευσης ήταν η φιλοσοφία που την ονόμαζαν και διαλεκτική και την οποία συναποτελούσαν κατά βάση η λογική, η δογματική και η μεταφυσική με αφετηρία και τέρμα τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα. Ωστόσο η φιλοσοφία, διδασκόταν αδιάσπαστα από τους 4 κλάδους των μαθηματικών, την αριθμητική, τη γεωμετρία, την αστρονομία και τη μουσική θεωρία. Αυτή ήταν η περίφημη τετρακτύς (τετράδα) συμπληρωμένη με τη φυσική και τις υποδιαιρέσεις της, τη ζωολογία, τη βοτανική και τη γεωγραφία.
Ρήτορες ή σοφιστές παρείχαν στις μεγάλες πόλεις του Βυζαντίου την ανώτερη εκπαίδευση. Τα αγόρια σε ηλικία 15 περίπου ετών ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν την ανώτερη εκπαίδευση, έναν κύκλο σπουδών που διαρκούσε γύρω στα 5 χρόνια. Οικογένειες βουλευτών, κυβερνητικών παραγόντων και νομικών, απευθύνονταν στους ρήτορες ή σοφιστές προκειμένου να αναλάβουν την επιμόρφωση των τέκνων τους που αποτελούσαν ούτως ή άλλως τους φυσικούς τους συνεχιστές στους θώκους που κατείχαν. Ο αριθμός των νέων που παρακολουθούσε την τριτοβάθμια εκπαίδευση ανέρχονταν μόλις σε μερικές εκατοντάδες στα μεγάλα αστικά κέντρα, καθώς οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις αδυνατούσαν να προσφέρουν αυτό το αγαθό στα παιδιά τους.
Ανώτερη εκπαίδευση και Πανεπιστήμιο
Η ρητορική αποτελούσε το κορμό της ανώτερης εκπαίδευσης, ενώ η φιλοσοφία άκμαζε στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια, η ιατρική στην Αλεξάνδρεια και την Πέργαμο και η νομική στη Βηρυτό. Σε καμία πόλη όμως δεν δημιουργήθηκε κάτι αντίστοιχο με αυτό που σήμερα ονομάζουμε πανεπιστήμιο που να έχει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα σπουδών, που να μπορούν να το διδάξουν καθηγητές διαφόρων ειδικοτήτων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι λόγιοι της εποχής να μετακινούνται πολύ συχνά προκειμένου να λάβουν την απαραίτητη γνώση και εξειδίκευση σε κάποιον από τους διάσημους ρήτορες, ή νομικούς ή ιατρούς που βρίσκονταν στην Αθήνα ή στην Αλεξάνδρεια ή στη Βηρυτό. Η μετακίνηση των λογίων συνεπάγονταν και τη μετακίνηση των νεαρών σπουδαστών, μετακίνηση πολυδάπανη που επιτείνονταν και από τα αυξημένα δίδακτρα των καθηγητών. Ο Λιβάνιος, ο επιφανέστερος σοφιστής της Αντιόχειας, που δέχονταν κάθε χρόνο περίπου 50 σπουδαστές στη σχολή του λέγεται ότι είχε διδάξει σε πολλές πόλεις του τότε γνωστού κόσμου, όπως στην Νικομήδεια, στην Νίκαια και στην Κωνσταντινούπολη.
Λίγο μετά το 330 στην νέα πρωτεύουσα ένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα είχε κιόλας εγκαθιδρυθεί από τον Μ. Κωνσταντίνο -μολονότι ότι εδώ οι απόψεις των βυζαντινολόγων διίστανται, θεωρώντας ότι ο ιδρυτής ήταν ο Κωνστάντιος-. Η έδρα του βρισκόταν σ΄ ένα από τα κτίρια του ανακτορικού συγκροτήματος του Μεγάλου Παλατίου αλλά τόσο το ίδρυμα όσο και η Βιβλιοθήκη με τους 120.000 τόμους που διέθετε δεν έτυχαν καλής μεταχείρισης. «O Θεοδόσιος ο Β΄ το 425 αναλαμβάνει μια προσπάθεια χωροταξικής επέκτασης και λειτουργικής αναδιοργά-νωσης του Πανεπιστημίου καθορίζοντας τον αριθμό των καθηγητών σε 31 από τους οποίους οι 16 δίδασκαν λατινικά και οι 15 ελληνικά»[6]. Ένα από τα διατάγματα του 425 προβλέπει τη ρύθμιση της θέσης των ιδιωτών καθηγητών οι οποίοι μπορούσαν να συνεχίσουν τις παραδόσεις τους ιδιωτικά με την προϋπόθεση να μην χρησιμοποιούν δημόσιες αίθουσες. Πάντως όπως αναφέρει ο επιφανής Γάλλος ιστορικός Charles Diehl, στο «Εγχειρίδιο της Βυζαντινής Τέχνης», καθηγητές στο Θεοδοσιανό Πανεπιστήμιο διορίζονταν μόνο κατόπιν αυστηρής δοκιμασίας ενώπιον της συγκλήτου και ύστερα από ενδελεχή έλεγχο για την άμεπτη ηθική τους και συμπεριφορά. Όσοι υπηρετούσαν στο Πανεπιστήμιο θεωρούνταν πρώτοι μεταξύ των ανώτερων λειτουργών του κράτους.
Το Πανεπιστήμιο όπως αναφέρει ο Μango «δεν ιδρύθηκε με σκοπό την καλλιέργεια των Μουσών, αλλά για να εκπαιδεύσει κρατικούς υπαλλήλους»[7] και αυτό φαίνεται από την πλήρη εξίσωση των λατινικών με τα ελληνικά, από τη φροντίδα για νομικές σπουδές, και επίσης από το γεγονός ότι οι καθηγητές διορίζονταν από τον έπαρχο της πόλης στο όνομα του αυτοκράτορα. Την πλειονότητα των διδασκόντων την αποτελούσαν γραμματικοί –δάσκαλοι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης-, με άλλα λόγια ήταν ένας θεσμός που συνδύαζε τις λειτουργίες του γυμνασίου και της πανεπιστημιακής σχολής υπό κρατική όμως επίβλεψη.
Παρακμή και σιγή
«Αν η πανεπιστημιακή ζωή στο τέλος του 5ου αιώνα άρχιζε να θυμίζει ναζιστική Γερμανία, το μέλλον επιφύλασσε ακόμη χειρότερα», αναφέρει ο Mango[8]. Είναι γνωστό ότι τόσο το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης όσο και άλλες σχολές στην αυτοκρατορία, συναντά εμπόδια από την εκκλησία και τους αριστοκράτες και τελικά κλείνει. Ο Ιουστινιανός «στην επιθυμία να βασιλέψει σε μια αυτοκρατορία όπου και οι συνειδήσεις θα υπάκουαν σ΄ ένα και μοναδικό νόμο, διέταξε την απαγόρευση της ειδωλολατρίας. Οι λοιδορίες εναντίον της μανίας των ανόσιων Ελλήνων ήταν ως τότε κυρίως έργο της χριστιανικής πολεμικής: τώρα το ανέλαβαν ο αυτοκράτορας και το κράτος για λογαριασμό τους και έθεσαν ως αρχή της διακυβέρνησης τη θρησκευτική μισαλλοδοξία»[9].
Η αναγέννηση των αρχαίων γραμμάτων και της αρχαίας παιδείας που άρχισε επί Κωνσταντίου, μετατράπηκε 2 αιώνες αργότερα σε παρακμή. Οι αρχαίοι συγγραφείς έπαψαν να αντιγράφονται. Η θέση τους στην εκπαίδευση περιορίστηκε. Οι φωνές των πιο θερμών ερμηνευτών τους σώπασαν, ενώ των εχθρών τους δυνάμωσαν. Οι καθηγητές έχασαν τη θέση τους και τα προνόμιά τους. Είναι για τούτο υπεύθυνος ο Ιουστινιανός αναρωτιέται ο Lemerle;. «Ναι είναι η απάντηση όσο μπορεί να είναι υπεύθυνος ένας άνδρας που ενσαρκώνει μια εποχή και τις βαθύτερες δυνάμεις που την κινούν. Τα μέτρα που πήρε, ήταν η φυσική κατάληξη του αγώνα του χριστιανισμού ενάντια στην ειδωλολατρία, της ορθοδοξίας ενάντια στην αίρεση, ήταν η έκφραση του ενωτικού και αυταρχικού αυτού πνεύματος που δημιουργήθηκε πάνω στα ερείπια για τα οποία ο Ιουστινιανός είναι μόνο ως ένα βαθμό υπεύθυνος»[10]. Και ο Mango είναι κατηγορηματικός ως προς τούτο, τονίζει δε ότι για την κατάρρευση του εκπαιδευτικού συστήματος έπαιξαν ρόλο και άλλοι παράγοντες όπως η εξαφάνιση των πόλεων[11].
Εκπαιδευτική άνθηση
Φως ξαναβλέπουμε από το τέλος του 8ου αιώνα και μετά. Ο Mango αναφέρει ότι την εποχή αυτή εμφανίστηκε μια ομάδα ανθρώπων που όλοι τους είχαν σχέση με τις ανώτερες βαθμίδες της δημοσιοϋπαλληλίας και οι οποίοι χωρίς να είναι βαθυστόχαστοι λόγιοι είχαν μια συμβατική ρητορική μόρφωση που τους επέτρεψε να ευνοήσουν την εκπαιδευτική άνθηση.
Ο Lemerle μιλάει για μια «αναγέννηση που εκδηλώθηκε ξαφνικά και επέστρεψε στο Βυζάντιο για να ξανασυνδεθεί με το παρελθόν του»[12]. Οι σκοτεινοί χρόνοι της παιδείας έχουν τελειώσει και αρχίζει περίοδος εκπαιδευτικής άνθησης. Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης ανασταίνεται από την νεκροφάνεια που έχει περιέλθει για πάνω από ένα αιώνα. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος –σκληρός εικονομάχος αλλά φίλος των γραμμάτων και των τεχνών αλλάζει ονομασία στο Πανεπιστήμιο και το εγκαθιστά σ΄ ένα από τα πολυάριθμα οικοδομήματα του Μεγάλου Παλατίου. Μετά το θάνατο του Θεόφιλου η εικονομαχία τερματίζεται, οι εικόνες αναστηλώνονται (843) και την ουσιαστική εξουσία παίρνει στα χέρια του ο «κουροπαλάτης και καίσαρ Βάρδας, θείος του ανήλικου Μιχαήλ Γ΄[13]». Ο Βάρδας είναι ο ιδανικός άνθρωπος που χρειάζεται η ανώτατη εκπαίδευση όχι μόνο επειδή έχει γι΄ αυτήν μεγάλα σχέδια, αλλά κι επειδή διαθέτει τη δύναμη να τα εφαρμόσει. O Mango, αναφέρει ότι ο πρώτος αληθινός καθηγητής που συναντάμε στην Κωνσταντινούπολη καθώς οι σπουδές άρχισαν να αναβιώνουν είναι ο Λέων ο Μαθηματικός. Ο Λέων μετά από κάποιες περιπλανήσεις που είχε κατέληξε να γίνει πρύτανης στο «Πανδιδακτήριο» -νέα ονομασία του Πανεπιστημίου-, αφήνοντας τεράστια παρακαταθήκη και υστεροφημία μεγάλης επιστημονικής και πνευματικής διάνοιας, με πολλά έργα φυσικής και μαθηματικών.
Το Πανεπιστήμιο πλέον διαθέτει μικρότερο προσωπικό σε σύγκριση με το Πανεπιστήμιο του 425 ενώ το πρόγραμμά διδασκαλίας έριχνε το βάρος κυρίως στις θετικές επιστήμες αποκλείοντας τα νομικά κατά Mango και φυσικά τα λατινικά. Από τους εκκλησιαστικούς κύκλους αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη εχθρότητα. Ο πιο αμόρφωτος από τους μοναχούς και κληρικούς έχοντας συνηθίσει στον απόλυτο σκοταδισμό, έβλεπε το βασίλειό του να απειλείται από ακτίνες φωτός. Το Πανδιδακτήριο ωστόσο δεν έκλεισε αλλά έναν αιώνα μετά την επανίδρυσή του ο Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος θα ισχυροποιήσει την παρουσία του με σειρά μέτρων όπως την παροχή υποτροφιών σε σπουδαστές. Ο Κωνσταντίνος είναι αυτός που θα ενσαρκώσει το ιδεώδες του σοφού αυτοκράτορα καθώς αναμείχθηκε ενεργά στον τομέα της ανώτερης εκπαίδευσης. Διαπιστώνοντας ότι οι ελευθέριες τέχνες είχαν παραμεληθεί, διόρισε εξαίρετους καθηγητές στην έδρα της φιλοσοφίας, στην έδρα της ρητορικής, έδειχνε δε, αμέριστο ενδιαφέρον για τους σπουδαστές τους οποίους διόριζε στη συνέχεια δικαστές, γραμματείς των νομικών υπηρεσιών, και μητροπολίτες.
Λίγο πριν το τέλος
Εκεί που πρέπει να σταθούμε είναι ο 11ος αιώνας, ο οποίος χαρακτηρίζεται από δραστήριο πνευματικό κλίμα, που σύμφωνα με τον Mango, μπορεί να σχετίζεται με την εντονότερη αστική ζωή και την άνοδο καινούργιας τάξης αστών. Ο πολυμαθής Μιχαήλ Ψελλός κυριαρχεί ως ηγετική πνευματική προσωπικότητα καθώς αποτελείται και από έναν ευρύ κύκλο διανοουμένων. Στη «Χρονογραφία» έργο του Λέοντος που συνέχισε ο Ψελλός καλύπτονται τα γεγονότα από το θάνατο του Ιωάννη Τζιμισκή το 976 ως το 1077. «Το έργο αυτό έχει τη μορφή σειράς διαδοχικών βιογραφιών αυτοκρατόρων που τους περισσότερους ο Ψελλός γνώρισε προσωπικά με την ιδιότητα του αυλικού. Ο Ψελλός, μας παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τους βίους, τις σκέψεις και τις δολοπλοκίες των αυτοκρατόρων και των οικογενειών τους»[14].
Στο έργο του «Διδακτικόν ποικίλον» θα επιχειρήσει τη σύνθεση της ιστορίας, της φιλοσοφίας, των φυσικών επιστημών και της θεολογίας. «Στη διάρκεια της βασιλείας του Ψελλού η επιστροφή αυτήν στον Πλάτωνα θα θέσει για τους μαθητές του Ψελλού τις βάσεις της ορθολογικής ερμηνείας του δόγματος, η οποία στο Βυζάντιο θα αντιμετωπισθεί με δυσμένεια ενώ στη Δύση θα συμβάλλει στη γέννηση του σχολαστικισμού»[15].
Διάδοχος του Ψελλού ο Ιωάννης ο Ιταλός ήρθε στη Βασιλεύουσα το 1050, και σπούδασε φιλοσοφία με καθηγητή τον Ψελλό. Ανεδείχθη σε «ύπατο των φιλοσόφων», αλλά κατηγορήθηκε πολλάκις για ασέβεια, έως ότου τον αναθεμάτισαν, του απαγόρευσαν να ξαναδιδάξει και τον έκλεισαν σε μοναστήρι. Εξαιτίας της υπόθεσης του Ιταλού, η Εκκλησία και κατ΄ επέκταση το Πατριαρχείο, προχώρησε σ΄ ένα αποφασιστικής σημασίας μέτρο αναλαμβάνοντας τον άμεσο έλεγχο της εκπαίδευσης των μελλοντικών κληρικών.
Ο 12ος αιώνας, στον τομέα της εκπαίδευσης αντιπροσωπεύει την κορύφωση της διαμάχης που οι απαρχές της ανάγονται στις αρχές της χριστιανικής αυτοκρατορίας. Η Πατριαρχική Ακαδημία που είχε πυρποληθεί από τον Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο και υποτίθεται[16] ότι θα ήταν η απάντηση της Εκκλησίας στο Πανδιδακτήριο, επανανεμφανίζεται μόλις στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα με 2 βαθμίδες από τις οποίες η δεύτερη διδάσκει την «επιστήμη των επιστημών» όπως χαρακτήριζαν οι πιο ένθερμοι από τους χριστιανούς τη θεολογία.
Στις αρχές του 12ου αιώνα ξαναβρίσκουμε τη Μαγναύρα σε πλήρη ακμή, κάτω από την προστασία του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και με τις καθηγητικές έδρες να κατέχονται από τις μεγαλύτερες πνευματικές προσωπικότητες της εποχής.
Τη μεγαλύτερη ακμή της η ανώτατη παιδεία γνώρισε την εποχή της έσχατης παρακμής της αυτοκρατορίας στις παραμονές της τελικής πτώσης της πρωτεύουσας. Ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ (1391-1425) μετακινεί το Πανεπιστήμιο από την περιοχή της Αγίας Σοφίας καθώς και την Πατριαρχική Ακαδημία. Όσο οι Τούρκοι αποσπούν ένα ένα τα κομμάτια της αυτοκρατορίας και περισφίγγουν από παντού την άλλοτε Βασιλίδα των πόλεων τόσο το Βυζαντινό πνεύμα ωριμάζει και καταυγάζει με τη λάμψη του όχι πια την Ανατολή, όσο τη Δύση ανοιχτή τώρα στο λόγιο κύκλο.
Εν κατακλείδι
Το εκπαιδευτικό σύστημα που λειτούργησε στο Βυζάντιο ανεξάρτητα από τους κλυδωνισμούς που υπέστη, άλλοτε από τις εμπλοκές και διαπλοκές της Εκκλησίας, άλλοτε από τις κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις, εξέφρεψε και επιμόρφωσε γενιές που επέζησαν σε μια αυτοκρατορία αιώνων.
Έχει μεγάλη σημασία να αναφέρουμε ότι ο δρόμος προς την ελληνική αρχαιότητα περνούσε μέσα από το Βυζάντιο, γιατί αυτό, είχε διαφυλάξει την αρχαία κληρονομιά και αποτελούσε την πηγή που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τη δίψα του δυτικού κόσμου για τον ελληνικό πολιτισμό στα χρόνια της Αναγέννησης. Όταν οι έρευνες, άρχισαν να συγκεντρώνουν τα ελληνικά χειρόγραφα, να ερευνούν και να εκδίδουν τα συγγράμματα των κλασικών, στράφηκαν αναγκαστικά προς το βυζαντινό χώρο[17].
ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ
ΤΕΧΝΗ / ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ
_
Με τον όρο Βυζαντινή τέχνη αναφερόμαστε γενικά στην καλλιτεχνική παραγωγή και έκφραση που αναπτύχθηκε την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ του 4ου αιώνα και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης το 1453. Η βυζαντινή τέχνη θεωρείται πως γεννήθηκε αρχικά στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας Κωνσταντινούπολη, αλλά επεκτάθηκε στο μεγαλύτερο τμήμα του μεσογειακού κόσμου και ανατολικά ως την Αρμενία. Υπήρξε αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης αφενός της αρχαίας ελληνικής παράδοσης και αφετέρου της ανατολικής επίδρασης και θρησκευτικότητας. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, η βυζαντινή τεχνοτροπία χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία μιας αμιγώς θρησκευτικής τέχνης, σκοπός της οποίας δεν είναι τόσο η αναζήτηση του κάλλους και της αρμονίας όσο η εσωτερικότητα, ο συμβολισμός και η υποβολή της θρησκευτικής συγκίνησης.
Η βυζαντινή τέχνη έφθασε στο ύψιστο επίπεδο δημιουργικής δύναμης και πρωτοτυπίας κληροδοτώντας στην ανθρωπότητα έργα διαχρονικής αξίας. Η βυζαντινή τέχνη προήλθε από τη γόνιμη σύζευξη της ελληνορωμαϊκής παράδοσης, των ανατολικών επιρροών και της νέας θρησκευτικής πραγματικότητας του χριστιανισμού, ωστόσο ανέπτυξε μια ξεχωριστή και ευδιάκριτη φυσιογνωμία. Τεράστιο ενδιαφέρον παρουσιάζει η βυζαντινή τέχνη και από ιστορικής άποψης, καθώς καθρεπτίζει με μοναδική καθαρότητα τη σύνθεση του βυζαντινού πολιτισμού από διαφορετικά πολιτισμικά στοιχεία, όλα ενωμένα σε ένα τέλειο μίγμα, όπου το σύνολο είναι κάτι περισσότερο από τα μέρη που το συνθέτουν.
Περίοδοι
Οι χαρακτηριστικές καλλιτεχνικές μορφές της βυζαντινής τέχνης άρχισαν να αναπτύσσονται στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον 4ο αιώνα. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης το 324 συνδέθηκε με τη δημιουργία ενός μεγάλου νέου καλλιτεχνικόυ κέντρου για το ανατολικό μισό της αυτοκρατορίας και ειδικότερα ένα κέντρο με έντονα χριστιανικά στοιχεία. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές περιόδους της βυζαντινής τέχνης:
* παλαιοχριστιανική τέχνη και πρωτοβυζαντινή περίοδος(4ος-7ος αιώνας) 324 - 610
* εικονομαχία και μεσοβυζαντινή τέχνη (8ος-12ος αιώνας)
* περίοδος των Παλαιολόγων και ύστερη βυζαντινή τέχνη (13ος-15ος αιώνας).
Παλαιοχριστιανική και Πρωτοβυζαντινή τέχνη
Η πρώτη περίοδος της βυζαντινής τέχνης αποτελεί ένα μεταβατικό διάστημα και χαρακτηρίζεται κατά συνέπεια από μία συνύπαρξη της ρωμαϊκής παράδοσης με τα πρότυπα της ύστερης αρχαιότητας και των χριστιανικών επιδράσεων. Χαρακτηριστική μορφή έκφρασης της παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής τέχνης, αποτελεί ένας νέος ρυθμός εκκλησιαστικού ναού, η βασιλική, που συναντάται σε τρεις μορφές, δρομική βασιλική, βασιλική με εγκάρσιο κλίτος και σταυροειδής βασιλική και η οποία στα χρόνια του Ιουστινιανού συνοδεύεται και από την παρουσία τρούλου. Η κατασκευή της Αγίας Σοφίας αποτελεί ίσως το σπουδαιότερο δείγμα, πρότυπο για όλους τους μεταγενέστερους βυζαντινούς ναούς αλλά και σύμβολο εξουσίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο ημισφαιρικός τρούλος της, στηρίζεται σε τέσσερις ογκώδεις πεσσούς, με τη βοήθεια τεσσάρων ημικυκλικών τόξων. Άλλα σημαντικά κτίσματα επί βασιλείας Ιουστινιανού είναι η βασιλική της Αγίας Ειρήνης και οι ναοί των Αγίων Αποστόλων και Αγίου Ιωάννη στην Έφεσο.
H τέχνη της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας στο Βυζάντιο. Bασικό χαρακτηριστικό της τέχνης των δύο πρώτων αιώνων, μετά την αναγνώριση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του ρωμαϊκού κράτους, υπήρξε ο συγκερασμός του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και του χριστιανικού πνεύματος. Kορύφωμα της Πρώιμης βυζαντινής τέχνης υπήρξε η εποχή του Iουστινιανού A' (527-565). Στη διάρκειά της συντελέστηκε η ουσιαστική σύνθεση των στοιχείων εκείνων που χαρακτήρισαν την καλλιτεχνική δραστηριότητα στους επόμενους αιώνες, δηλαδή της μεγαλοπρέπειας, της αρμονίας και του μέτρου.
"Aπό τους πολυάριθμους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς που η αισθητική μας θεωρεί τα μνημεία τους μεγάλα, η βυζαντινή εικαστική τέχνη ήταν η πρώτη που ανακάλυψε την αρχή της ερμηνείας, αντί της αναπαράστασης των νοητών φαινομένων, πράγμα που στην εποχή μας αποτελεί βάση κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας"
Στη ζωγραφική, αν και διατηρείται αρχικά η ελληνιστική θεματολογία (τοπία και συμβολικές αναπαραστάσεις), σταδιακά -- και ειδικότερα στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας -- αρχίζουν να διακρίνονται και αυστηρά θρησκευτικά θέματα. Χαρακτηριστικό δείγμα παλαιοχριστιανικής ζωγραφικής αποτελούν οι εικόνες, οι τοιχογραφίες και τα διακοσμητικά ψηφιδωτά διαφόρων ναών. Ειδικότερα τα τελευταία, αν και είχαν πρωτοεμφανιστεί και διαμορφωθεί κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., κατά τη βυζαντινή περίοδο θεωρείται πως φθάνουν στην μεγαλύτερη ακμή τους. Αρχικά γινόταν χρήση των ψηφιδωτών για την κάλυψη επιφανειών, όπως δαπέδων κατοικιών, ανακτόρων ή ναών καθώς και εσωτερικών τοίχων των εκκλησιαστικών ναών.
Η θεματολογία της διακόσμησης περιλαμβάνει κυρίως θρησκευτικά σύμβολα και θέματα από την Αγία Γραφή, ενώ σπανιότερα απεικονίζονται μυθολογικά αλληγορικά θέματα. Χαρακτηριστικά δείγματα ψηφιδωτών βρίσκονται στο Μαυσωλείο της κόρης του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στο ναό της Αγίας Μαρίας της Μείζονος και του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, στο Βαπτιστήριο της Μητροπόλεως στη Νεάπολη αλλά και στο Μαυσωλείο της Γκάλα Πλακιδίας στη Ραβέννα.
H εποχή του Iουστινιανού A' (527-565) υπήρξε το κορύφωμα της Πρώιμης Βυζαντινής τέχνης. Στη διάρκειά της συντελείται η ουσιαστική σύνθεση των στοιχείων εκείνων που θα αποτελέσουν τη βυζαντινή τέχνη: το ρωμαϊκό ιδεώδες της μεγαλοπρέπειας και τεχνικής δεξιοτεχνίας, η ελληνική αίσθηση της αρμονίας και του μέτρου, το ανατολικό πνεύμα της διακοσμητικότητας και φαντασίας.
Στον τομέα της αρχιτεκτονικής κάνει την εμφάνισή του ένας νέος αρχιτεκτονικός τύπος, η τρουλαία βασιλική, ενώ σταδιακά τα επιμέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία θα απομακρυνθούν από τις παραδόσεις της κλασικής και ελληνιστικής αρχαιότητας. Nέες τάσεις εμφανίζονται και στη γλυπτική, που χαρακτηρίζεται από την απομάκρυνση από τα φυσιοκρατικά πρότυπα των προηγούμενων αιώνων και τη στροφή προς ένα πιο διακοσμητικό ύφος. Σημαντικά επιτεύγματα επίσης έχει να επιδείξει η περίοδος στην τέχνη του ψηφιδωτού, των εικόνων, και των εικονογραφημένων χειρογράφων.
Tέλος, μοναδικής ομορφιάς και τεχνικής τελειότητας είναι τα έργα μικροτεχνίας, αντικείμενα από ελεφαντοστό και πολύτιμα μέταλλα, που σώζονται μέχρι τις μέρες μας.
Παράλληλα με την αρχιτεκτονική και την ζωγραφική, αναπτύσσεται και η μικροτεχνία με βάση υλικά όπως το ελεφαντόδοντο, το χρυσάφι ή το ασήμι, αν και δεν διασώζεται σήμερα μεγάλο μέρος δημιουργιών αυτού του είδους.
Μεσοβυζαντινή περίοδος
Η περίοδος που ξεκίνησε με τη βασιλεία του Ηρακλείου, το 610, και κατέληξε με την άνοδο στο θρόνο της δυναστείας των Μακεδόνων, το 867,αποτελεί μια μεταβατική εποχή για το Βυζάντιο. Οι δύο αιώνες μετά τον Ιουστινιανό και κυρίως το διάστημα 640-843 ονομάζονται στην τέχνη Πρωτοβυζαντινή περίοδος, ορολογία που χρησιμοποιείται με σκοπό να φανερώσει το τέλος της υστερορωμαϊκής παράδοσης και την απαρχή της νέας εποχής, όπου κυριάρχησε η αυστηρά δομημένη, υπερβατική μορφή της τέχνης. Τόσο η διαμάχη που προκάλεσε η μονοενεργητική-μονοθελητικήαίρεση όσο και η εικονομαχική έριδα επηρέασαν έντονα την τέχνη και στάθηκαν αφορμή για την πλούσια συγγραφική παραγωγή του πνευματικού κόσμου.
Tην περίοδο 730-843 η βυζαντινή αυτοκρατορία κλονίζεται από τις έριδες σχετικά με τη λατρεία των θείων μορφών και την απεικόνισή τους στην τέχνη. Στα πλαίσια αυτών, πολλές εικόνες και τοιχογραφίες καταστρέφονται ή αντικαθίστανται από άλλες, με αποκλειστικά διακοσμητικά θέματα, που περιλαμβάνουν την απεικόνιση ζώων, πτηνών, ή γεωμετρικών μορφών καθώς και σταυρών. Μετά την εικονομαχία στην αγιογράφηση των ναών, εφαρμόζεται ένας κοινός κανόνας, αν και όχι πάντα με την ίδια ακρίβεια. Συγκεκριμένα, κάθε μέρος του ναού αποκτά μία συγκεκριμένη συμβολική σημασία και κατά συνέπεια και μία ξεχωριστή θεματολογία στην εικονογράφηση. Κατά αυτό τον τρόπο, στον τρούλο απεικονίζεται ο Θεός που περιβάλλεται από τους Προφήτες ενώ στην αψίδα παριστάνεται η Παναγία είτε κρατώντας το θείο βρέφος είτε μόνη. Στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα, σημαντική άνθηση γνωρίζουν και τα εικονογραφημένα χειρόγραφα, με μικρογραφίες που διακοσμούν τα θρησκευτικά κυρίως κείμενα.
Από την περίοδο 610-867 σώζονται λίγες εικόνες. Αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι η συμβολή της εικονομαχικής περιόδου είναι αναμφίβολη στη διαμόρφωση του ρόλου των θρησκευτικών εικόνων. Kατά την ίδια περίοδο, η παραγωγή των εικόνων συνεχίστηκε σε περιοχές έξω από το βυζαντινό κράτος, όπου δεν ίσχυαν τα διατάγματα των εικονοκλαστών, γιατί οι περιοχές αυτές βρίσκονταν υπό αραβική κυριαρχία. Το Σινά αποτελεί το μοναδικό κέντρο, όπου η παραγωγή εικόνων, και επομένως και η εξέλιξή τους, δε σταμάτησε ποτέ. Εκεί σώζονται εικόνες που χρονολογούνται στον 7ο και 8ο αιώνα.
Την περίοδο της ύφεσης που παρατηρήθηκε στα χρόνια της εικονομαχίας, διαδέχεται η μεγάλη ακμή της βυζαντινής τέχνης στα χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας. Σε αυτή την περίοδο, αναπτύσσεται ιδιαίτερα η αρχιτεκτονική, ενώ επικρατεί ο σταυροειδής με τρούλο ναός, χωρίς να απουσιάζει ωστόσο και ο προγενέστερος τύπος της βασιλικής. Οι εκκλησιαστικοί ναοί διακρίνονται από μεγαλύτερη κομψότητα και είναι λιγότερο λιτοί, χωρίς όμως να αποκλίνουν από τον κυρίως σκοπό της πρόκλησης μίας πνευματικής ανάτασης στους πιστούς. Ένας ακόμα τύπος που εμφανίζεται αυτή την περίοδο είναι ο οκταγωνικός, του οποίου η ονομασία προέρχεται από τη στήριξη του τρούλου που είναι οκταγωνική. Οι ναοί αυτοί διακρίνονται στον ηπειρωτικό και τον νησιωτικό οκταγωνικό τύπο, ονομασίες που προέρχονται από το γεγονός πως τα ανάλογα μνημεία που έχουν σωθεί βρίσκονται στην ηπειρωτική και την νησιωτική Ελλάδα αντίστοιχα. Τα υλικά που κυριαρχούν είναι οι πλίνθοι και οι ακατέργαστες ή λαξευμένες πέτρες, υλικά που εναλλάσσονται προσδίδοντας ένα χαρακτηριστικό αισθητικό αποτέλεσμα.
Η γλυπτική τέχνη είναι άρηκτα συνδεδεμένη με την αρχιτεκτονική και τα περισσότερα έργα που έχουν διασωθεί αποτελούν τμήμα αρχιτεκτονικών κτισμάτων. Τα θέματα των γλυπτών είναι κυρίως γεωμετρικά με έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα, ενώ σπανιότερα απεικονίζονται και ανθρώπινες μορφές.
Την Μακεδονική δυναστεία διαδέχτηκε η δυναστεία των Κομνηνών (1057-1185) και συγχρόνως μια δεύτερη περίοδο αναγέννησης της βυζαντινής τέχνης. Το σημαντικότερο ίσως έργο αυτής της περιόδου είναι η βασιλική του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, έργο που ξεκίνησε το 1063.
Υστεροβυζαντινή περίοδος
Η ύστερη βυζαντινή τέχνη οριοθετείται από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και εκτείνεται χρονικά ως την άλωση της. Την περίοδο αυτή, το Βυζάντιο παύει να αποτελεί το ισχυρό πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο της μεσοβυζαντινή εποχή.
Οι αρχιτεκτονικοί τύποι δεν διαφοροποιούνται αισθητά από τα παραδείγματα των προγενέστερων εποχών. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η μεγαλύτερη ποικιλομορφία, η οποία εκδηλώνεται με τη δημιουργία συνδυαστικών τύπων. Τα είδη ναών που απαντούν κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο είναι η βασιλική, ο σταυροειδής εγγεγραμμένος τύπος με τρούλο, ο οκταγωνικός, ο μικτός τύπος και ο σταυρεπίστεγος. Επιπλέον, σε ορισμένα μνημεία, αναγνωρίζονται μορφολογικές επιδράσεις της γοτθικής αρχιτεκτονικής που οφείλονται κυρίως στην επιρροή των Φράγκων, με χαρακτηριστικότερο στοιχείο τις οξυκόρυγες αψίδες.
Οι εικονογραφίες της εποχής ακολουθούν τα πρότυπα της μεσοβυζαντινή εποχής, ενώ παράλληλα εμπλουτίζονται προοδευτικά με θέματα από την παιδική ηλικία και τα πάθη του Χριστού ή το βίο της Παναγίας. Συνηθίζεται επίσης η χρήση παραστάσεων της Παλαιάς Διαθήκης που θεωρούνται ότι προεικονίζουν την Καινή Διαθήκη.
Στη ζωγραφική αυτής περιόδου, εμφανίζονται πιο έντονα φυσιοκρατικά στοιχεία, ενώ αρκετοί καλλιτέχνες επιδιώκουν σταδιακά μία περισσότερο υποκειμενική απόδοση των παραδοσιακών θεμάτων που αναπτύσσουν, με αποτέλεσμα να τονίζονται οι εκφράσεις των προσώπων ή οι κινήσεις των μορφών που απεικονίζονται. Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο η τέχνη της φορητής εικόνας φτάνει στη μεγαλύτερή της ακμή, με πολλές εικόνες να σώζονται μέχρι σήμερα.
H Δυναστεία των Παλαιολόγων που ξεκινά το 1259, αποτελεί ίσως την τελευταία άνθηση της βυζαντινής τέχνης, κυρίως διότι κατά αυτή την περίοδο εντείνεται η αλληλεπίδραση μεταξύ βυζαντινών και Ιταλών καλλιτεχνών.
Η Ζωγραφική τέχνη στο Βυζάντιο εκφράστηκε με τις μικρογραφίες (πάνω σε ιερά και όχι μόνο βιβλία), με τα ψηφιδωτά, τις τοιχογραφίες, τις φορητές εικόνες και τα ψηφιδωτά δάπεδα. Μετά την Εικονομαχία καθιερώνεται για την αγιογράφηση των ναών ένα πρόγραμμα-κανόνας που εφαρμόζεται σε όλους τους ναούς του βυζαντινού κόσμου, όχι όμως πάντα με την ίδια ακρίβεια. Κάθε μέρος του ναού έχει συμβολική σημασία γι΄ αυτό θα έχει και ειδική εικονογράφηση. Ο τρούλος συμβολίζει τον ουρανό με τον Παντοκράτορα περιστοιχισμένο από αγγέλους ή προφήτες. Στην αψίδα του ιερού η Θεοτόκος ανάμεσα στους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, άλλοτε ορθή Δεομένη, άλλοτε καθιστή Βρεφοκρατούσα. Πιο κάτω, στην αψίδα, εικονίζεται η Κοινωνία των Αποστόλων. Στα λοφία του τρούλου οι Ευαγγελιστές και γύρω στους τοίχους του ναού και του νάρθηκα οι Δεσποτικές Εορτές. Στα άλλα μέρη του ναού οι άγιοι: μάρτυρες, διάκονοι, επίσκοποι, πολεμικοί άγιοι. Παραδείγματα αυτού του εικονογραφικού προγράμματος διατηρούνται στον Όσιο Λουκά στη Φωκίδα, στη Νέα Μονή της Χίου και στην εκκλησία του Δαφνίου στην Αττική.
Τα ψηφιδωτά
Τα ψηφιδωτά, καθώς προχωράμε στη μελέτη της παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής, είναι ένα άλλο αξιόλογο χαρακτηριστικό της διακόσμησης των ναών. Πρόκειται βέβαια για έναν τύπο δημιουργίας που είχε πρωτοεμφανιστεί και διαμορφωθεί τον 5ο πΧ αιώνα, παρόλα αυτά όμως στο Βυζάντιο έφτασε στην τελείωσή του. Αρχικά γινόταν χρήση των ψηφιδωτών για την κάλυψη επιφανειών, όπως δαπέδων κατοικιών, ανακτόρων, ναών και εσωτερικών τοίχων των χριστιανικών ναών. Τα ψηφιδωτά των δαπέδων ακμάζουν κατά τους αιώνες 4ο, 5ο και 6ο.
Διακοσμητικά θέματα έχουν, πλην του σταυρού και των θεμάτων από την Αγία Γραφή, τα γεωμετρικά σχέδια, φυτά, ζώα με συγκεκριμένες σκηνές κυνηγιού και αλληλοεξόντωσης, ακόμη και μυθολογικά θέματα συμβολικά και αλληγορικά. Τα ψηφιδωτά των τοίχων των ναών θα δώσουν τη μεγαλύτερη άνθιση στο είδος και καθώς συγκρινόμενα με τη ζωγραφική είναι συνθέσεις δύσκολες στην εκτέλεση αλλά και δαπανηρές γι' αυτούς που επιθυμούν την απόκτησή τους, θα βρουν πρόσφορο έδαφος εξαιτίας και των πολιτικών εξελίξεων και της κατίσχυσης του Χριστιανισμού στη Μεσόγειο των παλαιοχριστιανικών χρόνων.
Το χαρακτηριστικό των δημιουργών των ψηφιδωτών αυτών είναι ότι προσπαθούν και το κατορθώνουν να αποδώσουν την πνευματική περισσότερο υπόσταση των μορφών έναντι της σωματικής-υλικής, με έναν τρόπο υπερβατικό και με τονισμό των ματιών, κέντρου του ανθρώπινου ψυχισμού. Χαρακτηριστικά δείγματα ψηφιδωτών της δυτικής τέχνης είναι το Μαυσωλείο της κόρης του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο ναός της Αγίας Μαρίας της Μείζονος και του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, το Βαπτιστήριο της Μητροπόλεως στη Νεάπολη, το Μαυσωλείο της Γκάλα Πλακιδίας στη Ραβέννα.
Η βυζαντινή τέχνη είναι μια καθαρά θρησκευτική τέχνη και διακρίνεται για τον εσωτερισμό, το συμβολισμό, την υπερβατικότητα αλλά και τη συμβατική χρήση των μέσων έκφρασης. Ο συμβατισμός αυτός στηρίζεται σε δυο βασικά γνωρίσματα , 1ο, την αποδοχή τρόπων έκφρασης από την αρχαιότητα που δίνει έμφαση στην φυσική παρουσία της φιγούρας σαν μέσου έκφρασης και διατύπωσης μηνυμάτών και 2ο, κάτω από ανατολίτικες επιδράσεις, τη μεταμόρφωση των αρχαίων τύπων για χάρη μιας συμβολικής και υπερβατικής αποτίμησης της φιγούρας.
Στη μακραίωνη ιστορία της βυζαντινής τέχνης τα δύο αυτά χαρακτηριστικά βρίσκονται συχνά αντιμέτωπα ο εξωτερικός με τον εσωτερικό πνευματικό κόσμο, το ορατό με το αόρατο ασώματο, το φυσικό με το υπερφυσικό, πάντοτε όμως υπερισχύει το εσωτερικό.
‘Ομως η φύση και ο ορατός κόσμος δεν έχουν σοβαρή θέση στη βυζαντινή τέχνη. Ο χώρος στερείται προοπτικής και βάθους δέντρα, σπίτια, πόλεις αποδίδονται σχεδιαγραμματικά συνοπτικά. Στην προσπάθειά της να εξαΰλωση το φυσικό κόσμο η βυζαντινή τέχνη στοχεύει στη μεταβολή του φυσικού κόσμου σε σύμβολα, με την επιπεδοποίηση του όγκου την κατάργηση του βάρους τη μετωπικότητα, την καταστολή του προσωπικού συναισθήματος κτλ.
Πράγματι οι πολύ συγκρατημένες κινήσεις και χειρονομίες το πολύ αυστηρό πνευματικό και υπερκόσμιο ύφος στα πρόσωπα ακόμη και στις δραματικές ή τραγικές σκηνές είναι στοιχεία που δεν επιτρέπουν την έκφραση προσωπικού έντονου συναισθήματος χαράς, λύπης, απόγνωσης, γιατί αυτές οι ψυχικές εκδηλώσεις ταιριάζουν μόνο στη ν παρούσα πρόσκαιρη ζωή, όχι όμως στην αιώνια.
- «... ‘Ενθα ούκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος». Αρκετά από τα αυστηρά χαρακτηριστικά της βυζαντινής τέχνης κάνουν την εμφάνισή τους από τους πρώτους κιόλας αιώνες της χριστιανικής τέχνης, ενώ εκτοπίζουν σταδιακά τα δανεισμένα από την ειδωλολατρία στοιχεία μολονότι ποτέ δεν θα μπορέσουν να τα εξοστρακίσουν τελείως. Οι αρχαίοι τύποι έκφρασης θα κάνουν συχνό την εμφάνισή τους, όπως για παράδειγμα στους χρόνους του Ιουστινιανού και στους χρόνους του Κωνσταντίνου VII του Πορφυρογέννητου που ενθαρρύνει τις κλασικές σπουδές.
‘Υστερα από τις πρώτες «εκκλησίες» που στεγάζονταν στις κατακόμβες, οι πρώτοι ναοί κτίζονται στο πρότυπο της ρωμαϊκής βασιλικής ενός στενόμακρου οικοδομήματος, ή στα περίκεντρα κυκλικά οικοδομήματα των ρωμαϊκών χρόνων. ‘Ενας μάλιστα τύπος βυζαντινής βασιλικής, όπως είναι η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη, στολίζεται με τρούλο. Αργότερα αναπτύσσονται κι άλλες ποικίλες κατόψεις που βασίζονται στο σχήμα του σταυρού που συνδυάζουν βαρελοειδείς θόλους, κεντρικό μεγαλοπρεπή τρούλο κι όμορφα επιβλητικά καμπαναριά.
Ενώ οι πρώτες παραστάσεις περιορίζονται σε διάφορα σύμβολα, στον ΙΧΘΥ, την άγκυρα, το παγώνι, την άμπελο και σε άλλα, όπως η συμβολική φιγούρα του καλού ποιμένα ή άλλες ολιγοπροσωπες και δίχως σύνδεση παραστάσεις, στους βυζαντινούς χρόνους οι συνθέσεις γίνονται πολυπρόσωπες και κοσμούν όλο το εσωτερικό των νοών. Είναι ψηφιδωτά και τοιχογραφίες με σκηνές από τη ζωή του Χριστού, της Παναγίας, των Αγίων της εκκλησίας, σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, από τα απόκρυφα συγγράμματα κτλ.
Πλάι στις μνημειακές αυτές συνθέσεις που συναντούμε σ’ όλο το χριστιανικό κόσμο, τη Ραβέννα και την Ιταλία, την Κωνσταντινούπολη, τις Σλαβικές χώρες, την Ελλάδα, Μικρά Ασία, τα νησιά και την Κύπρο, τη χριστιανική Ανατολή ως τη μακρινή Ρωσία, είναι και φορητή εικόνα με ανάλογες παραστάσεις όπως και στις μνημειακές συνθέσεις που αποτελούν μάλιστα αντικείμενα λατρείας.
Η αργυροχοία , χρυσοχοΐα, η υφαντική-κεντητική, αλλά και το ξυλόγλυπτο, απλό ή επιχρυσωμένο, είναι κλάδοι που ανθούν στα βυζαντινά χρόνια και συνδέονται άμεσα με την εκκλησία. Τις τέχνες αυτές συναντούμε στα ιερά σκεύη, στα άμφια, στα περίτεχνα ξυλόγλυπτα εικονοστάσια, προσκυνητάρια, θρόνους, άμβωνες κτλ.
Ενώ η ελληνιστική τέχνη και αργότερα η ρωμαϊκή απελευθερώνει τον καλλιτέχνη, σε κάποιο βαθμό, από την αποκλειστική εξυπηρέτηση της θρησκείας, η εμφάνιση του Χριστιανισμού στα ρωμαϊκά χρόνια βάζει ξανά την τέχνη κάτω από τη σφαίρα επιρροής της θρησκείας, από τα πρώτα κιόλας χρόνια. Τους πρώτους αιώνες της παλαιοχριστιανικής τέχνης θα ακολουθήσουν, τον 4ο αιώνα ως το 15ο αιώνα, η βυζαντινή τέχνη που θα επιβιώσει ως τις μέρες μας, πολύ εξασθενημένη φυσικά, ως βυζαντινή παράδοση.
Η χριστιανική αρχιτεκτονική εκδηλώνεται για πρώτη φορά με τους πρώτους μεγάλους ναούς της Χριστιανοσύνης που εμφανίζονται στη Ρώμη, όταν πια η θρησκεία επισημοποιείται. Αυτές οι εκκλησίες βασίζόνται σε περίκεντρα σχέδια και στο ρωμαϊκό σχέδιο της μακρόστενης βασιλικής. Με την Αγία Σοφία που κτίζει ο Ιουστινιανός στα 532-7 στο Βυζάντιο, λύνεται ένα σπουδαίο αρχιτεκτονικό πρόβλημα, η στήριξη ενός ημισφαιρικού τρούλου πάνω σε τετράγωνη βάση. Η Αγία Σοφία σύντομα γίνεται το σύμβολο της Χριστιανοσύνης, εγκαινιάζει μια λαμπρή περίοδο αρχιτεκτονικής δραστηριότητας και δίνει μάλιστα ένα πρότυπο σχέδιο για μίμηση.
‘Ομως κι άλλα σχέδια εκκλησιών εμφανίζονται εκτός από τη βασιλική με τρούλο. Ο τύπος που τελικά επικρατεί στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα είναι ο σταυροειδής με τρούλο, το σχέδιο που έχει στην τετραγωνική του κάτοψη εγγεγραμμένο τον ελληνικό σταυρό, με δύο βαρελοειδείς θόλους να τέμνονται και να σχηματίζουν σταυρό στο δε σημείο της τομής τους να υψώνεται τρούλος, όπως είναι για παράδειγμα η μικρή εκκλησία του Οσίου Λουκά στη Φωκίδα (11ος αι.)
Στους πολύ πλούσιους ναούς τα δάπεδα, οι κολόνες και σι τοίχοι κοσμούνται με ακριβά πολύχρωμα μάρμαρα, ενώ εξωτερικά οι τοίχοι και τα ανοίγματα των παραθύρων, τα καμπαναριά κτλ. διακοσμούνται με κεραμοπλαστικά στολίσματα. Πρόσθετη ομορφιά προσδίδουν τα μονόλοβα, δίλοβα ή τρίλοβα παράθυρα στους τοίχους και τα μικρότερα παράθυρα στο τύμπανο του τρούλου που αφήνουν το φως να λούζει μυστηριακά το εσωτερικό της εκκλησίας.
Παράλληλα με τη διακόσμηση του εσωτερικού με μάρμαρα και άλλα αρχιτεκτονικά μέσα, οι εκκλησίες στολίζονται με ζωγραφιές, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά, με ξυλόγλυπτα εικονοστάσια, θρόνους και προσκυνητάρια, με φορητές εικόνες και άλλα. Οι παραστάσεις από ψηφιδωτά και τοιχογραφίες ιεραρχούνται και έχουν τη δική τους Θέση ανάλογα με το τι απεικονίζουν. Ψηλά στον τρούλο είναι η μορφή του Χριστού-Παντοκράτορα: στο θόλο ή ψηλά στους τοίχους σκηνές από τη ζωή του Χριστού και της Παναγίας, πιο χαμηλά παραστάσεις αγίων κτλ., ενώ στο τεταρτοσφαίριο του ιερού απεικονίζεται η Θεοτόκος δεόμενη, όρθια με υψωμένο τα χέρια ή καθιστή σε θρόνο.
Η χριστιανική τέχνη γενικά από την πρώτη κιόλας φάση της, την παλαιοχριστιανική, παρουσιάζεται λιτή, συμβολική, εσωτερική. Κι αυτό είναι απόλυτα κατανοητό, γιατί η νέα θρησκεία προετοιμάζει τον άνθρωπο για την πραγματική, αιώνια ζωή που είναι πνευματική, άυλη και υπερκόσμια. Μερικά από τα πιο γνωστά σύμβολα που πρώτο χρησιμοποιήθηκαν και που επέζησαν για αιώνες είναι ο ιχθύς, το μονόγραμμα Χ Ρ, η άγκυρα, το πλοίο, η άμπελος, ο καλός ποιμήν κτλ. ‘Οσο κι αν η νέα θρησκεία είναι διαμετρικά αντίθετη προς την κρατούσα ειδωλολατρική κι όσο κι αν η χριστιανική τέχνη θέλει να εκφράσει μια κοσμοθεωρία με καινούρια εικαστική γλώσσα, αυτό δε θα το πετύχει ολοκληρωτικά κι απόλυτα, σχεδόν ποτέ, πολύ δε περισσότερο στους πρώτους αιώνες. Οι τύποι της αρχαιότητας θα κάνουν πάντα την εμφάνισή τους, ανεπαίσθητα ή αισθητά και θα σμίγουν με τους νέους τύπους.
‘Ετσι οι τοιχογραφίες, τα ψηφιδωτά και οι ανάγλυφες σαρκοφάγοι του 3ου και 4ου αιώνα, ιδίως στη Δύση (Ρώμη), αποκαλύπτουν ακριβώς μια παλαιοχριστιανική τέχνη όχι απλώς επηρεασμένη αλλά βασισμένη σε παγανιστικά πρότυπα. Ο Χριστός για παράδειγμα στα πρώτα αυτά έργα παριστάνεται νεαρός και αγένειος σαν αρχαίος έφηβος. Σ’ ένα μάλιστα ψηφιδωτό, αρχές 4ου αι., στο υπόγειο του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, ο Χριστός παριστάνεται σαν ήλιος σε άρμα που σέρνουν άλογα, μια ακόμα έκδοση του Απόλλωνα, ενώ παραστάσεις του «Καλού Ποιμένα» Θυμίζουν το «Μοσχοφόρο» της αρχαϊκής τέχνης· άλλες παραστάσεις του Δαβίδ με το λιοντάρι έλκουν μια μακρινή καταγωγή από τη Μεσοποταμία μέσω της αρχαίας Ελλάδας. Ακόμα και οι απεικονίσεις αγίων Θυμίζουν αρχαίους φιλοσόφους.
Με τον όρο Βυζαντινή τέχνη αναφερόμαστε γενικά στην καλλιτεχνική παραγωγή και έκφραση που αναπτύχθηκε την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ του 4ου αιώνα και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης το 1453. Η βυζαντινή τέχνη θεωρείται πως γεννήθηκε αρχικά στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας Κωνσταντινούπολη, αλλά επεκτάθηκε στο μεγαλύτερο τμήμα του μεσογειακού κόσμου και ανατολικά ως την Αρμενία. Υπήρξε αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης αφενός της αρχαίας ελληνικής παράδοσης και αφετέρου της ανατολικής επίδρασης και θρησκευτικότητας. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, η βυζαντινή τεχνοτροπία χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία μιας αμιγώς θρησκευτικής τέχνης, σκοπός της οποίας δεν είναι τόσο η αναζήτηση του κάλλους και της αρμονίας όσο η εσωτερικότητα, ο συμβολισμός και η υποβολή της θρησκευτικής συγκίνησης.
Η βυζαντινή τέχνη έφθασε στο ύψιστο επίπεδο δημιουργικής δύναμης και πρωτοτυπίας κληροδοτώντας στην ανθρωπότητα έργα διαχρονικής αξίας. Η βυζαντινή τέχνη προήλθε από τη γόνιμη σύζευξη της ελληνορωμαϊκής παράδοσης, των ανατολικών επιρροών και της νέας θρησκευτικής πραγματικότητας του χριστιανισμού, ωστόσο ανέπτυξε μια ξεχωριστή και ευδιάκριτη φυσιογνωμία. Τεράστιο ενδιαφέρον παρουσιάζει η βυζαντινή τέχνη και από ιστορικής άποψης, καθώς καθρεπτίζει με μοναδική καθαρότητα τη σύνθεση του βυζαντινού πολιτισμού από διαφορετικά πολιτισμικά στοιχεία, όλα ενωμένα σε ένα τέλειο μίγμα, όπου το σύνολο είναι κάτι περισσότερο από τα μέρη που το συνθέτουν.
Περίοδοι
Οι χαρακτηριστικές καλλιτεχνικές μορφές της βυζαντινής τέχνης άρχισαν να αναπτύσσονται στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον 4ο αιώνα. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης το 324 συνδέθηκε με τη δημιουργία ενός μεγάλου νέου καλλιτεχνικόυ κέντρου για το ανατολικό μισό της αυτοκρατορίας και ειδικότερα ένα κέντρο με έντονα χριστιανικά στοιχεία. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές περιόδους της βυζαντινής τέχνης:
* παλαιοχριστιανική τέχνη και πρωτοβυζαντινή περίοδος(4ος-7ος αιώνας) 324 - 610
* εικονομαχία και μεσοβυζαντινή τέχνη (8ος-12ος αιώνας)
* περίοδος των Παλαιολόγων και ύστερη βυζαντινή τέχνη (13ος-15ος αιώνας).
Παλαιοχριστιανική και Πρωτοβυζαντινή τέχνη
Η πρώτη περίοδος της βυζαντινής τέχνης αποτελεί ένα μεταβατικό διάστημα και χαρακτηρίζεται κατά συνέπεια από μία συνύπαρξη της ρωμαϊκής παράδοσης με τα πρότυπα της ύστερης αρχαιότητας και των χριστιανικών επιδράσεων. Χαρακτηριστική μορφή έκφρασης της παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής τέχνης, αποτελεί ένας νέος ρυθμός εκκλησιαστικού ναού, η βασιλική, που συναντάται σε τρεις μορφές, δρομική βασιλική, βασιλική με εγκάρσιο κλίτος και σταυροειδής βασιλική και η οποία στα χρόνια του Ιουστινιανού συνοδεύεται και από την παρουσία τρούλου. Η κατασκευή της Αγίας Σοφίας αποτελεί ίσως το σπουδαιότερο δείγμα, πρότυπο για όλους τους μεταγενέστερους βυζαντινούς ναούς αλλά και σύμβολο εξουσίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο ημισφαιρικός τρούλος της, στηρίζεται σε τέσσερις ογκώδεις πεσσούς, με τη βοήθεια τεσσάρων ημικυκλικών τόξων. Άλλα σημαντικά κτίσματα επί βασιλείας Ιουστινιανού είναι η βασιλική της Αγίας Ειρήνης και οι ναοί των Αγίων Αποστόλων και Αγίου Ιωάννη στην Έφεσο.
H τέχνη της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας στο Βυζάντιο. Bασικό χαρακτηριστικό της τέχνης των δύο πρώτων αιώνων, μετά την αναγνώριση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του ρωμαϊκού κράτους, υπήρξε ο συγκερασμός του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και του χριστιανικού πνεύματος. Kορύφωμα της Πρώιμης βυζαντινής τέχνης υπήρξε η εποχή του Iουστινιανού A' (527-565). Στη διάρκειά της συντελέστηκε η ουσιαστική σύνθεση των στοιχείων εκείνων που χαρακτήρισαν την καλλιτεχνική δραστηριότητα στους επόμενους αιώνες, δηλαδή της μεγαλοπρέπειας, της αρμονίας και του μέτρου.
"Aπό τους πολυάριθμους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς που η αισθητική μας θεωρεί τα μνημεία τους μεγάλα, η βυζαντινή εικαστική τέχνη ήταν η πρώτη που ανακάλυψε την αρχή της ερμηνείας, αντί της αναπαράστασης των νοητών φαινομένων, πράγμα που στην εποχή μας αποτελεί βάση κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας"
Στη ζωγραφική, αν και διατηρείται αρχικά η ελληνιστική θεματολογία (τοπία και συμβολικές αναπαραστάσεις), σταδιακά -- και ειδικότερα στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας -- αρχίζουν να διακρίνονται και αυστηρά θρησκευτικά θέματα. Χαρακτηριστικό δείγμα παλαιοχριστιανικής ζωγραφικής αποτελούν οι εικόνες, οι τοιχογραφίες και τα διακοσμητικά ψηφιδωτά διαφόρων ναών. Ειδικότερα τα τελευταία, αν και είχαν πρωτοεμφανιστεί και διαμορφωθεί κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., κατά τη βυζαντινή περίοδο θεωρείται πως φθάνουν στην μεγαλύτερη ακμή τους. Αρχικά γινόταν χρήση των ψηφιδωτών για την κάλυψη επιφανειών, όπως δαπέδων κατοικιών, ανακτόρων ή ναών καθώς και εσωτερικών τοίχων των εκκλησιαστικών ναών.
Η θεματολογία της διακόσμησης περιλαμβάνει κυρίως θρησκευτικά σύμβολα και θέματα από την Αγία Γραφή, ενώ σπανιότερα απεικονίζονται μυθολογικά αλληγορικά θέματα. Χαρακτηριστικά δείγματα ψηφιδωτών βρίσκονται στο Μαυσωλείο της κόρης του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στο ναό της Αγίας Μαρίας της Μείζονος και του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, στο Βαπτιστήριο της Μητροπόλεως στη Νεάπολη αλλά και στο Μαυσωλείο της Γκάλα Πλακιδίας στη Ραβέννα.
H εποχή του Iουστινιανού A' (527-565) υπήρξε το κορύφωμα της Πρώιμης Βυζαντινής τέχνης. Στη διάρκειά της συντελείται η ουσιαστική σύνθεση των στοιχείων εκείνων που θα αποτελέσουν τη βυζαντινή τέχνη: το ρωμαϊκό ιδεώδες της μεγαλοπρέπειας και τεχνικής δεξιοτεχνίας, η ελληνική αίσθηση της αρμονίας και του μέτρου, το ανατολικό πνεύμα της διακοσμητικότητας και φαντασίας.
Στον τομέα της αρχιτεκτονικής κάνει την εμφάνισή του ένας νέος αρχιτεκτονικός τύπος, η τρουλαία βασιλική, ενώ σταδιακά τα επιμέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία θα απομακρυνθούν από τις παραδόσεις της κλασικής και ελληνιστικής αρχαιότητας. Nέες τάσεις εμφανίζονται και στη γλυπτική, που χαρακτηρίζεται από την απομάκρυνση από τα φυσιοκρατικά πρότυπα των προηγούμενων αιώνων και τη στροφή προς ένα πιο διακοσμητικό ύφος. Σημαντικά επιτεύγματα επίσης έχει να επιδείξει η περίοδος στην τέχνη του ψηφιδωτού, των εικόνων, και των εικονογραφημένων χειρογράφων.
Tέλος, μοναδικής ομορφιάς και τεχνικής τελειότητας είναι τα έργα μικροτεχνίας, αντικείμενα από ελεφαντοστό και πολύτιμα μέταλλα, που σώζονται μέχρι τις μέρες μας.
Παράλληλα με την αρχιτεκτονική και την ζωγραφική, αναπτύσσεται και η μικροτεχνία με βάση υλικά όπως το ελεφαντόδοντο, το χρυσάφι ή το ασήμι, αν και δεν διασώζεται σήμερα μεγάλο μέρος δημιουργιών αυτού του είδους.
Μεσοβυζαντινή περίοδος
Η περίοδος που ξεκίνησε με τη βασιλεία του Ηρακλείου, το 610, και κατέληξε με την άνοδο στο θρόνο της δυναστείας των Μακεδόνων, το 867,αποτελεί μια μεταβατική εποχή για το Βυζάντιο. Οι δύο αιώνες μετά τον Ιουστινιανό και κυρίως το διάστημα 640-843 ονομάζονται στην τέχνη Πρωτοβυζαντινή περίοδος, ορολογία που χρησιμοποιείται με σκοπό να φανερώσει το τέλος της υστερορωμαϊκής παράδοσης και την απαρχή της νέας εποχής, όπου κυριάρχησε η αυστηρά δομημένη, υπερβατική μορφή της τέχνης. Τόσο η διαμάχη που προκάλεσε η μονοενεργητική-μονοθελητικήαίρεση όσο και η εικονομαχική έριδα επηρέασαν έντονα την τέχνη και στάθηκαν αφορμή για την πλούσια συγγραφική παραγωγή του πνευματικού κόσμου.
Tην περίοδο 730-843 η βυζαντινή αυτοκρατορία κλονίζεται από τις έριδες σχετικά με τη λατρεία των θείων μορφών και την απεικόνισή τους στην τέχνη. Στα πλαίσια αυτών, πολλές εικόνες και τοιχογραφίες καταστρέφονται ή αντικαθίστανται από άλλες, με αποκλειστικά διακοσμητικά θέματα, που περιλαμβάνουν την απεικόνιση ζώων, πτηνών, ή γεωμετρικών μορφών καθώς και σταυρών. Μετά την εικονομαχία στην αγιογράφηση των ναών, εφαρμόζεται ένας κοινός κανόνας, αν και όχι πάντα με την ίδια ακρίβεια. Συγκεκριμένα, κάθε μέρος του ναού αποκτά μία συγκεκριμένη συμβολική σημασία και κατά συνέπεια και μία ξεχωριστή θεματολογία στην εικονογράφηση. Κατά αυτό τον τρόπο, στον τρούλο απεικονίζεται ο Θεός που περιβάλλεται από τους Προφήτες ενώ στην αψίδα παριστάνεται η Παναγία είτε κρατώντας το θείο βρέφος είτε μόνη. Στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα, σημαντική άνθηση γνωρίζουν και τα εικονογραφημένα χειρόγραφα, με μικρογραφίες που διακοσμούν τα θρησκευτικά κυρίως κείμενα.
Από την περίοδο 610-867 σώζονται λίγες εικόνες. Αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι η συμβολή της εικονομαχικής περιόδου είναι αναμφίβολη στη διαμόρφωση του ρόλου των θρησκευτικών εικόνων. Kατά την ίδια περίοδο, η παραγωγή των εικόνων συνεχίστηκε σε περιοχές έξω από το βυζαντινό κράτος, όπου δεν ίσχυαν τα διατάγματα των εικονοκλαστών, γιατί οι περιοχές αυτές βρίσκονταν υπό αραβική κυριαρχία. Το Σινά αποτελεί το μοναδικό κέντρο, όπου η παραγωγή εικόνων, και επομένως και η εξέλιξή τους, δε σταμάτησε ποτέ. Εκεί σώζονται εικόνες που χρονολογούνται στον 7ο και 8ο αιώνα.
Την περίοδο της ύφεσης που παρατηρήθηκε στα χρόνια της εικονομαχίας, διαδέχεται η μεγάλη ακμή της βυζαντινής τέχνης στα χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας. Σε αυτή την περίοδο, αναπτύσσεται ιδιαίτερα η αρχιτεκτονική, ενώ επικρατεί ο σταυροειδής με τρούλο ναός, χωρίς να απουσιάζει ωστόσο και ο προγενέστερος τύπος της βασιλικής. Οι εκκλησιαστικοί ναοί διακρίνονται από μεγαλύτερη κομψότητα και είναι λιγότερο λιτοί, χωρίς όμως να αποκλίνουν από τον κυρίως σκοπό της πρόκλησης μίας πνευματικής ανάτασης στους πιστούς. Ένας ακόμα τύπος που εμφανίζεται αυτή την περίοδο είναι ο οκταγωνικός, του οποίου η ονομασία προέρχεται από τη στήριξη του τρούλου που είναι οκταγωνική. Οι ναοί αυτοί διακρίνονται στον ηπειρωτικό και τον νησιωτικό οκταγωνικό τύπο, ονομασίες που προέρχονται από το γεγονός πως τα ανάλογα μνημεία που έχουν σωθεί βρίσκονται στην ηπειρωτική και την νησιωτική Ελλάδα αντίστοιχα. Τα υλικά που κυριαρχούν είναι οι πλίνθοι και οι ακατέργαστες ή λαξευμένες πέτρες, υλικά που εναλλάσσονται προσδίδοντας ένα χαρακτηριστικό αισθητικό αποτέλεσμα.
Η γλυπτική τέχνη είναι άρηκτα συνδεδεμένη με την αρχιτεκτονική και τα περισσότερα έργα που έχουν διασωθεί αποτελούν τμήμα αρχιτεκτονικών κτισμάτων. Τα θέματα των γλυπτών είναι κυρίως γεωμετρικά με έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα, ενώ σπανιότερα απεικονίζονται και ανθρώπινες μορφές.
Την Μακεδονική δυναστεία διαδέχτηκε η δυναστεία των Κομνηνών (1057-1185) και συγχρόνως μια δεύτερη περίοδο αναγέννησης της βυζαντινής τέχνης. Το σημαντικότερο ίσως έργο αυτής της περιόδου είναι η βασιλική του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, έργο που ξεκίνησε το 1063.
Υστεροβυζαντινή περίοδος
Η ύστερη βυζαντινή τέχνη οριοθετείται από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και εκτείνεται χρονικά ως την άλωση της. Την περίοδο αυτή, το Βυζάντιο παύει να αποτελεί το ισχυρό πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο της μεσοβυζαντινή εποχή.
Οι αρχιτεκτονικοί τύποι δεν διαφοροποιούνται αισθητά από τα παραδείγματα των προγενέστερων εποχών. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η μεγαλύτερη ποικιλομορφία, η οποία εκδηλώνεται με τη δημιουργία συνδυαστικών τύπων. Τα είδη ναών που απαντούν κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο είναι η βασιλική, ο σταυροειδής εγγεγραμμένος τύπος με τρούλο, ο οκταγωνικός, ο μικτός τύπος και ο σταυρεπίστεγος. Επιπλέον, σε ορισμένα μνημεία, αναγνωρίζονται μορφολογικές επιδράσεις της γοτθικής αρχιτεκτονικής που οφείλονται κυρίως στην επιρροή των Φράγκων, με χαρακτηριστικότερο στοιχείο τις οξυκόρυγες αψίδες.
Οι εικονογραφίες της εποχής ακολουθούν τα πρότυπα της μεσοβυζαντινή εποχής, ενώ παράλληλα εμπλουτίζονται προοδευτικά με θέματα από την παιδική ηλικία και τα πάθη του Χριστού ή το βίο της Παναγίας. Συνηθίζεται επίσης η χρήση παραστάσεων της Παλαιάς Διαθήκης που θεωρούνται ότι προεικονίζουν την Καινή Διαθήκη.
Στη ζωγραφική αυτής περιόδου, εμφανίζονται πιο έντονα φυσιοκρατικά στοιχεία, ενώ αρκετοί καλλιτέχνες επιδιώκουν σταδιακά μία περισσότερο υποκειμενική απόδοση των παραδοσιακών θεμάτων που αναπτύσσουν, με αποτέλεσμα να τονίζονται οι εκφράσεις των προσώπων ή οι κινήσεις των μορφών που απεικονίζονται. Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο η τέχνη της φορητής εικόνας φτάνει στη μεγαλύτερή της ακμή, με πολλές εικόνες να σώζονται μέχρι σήμερα.
H Δυναστεία των Παλαιολόγων που ξεκινά το 1259, αποτελεί ίσως την τελευταία άνθηση της βυζαντινής τέχνης, κυρίως διότι κατά αυτή την περίοδο εντείνεται η αλληλεπίδραση μεταξύ βυζαντινών και Ιταλών καλλιτεχνών.
Η Ζωγραφική τέχνη στο Βυζάντιο εκφράστηκε με τις μικρογραφίες (πάνω σε ιερά και όχι μόνο βιβλία), με τα ψηφιδωτά, τις τοιχογραφίες, τις φορητές εικόνες και τα ψηφιδωτά δάπεδα. Μετά την Εικονομαχία καθιερώνεται για την αγιογράφηση των ναών ένα πρόγραμμα-κανόνας που εφαρμόζεται σε όλους τους ναούς του βυζαντινού κόσμου, όχι όμως πάντα με την ίδια ακρίβεια. Κάθε μέρος του ναού έχει συμβολική σημασία γι΄ αυτό θα έχει και ειδική εικονογράφηση. Ο τρούλος συμβολίζει τον ουρανό με τον Παντοκράτορα περιστοιχισμένο από αγγέλους ή προφήτες. Στην αψίδα του ιερού η Θεοτόκος ανάμεσα στους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, άλλοτε ορθή Δεομένη, άλλοτε καθιστή Βρεφοκρατούσα. Πιο κάτω, στην αψίδα, εικονίζεται η Κοινωνία των Αποστόλων. Στα λοφία του τρούλου οι Ευαγγελιστές και γύρω στους τοίχους του ναού και του νάρθηκα οι Δεσποτικές Εορτές. Στα άλλα μέρη του ναού οι άγιοι: μάρτυρες, διάκονοι, επίσκοποι, πολεμικοί άγιοι. Παραδείγματα αυτού του εικονογραφικού προγράμματος διατηρούνται στον Όσιο Λουκά στη Φωκίδα, στη Νέα Μονή της Χίου και στην εκκλησία του Δαφνίου στην Αττική.
Τα ψηφιδωτά
Τα ψηφιδωτά, καθώς προχωράμε στη μελέτη της παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής, είναι ένα άλλο αξιόλογο χαρακτηριστικό της διακόσμησης των ναών. Πρόκειται βέβαια για έναν τύπο δημιουργίας που είχε πρωτοεμφανιστεί και διαμορφωθεί τον 5ο πΧ αιώνα, παρόλα αυτά όμως στο Βυζάντιο έφτασε στην τελείωσή του. Αρχικά γινόταν χρήση των ψηφιδωτών για την κάλυψη επιφανειών, όπως δαπέδων κατοικιών, ανακτόρων, ναών και εσωτερικών τοίχων των χριστιανικών ναών. Τα ψηφιδωτά των δαπέδων ακμάζουν κατά τους αιώνες 4ο, 5ο και 6ο.
Διακοσμητικά θέματα έχουν, πλην του σταυρού και των θεμάτων από την Αγία Γραφή, τα γεωμετρικά σχέδια, φυτά, ζώα με συγκεκριμένες σκηνές κυνηγιού και αλληλοεξόντωσης, ακόμη και μυθολογικά θέματα συμβολικά και αλληγορικά. Τα ψηφιδωτά των τοίχων των ναών θα δώσουν τη μεγαλύτερη άνθιση στο είδος και καθώς συγκρινόμενα με τη ζωγραφική είναι συνθέσεις δύσκολες στην εκτέλεση αλλά και δαπανηρές γι' αυτούς που επιθυμούν την απόκτησή τους, θα βρουν πρόσφορο έδαφος εξαιτίας και των πολιτικών εξελίξεων και της κατίσχυσης του Χριστιανισμού στη Μεσόγειο των παλαιοχριστιανικών χρόνων.
Το χαρακτηριστικό των δημιουργών των ψηφιδωτών αυτών είναι ότι προσπαθούν και το κατορθώνουν να αποδώσουν την πνευματική περισσότερο υπόσταση των μορφών έναντι της σωματικής-υλικής, με έναν τρόπο υπερβατικό και με τονισμό των ματιών, κέντρου του ανθρώπινου ψυχισμού. Χαρακτηριστικά δείγματα ψηφιδωτών της δυτικής τέχνης είναι το Μαυσωλείο της κόρης του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο ναός της Αγίας Μαρίας της Μείζονος και του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, το Βαπτιστήριο της Μητροπόλεως στη Νεάπολη, το Μαυσωλείο της Γκάλα Πλακιδίας στη Ραβέννα.
Η βυζαντινή τέχνη είναι μια καθαρά θρησκευτική τέχνη και διακρίνεται για τον εσωτερισμό, το συμβολισμό, την υπερβατικότητα αλλά και τη συμβατική χρήση των μέσων έκφρασης. Ο συμβατισμός αυτός στηρίζεται σε δυο βασικά γνωρίσματα , 1ο, την αποδοχή τρόπων έκφρασης από την αρχαιότητα που δίνει έμφαση στην φυσική παρουσία της φιγούρας σαν μέσου έκφρασης και διατύπωσης μηνυμάτών και 2ο, κάτω από ανατολίτικες επιδράσεις, τη μεταμόρφωση των αρχαίων τύπων για χάρη μιας συμβολικής και υπερβατικής αποτίμησης της φιγούρας.
Στη μακραίωνη ιστορία της βυζαντινής τέχνης τα δύο αυτά χαρακτηριστικά βρίσκονται συχνά αντιμέτωπα ο εξωτερικός με τον εσωτερικό πνευματικό κόσμο, το ορατό με το αόρατο ασώματο, το φυσικό με το υπερφυσικό, πάντοτε όμως υπερισχύει το εσωτερικό.
‘Ομως η φύση και ο ορατός κόσμος δεν έχουν σοβαρή θέση στη βυζαντινή τέχνη. Ο χώρος στερείται προοπτικής και βάθους δέντρα, σπίτια, πόλεις αποδίδονται σχεδιαγραμματικά συνοπτικά. Στην προσπάθειά της να εξαΰλωση το φυσικό κόσμο η βυζαντινή τέχνη στοχεύει στη μεταβολή του φυσικού κόσμου σε σύμβολα, με την επιπεδοποίηση του όγκου την κατάργηση του βάρους τη μετωπικότητα, την καταστολή του προσωπικού συναισθήματος κτλ.
Πράγματι οι πολύ συγκρατημένες κινήσεις και χειρονομίες το πολύ αυστηρό πνευματικό και υπερκόσμιο ύφος στα πρόσωπα ακόμη και στις δραματικές ή τραγικές σκηνές είναι στοιχεία που δεν επιτρέπουν την έκφραση προσωπικού έντονου συναισθήματος χαράς, λύπης, απόγνωσης, γιατί αυτές οι ψυχικές εκδηλώσεις ταιριάζουν μόνο στη ν παρούσα πρόσκαιρη ζωή, όχι όμως στην αιώνια.
- «... ‘Ενθα ούκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος». Αρκετά από τα αυστηρά χαρακτηριστικά της βυζαντινής τέχνης κάνουν την εμφάνισή τους από τους πρώτους κιόλας αιώνες της χριστιανικής τέχνης, ενώ εκτοπίζουν σταδιακά τα δανεισμένα από την ειδωλολατρία στοιχεία μολονότι ποτέ δεν θα μπορέσουν να τα εξοστρακίσουν τελείως. Οι αρχαίοι τύποι έκφρασης θα κάνουν συχνό την εμφάνισή τους, όπως για παράδειγμα στους χρόνους του Ιουστινιανού και στους χρόνους του Κωνσταντίνου VII του Πορφυρογέννητου που ενθαρρύνει τις κλασικές σπουδές.
‘Υστερα από τις πρώτες «εκκλησίες» που στεγάζονταν στις κατακόμβες, οι πρώτοι ναοί κτίζονται στο πρότυπο της ρωμαϊκής βασιλικής ενός στενόμακρου οικοδομήματος, ή στα περίκεντρα κυκλικά οικοδομήματα των ρωμαϊκών χρόνων. ‘Ενας μάλιστα τύπος βυζαντινής βασιλικής, όπως είναι η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη, στολίζεται με τρούλο. Αργότερα αναπτύσσονται κι άλλες ποικίλες κατόψεις που βασίζονται στο σχήμα του σταυρού που συνδυάζουν βαρελοειδείς θόλους, κεντρικό μεγαλοπρεπή τρούλο κι όμορφα επιβλητικά καμπαναριά.
Ενώ οι πρώτες παραστάσεις περιορίζονται σε διάφορα σύμβολα, στον ΙΧΘΥ, την άγκυρα, το παγώνι, την άμπελο και σε άλλα, όπως η συμβολική φιγούρα του καλού ποιμένα ή άλλες ολιγοπροσωπες και δίχως σύνδεση παραστάσεις, στους βυζαντινούς χρόνους οι συνθέσεις γίνονται πολυπρόσωπες και κοσμούν όλο το εσωτερικό των νοών. Είναι ψηφιδωτά και τοιχογραφίες με σκηνές από τη ζωή του Χριστού, της Παναγίας, των Αγίων της εκκλησίας, σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, από τα απόκρυφα συγγράμματα κτλ.
Πλάι στις μνημειακές αυτές συνθέσεις που συναντούμε σ’ όλο το χριστιανικό κόσμο, τη Ραβέννα και την Ιταλία, την Κωνσταντινούπολη, τις Σλαβικές χώρες, την Ελλάδα, Μικρά Ασία, τα νησιά και την Κύπρο, τη χριστιανική Ανατολή ως τη μακρινή Ρωσία, είναι και φορητή εικόνα με ανάλογες παραστάσεις όπως και στις μνημειακές συνθέσεις που αποτελούν μάλιστα αντικείμενα λατρείας.
Η αργυροχοία , χρυσοχοΐα, η υφαντική-κεντητική, αλλά και το ξυλόγλυπτο, απλό ή επιχρυσωμένο, είναι κλάδοι που ανθούν στα βυζαντινά χρόνια και συνδέονται άμεσα με την εκκλησία. Τις τέχνες αυτές συναντούμε στα ιερά σκεύη, στα άμφια, στα περίτεχνα ξυλόγλυπτα εικονοστάσια, προσκυνητάρια, θρόνους, άμβωνες κτλ.
Ενώ η ελληνιστική τέχνη και αργότερα η ρωμαϊκή απελευθερώνει τον καλλιτέχνη, σε κάποιο βαθμό, από την αποκλειστική εξυπηρέτηση της θρησκείας, η εμφάνιση του Χριστιανισμού στα ρωμαϊκά χρόνια βάζει ξανά την τέχνη κάτω από τη σφαίρα επιρροής της θρησκείας, από τα πρώτα κιόλας χρόνια. Τους πρώτους αιώνες της παλαιοχριστιανικής τέχνης θα ακολουθήσουν, τον 4ο αιώνα ως το 15ο αιώνα, η βυζαντινή τέχνη που θα επιβιώσει ως τις μέρες μας, πολύ εξασθενημένη φυσικά, ως βυζαντινή παράδοση.
Η χριστιανική αρχιτεκτονική εκδηλώνεται για πρώτη φορά με τους πρώτους μεγάλους ναούς της Χριστιανοσύνης που εμφανίζονται στη Ρώμη, όταν πια η θρησκεία επισημοποιείται. Αυτές οι εκκλησίες βασίζόνται σε περίκεντρα σχέδια και στο ρωμαϊκό σχέδιο της μακρόστενης βασιλικής. Με την Αγία Σοφία που κτίζει ο Ιουστινιανός στα 532-7 στο Βυζάντιο, λύνεται ένα σπουδαίο αρχιτεκτονικό πρόβλημα, η στήριξη ενός ημισφαιρικού τρούλου πάνω σε τετράγωνη βάση. Η Αγία Σοφία σύντομα γίνεται το σύμβολο της Χριστιανοσύνης, εγκαινιάζει μια λαμπρή περίοδο αρχιτεκτονικής δραστηριότητας και δίνει μάλιστα ένα πρότυπο σχέδιο για μίμηση.
‘Ομως κι άλλα σχέδια εκκλησιών εμφανίζονται εκτός από τη βασιλική με τρούλο. Ο τύπος που τελικά επικρατεί στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα είναι ο σταυροειδής με τρούλο, το σχέδιο που έχει στην τετραγωνική του κάτοψη εγγεγραμμένο τον ελληνικό σταυρό, με δύο βαρελοειδείς θόλους να τέμνονται και να σχηματίζουν σταυρό στο δε σημείο της τομής τους να υψώνεται τρούλος, όπως είναι για παράδειγμα η μικρή εκκλησία του Οσίου Λουκά στη Φωκίδα (11ος αι.)
Στους πολύ πλούσιους ναούς τα δάπεδα, οι κολόνες και σι τοίχοι κοσμούνται με ακριβά πολύχρωμα μάρμαρα, ενώ εξωτερικά οι τοίχοι και τα ανοίγματα των παραθύρων, τα καμπαναριά κτλ. διακοσμούνται με κεραμοπλαστικά στολίσματα. Πρόσθετη ομορφιά προσδίδουν τα μονόλοβα, δίλοβα ή τρίλοβα παράθυρα στους τοίχους και τα μικρότερα παράθυρα στο τύμπανο του τρούλου που αφήνουν το φως να λούζει μυστηριακά το εσωτερικό της εκκλησίας.
Παράλληλα με τη διακόσμηση του εσωτερικού με μάρμαρα και άλλα αρχιτεκτονικά μέσα, οι εκκλησίες στολίζονται με ζωγραφιές, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά, με ξυλόγλυπτα εικονοστάσια, θρόνους και προσκυνητάρια, με φορητές εικόνες και άλλα. Οι παραστάσεις από ψηφιδωτά και τοιχογραφίες ιεραρχούνται και έχουν τη δική τους Θέση ανάλογα με το τι απεικονίζουν. Ψηλά στον τρούλο είναι η μορφή του Χριστού-Παντοκράτορα: στο θόλο ή ψηλά στους τοίχους σκηνές από τη ζωή του Χριστού και της Παναγίας, πιο χαμηλά παραστάσεις αγίων κτλ., ενώ στο τεταρτοσφαίριο του ιερού απεικονίζεται η Θεοτόκος δεόμενη, όρθια με υψωμένο τα χέρια ή καθιστή σε θρόνο.
Η χριστιανική τέχνη γενικά από την πρώτη κιόλας φάση της, την παλαιοχριστιανική, παρουσιάζεται λιτή, συμβολική, εσωτερική. Κι αυτό είναι απόλυτα κατανοητό, γιατί η νέα θρησκεία προετοιμάζει τον άνθρωπο για την πραγματική, αιώνια ζωή που είναι πνευματική, άυλη και υπερκόσμια. Μερικά από τα πιο γνωστά σύμβολα που πρώτο χρησιμοποιήθηκαν και που επέζησαν για αιώνες είναι ο ιχθύς, το μονόγραμμα Χ Ρ, η άγκυρα, το πλοίο, η άμπελος, ο καλός ποιμήν κτλ. ‘Οσο κι αν η νέα θρησκεία είναι διαμετρικά αντίθετη προς την κρατούσα ειδωλολατρική κι όσο κι αν η χριστιανική τέχνη θέλει να εκφράσει μια κοσμοθεωρία με καινούρια εικαστική γλώσσα, αυτό δε θα το πετύχει ολοκληρωτικά κι απόλυτα, σχεδόν ποτέ, πολύ δε περισσότερο στους πρώτους αιώνες. Οι τύποι της αρχαιότητας θα κάνουν πάντα την εμφάνισή τους, ανεπαίσθητα ή αισθητά και θα σμίγουν με τους νέους τύπους.
‘Ετσι οι τοιχογραφίες, τα ψηφιδωτά και οι ανάγλυφες σαρκοφάγοι του 3ου και 4ου αιώνα, ιδίως στη Δύση (Ρώμη), αποκαλύπτουν ακριβώς μια παλαιοχριστιανική τέχνη όχι απλώς επηρεασμένη αλλά βασισμένη σε παγανιστικά πρότυπα. Ο Χριστός για παράδειγμα στα πρώτα αυτά έργα παριστάνεται νεαρός και αγένειος σαν αρχαίος έφηβος. Σ’ ένα μάλιστα ψηφιδωτό, αρχές 4ου αι., στο υπόγειο του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, ο Χριστός παριστάνεται σαν ήλιος σε άρμα που σέρνουν άλογα, μια ακόμα έκδοση του Απόλλωνα, ενώ παραστάσεις του «Καλού Ποιμένα» Θυμίζουν το «Μοσχοφόρο» της αρχαϊκής τέχνης· άλλες παραστάσεις του Δαβίδ με το λιοντάρι έλκουν μια μακρινή καταγωγή από τη Μεσοποταμία μέσω της αρχαίας Ελλάδας. Ακόμα και οι απεικονίσεις αγίων Θυμίζουν αρχαίους φιλοσόφους.