|
_Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
|
ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΠΛΑΣΕ ΤΗ ΜΑΝΑ
_
"Και ο Θεός έπλασε τη Μάνα", ή "Όταν ο Θεός έφτιαξε τις μαμάδες",
Πάολο Κοέλιο
Ο Θεός κάλεσε τον πιο αγαπημένο Του άγγελο και του παρουσίασε ένα πρότυπο μητέρας. Στον άγγελο δεν άρεσε αυτό που είδε.
- Εργαστήκατε πολύ, Κύριε, δεν ξέρετε πλέον τι κάνετε, είπε ο άγγελος. Κοιτάξτε! Φιλί ειδικό, που θεραπεύει όλες τις αρρώστιες, έξι ζευγάρια χέρια για να μαγειρεύει, να πλένει, να σιδερώνει, να φροντίζει, να ελέγχει, να καθαρίζει. Δε θα δουλέψει!
- Το πρόβλημα δεν είναι τα χέρια, αντέτεινε ο Θεός. Είναι τα τρία ζευγάρια μάτια που χρειάστηκε να βάλω: ένα, για να βλέπει το παιδί της πίσω από κλειστές πόρτες και να το προστατεύει από ανοιχτά παράθυρα, ένα άλλο, για να το κοιτάζει με αυστηρότητα, όταν πρέπει να του μάθει κάτι ουσιώδες και το τρίτο, για να του δείχνει διαρκώς τρυφερότητα και αγάπη, όση δουλειά κι αν έχει εκείνη!
Ο άγγελος εξέτασε το πρότυπο της μητέρας πιο προσεκτικά.
- Κι αυτό τι είναι;
- Ένας μηχανισμός αυτοθεραπείας. Δε θα έχει χρόνο να αρρωσταίνει, θα πρέπει να ασχολείται με το σύζυγό της, με τα παιδιά, με το σπίτι.
- Νομίζω ότι πρέπει να ξεκουραστείτε λίγο, Κύριε, είπε ο άγγελος. Και να επιστρέψετε στο κλασικό πρότυπο με τα δύο χέρια, τα δύο μάτια, κ.λπ.
Ο Θεός συμφώνησε με τον άγγελο. Αφού ξεκουράστηκε, μεταμόρφωσε τη μητέρα σε κανονική γυναίκα. Εξομολογήθηκε όμως στον άγγελο:
- Χρειάστηκε να της δώσω μια τόσο δυνατή θέληση, ώστε να νομίζει ότι θα έχει έξι χέρια, τρία ζευγάρια μάτια και ικανότητα αυτοθεραπείας. Αλλιώς, δε θα καταφέρει να εκπληρώσει το καθήκον της.
Ο άγγελος την εξέτασε από κοντά. Κατά τη γνώμη του, αυτή τη φορά ο Θεός είχε επιτύχει. Ξαφνικά όμως πρόσεξε ένα λάθος:
- Αδειάζει. Αναρωτιέμαι, Κύριε, μήπως βάλατε ξανά υπερβολικά πολλά πράγματα σε αυτό το πρότυπο μητέρας.
- Δεν αδειάζει. Αυτό ονομάζεται δάκρυ.
- Και σε τι χρησιμεύει;
- Για να δείχνει χαρά, λύπη, απογοήτευση, πόνο, θυμό, ενθουσιασμό.
- Κύριε, είστε μεγαλοφυΐα! αναφώνησε ο άγγελος. Ακριβώς αυτό ήταν που έλειπε, για να συμπληρωθεί το πρότυπο.
Ο Θεός πρόσθεσε με ύφος μελαγχολικό:
- Δεν το έβαλα εγώ. Όταν συναρμολόγησα όλα τα μέρη, το δάκρυ εμφανίστηκε από μόνο του.
Ο άγγελος συγχάρηκε πάλι τον Παντοδύναμο κι έτσι δημιουργήθηκαν οι μητέρες.
"Και ο Θεός έπλασε τη Μάνα", ή "Όταν ο Θεός έφτιαξε τις μαμάδες",
Πάολο Κοέλιο
Ο Θεός κάλεσε τον πιο αγαπημένο Του άγγελο και του παρουσίασε ένα πρότυπο μητέρας. Στον άγγελο δεν άρεσε αυτό που είδε.
- Εργαστήκατε πολύ, Κύριε, δεν ξέρετε πλέον τι κάνετε, είπε ο άγγελος. Κοιτάξτε! Φιλί ειδικό, που θεραπεύει όλες τις αρρώστιες, έξι ζευγάρια χέρια για να μαγειρεύει, να πλένει, να σιδερώνει, να φροντίζει, να ελέγχει, να καθαρίζει. Δε θα δουλέψει!
- Το πρόβλημα δεν είναι τα χέρια, αντέτεινε ο Θεός. Είναι τα τρία ζευγάρια μάτια που χρειάστηκε να βάλω: ένα, για να βλέπει το παιδί της πίσω από κλειστές πόρτες και να το προστατεύει από ανοιχτά παράθυρα, ένα άλλο, για να το κοιτάζει με αυστηρότητα, όταν πρέπει να του μάθει κάτι ουσιώδες και το τρίτο, για να του δείχνει διαρκώς τρυφερότητα και αγάπη, όση δουλειά κι αν έχει εκείνη!
Ο άγγελος εξέτασε το πρότυπο της μητέρας πιο προσεκτικά.
- Κι αυτό τι είναι;
- Ένας μηχανισμός αυτοθεραπείας. Δε θα έχει χρόνο να αρρωσταίνει, θα πρέπει να ασχολείται με το σύζυγό της, με τα παιδιά, με το σπίτι.
- Νομίζω ότι πρέπει να ξεκουραστείτε λίγο, Κύριε, είπε ο άγγελος. Και να επιστρέψετε στο κλασικό πρότυπο με τα δύο χέρια, τα δύο μάτια, κ.λπ.
Ο Θεός συμφώνησε με τον άγγελο. Αφού ξεκουράστηκε, μεταμόρφωσε τη μητέρα σε κανονική γυναίκα. Εξομολογήθηκε όμως στον άγγελο:
- Χρειάστηκε να της δώσω μια τόσο δυνατή θέληση, ώστε να νομίζει ότι θα έχει έξι χέρια, τρία ζευγάρια μάτια και ικανότητα αυτοθεραπείας. Αλλιώς, δε θα καταφέρει να εκπληρώσει το καθήκον της.
Ο άγγελος την εξέτασε από κοντά. Κατά τη γνώμη του, αυτή τη φορά ο Θεός είχε επιτύχει. Ξαφνικά όμως πρόσεξε ένα λάθος:
- Αδειάζει. Αναρωτιέμαι, Κύριε, μήπως βάλατε ξανά υπερβολικά πολλά πράγματα σε αυτό το πρότυπο μητέρας.
- Δεν αδειάζει. Αυτό ονομάζεται δάκρυ.
- Και σε τι χρησιμεύει;
- Για να δείχνει χαρά, λύπη, απογοήτευση, πόνο, θυμό, ενθουσιασμό.
- Κύριε, είστε μεγαλοφυΐα! αναφώνησε ο άγγελος. Ακριβώς αυτό ήταν που έλειπε, για να συμπληρωθεί το πρότυπο.
Ο Θεός πρόσθεσε με ύφος μελαγχολικό:
- Δεν το έβαλα εγώ. Όταν συναρμολόγησα όλα τα μέρη, το δάκρυ εμφανίστηκε από μόνο του.
Ο άγγελος συγχάρηκε πάλι τον Παντοδύναμο κι έτσι δημιουργήθηκαν οι μητέρες.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΜΟΛΥΒΙΟΥ
Το παιδί κοιτούσε τη γιαγιά του που έγραφε ένα γράμμα. Κάποια στιγμή τη ρώτησε:
- Γράφεις μια ιστορία που συνέβη σε εμάς; Και μήπως είναι μια ιστορία για μένα;
Η γιαγιά σταμάτησε να γράφει, χαμογέλασε και είπε στον εγγονό της:
- Όντως γράφω για σένα, Ωστόσο, αυτό που είναι πιο σημαντικό κι από τις λέξεις είναι το μολύβι που χρησιμοποιώ. Θα ήθελα, όταν μεγαλώσεις, να γίνεις σαν κι αυτό.
Το παιδί, περίεργο, κοιταξε το μολύβι και δεν είδε τίποτα το ιδιαίτερο.
- Αφού είναι το ίδιο με όλα τα μολύβια που έχω δει στη ζωή μου!
- Όλα εξαρτώνται από τον τρόπο τον οποίο βλέπεις τα πράγματα. Το μολύβι έχει πέντε ιδιότητες, τις οποίες αν καταφέρεις να διατηρήσεις, θα είσαι πάντα ένας άνθρωπος που θα βρίσκεται σε αρμονία με τον κόσμο.
Πρώτη ιδιότητα: Μπορείς να κάνεις μεγάλα πράγματα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάς ποτέ ότι υπάρχει ένα Χέρι το οποίο καθοδηγεί τα βήματά σου. Αυτό το χέρι το λέμε «Θεό» και Εκείνος πρέπει να σε καθοδηγεί πάντα σύμφωνα με το θέλημά Του.
Δεύτερη ιδιότητα: Πότε-πότε πρέπει να σταματάω να γράφω και να χρησιμοποιώ την ξύστρα. Αυτό κάνει το μολύβι να υποφέρει λίγο, αλλά στο τέλος είναι πιο μυτερό. Έτσι, μάθε να υπομένεις ορισμένες δοκιμασίες γιατί θα σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο.
Τρίτη ιδιότητα: Το μολύβι μας επιτρέπει πάντα να χρησιμοποιούμε γόμα για να σβύνουμε τα λάθη. Κατάλαβε ότι το να διορθώνουμε κάτι που κάναμε δεν είναι απαραίτητα κακό, αλλά σημαντικό για να παραμένουμε στο δρόμο του δικαίου.
Τέταρτη ιδιότητα: Αυτό που έχει στην ουσία σημασία στο μολύβι δεν είναι το ξύλο ή το εξωτερικό του σχήμα, αλλά ο γραφίτης που περιέχει. Έτσι, να φροντίζεις πάντα αυτό που συμβαίνει μέσα σου.
Τέλος, η πέμπτη ιδιότητα του μολυβιού: Αφήνει πάντα ένα σημάδι. Έτσι, λοιπόν, να ξέρεις ότι ό,τι κάνεις στη ζωή σου θα αφήσει ίχνη και να προσπαθείς να έχεις επίγνωση της κάθε σου πράξης.
http://5gym-irakl.ira.sch.gr
- Γράφεις μια ιστορία που συνέβη σε εμάς; Και μήπως είναι μια ιστορία για μένα;
Η γιαγιά σταμάτησε να γράφει, χαμογέλασε και είπε στον εγγονό της:
- Όντως γράφω για σένα, Ωστόσο, αυτό που είναι πιο σημαντικό κι από τις λέξεις είναι το μολύβι που χρησιμοποιώ. Θα ήθελα, όταν μεγαλώσεις, να γίνεις σαν κι αυτό.
Το παιδί, περίεργο, κοιταξε το μολύβι και δεν είδε τίποτα το ιδιαίτερο.
- Αφού είναι το ίδιο με όλα τα μολύβια που έχω δει στη ζωή μου!
- Όλα εξαρτώνται από τον τρόπο τον οποίο βλέπεις τα πράγματα. Το μολύβι έχει πέντε ιδιότητες, τις οποίες αν καταφέρεις να διατηρήσεις, θα είσαι πάντα ένας άνθρωπος που θα βρίσκεται σε αρμονία με τον κόσμο.
Πρώτη ιδιότητα: Μπορείς να κάνεις μεγάλα πράγματα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάς ποτέ ότι υπάρχει ένα Χέρι το οποίο καθοδηγεί τα βήματά σου. Αυτό το χέρι το λέμε «Θεό» και Εκείνος πρέπει να σε καθοδηγεί πάντα σύμφωνα με το θέλημά Του.
Δεύτερη ιδιότητα: Πότε-πότε πρέπει να σταματάω να γράφω και να χρησιμοποιώ την ξύστρα. Αυτό κάνει το μολύβι να υποφέρει λίγο, αλλά στο τέλος είναι πιο μυτερό. Έτσι, μάθε να υπομένεις ορισμένες δοκιμασίες γιατί θα σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο.
Τρίτη ιδιότητα: Το μολύβι μας επιτρέπει πάντα να χρησιμοποιούμε γόμα για να σβύνουμε τα λάθη. Κατάλαβε ότι το να διορθώνουμε κάτι που κάναμε δεν είναι απαραίτητα κακό, αλλά σημαντικό για να παραμένουμε στο δρόμο του δικαίου.
Τέταρτη ιδιότητα: Αυτό που έχει στην ουσία σημασία στο μολύβι δεν είναι το ξύλο ή το εξωτερικό του σχήμα, αλλά ο γραφίτης που περιέχει. Έτσι, να φροντίζεις πάντα αυτό που συμβαίνει μέσα σου.
Τέλος, η πέμπτη ιδιότητα του μολυβιού: Αφήνει πάντα ένα σημάδι. Έτσι, λοιπόν, να ξέρεις ότι ό,τι κάνεις στη ζωή σου θα αφήσει ίχνη και να προσπαθείς να έχεις επίγνωση της κάθε σου πράξης.
http://5gym-irakl.ira.sch.gr
ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Μαρία Αγγελίδου | Φραντζέσκα Αλεξοπούλου - Πετράκη | Κατερίνα Αναγνώστου | Νικόλας Ανδρικόπουλος | Μαρία Ανδρικοπούλου | Φιλομήλα Βακάλη - Συρογιαννοπούλου | Λήδα Βαρβαρούση | Αγγελική Βαρελλά | Ελένη Γερουλάνου | Γαλάτεια Γρηγοριάδου - Σουρέλη | Κική Δημητριάδου | Ελένη Δικαίου | Μάνια Δούκα | Σοφία Ζαραμπούκα | Άλκη Ζέη | Παντελής Ζούρας | Βαγγέλης Ηλιόπουλος | Ερρίκος Καλύβας | Βασιλική Κάργα | Καλλιώ Καστρησίου | Λώρη Κέζα | Μάνος Κοντολέων | Ιωάννα Κυρίτση | Σοφία Μαντούβαλου | Γιώργος Μαρίνος | Βούλα Μάστορη | Έρη Μαυράκη | Μαρία Μαυρίδου - Καλούδη | Ασπασία Μαυρομμάτη | Σύρμω Μιχαήλ | Αμάντα Μιχαλοπούλου | Χρήστος Μπουλώτης | Βασιλική Νευροκοπλή | Μαρούλλα Πανάγου | Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης | Βασίλης Παπαθεοδώρου | Σοφία Παράσχου | Γιολάντα Πατεράκη | Λότη Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου | Εύα Πετροπούλου-Λιανού | Βασίλης Πουλημενάκος | Μαρία Πυλιώτου | Γιάννης Ρεμούνδος | Ναννίνα Σακκά-Νικολακοπούλου | Αγγελική Σχοινά | Βαγγέλης Τασιόπουλος | Ευγένιος Τριβιζάς | Γιολάντα Τσιαμπόκαλου | Κυριάκος Χαρίτος | Θέτη Χορτιάτη | Πάνος Χριστοδούλου | Βάσω Ψαράκη | Λίτσα Ψαραύτη | Δήμητρα Ψυχογυιού
ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΜAΛΩΣΕ ΤΟ ΠΙΑΝΟ;
Κορομηλά Ρούλα
"Ένα πιάνο με ουρά, σε ένα σαλόνι μια φορά, είχε βλέμμα απλανές,
ήταν πλήρως απαθές, έμοιαζε παρατημένο, μόνο, κρύο, αφημένο.
Δεν τραγουδούσε μελωδίες, δεν έπαιζε σονάτες, μα ούτε και άλλες μουσικές!
Ήτανε σα κρυωμένο; Σίγουρα, πάντως, είχε χρώμα ασπριδερό και αρρωστημένο!
Μήπως ήταν βραχνιασμένο;
Μα είναι αφύσικο, παράλογο και που το 'χετε δει γραμμένο,
πιάνο λευκό, να μένει βουβό και θυμωμένο; Τι να του συμβαίνει;
Έχει, μήπως και αυτό δικό του μοιραίο πεπρωμένο;
Ένα πουλάκι, μες στην σιγαλιά, γλύστραγε απ το παράθυρο,
κάθε βραδάκι στις επτά,
κοίταζε γύρω του ερευνητικά, απορούσε για την ερημιά
και για το τόσο όμορφο μουσικό όργανο
συνάδελφο θεωρούσε, ανησυχούσε!
Ταυτιζόταν το καημένο, με το πιάνο το ονειρεμένο
το φτιαγμένο για μεγαλεία, εισιτήρια, ορχήστρες, πριμαντόνες
και για θαυμασμό από τα βελουδένια θεωρεία.
Απορούσε το πουλάκι: «μα τι έχουν τα πλήκτρα του και είναι κλειστά; Κάτω απ το καπάκι, μήπως κρύβονται, πεισματικά;
Γιατί δεν είναι ζωηρά, να βλέπουν ήλιο φως, να δίνουν χαρά; Να τρέχουν πάνω κάτω σα τρελά και να ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά;
Μα και αυτή η ουρά! Πείσμα έχει και θυμό και δεν πιάνει ούτε μισό ρυθμό.
Για κάτσε τα πλήκτρα να παρακινήσω, μήπως και μου κάνουν μουσική να τραγουδήσω!
Πλήκτρα; Πείτε στις νότες σ αγαπώ! Παίξτε και αυτό ή ένα τραγούδι πιο γνωστό, μελωδικό, ρομαντικό, γρήγορο, διασκεδαστικό, μελαγχολικό, ήρεμο ή ερωτικό».
Μουτρωμένα, όμως, τα πλήκτρα του είπαν πως δεν φταίνε αυτά, αλλά να ρωτήσει την ουρά!
Το πουλάκι περπατεί πάνω στο πιάνο. Το ποδαράκι του κτυπάει και με το ράμφος του, την λευκή ουρά του πιάνου, αρχίζει να σκουντάει.
«Χαίρεται κυρία Ουρά, δε θα σας ενοχλώ συχνά, όμως έλεγα να τραγουδήσουμε παρέα και για τα πλήκτρα μια στιγμή να σας ρωτήσω, τα ωραία! Έχετε τσακωθεί; Μούτρα θα κρατάτε μια ζωή; Μα όλα μαζί είστε το πιάνο το βαρύ, το όμορφο, ευγενικό, το όργανο, το μοναδικό!
Δεν παράγετε ρυθμό; Μελωδία με εμπνευσμένο παροξυσμό; Μα να μην συνεργάζεστε ούτε λεπτό;»
Η κυρία Ουρά, ελαφρώς ενοχλημένη, με μια γαλλική προφορά αποστασιοποιημένη, είπε τότε δυνατά τονίζοντας τα «ρο»:
«Τα πλήκτρα φταίνε για τα καλά! Όλο κλείνονται στα σκοτεινά, όλο απομονώνονται και θέλουν να συσκεφθούν, να ραδιουργήσουν,
ύπουλα τα κόλπα τους να σχεδιάσουν και όταν όλα πια κοπάσουν
να βγουν περιχαρή και για τη μουσική τους να κομπάσουν.
Μέχρι τότε; Ε!... τα νευράκια μου θα σπάσουν».
«Τσακωμένα είναι αυτά» λέει το πουλάκι σιγανά, «κάποιος τους έκανε ζαβολιά. Το πιάνο είναι καθαρό, άσπρο και ξάστερο σαν τον ουρανό. Δεσπόζει από όπου κι αν το δεις και προσμένει αυτοκρατορικό –αλλά και γεμάτο εγωισμό- να παίξει ουράνιο μουσικό σκοπό».
Και φωνάζει το πουλάκι δυνατά: «Τι θα γίνει βρε παιδιά; Θα τα βρείτε τελικά;
Θα βγείτε πλήκτρα ζωηρά, δήθεν αθώα, αλλά νευρικά, να παρακινήσετε και την κυρία Ουρά, να αφήσει τον εγωισμό και να συνεργαστείτε μουσικά;».
Μουτρωμένα έγνεφαν «όχι» τα πλήκτρα εντελώς κοφτά. «Λέει αυτή πως είναι πιο σημαντική! Και εμείς δε τα πολυσηκωνουμε αυτά».
«Πες στα παιδιά» είπε περιφρονητικά η σνομπ Ουρά, «πως χωρίς εμένα ούτε για ακορντεόν δεν θα καναν σόλο αυτά.
Η μελώδικα θα τα περιφρονούσε και τ' αρμόνιο ποτέ δε θα τα προτιμούσε!
Εγώ είμαι η πιο σημαντική. Χωρίς εμένα το πιάνο δεν θα έπαιρνε ζωή».
«Τι μας λες στα γαλλικά, μαντάμ Ουρά και μ αυτή την χαλιά, άθλια, προφορά;» φώναξαν τα πλήκτρα όλα μαζί, «αν δεν ήμασταν εμείς, θα 'σουνα μια εταζέρα, πλαφονιέρα, ξύλινη μπερζέρα, μια χαλασμένη σιφονιέρα. Το πολύ να σε καναν παπουτσοθήκη ή να σουν πετάμενη, σκονισμένη, αραχνιασμένη σε καμία αποθήκη και να σου 'τρωγε και τις άκρες σου κανα τροφαντό ποντίκι»!
ήταν πλήρως απαθές, έμοιαζε παρατημένο, μόνο, κρύο, αφημένο.
Δεν τραγουδούσε μελωδίες, δεν έπαιζε σονάτες, μα ούτε και άλλες μουσικές!
Ήτανε σα κρυωμένο; Σίγουρα, πάντως, είχε χρώμα ασπριδερό και αρρωστημένο!
Μήπως ήταν βραχνιασμένο;
Μα είναι αφύσικο, παράλογο και που το 'χετε δει γραμμένο,
πιάνο λευκό, να μένει βουβό και θυμωμένο; Τι να του συμβαίνει;
Έχει, μήπως και αυτό δικό του μοιραίο πεπρωμένο;
Ένα πουλάκι, μες στην σιγαλιά, γλύστραγε απ το παράθυρο,
κάθε βραδάκι στις επτά,
κοίταζε γύρω του ερευνητικά, απορούσε για την ερημιά
και για το τόσο όμορφο μουσικό όργανο
συνάδελφο θεωρούσε, ανησυχούσε!
Ταυτιζόταν το καημένο, με το πιάνο το ονειρεμένο
το φτιαγμένο για μεγαλεία, εισιτήρια, ορχήστρες, πριμαντόνες
και για θαυμασμό από τα βελουδένια θεωρεία.
Απορούσε το πουλάκι: «μα τι έχουν τα πλήκτρα του και είναι κλειστά; Κάτω απ το καπάκι, μήπως κρύβονται, πεισματικά;
Γιατί δεν είναι ζωηρά, να βλέπουν ήλιο φως, να δίνουν χαρά; Να τρέχουν πάνω κάτω σα τρελά και να ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά;
Μα και αυτή η ουρά! Πείσμα έχει και θυμό και δεν πιάνει ούτε μισό ρυθμό.
Για κάτσε τα πλήκτρα να παρακινήσω, μήπως και μου κάνουν μουσική να τραγουδήσω!
Πλήκτρα; Πείτε στις νότες σ αγαπώ! Παίξτε και αυτό ή ένα τραγούδι πιο γνωστό, μελωδικό, ρομαντικό, γρήγορο, διασκεδαστικό, μελαγχολικό, ήρεμο ή ερωτικό».
Μουτρωμένα, όμως, τα πλήκτρα του είπαν πως δεν φταίνε αυτά, αλλά να ρωτήσει την ουρά!
Το πουλάκι περπατεί πάνω στο πιάνο. Το ποδαράκι του κτυπάει και με το ράμφος του, την λευκή ουρά του πιάνου, αρχίζει να σκουντάει.
«Χαίρεται κυρία Ουρά, δε θα σας ενοχλώ συχνά, όμως έλεγα να τραγουδήσουμε παρέα και για τα πλήκτρα μια στιγμή να σας ρωτήσω, τα ωραία! Έχετε τσακωθεί; Μούτρα θα κρατάτε μια ζωή; Μα όλα μαζί είστε το πιάνο το βαρύ, το όμορφο, ευγενικό, το όργανο, το μοναδικό!
Δεν παράγετε ρυθμό; Μελωδία με εμπνευσμένο παροξυσμό; Μα να μην συνεργάζεστε ούτε λεπτό;»
Η κυρία Ουρά, ελαφρώς ενοχλημένη, με μια γαλλική προφορά αποστασιοποιημένη, είπε τότε δυνατά τονίζοντας τα «ρο»:
«Τα πλήκτρα φταίνε για τα καλά! Όλο κλείνονται στα σκοτεινά, όλο απομονώνονται και θέλουν να συσκεφθούν, να ραδιουργήσουν,
ύπουλα τα κόλπα τους να σχεδιάσουν και όταν όλα πια κοπάσουν
να βγουν περιχαρή και για τη μουσική τους να κομπάσουν.
Μέχρι τότε; Ε!... τα νευράκια μου θα σπάσουν».
«Τσακωμένα είναι αυτά» λέει το πουλάκι σιγανά, «κάποιος τους έκανε ζαβολιά. Το πιάνο είναι καθαρό, άσπρο και ξάστερο σαν τον ουρανό. Δεσπόζει από όπου κι αν το δεις και προσμένει αυτοκρατορικό –αλλά και γεμάτο εγωισμό- να παίξει ουράνιο μουσικό σκοπό».
Και φωνάζει το πουλάκι δυνατά: «Τι θα γίνει βρε παιδιά; Θα τα βρείτε τελικά;
Θα βγείτε πλήκτρα ζωηρά, δήθεν αθώα, αλλά νευρικά, να παρακινήσετε και την κυρία Ουρά, να αφήσει τον εγωισμό και να συνεργαστείτε μουσικά;».
Μουτρωμένα έγνεφαν «όχι» τα πλήκτρα εντελώς κοφτά. «Λέει αυτή πως είναι πιο σημαντική! Και εμείς δε τα πολυσηκωνουμε αυτά».
«Πες στα παιδιά» είπε περιφρονητικά η σνομπ Ουρά, «πως χωρίς εμένα ούτε για ακορντεόν δεν θα καναν σόλο αυτά.
Η μελώδικα θα τα περιφρονούσε και τ' αρμόνιο ποτέ δε θα τα προτιμούσε!
Εγώ είμαι η πιο σημαντική. Χωρίς εμένα το πιάνο δεν θα έπαιρνε ζωή».
«Τι μας λες στα γαλλικά, μαντάμ Ουρά και μ αυτή την χαλιά, άθλια, προφορά;» φώναξαν τα πλήκτρα όλα μαζί, «αν δεν ήμασταν εμείς, θα 'σουνα μια εταζέρα, πλαφονιέρα, ξύλινη μπερζέρα, μια χαλασμένη σιφονιέρα. Το πολύ να σε καναν παπουτσοθήκη ή να σουν πετάμενη, σκονισμένη, αραχνιασμένη σε καμία αποθήκη και να σου 'τρωγε και τις άκρες σου κανα τροφαντό ποντίκι»!
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
|
tis_despos.doc | |
File Size: | 20 kb |
File Type: | doc |
toy_kyr_boria.doc | |
File Size: | 411 kb |
File Type: | doc |
ΔΗΜΟΤΙΚΟ-ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ | |
File Size: | 13 kb |
File Type: | doc |
ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
"Δώδεκα χρόνια αρματολός, σαράντα χρόνια κλέφτης" (στίχος από Κλέφτικο τραγούδι λίγο πριν το 1821)
Τα κλέφτικα τραγούδια ως διακριτό είδος των επικών δημοτικών τραγουδιών πήρε το όνομά του από το περιεχόμενο των στίχων του. Σε ό,τι αφορά στον ελλαδικό χώρο τα κλέφτικα τραγούδια είναι δημιουργήματα μιας συγκεκριμένης περιόδου της Τουρκοκρατίας μετά τον 16ο αιώνα και στα θέματά τους διαφαίνεται η επαναστατική δράση των κλεφτών και των αρματολών1. Στους στίχους εγκωμιάζεται η ζωή, τα κατορθώματα, η νικηφόρα μάχη ή ο ένδοξος θάνατός τους. Μολονότι αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα, δεν περιλαμβάνουν ακριβή διήγηση, ούτε προσήλωση σε συγκεκριμένα πρόσωπα .Εδώ οι ήρωες, σε αντίθεση από τα ακριτικά, δεν έχουν υπερφυσικές ικανότητες και είναι απλοί θνητοί. Στα ολιγόστιχα λιτά, χωρίς εξηγήσεις και περιγραφές περιστατικών, κλέφτικα τραγούδια η μετάβαση από την μια εικόνα στην άλλη γίνεται γρήγορα. Σε όλα σχεδόν απαντάται ζωντανός διάλογος μεταξύ προσώπων, ενώ ενίοτε, όταν δεν υπάρχει δεύτερο πρόσωπο, ο δημιουργός εισάγει μια συμβατική εικόνα, ένα πουλί με ανθρώπινη λαλιά, μια κόρη, προκειμένου να παραχθεί ο διάλογος.
Τα κλέφτικα τραγούδια ως διακριτό είδος των επικών δημοτικών τραγουδιών πήρε το όνομά του από το περιεχόμενο των στίχων του. Σε ό,τι αφορά στον ελλαδικό χώρο τα κλέφτικα τραγούδια είναι δημιουργήματα μιας συγκεκριμένης περιόδου της Τουρκοκρατίας μετά τον 16ο αιώνα και στα θέματά τους διαφαίνεται η επαναστατική δράση των κλεφτών και των αρματολών1. Στους στίχους εγκωμιάζεται η ζωή, τα κατορθώματα, η νικηφόρα μάχη ή ο ένδοξος θάνατός τους. Μολονότι αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα, δεν περιλαμβάνουν ακριβή διήγηση, ούτε προσήλωση σε συγκεκριμένα πρόσωπα .Εδώ οι ήρωες, σε αντίθεση από τα ακριτικά, δεν έχουν υπερφυσικές ικανότητες και είναι απλοί θνητοί. Στα ολιγόστιχα λιτά, χωρίς εξηγήσεις και περιγραφές περιστατικών, κλέφτικα τραγούδια η μετάβαση από την μια εικόνα στην άλλη γίνεται γρήγορα. Σε όλα σχεδόν απαντάται ζωντανός διάλογος μεταξύ προσώπων, ενώ ενίοτε, όταν δεν υπάρχει δεύτερο πρόσωπο, ο δημιουργός εισάγει μια συμβατική εικόνα, ένα πουλί με ανθρώπινη λαλιά, μια κόρη, προκειμένου να παραχθεί ο διάλογος.
II. Κατηγορίες δημοτικών τραγουδιών
Από τους μελετητές προτείνονται πολλές διαιρέσεις (και υποδιαιρέσεις) των δημοτικών τραγουδιών, ανάλογα με το περιεχόμενο τους- αυτή που ακολουθεί είναι του Ν. Πολίτη, με μικρές παρεκκλίσεις.
Ακριτικά είναι τα πολύ παλιά εκείνα τραγούδια που αναφέρονται στα κατορθώματα και στις περιπέτειες, στη ζωή και στους έρωτες των ακριτών, των φρουρών δηλαδή των βυζαντινών συνόρων (των " άκρων"). Πολλά από τα τραγούδια αυτά έχουν σχέση
με το Διγενή Ακρίτα.
Παραλογές. Έτσι ονομάστηκαν τα αφηγηματικά τραγούδια με ολοκληρωμένη υπόθεση και με περιεχόμενο πλαστό (φανταστικό). Τα θέματα τους (θρύλοι με δράκοντες και στοιχειά, ανόσιοι έρωτες ή απιστίες συζύγων, εξαφανίσεις και αναγνωρίσεις, νεκραναστάσεις κ.ά.) αντλούνται κυρίως από θρύλους, από παραδόσεις και από τον κοινωνικό βίο.
Ιστορικά. Αναφέρονται σε θλιβερά κυρίως ιστορικά γεγονότα: σε πολέμους, αλώσεις πόλεων, επιδρομές ληστών, αιχμαλωσίες, σφαγές, θεομηνίες κ.ά.
Κλέφτικα. Τα τραγούδια αυτά δημιουργήθηκαν κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μιλούν για τη ζωή και τα κατορθώματα της κλεφτουριάς, πότε γενικά και πότε με αναφορές σε συγκεκριμένα πρόσωπα.
Ερωτικά (ή της αγάπης). Είναι από τα πιο λυρικά τραγούδια, που τραγουδούν την ομορφιά και τους καημούς της αγάπης με ευγένεια και τρυφερότητα.
Του γάμου (ή νυφιάτικα). Τα τραγούδια αυτά συνοδεύουν όλες τις εκδηλώσεις των ημερών του γάμου, με παινέματα για τα κάλλη και τις χάρες της νύφης και του γαμπρού, ενώ άλλα από αυτά, τα πιο συγκινητικά, αναφέρονται στον πόνο της νύφης, που αποχωρίζεται την οικογένεια και το πατρικό της.
Θρησκευτικά (κάλαντα, κ.ά.). Τραγουδιούνται κυρίως από παιδιά την παραμονή μεγάλων εορτών της χριστιανοσύνης, και ειδικότερα της Ορθοδοξίας (όπως είναι τα Χριστούγεννα, η Πρώτο- χρονιά, τα Θεοφάνια, η Κυριακή των Βαΐων κ.ά.).
Νανουρίσματα και ταχταρίσματα. Είναι τα τραγούδια που τραγουδούν οι μανάδες είτε απαλά, για να αποκοιμίσουν τα βρέφη τους, είτε ζωηρά, "χορεύοντας" τα στα γόνατα τους.
Της ξενιτιάς. Εκφράζουν τους καημούς της ξενιτιάς και τη νοσταλγία του ξενιτεμένου, καθώς και τον πόνο των δικών του, που τον περιμένουν.
Μοιρολόγια. Με τα μοιρολόγια οι γυναίκες θρηνούν το νεκρό, εκφράζουν το
σπαραγμό των ζωντανών για το χαμό του αγαπημένου τους προσώπου και εκθειάζουν τις χάρες που είχε. Παραπλήσια είναι και τα τραγούδια Του Κάτω Κόσμου και του Χάρου.
Γνωμικά. Έτσι λέγονται τα τραγούδια που εκφράζουν απόψεις για την αξία της πρόσκαιρης ζωής, για την καλή γυναίκα ή τον έμπιστο φίλο, για το θάνατο κ.ά.
Εργατικά. Αυτά τα τραγούδια, κατά κανόνα ρυθμικά, συνοδεύουν τις κινήσεις των ανθρώπων του μόχθου κατά τη διάρκεια της δουλειάς τους, συντονίζοντας την προσπάθεια τους ή ανακουφίζοντας τους.
Σατιρικά (ή περιγελαστικά). Πολλά από αυτά τα τραγούδια τραγουδιούνται τις Αποκριές και έχουν διάφορα θέματα: σατιρίζουν τον άντρα που παντρεύτηκε άσχημη και ακαμάτρα γυναίκα, τη γριά που θέλει άντρα, το γέρο που πήρε νέα και όμορφη γυναίκα κτλ.
III. Γνωρίσματα των δημοτικών τραγουδιών Α'.
Ως προς το περιεχόμενο
Τα θέματα των δημοτικών τραγουδιών αγκαλιάζουν όλα τα στάδια του βίου του ανθρώπου, καθώς αναφέρονται στις χαρές και στις πίκρες, στους καημούς και στους πόθους, στους αγώνες, στις ασχολίες και στις δραστηριότητες - γενικά σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Στην παραπάνω παρουσίαση των κατηγοριών των δημοτικών τραγουδιών φαίνεται καθαρά η μεγάλη θεματική ποικιλία τους.
Από τους μελετητές προτείνονται πολλές διαιρέσεις (και υποδιαιρέσεις) των δημοτικών τραγουδιών, ανάλογα με το περιεχόμενο τους- αυτή που ακολουθεί είναι του Ν. Πολίτη, με μικρές παρεκκλίσεις.
Ακριτικά είναι τα πολύ παλιά εκείνα τραγούδια που αναφέρονται στα κατορθώματα και στις περιπέτειες, στη ζωή και στους έρωτες των ακριτών, των φρουρών δηλαδή των βυζαντινών συνόρων (των " άκρων"). Πολλά από τα τραγούδια αυτά έχουν σχέση
με το Διγενή Ακρίτα.
Παραλογές. Έτσι ονομάστηκαν τα αφηγηματικά τραγούδια με ολοκληρωμένη υπόθεση και με περιεχόμενο πλαστό (φανταστικό). Τα θέματα τους (θρύλοι με δράκοντες και στοιχειά, ανόσιοι έρωτες ή απιστίες συζύγων, εξαφανίσεις και αναγνωρίσεις, νεκραναστάσεις κ.ά.) αντλούνται κυρίως από θρύλους, από παραδόσεις και από τον κοινωνικό βίο.
Ιστορικά. Αναφέρονται σε θλιβερά κυρίως ιστορικά γεγονότα: σε πολέμους, αλώσεις πόλεων, επιδρομές ληστών, αιχμαλωσίες, σφαγές, θεομηνίες κ.ά.
Κλέφτικα. Τα τραγούδια αυτά δημιουργήθηκαν κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μιλούν για τη ζωή και τα κατορθώματα της κλεφτουριάς, πότε γενικά και πότε με αναφορές σε συγκεκριμένα πρόσωπα.
Ερωτικά (ή της αγάπης). Είναι από τα πιο λυρικά τραγούδια, που τραγουδούν την ομορφιά και τους καημούς της αγάπης με ευγένεια και τρυφερότητα.
Του γάμου (ή νυφιάτικα). Τα τραγούδια αυτά συνοδεύουν όλες τις εκδηλώσεις των ημερών του γάμου, με παινέματα για τα κάλλη και τις χάρες της νύφης και του γαμπρού, ενώ άλλα από αυτά, τα πιο συγκινητικά, αναφέρονται στον πόνο της νύφης, που αποχωρίζεται την οικογένεια και το πατρικό της.
Θρησκευτικά (κάλαντα, κ.ά.). Τραγουδιούνται κυρίως από παιδιά την παραμονή μεγάλων εορτών της χριστιανοσύνης, και ειδικότερα της Ορθοδοξίας (όπως είναι τα Χριστούγεννα, η Πρώτο- χρονιά, τα Θεοφάνια, η Κυριακή των Βαΐων κ.ά.).
Νανουρίσματα και ταχταρίσματα. Είναι τα τραγούδια που τραγουδούν οι μανάδες είτε απαλά, για να αποκοιμίσουν τα βρέφη τους, είτε ζωηρά, "χορεύοντας" τα στα γόνατα τους.
Της ξενιτιάς. Εκφράζουν τους καημούς της ξενιτιάς και τη νοσταλγία του ξενιτεμένου, καθώς και τον πόνο των δικών του, που τον περιμένουν.
Μοιρολόγια. Με τα μοιρολόγια οι γυναίκες θρηνούν το νεκρό, εκφράζουν το
σπαραγμό των ζωντανών για το χαμό του αγαπημένου τους προσώπου και εκθειάζουν τις χάρες που είχε. Παραπλήσια είναι και τα τραγούδια Του Κάτω Κόσμου και του Χάρου.
Γνωμικά. Έτσι λέγονται τα τραγούδια που εκφράζουν απόψεις για την αξία της πρόσκαιρης ζωής, για την καλή γυναίκα ή τον έμπιστο φίλο, για το θάνατο κ.ά.
Εργατικά. Αυτά τα τραγούδια, κατά κανόνα ρυθμικά, συνοδεύουν τις κινήσεις των ανθρώπων του μόχθου κατά τη διάρκεια της δουλειάς τους, συντονίζοντας την προσπάθεια τους ή ανακουφίζοντας τους.
Σατιρικά (ή περιγελαστικά). Πολλά από αυτά τα τραγούδια τραγουδιούνται τις Αποκριές και έχουν διάφορα θέματα: σατιρίζουν τον άντρα που παντρεύτηκε άσχημη και ακαμάτρα γυναίκα, τη γριά που θέλει άντρα, το γέρο που πήρε νέα και όμορφη γυναίκα κτλ.
III. Γνωρίσματα των δημοτικών τραγουδιών Α'.
Ως προς το περιεχόμενο
Τα θέματα των δημοτικών τραγουδιών αγκαλιάζουν όλα τα στάδια του βίου του ανθρώπου, καθώς αναφέρονται στις χαρές και στις πίκρες, στους καημούς και στους πόθους, στους αγώνες, στις ασχολίες και στις δραστηριότητες - γενικά σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Στην παραπάνω παρουσίαση των κατηγοριών των δημοτικών τραγουδιών φαίνεται καθαρά η μεγάλη θεματική ποικιλία τους.
ΑΚΡΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Ακριτικά Τραγούδι
Τα ακριτικά τραγούδια αναφέρονται στον τρόπο ζωής των ακριτών .Εξυμνούν το θάρρος , την τόλμη τους , μιλούν για τη ζωή τους , για τα γλέντια τους , για τα κυνήγια τους , για τους έρωτες τους. Κυρίαρχο ρόλο παίζει ο Διγενής . Τα πιο πολλά τραγούδια μιλούν για το θάρρος του και για την άνιση μάχη που δίνει με το Χάροντα. Τα ακριτικά τραγούδια τα χαρακτηρίζει η υπερβολή .Οι Ακρίτες παρουσιάζονται ατρόμητοι , υπερήρωες , αψηφούν τον οποιονδήποτε κίνδυνο , με αποκορύφωμα να παλεύουν με το Χάρο. Σημαντικό ρόλο επίσης , στα ακριτικά τραγούδια , παίζουν τα ζώα και τα άρματα του ήρωα , που συνήθως έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά. |
|
ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι' ο Αλέξης ο αντρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης, αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν, κι' αντάμα έχουν τους μαύρους των 'ς τον πλάτανο δεμένους. Του Κώστα τρώει τα σίδερα, τ' Αλέξη τα λιθάρια, και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξερριζώνει. Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν και που χαροκοπούσαν, πουλάκι πήγε κ' έκατσε δεξιά μεριά 'ς την τάβλα. Δεν κελάϊδούσε σαν πουλί, δεν έλεε σαν αηδόνι, μόν' ελαλούσε κ' έλεγε ναθρωπινή κουβέντα. "Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε, και πίσω σας κουρσεύουνε Σαρακηνοϊ κουρσάροι. Πήραν τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα, και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη." Ώστε να στρώση ο Κωσταντής και να σελλώση ο Αλέξης, ευρέθη το Βλαχόπουλο 'ς το μαύρο καβαλλάρης. "Για σύρε συ Βλαχόπουλο 'ς τη βίγλα να βιγλίσης, αν είν' πενήντα κ' εκατό χύσου μακέλλεψέ τους, κι' αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησε μας." Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση. Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι' Αράπηδες κουρσάρους, πλάγια κοκκινίζαν. 'ρχισε να τους διαμετράη, διαμετρημούς δεν είχαν. Να πάη πίσω ντρέπεται, να πάη εμπρός φοβάται. Σκύβει φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει, "Δύνεσαι, μαύρε μ', δύνεσαι 'ς το γαίμα για να πλέξης; -Δύνομαι, αφέντη, δύνομαι 'ς το γαίμα για να πλέξω, κι' όσους θα κόψη το σπαθί τόσους θενά πατήσω. Μόν' δέσε το κεφάλι σου μ' ένα χρυσό μαντήλι, μην τύχη λάκκος και ρηχτώ και πέσης απ' τη ζάλη. -Σαΐτταις μου αλεξαντριαναίς, καμιά να μη λυγίσει, και συ σπαθί μου διμισκί, να μην αποστομώσης. Βόηθα μ', ευχή της μάννας μου και του γονιού μου βλόγια, ευχή του πρώτου μ' αδερφού, ευχή και του στερνού μου. Μαύρε μου, άιντε νά μπουμε, κι' όπου ο Θεός τα βγάλη!" 'Σ τα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, 'ς τα ξέβγα σαν πετρίτης, 'ς τα έμπα του χίλιους έκοψε, 'ς τα ξέβγα δυο χιλιάδες, και 'ς το καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει. Πήρε τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα, και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη. Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τους παίρνει. 'Στο δρόμο νοπού πήγαινε σέρνει φωνή περίσσα. "Πού είσαι αδερφέ μου Κωσταντά κι' Αλέξη αντρεϊωμένε; αν είστε εμπρός μου φύγετε κι' οπίσω μου κρυφτήτε, τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δε σας βλέπω, και το σπαθί μου ερράγισε, κόβοντας τα κεφάλια, κι' ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια." |
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ
Δημοτικό Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τονε τρομάσσει. Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σείετ' ο απάνω κόσμος, κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια, κι η πλάκα τον ανατριχιά, πώς θα τονε σκεπάσει, πώς θα σκεπάσει τον αϊτό, τση γης τον αντρειωμένο. Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπηλιό δεν τον εχώρει, τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα, χαράκι' αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε. Στο βίτσιμα 'πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια, στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ' αγρίμια. Ζηλεύει ο Χάρος, με χωσιά μακρά τονε βιγλίζει, κι ελάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του πήρε. Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει. Πιάνει καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους. Να 'ρθει ο Μηνάς κι ο Μαυραϊλής, να 'ρθει κι ο γιος του Δράκου, να 'ρθει κι ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι ο κόσμος. Κι επήγαν και τον ήβρανε στον κάμπο ξαπλωμένο. Βογκάει, τρέμουν τα βουνά, βογκάει, τρέμουν οι κάμποι. "Σαν τι να σ' ήβρε, Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις;" "Φίλοι, καλώς ορίσατε, φίλοι κι αγαπημένοι, συχάσατε, καθίσατε, κι εγώ σας αφηγιέμαι. Της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια, που εκεί συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν, παρά πενήντα κι εκατό, και πάλε φόβον έχουν, κι εγώ μονάχος πέρασα, πεζός κι αρματωμένος, με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργιές κοντάρι. Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια, νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι. Και τόσα χρόνια που 'ζησα δω στον απάνω κόσμο, κανέναν δεν φοβήθηκα από τους αντρειωμένους. Τώρα είδα έναν ξιπόλητο και λαμπροφορεμένο, που 'χει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια, με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια, κι όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του". Κι επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια, κι όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει, κι όθε χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει. |
ΠΟΙΗΣΗ
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ | |
File Size: | 2056 kb |
File Type: | ppt |
ΕΛΥΤΗΣ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, αλλά καταγόταν από την Μυτιλήνη. Ο Οδυσσέας Ελύτης ανήκει κι αυτός στη λεγόμενη γενιά του 30 και στην αρχή παρουσιάστηκε στην ποίηση ως σουρεαλιστής με την ποιητική συλλογή "Προσανατολισμοί". Μέσα στην κατοχή κυκλοφορεί το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο "Ήλιος ο Πρώτος". Η θάλασσα, ο ουρανός, ο ήλιος κι ο έρωτας είναι τα κεντρικά στοιχεία που προβάλλονται κι εξυμνούνται σε όλα τα ποιήματά του. Αλλά ο Ελύτης δεν είναι μόνο ένας φυσιολάτρης, είναι κι ένας θερμός πατριώτης. Μετά την απελευθέρωση θα κυκλοφορήσει το έργο "Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας", που αποτελεί ένα μήνυμα για ελληνική αλλά και πανανθρώπινη ελευθερία. Στη συνέχεια αφού εκδώσει το βιβλίο "Η καλοσύνη στις Λυκοπαριές", θα σωπάσει για αρκετά χρόνια ενώ μάλιστα θα φύγει από τη χώρα και θα εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου θα σπουδάσει και θα μεταφράσει πολλά ποιήματα Γάλλων ποιητών. Αργότερα θα εκδώσει νέες ποιητικές συλλογές και μάλιστα το πιο αντιπροσωπευτικό έργο της λογοτεχνικής του παραγωγής, το "Άξιον Εστί". Στη συνέχεια ο Ελύτης θα εκδώσει τα : "Έξι και μια τύψεις για τον ουρανό", " Ήλιος ο ηλιάτορας", "Τα ρω του έρωτα", "Το φωτόδεντρο και η 14η Ομορφιά", "Το μονόγραμμα" και "Τα ετεροθαλή". Κυκλοφόρησε επίσης τα δοκίμια "Ο ζωγράφος Θεόφιλος" και "Ανοιχτά χαρτιά", καθώς και πολλά άλλα. Ακόμη μετέφρασε με επιτυχία ποιήματα των :Λόρκα, Ελυάρ και Λωτρεαμόν. Το 1976 κυκλοφόρησαν τρία ακόμα βιβλία του με τους τίτλους : "Δεύτερη γραφή", "Η μαγεία του Παπαδιαμάντη" και "Σηματολόγιο". Τα έργα του Ελύτη μεταφράστηκαν και σε πολλές ξένες γλώσσες. Ο καθένας μπορεί να ισχυριστεί ότι ο Ελύτης θα παραμείνει ως ο ποιητής του ελληνισμού, αφού αυτός τον έφτασε στην πιο τέλεια του μορφή. Ο Ελύτης σπουδαιότατος και πνευματώδης ποιητής με παγκόσμια ακτινοβολία, αξιολογήθηκε και τιμήθηκε όπως πραγματικά του άξιζε. Το 1979 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το έργο του "Άξιον εστί". Αυτό τιμά όχι μόνο τον Οδυσσέα Ελύτη αλλά και ολόκληρο τον ελληνισμό.
|
ΟΙ ΣΥΛΛΟΓΕΣ 1. 1939 Προσανατολισμοί
2. 1943 Ήλιος Ο Πρώτος 3. 1945 Aσμα ηρωικό και πένθιμο. 4. 1959 Aξιον εστί. 5. 1960 Εξι και μια τύψεις για τον ουρανό 6. 1971 Το Φωτόδεντρο και η δέκατη τετάρτη ομορφιά 7. 1971 Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας 8. 1971 Το Μονόγραμμα 9. 1972 Τα Ρω του Έρωτα 10. 1974 Τα Ετεροθαλή 11. 1978 Μαρία Νεφέλη 12. 1982 Τρία ποιήματα σε τιμή ευκαιρίας 13. 1984 Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου 14. 1985 Ο μικρός ναυτίλος 15. 1991 Τα ελεγεία της οξώπετρας 16. 1995 Δυτικά της λύπης 17. 1998. Εκ του πλησίον |
ένα υπέροχο ποίημα που έχει γράψει ένα παιδί από την Αφρική και προτάθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη ως το καλύτερο ποίημα του 2006 | |
File Size: | 25 kb |
File Type: | doc |
ΟΙ ΧΑΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ | |
File Size: | 37 kb |
File Type: | doc |
ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ-ΤΟ ΣΚΑΚΙ | |
File Size: | 14 kb |
File Type: | doc |
ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης το γένος Γεωργάκη Φωτιάδη, ή Κ. Π. Καβάφης, γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1863 στην Αλεξάνδρεια, όπου οι γονείς του, Πέτρος Ι. Καβάφης και Χαρίκλεια Φωτιάδη, εγκαταστάθηκαν εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη το 1840. Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1870 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αγγλία (Λίβερπουλ και Λονδίνο) όπου έμεινε μέχρι το 1876. Στην Αλεξάνδρεια ο Kαβάφης διδάχτηκε Αγγλικά, Γαλλικά και Ελληνικά με οικοδιδάσκαλο και συμπλήρωσε τη μόρφωσή του για ένα-δύο χρόνια στο Ελληνικό Εκπαιδευτήριο της Αλεξάνδρειας. Έζησε επίσης για τρία χρόνια, που ήταν τα κρισιμότερα στην ψυχοδιανοητική του διαμόρφωση, στην Πόλη (1882-84).
Το 1897 ταξίδεψε στο Παρίσι και το 1903 στην Αθήνα, χωρίς από τότε να μετακινηθεί από την Αλεξάνδρεια για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Ύστερα από περιστασιακές απασχολήσεις σε χρηματιστηριακές επιχειρήσεις, αποφάσισε να γίνει δημόσιος υπάλληλος και διορίστηκε σε ηλικία 26 χρονών στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων στην Υπηρεσία του Τρίτου Κύκλου Αρδεύσεων, όπου παρέμεινε έως τον Μάρτιο του 1922. Από το 1886 άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα επηρεασμένα από τους Αθηναίους ρομαντικούς ποιητές, χωρίς να τον έχει επηρεάσει καθόλου η στροφή της γενιάς του 80. Από το 1891, όταν εκδίδει σε αυτοτελές φυλλάδιο το ποίημα Κτίσται, και ιδίως το 1896, όταν γράφει τα Τείχη,το πρώτο αναγνωρισμένο, εμφανίζονται τα χαρακτηριστικά των ώριμων ποιημάτων του. Ο Καβάφης είναι γνωστός για την ειρωνεία του, ένα μοναδικό συνδυασμό λεκτικής και δραματικής ειρωνείας.[1] Οι Έλληνες ποιητές γενικά τον σνόμπαραν λόγω του ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Πολλοί όμως από τους αλλόγλωσσους ομοτέχνους και αναγνώστες του (π.χ. Όντεν, Φόρστερ) αρχικά γνώρισαν και αγάπησαν τον ερωτικό Καβάφη.[2] Το 1932, ο Καβάφης, άρρωστος από καρκίνο του λάρυγγα, πήγε για θεραπεία στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό διάστημα, εισπράττοντας μια θερμότατη συμπάθεια από το πλήθος των θαυμαστών του. Επιστρέφοντας όμως στην Αλεξάνδρεια, η κατάστασή του χειροτέρεψε. Εισήχθη στο Νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητας, όπου και πέθανε στις 29 Απριλίου του 1933, τη μέρα που συμπλήρωνε 70 χρόνια ζωής. Ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα του ποιητή: «Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά». |
ΙΘΑΚΗ
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι, τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις, αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου. Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος. Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους, να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά, και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις, σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους, και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά, σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας, να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους. Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη. Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου. Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου. Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί, πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο, μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη. Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι. Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο. Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια. Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν. |
ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
_
Στίχοι: Νίκος
Καββαδίας
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Κούτρας Άλλες ερμηνείες: Θάνος Μικρούτσικος Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο, δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια. Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο. Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα, χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια. Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει, χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει, κι ο λόγος της μες' το μυαλό σου να σφυρίζει, "ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; " Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει. Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη. Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει. Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει. Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄το τιμόνι, πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι. |
|
ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
|
|
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ | |
File Size: | 2056 kb |
File Type: |
0Ι ΕΦΤΑ ΝΑΝΟΙ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ | |
File Size: | 23 kb |
File Type: | doc |
ΙΘΑΚΗ ΚΑΒΑΦΗΣ | |
File Size: | 26 kb |
File Type: | doc |