Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ...
της Άλκη Ζέη
...Στου Πέτρου το σχολείο, το άδειο γκαράζ, άρχισαν πάλι τα μαθήματα, και τώρα δεν απουσιάζει σχεδόν κανένα παιδί, γιατί αν λείψει χάνει το ΣΥΣΣΙΤΙΟ. Κάθε μεσημέρι καταφθάνει ένα κάρο και ξεφορτώνει τον Δάμονα και τον Φιντία. Ο Δάμων και ο Φιντίας είναι δυο καζάνια μαύρα σαν πίσσα που αχνίζουν…
Την πρώτη μέρα που τα περίμεναν, κανένα παιδί δεν είχε νου για μάθημα, κι ο κύριος Λουκάτος άρχισε να τους διαβάζει κάτι ιστορίες από ένα βιβλίο:
«…Στα παλιά τα χρόνια, στην αρχαία Αθήνα υπήρχανε δυο αχώριστοι φίλοι. Ο Δάμων και ο Φιντίας…»
– Έρχονται! Έρχονται! ακούστηκε μια ψιλή φωνούλα από την άκρη της τάξης.
Ήταν ένα μικρό κοριτσάκι, που παραμόνευε από τη χαραμάδα της μεγάλης πόρτας, κι είδε να καταφτάνουν, όχι βέβαια ο Δάμων και ο Φιντίας, αλλά τα καζάνια με το συσσίτιο, που έτσι τους έμεινε το όνομα.
Όλα τα παιδιά βάλανε τα γέλια και πετάχτηκαν από τη θέση τους. Ο κύριος Λουκάτος πήγε αργά και σοβαρά κι άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Έξω, στεκότανε ένα κάρο φορτωμένο με τα καζάνια. Δυο κυρίες καλοντυμένες και μια κοπέλα με μαύρο πουλόβερ και ξέθωρη γαλάζια μπλούζα, ρωτούσανε ποιος είναι ο δάσκαλος. Γύρω είχε μαζευτεί κόσμος. Έτσι όπως μαζεύεται πάντα στη γειτονιά άμα γίνεται κάτι. Δεν μιλούσανε, δεν λαλούσανε. Μονάχα μια γυναίκα σήκωσε τα δυο της χέρια ψηλά και φώναξε:
– Τα παιδάκια μας θα φάνε!
Οι κυρίες με το κορίτσι μιλούσανε με τον κύριο Λουκάτο. Κάτι άνθρωποι ξεφόρτωναν τα καζάνια, τα ’βαλαν μέσα στο σχολείο, κι ύστερα ο δάσκαλος γύρισε στα παιδιά και τους είπε με ύφος επίσημο, λες κι έβγαζε λόγο για την Εθνική γιορτή:
– Πάρτε τα κουτιά σας και μπείτε στη σειρά. Αρχίζει το συσσίτιο.
Βρόντηξαν τα τενεκεδάκια, σίγησαν ξανά, κι ο κύριος Λουκάτος έδινε τα παραγγέλματα όπως στην παρέλαση: «Οι μικροί μπροστά, οι μεγάλοι πιο πίσω, οι άλλοι στη μέση. Μη θορυβείτε…».
Την πρώτη μέρα που τα περίμεναν, κανένα παιδί δεν είχε νου για μάθημα, κι ο κύριος Λουκάτος άρχισε να τους διαβάζει κάτι ιστορίες από ένα βιβλίο:
«…Στα παλιά τα χρόνια, στην αρχαία Αθήνα υπήρχανε δυο αχώριστοι φίλοι. Ο Δάμων και ο Φιντίας…»
– Έρχονται! Έρχονται! ακούστηκε μια ψιλή φωνούλα από την άκρη της τάξης.
Ήταν ένα μικρό κοριτσάκι, που παραμόνευε από τη χαραμάδα της μεγάλης πόρτας, κι είδε να καταφτάνουν, όχι βέβαια ο Δάμων και ο Φιντίας, αλλά τα καζάνια με το συσσίτιο, που έτσι τους έμεινε το όνομα.
Όλα τα παιδιά βάλανε τα γέλια και πετάχτηκαν από τη θέση τους. Ο κύριος Λουκάτος πήγε αργά και σοβαρά κι άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Έξω, στεκότανε ένα κάρο φορτωμένο με τα καζάνια. Δυο κυρίες καλοντυμένες και μια κοπέλα με μαύρο πουλόβερ και ξέθωρη γαλάζια μπλούζα, ρωτούσανε ποιος είναι ο δάσκαλος. Γύρω είχε μαζευτεί κόσμος. Έτσι όπως μαζεύεται πάντα στη γειτονιά άμα γίνεται κάτι. Δεν μιλούσανε, δεν λαλούσανε. Μονάχα μια γυναίκα σήκωσε τα δυο της χέρια ψηλά και φώναξε:
– Τα παιδάκια μας θα φάνε!
Οι κυρίες με το κορίτσι μιλούσανε με τον κύριο Λουκάτο. Κάτι άνθρωποι ξεφόρτωναν τα καζάνια, τα ’βαλαν μέσα στο σχολείο, κι ύστερα ο δάσκαλος γύρισε στα παιδιά και τους είπε με ύφος επίσημο, λες κι έβγαζε λόγο για την Εθνική γιορτή:
– Πάρτε τα κουτιά σας και μπείτε στη σειρά. Αρχίζει το συσσίτιο.
Βρόντηξαν τα τενεκεδάκια, σίγησαν ξανά, κι ο κύριος Λουκάτος έδινε τα παραγγέλματα όπως στην παρέλαση: «Οι μικροί μπροστά, οι μεγάλοι πιο πίσω, οι άλλοι στη μέση. Μη θορυβείτε…».
Η ΑΣΤΡΑΔΕΝΗ
της Ευγενίας Φακίνου
Σήμερα είναι σπουδαία μέρα για μένα. Θα πάω στο καινούριο σχολείο, στο αθηναϊκό. Πρέπει να είναι καταπληκτικό. Δεν μπορεί, τόσα παιδιά να μην πηγαίνουν σε ωραίο σχολείο. Τι... Αθήνα θα ήταν τότε!...
Στη Σύμη* το σχολείο μας είναι πέτρινο, από πέτρα πελεκητή. Με κεραμιδένια στέγη. Έχει και αέτωμα,* τρίγωνο με σχέδιο στρογγυλό στη μέση. Στην πόρτα - την έξω - τη σιδερένια με τa σχέδια, έχει μια σκαλιστή πέτρα που γράφει «Αυγούστου 31, του 1876». Τόσο παλιό είναι. Αφού δεν έχει πια τα ψηφιδωτά του στις αυλές. Φαγώθηκαν απ' τα πόδια των παιδιών. Τόσα παιδιά... τόσα χρόνια... τι να σου κάνουν τα βοτσαλάκια... λιώσανε...
Έχουμε φτιάξει, όμως, παρτέρια γύρω γύρω και φυτεύει κάθε τάξη το δικό της. Κι επειδή είναι πολύς ο κήπος και μεγάλα τα παρτέρια, τα χωρίζουμε και παίρνει κάθε ομάδα ένα κομματάκι. Το Μάιο θ' ανθίσουν. Εγώ όμως δε θα τα δω. Γιατί πια μένω στην Αθήνα. Αι στο καλό, τι μου 'ρθε;... Σιγά μη βάλω και τα κλάματα... που δε θα δω τα μοσχομπίζελα του σχολειού ανθισμένα... Σιγά!... Να δεις που το σχολείο της Αθήνας θα έχει χιλιάδες λουλούδια. Τα πιο ωραία και τα πιο περίεργα που υπάρχουν...
Η μάνα μου μου χτένισε τα μαλλιά. Χωρίστρα στη μέση και δυο όμοιες πλεξούδες. Με κοκαλάκι κόκκινο στην άκρη. Η ποδιά μου, πλυμένη, σιδερωμένη κι ο γιακάς στη θέση του. Η τσάντα μου, το κουλούρι μου... όλα έτοιμα. Η σάκα μου είναι κόκκινη, γαλανή και άσπρη. Άσπρη είναι μια τσέπη που έχει μπροστά. Μου την είχε αγοράσει η Μαρία, η φίλη μας που μένει στο δεύτερο πάτωμα.
Ο πατέρας ψάχτηκε να βεβαιωθεί ότι έχει το χαρτί του σχολείου της Σύμης. Αργεί η Μαρία. ‘Αντε κι έχω αγωνία...
Η Μαρία χτύπησε τρεις φορές το κουδούνι. Η μάνα μου με σταύρωσε και με φίλησε.
Βγήκαμε. Η Μαρία μας περίμενε στην πόρτα. Είπε: «Ποπό! Μια μαθήτρια!...» και βγήκαμε κι οι τρεις. Θα έρθει, λέει, κι αυτή μαζί μας, γιατί πρέπει να είναι μάρτυρας ότι πραγματικά μένουμε σ' αυτή τη διεύθυνση. Γιατί, λέει, πολλοί λένε ψεύτικα ότι μένουν σ' αυτή τη γειτονιά, για να πηγαίνουν σ' αυτό το σχολείο. Κι επειδή έχει πολλά παιδιά, πρέπει να προσέχουν. Τους πας, λέει, μια απόδειξη του νερού ή του ηλεκτρικού ή του τηλεφώνου, που δείχνουν ότι πραγματικά μένεις σ' αυτή τη διεύθυνση.
Άκου πράγματα!... Δε σε πιστεύουν και πρέπει να τους δείχνεις χαρτιά… Κι εμείς, που δεν έχουμε χαρτιά, θα δείξουμε τη Μαρία, που έχει χαρτιά και την ξέρουν…
Περίεργα πράγματα!…
Μπλεγμένα!… Στη Σύμη πας στο σχολείο… έτσι!… Χωρίς τίποτα!… Τέλος πάντων. Εδώ είναι Αθήνα!…
Στη Σύμη* το σχολείο μας είναι πέτρινο, από πέτρα πελεκητή. Με κεραμιδένια στέγη. Έχει και αέτωμα,* τρίγωνο με σχέδιο στρογγυλό στη μέση. Στην πόρτα - την έξω - τη σιδερένια με τa σχέδια, έχει μια σκαλιστή πέτρα που γράφει «Αυγούστου 31, του 1876». Τόσο παλιό είναι. Αφού δεν έχει πια τα ψηφιδωτά του στις αυλές. Φαγώθηκαν απ' τα πόδια των παιδιών. Τόσα παιδιά... τόσα χρόνια... τι να σου κάνουν τα βοτσαλάκια... λιώσανε...
Έχουμε φτιάξει, όμως, παρτέρια γύρω γύρω και φυτεύει κάθε τάξη το δικό της. Κι επειδή είναι πολύς ο κήπος και μεγάλα τα παρτέρια, τα χωρίζουμε και παίρνει κάθε ομάδα ένα κομματάκι. Το Μάιο θ' ανθίσουν. Εγώ όμως δε θα τα δω. Γιατί πια μένω στην Αθήνα. Αι στο καλό, τι μου 'ρθε;... Σιγά μη βάλω και τα κλάματα... που δε θα δω τα μοσχομπίζελα του σχολειού ανθισμένα... Σιγά!... Να δεις που το σχολείο της Αθήνας θα έχει χιλιάδες λουλούδια. Τα πιο ωραία και τα πιο περίεργα που υπάρχουν...
Η μάνα μου μου χτένισε τα μαλλιά. Χωρίστρα στη μέση και δυο όμοιες πλεξούδες. Με κοκαλάκι κόκκινο στην άκρη. Η ποδιά μου, πλυμένη, σιδερωμένη κι ο γιακάς στη θέση του. Η τσάντα μου, το κουλούρι μου... όλα έτοιμα. Η σάκα μου είναι κόκκινη, γαλανή και άσπρη. Άσπρη είναι μια τσέπη που έχει μπροστά. Μου την είχε αγοράσει η Μαρία, η φίλη μας που μένει στο δεύτερο πάτωμα.
Ο πατέρας ψάχτηκε να βεβαιωθεί ότι έχει το χαρτί του σχολείου της Σύμης. Αργεί η Μαρία. ‘Αντε κι έχω αγωνία...
Η Μαρία χτύπησε τρεις φορές το κουδούνι. Η μάνα μου με σταύρωσε και με φίλησε.
Βγήκαμε. Η Μαρία μας περίμενε στην πόρτα. Είπε: «Ποπό! Μια μαθήτρια!...» και βγήκαμε κι οι τρεις. Θα έρθει, λέει, κι αυτή μαζί μας, γιατί πρέπει να είναι μάρτυρας ότι πραγματικά μένουμε σ' αυτή τη διεύθυνση. Γιατί, λέει, πολλοί λένε ψεύτικα ότι μένουν σ' αυτή τη γειτονιά, για να πηγαίνουν σ' αυτό το σχολείο. Κι επειδή έχει πολλά παιδιά, πρέπει να προσέχουν. Τους πας, λέει, μια απόδειξη του νερού ή του ηλεκτρικού ή του τηλεφώνου, που δείχνουν ότι πραγματικά μένεις σ' αυτή τη διεύθυνση.
Άκου πράγματα!... Δε σε πιστεύουν και πρέπει να τους δείχνεις χαρτιά… Κι εμείς, που δεν έχουμε χαρτιά, θα δείξουμε τη Μαρία, που έχει χαρτιά και την ξέρουν…
Περίεργα πράγματα!…
Μπλεγμένα!… Στη Σύμη πας στο σχολείο… έτσι!… Χωρίς τίποτα!… Τέλος πάντων. Εδώ είναι Αθήνα!…
ΟΙ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ
του Ανδρέα Καρκαβίτσα
Ποτέ δε ζήλεψα την τέχνη του σφουγγαρά· ποτέ στη ζωή μου! Αγάπησα τη θάλασσα, τους κόρφους, τα νησιά, τους θυμούς και τη γαλήνη της· μα τους θησαυρούς της όχι, ποτέ! Από μικρός αισθανόμουν αηδία εμπρός σε μια μηχανή. Δεν ξέρω πώς μου φαινόταν, δε θυμούμαι πώς την παρομοίαζα· όχι όμως ποτέ με πλεούμενο, ευχή του Θεού και καμάρι της θάλασσας. Κάτι σιχαμερό, του Σατανά χειροτέχνημα, φάνταζε πάντα στα μάτια μου. Όταν κάθε χρόνο, τη βδομάδα του Θωμά, το νησί μας βούρκωνε από το καρδιοχτύπι των μανάδων και στεφανωτικών, ή βούιζε από το γλέντι των βουτηχτάδων, εγώ δεν έβλεπα μπρος μου παρά Λάμια τη Μπαρμπαριά, να στρώνει τα κρυσταλλένια κρεβάτια της για να πλαγιάσει αξύπνητα εκείνους που ζηλεύουν τα πλούτη της. Και όταν πάλι το χινόπωρο έβγαιναν όλοι στο ακρωτήρι να χαιρετήσουν το γυρισμό τους, εγώ με κακή περιέργεια έτρεχα να μετρήσω πόσοι γύριζαν παράλυτοι, κουρέλια της ζωής, και πόσοι απόμειναν στο Ασπρονήσι, των Αραπάδων βρώση και μπαίγνιο.
Μια χρονιά όμως λίγο έλειψε να τους ακολουθήσω και γω. Οι συνομήλικοί μου πήγαν όλοι και πήραν προκαταβολή από το γερο-Μορφονιό, το μεγαλέμπορο. Πήραν τα λεφτά με τη συμφωνία να τους κατεβάσει με παιγνίδια στο καράβι, όταν θα μπαρκάρουν. Με μέθυσε η κακή παρακίνηση, πήγα μαζί τους. Ο μεγαλέμπορος μου μέτρησε δύο «άγκουρες» κι έναν «παππού»· μου έδωκε ακόμη και «νι φεούκ» για τρατάρισμα. Όλα μαζί χίλιες εκατόν είκοσι πέντε δραχμές. Δεν πήγα όμως να τα ρίξω στην ταβέρνα.
- Να, μάνα, της λέω· σου ’φερα τα πλάτικα. Μεθαύριο μισεύω με τους σφουγγαράδες.
- Φεύγεις με τους σφουγγαράδες! λέει εκείνη. Δεν πας καλύτερα να πέσεις στο Μαντράκι! Γλήγορα να δώκεις πίσω τα λεφτά. Ευκή και κατάρα μου άφηκε ο συχωρεμένος ο πατέρας σου, σφουγγαράς να μη γένει κανείς απ’ τη γενιά του.
- Ευχή και κατάρα!
- Ναι· τρέξε γρήγορα να δώκεις πίσω τα πλάτικα.
- Μωρέ μάνα· δε βλέπεις που δε βρίσκω δουλειά; Πώς θα ζήσουμε όλον τον καιρό; Τι θα φάμε;
- Τίποτα να μη φάμε· τίποτα. Να ψοφήσουμε στην ψάθα! Ο πατέρας σου το είπε ρητά: Κάλλιο ζητιάνος παρά σφουγγαράς!
Την άκουσα τη μάνα μου· έδωκα πίσω την προκαταβολή. Όχι τάχα πως ήμουν και τόσο υπάκουος. Αλλά η αντιπάθεια που έτρεφα στην τέχνη ξύπνησε μέσα μου με τον πρώτο λόγο της γριάς. Δεν μπορούσα όμως και να ξηγήσω τι ήταν εκείνο που έδενε το θέλημα του πατέρα μου τόσο σφιχτά με το αίσθημά μου! Τι διάβολο! κληρονομιά το είχαμε πάππου προς πάππου! Εγνώριζα πως ο πάππος μου ήταν ο καλύτερος βουτηχτής του καιρού του και συχνά παράβγαινε με τους Καλυμνιώτες. Κι ο πατέρας μου ήξερα πως έκανε την ίδια τέχνη, ως τη χρονιά που χάθηκε ο αδερφός του.
ΟΙ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ
Ποτέ δε ζήλεψα την τέχνη του σφουγγαρά· ποτέ στη ζωή μου! Αγάπησα τη θάλασσα, τους κόρφους, τα νησιά, τους θυμούς και τη γαλήνη της· μα τους θησαυρούς της όχι, ποτέ! Από μικρός αισθανόμουν αηδία εμπρός σε μια μηχανή. Δεν ξέρω πώς μου φαινόταν, δε θυμούμαι πώς την παρομοίαζα· όχι όμως ποτέ με πλεούμενο, ευχή του Θεού και καμάρι της θάλασσας. Κάτι σιχαμερό, του Σατανά χειροτέχνημα, φάνταζε πάντα στα μάτια μου. Όταν κάθε χρόνο, τη βδομάδα του Θωμά, το νησί μας βούρκωνε από το καρδιοχτύπι των μανάδων και στεφανωτικών, ή βούιζε από το γλέντι των βουτηχτάδων, εγώ δεν έβλεπα μπρος μου παρά Λάμια τη Μπαρμπαριά, να στρώνει τα κρυσταλλένια κρεβάτια της για να πλαγιάσει αξύπνητα εκείνους που ζηλεύουν τα πλούτη της. Και όταν πάλι το χινόπωρο έβγαιναν όλοι στο ακρωτήρι να χαιρετήσουν το γυρισμό τους, εγώ με κακή περιέργεια έτρεχα να μετρήσω πόσοι γύριζαν παράλυτοι, κουρέλια της ζωής, και πόσοι απόμειναν στο Ασπρονήσι, των Αραπάδων βρώση και μπαίγνιο.
Μια χρονιά όμως λίγο έλειψε να τους ακολουθήσω και γω. Οι συνομήλικοί μου πήγαν όλοι και πήραν προκαταβολή από το γερο-Μορφονιό, το μεγαλέμπορο. Πήραν τα λεφτά με τη συμφωνία να τους κατεβάσει με παιγνίδια στο καράβι, όταν θα μπαρκάρουν. Με μέθυσε η κακή παρακίνηση, πήγα μαζί τους. Ο μεγαλέμπορος μου μέτρησε δύο «άγκουρες» κι έναν «παππού»· μου έδωκε ακόμη και «νι φεούκ» για τρατάρισμα. Όλα μαζί χίλιες εκατόν είκοσι πέντε δραχμές. Δεν πήγα όμως να τα ρίξω στην ταβέρνα.
- Να, μάνα, της λέω· σου ’φερα τα πλάτικα. Μεθαύριο μισεύω με τους σφουγγαράδες.
- Φεύγεις με τους σφουγγαράδες! λέει εκείνη. Δεν πας καλύτερα να πέσεις στο Μαντράκι! Γλήγορα να δώκεις πίσω τα λεφτά. Ευκή και κατάρα μου άφηκε ο συχωρεμένος ο πατέρας σου, σφουγγαράς να μη γένει κανείς απ’ τη γενιά του.
- Ευχή και κατάρα!
- Ναι· τρέξε γρήγορα να δώκεις πίσω τα πλάτικα.
- Μωρέ μάνα· δε βλέπεις που δε βρίσκω δουλειά; Πώς θα ζήσουμε όλον τον καιρό; Τι θα φάμε;
- Τίποτα να μη φάμε· τίποτα. Να ψοφήσουμε στην ψάθα! Ο πατέρας σου το είπε ρητά: Κάλλιο ζητιάνος παρά σφουγγαράς!
Την άκουσα τη μάνα μου· έδωκα πίσω την προκαταβολή. Όχι τάχα πως ήμουν και τόσο υπάκουος. Αλλά η αντιπάθεια που έτρεφα στην τέχνη ξύπνησε μέσα μου με τον πρώτο λόγο της γριάς. Δεν μπορούσα όμως και να ξηγήσω τι ήταν εκείνο που έδενε το θέλημα του πατέρα μου τόσο σφιχτά με το αίσθημά μου! Τι διάβολο! κληρονομιά το είχαμε πάππου προς πάππου! Εγνώριζα πως ο πάππος μου ήταν ο καλύτερος βουτηχτής του καιρού του και συχνά παράβγαινε με τους Καλυμνιώτες. Κι ο πατέρας μου ήξερα πως έκανε την ίδια τέχνη, ως τη χρονιά που χάθηκε ο αδερφός του.
ΟΙ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
ΟΜΑΔΑ Α': Ζωγραφίστε το νησί όπως εσείς το φαντάζεστε
ΟΜΑΔΑ Β': Γράψτε μια μικρή ιστορία για το πώς χάθηκε ο αδερφός του παππού. ΟΜΑΔΑ Γ': Δραματοποιήστε το διάλογο με τη μητέρα. ΟΜΑΔΑ Δ': Γράψτε ένα κείμενο για το τι δουλειά πιστεύετε τελικά πώς έκανε ο πρωταγωνιστής ΟΜΑΔΑ Ε': Βρείτε στο κείμενο λέξεις που δεν τις έχετε ξανακούσει. ΟΜΑΔΑ Ζ': Γράψτε μια μικρή ιστορία για ποιο λόγο πιστεύετε πώς ο πατέρας άφησε τέτοια κατάρα στο γιο: να μη γίνει ποτέ σφουγγαράς. |
ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ / ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ
Η ΘΑΛΑΣΣΑ
ΟΙ ΦΡΕΓΑΔΕΣ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΤΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗΣ Ο ΕΚΔΙΚΗΤΗΣ διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη ΟΙ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ ΚΑΒΟΜΑΛΙΑΣ Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ δια χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη ΘΕΙΟΝ ΟΡΑΜΑ ΚΑΚΟΤΥΧΟΣ Ο ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ ΠΕΙΡΑΓΜΑΤΑ ΓΕΡΑΚΑΣ ΚΑΚΟΣΗΜΑΔΙΑ Η ΓΟΡΓΟΝΑ ΝΑΥΑΓΙΑ ΟΙ ΚΟΥΡΣΑΡΟΙ ΤΕΛΩΝΙΑ ΤΟ ΓΙΟΥΣΟΥΡΙ δια χειρός Κωνσταντίνας Πηγή:http://www.sarantakos.com |
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΕΛΕΦΑΝΤΑ
Το παιδί του ελέφαντα
του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ
μετάφραση: Σίσσυ Παπαδάκη
Ίσως, καρδούλα μου, να αγνοείς κάτι σπουδαίο: πως οι ελέφαντες τα πολύ πολύ παλιά χρόνια δεν είχαν προβοσκίδα. Είχαν απλώς μια κοντόχοντρη μύτη, μεγάλη σαν μπότα, την οποία μπορούσαν να κουνούν από δω κι από κει, όχι όμως και να χρησιμοποιούν για να πιάνουν πράγματα.
Ήταν, λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό ένας νεαρός ελέφαντας, ένα ελεφαντάκι, με αχόρταγη περιέργεια. Όλο ερωτήσεις έκανε. Ρωτούσε τη θεία του τη στρουθοκάμηλο γιατί φύτρωναν με τόσο παράξενο τρόπο φτερά στην ουρά της και εκείνη του έδινε μία με το βαρύ της πόδι. Ρωτούσε τον χοντρό του θείο, τον ιπποπόταμο, γιατί είχε κόκκινα μάτια και ο χοντρός θείος τού τράβαγε μία με το στρουμπουλό του πόδι. Ρωτούσε τη λεπτή του θεία, την καμηλοπάρδαλη, γιατί το δέρμα της ήταν όλο πιτσιλιές και η λεπτή του θεία τού κοπανούσε μία με τη σκληρή της πατούσα. Ρωτούσε τον τριχωτό του θείο, τον μπαμπουίνο, γιατί τα πεπόνια έχουν τη γεύση που έχουν και ο τριχωτός του θείος τού έριχνε μιαν ανάστροφη με το μαλλιαρό του χέρι. Ρώταγε τους πάντες για όλα όσα έβλεπε, άκουγε, μύριζε, άγγιζε και οι θείοι και οι θείες του δεν έχαναν ευκαιρία να του τις βρέχουν.
Ένα ωραίο πρωί αυτό το ελεφαντάκι έκανε μιαν ερώτηση που δεν είχε ξανακάνει ποτέ:
«Τι τρώει ο κροκόδειλος;»
Αμέσως, με μια φωνή, όλοι του απάντησαν με ένα δυνατό «Σουτ!» και άρχισαν να το κοπανάνε.
Λίγο αργότερα, το ελεφαντάκι συνάντησε το πουλί κολοκολό που ήταν κουρνιασμένο σε έναν αγκαθωτό θάμνο και του είπε:
«Ο μπαμπάς μου κι η μαμά μου με έδειραν. Και οι θείοι μου και οι θείες μου με έδειραν. Λένε πως έχω αχόρταγη περιέργεια. Αλλά το ξύλο δεν με έκανε να μη θέλω να μάθω τι τρώει ο κροκόδειλος».
Τότε το πουλί κολοκολό τού αποκρίθηκε κράζοντας:
«Πήγαινε στην όχθη του μεγάλου ποταμού Λιμποπό που έχει νερά σαν λάδι και γύρω γύρω δέντρα του πυρετού και εκεί θα μάθεις».
Το επόμενο πρωί το ελεφαντάκι με την αχόρταγη περιέργεια πήρε σαράντα κιλά μπανάνες (από εκείνες τις μικρούλες, τις πορτοκαλούλες), σαράντα κιλά ζαχαροκάλαμα (από κείνα τα μακριά, τα βιολετιά), δεκαεφτά πεπόνια (από εκείνα τα αγουρωπά και τραγανά) και ανακοίνωσε στους δικούς του:
«Έχετε γεια. Πάω στον ποταμό Λιμποπό να μάθω τι τρώει ο κροκόδειλος».
Και όλοι του έδωσαν ξύλο. Για να του φέρει γούρι. Παρόλο που εκείνο τους παρακάλεσε με τον ευγενικότερο τρόπο να το παραλείψουν αυτήν τη φορά.
Μετά έφυγε, πονώντας λιγάκι αλλά όχι με κακή διάθεση, και άρχισε να προχωρά μασουλώντας πεπόνια που τα σπόρια τους τα έφτυνε στον δρόμο και δεν μπορούσε να τα μαζέψει με την κοντή του μύτη.
Πήγε από το Γκρέιαμ στο Κίμπερλι και από το Κίμπερλι στη Χάμα και από τη Χάμα βόρεια τρώγοντας συνέχεια πεπόνια, ώσπου έφτασε στην όχθη του μεγάλου ποταμού Λιμποπό, που είχε νερά σαν λάδι και γύρω δέντρα του πυρετού, ακριβώς όπως τα είχε πει το πουλί κολοκολό.
Πρέπει όμως να σου πω και να βάλεις καλά στο μυαλό σου, καρδούλα μου, πως ως εκείνη τη μέρα, την ώρα και το λεπτό, ο μικρός ελέφαντας δεν είχε δει ποτέ κροκόδειλο, ούτε ήξερε πώς μοιάζει.
Το πρώτο ζώο που συνάντησε εκεί ήταν ένας δίχρωμος πύθωνας.
«Συγγνώμη», είπε ο μικρός ελέφαντας, όσο πιο ευγενικά ήξερε, «μήπως είδατε κανέναν κροκόδειλο εδώ κοντά;»
«Κροκόδειλο;» απάντησε με ύφος περιφρονητικό ο πύθωνας, «Τι άλλο θα με ρωτήσεις!»
«Συγγνώμη», συνέχισε ο μικρός ελέφαντας, «μήπως ξέρετε τι τρώει ο κροκόδειλος;»
Ακούγοντάς το αυτό ο δίχρωμος πύθωνας πετάχτηκε από τον βράχο και χτύπησε το ελεφαντάκι με την ουρά του.
«Περίεργο!» είπε ο μικρός ελέφαντας. «Ο μπαμπάς και η μαμά μου, και οι θείοι μου, και οι θείες μου με έδειραν πολλές φορές εξαιτίας της αχόρταγης περιέργειάς μου. Και τώρα το ίδιο κάνατε και εσείς!»
Μετά από αυτό αποχαιρέτησε, πολύ ευγενικά, τον πύθωνα και συνέχισε τον δρόμο του, πονώντας λίγο, αλλά όχι με κακή διάθεση.
Τέλος, έβαλε το πόδι του πάνω σε κάτι που έμοιαζε με μεγάλο κούτσουρο αφημένο στην όχθη του μεγάλου ποταμού Λιμποπό που έχει νερά σαν λάδι και γύρω δέντρα του πυρετού. Και αυτό το κούτσουρο, καρδούλα μου, ήταν ο κροκόδειλος! Και ο κροκόδειλος μισάνοιξε το μάτι του – να, έτσι!
«Συγγνώμη», είπε ο μικρός ελέφαντας όσο πιο ευγενικά γινόταν, «μήπως έτυχε να δείτε κανέναν κροκόδειλο εδώ κοντά;»
Τότε ο κροκόδειλος μισάνοιξε και το άλλο του μάτι και μισόβγαλε και την ουρά του από τη λάσπη. Βλέποντάς τον ο μικρός ελέφαντας τραβήχτηκε μακριά, όσο πιο ευγενικά μπορούσε, γιατί δεν ήθελε να τις ξαναφάει.
«Έλα εδώ, μικρέ! Γιατί κάνεις τέτοιες ερωτήσεις;» του λέει ο κροκόδειλος.
«Συγγνώμη», ξαναλέει ο μικρός ελέφαντας όσο πιο ευγενικά γινόταν, «ο μπαμπάς μου, η μαμά μου, όλοι οι θείοι και οι θείες, ακόμα και ο πύθωνας με τη φολιδωτή ουρά, με δείρανε. Γι’ αυτό, αν δεν σας πειράζει, θα προτιμούσα να μην τις ξαναφάω σήμερα».
«Έλα εδώ, μικρέ! Εγώ είμαι ο κροκόδειλος!» είπε ο άλλος και, για να του δείξει πως λέει αλήθεια, έχυσε δάκρυα κροκοδείλια.
Τότε ο μικρός ελέφαντας ένιωσε να του κόβεται η ανάσα. Γονάτισε συγκινημένος στην ακροποταμιά.
«Σας ψάχνω μέρες. Θα μου κάνετε τη χάρη να μου πείτε τι τρώτε;»
«Θα σ’ το πω στ’ αυτί!» απάντησε ο κροκόδειλος.
Τότε ο μικρός ελέφαντας πλησίασε το κεφάλι του στο όχι και τόσο μυρωδάτο στόμα του κροκόδειλου και στα μεγάλα κοφτερά του δόντια. Και ο κροκόδειλος του άρπαξε τη μυτούλα που, όπως είπαμε, ως εκείνη τη μέρα, την ώρα και το λεπτό δεν ήταν μεγαλύτερη από μπότα.
«Μου φαίνεται», είπε ο κροκόδειλος, «πως σήμερα θα ξεκινήσω από ελεφαντάκι».
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, καρδούλα μου, ο μικρός ελέφαντας έχασε για πρώτη φορά την καλή του διάθεση και είπε μιλώντας με τη μύτη:
«Αβήστε με να φύγω! Βονάω πολύ!»
Την ίδια στιγμή ο δίχρωμος πύθωνας κατέβηκε από τον βράχο του και είπε στο αιχμάλωτο ελεφαντάκι:
«Νεαρέ μου φίλε, αν δεν τραβηχτείς αμέσως, φοβάμαι πως αυτός ο χοντρόπετσος θα σε ρίξει στο νερό πριν προλάβεις να πεις μπλουμ».
Τότε ο μικρός ελέφαντας στηρίχθηκε στα πίσω του πόδια και άρχισε να τραβιέται και να τραβιέται, ώσπου η μύτη του άρχισε να μακραίνει. Και ο κροκόδειλος άρχισε να τραβιέται προς το ποτάμι με την ουρά του να χτυπά το νερό όπως χτυπάνε την κρέμα σαντιγί.
Τραβούσε το ελεφαντάκι. Τραβούσε και ο κροκόδειλος. Και η μύτη μάκραινε και μάκραινε…
Ο μικρός ελέφαντας ένιωσε τα πόδια του να λυγίζουν και είπε, μιλώντας πάλι με τη μύτη, αυτήν τη μύτη που είχε πια δυο μέτρα μήκος:
«Βτάνει! Δε βορώ βια!»
Τότε ο δίχρωμος πύθωνας ξαναπετάχτηκε και τυλίχτηκε γύρω από τα πίσω πόδια του μικρού ελέφαντα λέγοντας:
«Άμυαλε και άπειρε ξένε, να σε βοηθήσω γιατί αυτός θα σε διαλύσει».
Άρχισε και αυτός να τραβά. Τράβαγε και ο μικρός ελέφαντας. Τράβαγε και ο κροκόδειλος. Μα ο μικρός ελέφαντας και ο μεγάλος δίχρωμος πύθωνας τράβαγαν δυνατότερα και, μ’ ένα «κλοπ», ο κροκόδειλος αναγκάστηκε να αφήσει τη μύτη.
«Τι κάθεσαι τώρα;» ρώτησε ο δίχρωμος πύθωνας τον μικρό ελέφαντα.
«Περιμένω να γίνει η μύτη μου όπως πριν».
«Θα περιμένεις πολύ καιρό!» αποκρίθηκε ο πύθωνας. «Αχ! υπάρχουν πλάσματα που δεν καταλαβαίνουν τι τύχη έχουν!»
Τρεις μέρες ακούνητο έμεινε το ελεφαντάκι περιμένοντας να μικρύνει η μύτη του. Την κοίταζε συνέχεια, τόσο που πια αληθώριζε. Αλλά η μύτη δεν κόνταινε. Είχε γίνει, όπως καταλαβαίνεις, καρδούλα μου, προβοσκίδα σαν αυτήν που έχουν πια όλοι οι ελέφαντες.
Το βράδυ της τρίτης μέρας μια μύγα τσίμπησε το ελεφαντάκι στην πλάτη. Εκείνο, χωρίς να το πολυσκεφτεί, σήκωσε την προβοσκίδα και σκότωσε τη μύγα.
«Πλεονέκτημα πρώτο», είπε ο δίχρωμος πύθωνας. «Ποτέ δεν θα το είχες καταφέρει αυτό με τη γελοία μυτίτσα που είχες. Για δοκίμασε τώρα να φας!»
Χωρίς να πολυσκεφτεί ο νεαρός ελέφαντας βούτηξε με την προβοσκίδα του ένα μάτσο χόρτα, τίναξε το χώμα από τις ρίζες τους και το έχωσε στο στόμα του.
«Πλεονέκτημα δεύτερο», είπε ο δίχρωμος πύθωνας. «Ποτέ δεν θα το είχες καταφέρει αυτό με τη γελοία μυτίτσα που είχες. Δεν σου φαίνεται, όμως, πως καίει σήμερα ο ήλιος;»
«Δίκιο έχεις», είπε το ελεφαντάκι και, χωρίς να το πολυσκεφτεί, μάζεψε λάσπη από την όχθη του ποταμού και την έβαλε στο κεφάλι του φτιάχνοντας έτσι ένα καπελάκι.
«Πλεονέκτημα τρίτο» είπε ο δίχρωμος πύθωνας δυνατά. «Ποτέ δεν θα το είχες καταφέρει αυτό με τη γελοία μυτίτσα που είχες. Πώς θα σου φαινόταν τώρα να σε ξαναχτύπαγαν;»
«Α, αυτό δεν θα μου άρεσε καθόλου!» απάντησε ο μικρός ελέφαντας.
«Ε, λοιπόν», είπε ο δίχρωμος πύθωνας, «θα δεις πόσο χρήσιμη θα σου φανεί και σ’ αυτό η καινούργια σου μύτη».
«Ποτέ δεν θα σε ξεχάσω», είπε ο μικρός ελέφαντας. «Τώρα, όμως, πρέπει να γυρίσω σπίτι».
Ξανάρχισε να διασχίζει την Αφρική. Όταν ήθελε φρούτα, τα έκοβε κατευθείαν από τα δέντρα. Όταν ήθελε χόρτα, τα ξερίζωνε αμέσως από το χώμα. Όταν τον τσιμπούσαν μύγες, έκοβε ένα κλαδί και τις κυνηγούσε κι όταν τον ενοχλούσε ο ήλιος έφτιαχνε καπελάκια από λάσπη. Όταν βαριόταν, έπαιζε με την προβοσκίδα του μια μουσική που ακουγόταν σαν από δέκα τρομπέτες μαζί.
Μια σκοτεινή βραδιά ξαναντάμωσε τους δικούς του. Χάρηκαν πολύ που γύρισε και του είπαν αμέσως:
«Για έλα να σε δείρουμε για την αχόρταγη περιέργειά σου!»
«Πφφ!», απάντησε ο μικρός ελέφαντας. «Ιδέα δεν έχετε πώς χτυπούν!» Και αρπάζοντας δυο θείους με την προβοσκίδα τους έριξε κάτω, με τα πόδια ψηλά.
«Πώς το ’κανες αυτό;» φώναξαν εκείνοι «Και τι μύτη είναι αυτή;»
«Ρώτησα τον κροκόδειλο τι τρώει και μου την έδωσε για ενθύμιο».
«Άσχημη είναι!» είπε ο θείος του ο μπαμπουίνος.
«Ίσως. Αλλά βολική» απάντησε το ελεφαντάκι και βουτώντας τον του έκανε μια γυροβολιά και τον έριξε σε μια μελισσοφωλιά. Άρπαξε και τη θεία καμηλοπάρδαλη και την πέταξε σε μια αγκαθιά. Τρόμαξε και τον θείο ιπποπόταμο κάνοντάς του μπουρμπουλήθρες κοντά στ’ αυτιά. Και μια και δυο, όλοι οι ελέφαντες ξεκίνησαν για τον Λιμποπό.
Όταν γύρισαν, κανένας πια δεν ξαναχτύπησε τον άλλον. Και από τότε, καρδούλα μου, όλοι οι ελέφαντες που θα δεις –άσε αυτούς που δεν θα δεις– έχουν προβοσκίδες σαν αυτήν του μικρού ελέφαντα με την αχόρταγη περιέργεια.
http://www.talcmag.gr
του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ
μετάφραση: Σίσσυ Παπαδάκη
Ίσως, καρδούλα μου, να αγνοείς κάτι σπουδαίο: πως οι ελέφαντες τα πολύ πολύ παλιά χρόνια δεν είχαν προβοσκίδα. Είχαν απλώς μια κοντόχοντρη μύτη, μεγάλη σαν μπότα, την οποία μπορούσαν να κουνούν από δω κι από κει, όχι όμως και να χρησιμοποιούν για να πιάνουν πράγματα.
Ήταν, λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό ένας νεαρός ελέφαντας, ένα ελεφαντάκι, με αχόρταγη περιέργεια. Όλο ερωτήσεις έκανε. Ρωτούσε τη θεία του τη στρουθοκάμηλο γιατί φύτρωναν με τόσο παράξενο τρόπο φτερά στην ουρά της και εκείνη του έδινε μία με το βαρύ της πόδι. Ρωτούσε τον χοντρό του θείο, τον ιπποπόταμο, γιατί είχε κόκκινα μάτια και ο χοντρός θείος τού τράβαγε μία με το στρουμπουλό του πόδι. Ρωτούσε τη λεπτή του θεία, την καμηλοπάρδαλη, γιατί το δέρμα της ήταν όλο πιτσιλιές και η λεπτή του θεία τού κοπανούσε μία με τη σκληρή της πατούσα. Ρωτούσε τον τριχωτό του θείο, τον μπαμπουίνο, γιατί τα πεπόνια έχουν τη γεύση που έχουν και ο τριχωτός του θείος τού έριχνε μιαν ανάστροφη με το μαλλιαρό του χέρι. Ρώταγε τους πάντες για όλα όσα έβλεπε, άκουγε, μύριζε, άγγιζε και οι θείοι και οι θείες του δεν έχαναν ευκαιρία να του τις βρέχουν.
Ένα ωραίο πρωί αυτό το ελεφαντάκι έκανε μιαν ερώτηση που δεν είχε ξανακάνει ποτέ:
«Τι τρώει ο κροκόδειλος;»
Αμέσως, με μια φωνή, όλοι του απάντησαν με ένα δυνατό «Σουτ!» και άρχισαν να το κοπανάνε.
Λίγο αργότερα, το ελεφαντάκι συνάντησε το πουλί κολοκολό που ήταν κουρνιασμένο σε έναν αγκαθωτό θάμνο και του είπε:
«Ο μπαμπάς μου κι η μαμά μου με έδειραν. Και οι θείοι μου και οι θείες μου με έδειραν. Λένε πως έχω αχόρταγη περιέργεια. Αλλά το ξύλο δεν με έκανε να μη θέλω να μάθω τι τρώει ο κροκόδειλος».
Τότε το πουλί κολοκολό τού αποκρίθηκε κράζοντας:
«Πήγαινε στην όχθη του μεγάλου ποταμού Λιμποπό που έχει νερά σαν λάδι και γύρω γύρω δέντρα του πυρετού και εκεί θα μάθεις».
Το επόμενο πρωί το ελεφαντάκι με την αχόρταγη περιέργεια πήρε σαράντα κιλά μπανάνες (από εκείνες τις μικρούλες, τις πορτοκαλούλες), σαράντα κιλά ζαχαροκάλαμα (από κείνα τα μακριά, τα βιολετιά), δεκαεφτά πεπόνια (από εκείνα τα αγουρωπά και τραγανά) και ανακοίνωσε στους δικούς του:
«Έχετε γεια. Πάω στον ποταμό Λιμποπό να μάθω τι τρώει ο κροκόδειλος».
Και όλοι του έδωσαν ξύλο. Για να του φέρει γούρι. Παρόλο που εκείνο τους παρακάλεσε με τον ευγενικότερο τρόπο να το παραλείψουν αυτήν τη φορά.
Μετά έφυγε, πονώντας λιγάκι αλλά όχι με κακή διάθεση, και άρχισε να προχωρά μασουλώντας πεπόνια που τα σπόρια τους τα έφτυνε στον δρόμο και δεν μπορούσε να τα μαζέψει με την κοντή του μύτη.
Πήγε από το Γκρέιαμ στο Κίμπερλι και από το Κίμπερλι στη Χάμα και από τη Χάμα βόρεια τρώγοντας συνέχεια πεπόνια, ώσπου έφτασε στην όχθη του μεγάλου ποταμού Λιμποπό, που είχε νερά σαν λάδι και γύρω δέντρα του πυρετού, ακριβώς όπως τα είχε πει το πουλί κολοκολό.
Πρέπει όμως να σου πω και να βάλεις καλά στο μυαλό σου, καρδούλα μου, πως ως εκείνη τη μέρα, την ώρα και το λεπτό, ο μικρός ελέφαντας δεν είχε δει ποτέ κροκόδειλο, ούτε ήξερε πώς μοιάζει.
Το πρώτο ζώο που συνάντησε εκεί ήταν ένας δίχρωμος πύθωνας.
«Συγγνώμη», είπε ο μικρός ελέφαντας, όσο πιο ευγενικά ήξερε, «μήπως είδατε κανέναν κροκόδειλο εδώ κοντά;»
«Κροκόδειλο;» απάντησε με ύφος περιφρονητικό ο πύθωνας, «Τι άλλο θα με ρωτήσεις!»
«Συγγνώμη», συνέχισε ο μικρός ελέφαντας, «μήπως ξέρετε τι τρώει ο κροκόδειλος;»
Ακούγοντάς το αυτό ο δίχρωμος πύθωνας πετάχτηκε από τον βράχο και χτύπησε το ελεφαντάκι με την ουρά του.
«Περίεργο!» είπε ο μικρός ελέφαντας. «Ο μπαμπάς και η μαμά μου, και οι θείοι μου, και οι θείες μου με έδειραν πολλές φορές εξαιτίας της αχόρταγης περιέργειάς μου. Και τώρα το ίδιο κάνατε και εσείς!»
Μετά από αυτό αποχαιρέτησε, πολύ ευγενικά, τον πύθωνα και συνέχισε τον δρόμο του, πονώντας λίγο, αλλά όχι με κακή διάθεση.
Τέλος, έβαλε το πόδι του πάνω σε κάτι που έμοιαζε με μεγάλο κούτσουρο αφημένο στην όχθη του μεγάλου ποταμού Λιμποπό που έχει νερά σαν λάδι και γύρω δέντρα του πυρετού. Και αυτό το κούτσουρο, καρδούλα μου, ήταν ο κροκόδειλος! Και ο κροκόδειλος μισάνοιξε το μάτι του – να, έτσι!
«Συγγνώμη», είπε ο μικρός ελέφαντας όσο πιο ευγενικά γινόταν, «μήπως έτυχε να δείτε κανέναν κροκόδειλο εδώ κοντά;»
Τότε ο κροκόδειλος μισάνοιξε και το άλλο του μάτι και μισόβγαλε και την ουρά του από τη λάσπη. Βλέποντάς τον ο μικρός ελέφαντας τραβήχτηκε μακριά, όσο πιο ευγενικά μπορούσε, γιατί δεν ήθελε να τις ξαναφάει.
«Έλα εδώ, μικρέ! Γιατί κάνεις τέτοιες ερωτήσεις;» του λέει ο κροκόδειλος.
«Συγγνώμη», ξαναλέει ο μικρός ελέφαντας όσο πιο ευγενικά γινόταν, «ο μπαμπάς μου, η μαμά μου, όλοι οι θείοι και οι θείες, ακόμα και ο πύθωνας με τη φολιδωτή ουρά, με δείρανε. Γι’ αυτό, αν δεν σας πειράζει, θα προτιμούσα να μην τις ξαναφάω σήμερα».
«Έλα εδώ, μικρέ! Εγώ είμαι ο κροκόδειλος!» είπε ο άλλος και, για να του δείξει πως λέει αλήθεια, έχυσε δάκρυα κροκοδείλια.
Τότε ο μικρός ελέφαντας ένιωσε να του κόβεται η ανάσα. Γονάτισε συγκινημένος στην ακροποταμιά.
«Σας ψάχνω μέρες. Θα μου κάνετε τη χάρη να μου πείτε τι τρώτε;»
«Θα σ’ το πω στ’ αυτί!» απάντησε ο κροκόδειλος.
Τότε ο μικρός ελέφαντας πλησίασε το κεφάλι του στο όχι και τόσο μυρωδάτο στόμα του κροκόδειλου και στα μεγάλα κοφτερά του δόντια. Και ο κροκόδειλος του άρπαξε τη μυτούλα που, όπως είπαμε, ως εκείνη τη μέρα, την ώρα και το λεπτό δεν ήταν μεγαλύτερη από μπότα.
«Μου φαίνεται», είπε ο κροκόδειλος, «πως σήμερα θα ξεκινήσω από ελεφαντάκι».
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, καρδούλα μου, ο μικρός ελέφαντας έχασε για πρώτη φορά την καλή του διάθεση και είπε μιλώντας με τη μύτη:
«Αβήστε με να φύγω! Βονάω πολύ!»
Την ίδια στιγμή ο δίχρωμος πύθωνας κατέβηκε από τον βράχο του και είπε στο αιχμάλωτο ελεφαντάκι:
«Νεαρέ μου φίλε, αν δεν τραβηχτείς αμέσως, φοβάμαι πως αυτός ο χοντρόπετσος θα σε ρίξει στο νερό πριν προλάβεις να πεις μπλουμ».
Τότε ο μικρός ελέφαντας στηρίχθηκε στα πίσω του πόδια και άρχισε να τραβιέται και να τραβιέται, ώσπου η μύτη του άρχισε να μακραίνει. Και ο κροκόδειλος άρχισε να τραβιέται προς το ποτάμι με την ουρά του να χτυπά το νερό όπως χτυπάνε την κρέμα σαντιγί.
Τραβούσε το ελεφαντάκι. Τραβούσε και ο κροκόδειλος. Και η μύτη μάκραινε και μάκραινε…
Ο μικρός ελέφαντας ένιωσε τα πόδια του να λυγίζουν και είπε, μιλώντας πάλι με τη μύτη, αυτήν τη μύτη που είχε πια δυο μέτρα μήκος:
«Βτάνει! Δε βορώ βια!»
Τότε ο δίχρωμος πύθωνας ξαναπετάχτηκε και τυλίχτηκε γύρω από τα πίσω πόδια του μικρού ελέφαντα λέγοντας:
«Άμυαλε και άπειρε ξένε, να σε βοηθήσω γιατί αυτός θα σε διαλύσει».
Άρχισε και αυτός να τραβά. Τράβαγε και ο μικρός ελέφαντας. Τράβαγε και ο κροκόδειλος. Μα ο μικρός ελέφαντας και ο μεγάλος δίχρωμος πύθωνας τράβαγαν δυνατότερα και, μ’ ένα «κλοπ», ο κροκόδειλος αναγκάστηκε να αφήσει τη μύτη.
«Τι κάθεσαι τώρα;» ρώτησε ο δίχρωμος πύθωνας τον μικρό ελέφαντα.
«Περιμένω να γίνει η μύτη μου όπως πριν».
«Θα περιμένεις πολύ καιρό!» αποκρίθηκε ο πύθωνας. «Αχ! υπάρχουν πλάσματα που δεν καταλαβαίνουν τι τύχη έχουν!»
Τρεις μέρες ακούνητο έμεινε το ελεφαντάκι περιμένοντας να μικρύνει η μύτη του. Την κοίταζε συνέχεια, τόσο που πια αληθώριζε. Αλλά η μύτη δεν κόνταινε. Είχε γίνει, όπως καταλαβαίνεις, καρδούλα μου, προβοσκίδα σαν αυτήν που έχουν πια όλοι οι ελέφαντες.
Το βράδυ της τρίτης μέρας μια μύγα τσίμπησε το ελεφαντάκι στην πλάτη. Εκείνο, χωρίς να το πολυσκεφτεί, σήκωσε την προβοσκίδα και σκότωσε τη μύγα.
«Πλεονέκτημα πρώτο», είπε ο δίχρωμος πύθωνας. «Ποτέ δεν θα το είχες καταφέρει αυτό με τη γελοία μυτίτσα που είχες. Για δοκίμασε τώρα να φας!»
Χωρίς να πολυσκεφτεί ο νεαρός ελέφαντας βούτηξε με την προβοσκίδα του ένα μάτσο χόρτα, τίναξε το χώμα από τις ρίζες τους και το έχωσε στο στόμα του.
«Πλεονέκτημα δεύτερο», είπε ο δίχρωμος πύθωνας. «Ποτέ δεν θα το είχες καταφέρει αυτό με τη γελοία μυτίτσα που είχες. Δεν σου φαίνεται, όμως, πως καίει σήμερα ο ήλιος;»
«Δίκιο έχεις», είπε το ελεφαντάκι και, χωρίς να το πολυσκεφτεί, μάζεψε λάσπη από την όχθη του ποταμού και την έβαλε στο κεφάλι του φτιάχνοντας έτσι ένα καπελάκι.
«Πλεονέκτημα τρίτο» είπε ο δίχρωμος πύθωνας δυνατά. «Ποτέ δεν θα το είχες καταφέρει αυτό με τη γελοία μυτίτσα που είχες. Πώς θα σου φαινόταν τώρα να σε ξαναχτύπαγαν;»
«Α, αυτό δεν θα μου άρεσε καθόλου!» απάντησε ο μικρός ελέφαντας.
«Ε, λοιπόν», είπε ο δίχρωμος πύθωνας, «θα δεις πόσο χρήσιμη θα σου φανεί και σ’ αυτό η καινούργια σου μύτη».
«Ποτέ δεν θα σε ξεχάσω», είπε ο μικρός ελέφαντας. «Τώρα, όμως, πρέπει να γυρίσω σπίτι».
Ξανάρχισε να διασχίζει την Αφρική. Όταν ήθελε φρούτα, τα έκοβε κατευθείαν από τα δέντρα. Όταν ήθελε χόρτα, τα ξερίζωνε αμέσως από το χώμα. Όταν τον τσιμπούσαν μύγες, έκοβε ένα κλαδί και τις κυνηγούσε κι όταν τον ενοχλούσε ο ήλιος έφτιαχνε καπελάκια από λάσπη. Όταν βαριόταν, έπαιζε με την προβοσκίδα του μια μουσική που ακουγόταν σαν από δέκα τρομπέτες μαζί.
Μια σκοτεινή βραδιά ξαναντάμωσε τους δικούς του. Χάρηκαν πολύ που γύρισε και του είπαν αμέσως:
«Για έλα να σε δείρουμε για την αχόρταγη περιέργειά σου!»
«Πφφ!», απάντησε ο μικρός ελέφαντας. «Ιδέα δεν έχετε πώς χτυπούν!» Και αρπάζοντας δυο θείους με την προβοσκίδα τους έριξε κάτω, με τα πόδια ψηλά.
«Πώς το ’κανες αυτό;» φώναξαν εκείνοι «Και τι μύτη είναι αυτή;»
«Ρώτησα τον κροκόδειλο τι τρώει και μου την έδωσε για ενθύμιο».
«Άσχημη είναι!» είπε ο θείος του ο μπαμπουίνος.
«Ίσως. Αλλά βολική» απάντησε το ελεφαντάκι και βουτώντας τον του έκανε μια γυροβολιά και τον έριξε σε μια μελισσοφωλιά. Άρπαξε και τη θεία καμηλοπάρδαλη και την πέταξε σε μια αγκαθιά. Τρόμαξε και τον θείο ιπποπόταμο κάνοντάς του μπουρμπουλήθρες κοντά στ’ αυτιά. Και μια και δυο, όλοι οι ελέφαντες ξεκίνησαν για τον Λιμποπό.
Όταν γύρισαν, κανένας πια δεν ξαναχτύπησε τον άλλον. Και από τότε, καρδούλα μου, όλοι οι ελέφαντες που θα δεις –άσε αυτούς που δεν θα δεις– έχουν προβοσκίδες σαν αυτήν του μικρού ελέφαντα με την αχόρταγη περιέργεια.
http://www.talcmag.gr