Οι αρχαίες ελληνικές λέξεις χρησιμοποιούνται ακόμα... στην σύνθεση!!!
Α , α
αλέξω:αποκρούω
αλέξανδρος:αυτός που αποκτούει τουςάνδρες, ο πολεμιστής
αλεξικέραυνο,αλεξιβρόχιο,αλεξίσφαιρο
αλέξανδρος:αυτός που αποκτούει τουςάνδρες, ο πολεμιστής
αλεξικέραυνο,αλεξιβρόχιο,αλεξίσφαιρο
Αστέρι / αρχαία ελληνικά αστήρ
αστερίας, αστερισμός, αστερίσκος, αστερόεσσα
αστερίας, αστερισμός, αστερίσκος, αστερόεσσα
Πάντοτε/ αρχαία ελλην. αεί
αείμνηστος , αειθαλλής
αείμνηστος , αειθαλλής
άλς : θάλασσα
αλάτι, αλατισμένος , αλμυρός, αλυκή, αλιεία, αλιευτικό
αλάτι, αλατισμένος , αλμυρός, αλυκή, αλιεία, αλιευτικό
Β ,β
Περπατώ / αρχαία ελληνικά : βαίνω
βήμα, βάση, βασικός, βατός, βαθμός,υπέρβαση, εμβατήριο, ανεβαίνω, έκβαση, διάβαση, πρόσβαση, διαβατήριο, υπνοβάτης,παράβαση, επιβάτης, απόβαση, κατάβαση, ανάβαση, πρόσβαση, πρόβατο
βήμα, βάση, βασικός, βατός, βαθμός,υπέρβαση, εμβατήριο, ανεβαίνω, έκβαση, διάβαση, πρόσβαση, διαβατήριο, υπνοβάτης,παράβαση, επιβάτης, απόβαση, κατάβαση, ανάβαση, πρόσβαση, πρόβατο
Γ
γη : αρχαία ελληνικά γαία
γαιοκτήμονας, γαιάνθρακας, γαιότοιχος
γαιοκτήμονας, γαιάνθρακας, γαιότοιχος
γυναίκα : αρχαία ελληνικά : γυνή
γυναικείο, γυναικωνίτης, ανδρόγυνο
γυναικείο, γυναικωνίτης, ανδρόγυνο
Θ
Κυνήγι / αρχαία ελλην. θήρα
λαθροθήρας , χρυσοθήρας , θηρεύω
λαθροθήρας , χρυσοθήρας , θηρεύω
Κ, κ
Λ , λ
ρούχο / αρχαία ελλην. λώπος
λωποδύτης ( αυτός που βουτάει στα ρούχα, κλέβει)
λωποδύτης ( αυτός που βουτάει στα ρούχα, κλέβει)
Ο , ο
όψον: μπουκιά άρτου
οψώνιον είναι η αγορά τροφίμων και από εκεί προέρχεται η λέξη <<ψώνια>>, ψωνίζω
οψώνιον είναι η αγορά τροφίμων και από εκεί προέρχεται η λέξη <<ψώνια>>, ψωνίζω
Π , π
Θάλασσα : αρχαία ελληνικά : πόντος
ποντοπόρος, υπερπόντιος
ποντοπόρος, υπερπόντιος
τραγωδία = τράγων ωδή(τραγούδι)
Στα Διονύσια οι άνθρωποι φόραγαν μάσκες τράγων, το ιερό ζώο του θεού Διόνυσου και τραγούδαγαν και χόρευαν.
Στα Διονύσια οι άνθρωποι φόραγαν μάσκες τράγων, το ιερό ζώο του θεού Διόνυσου και τραγούδαγαν και χόρευαν.
Τάφος / αρχαία ελλην. τύμβος
τυμβορύχος , επιτύμβιος
τυμβορύχος , επιτύμβιος
Υ , υ
νερό / αρχαία ελλην. ύδωρ
υδραγωγείο, λειψυδρία, ύδρευση, υδρορροή, υδραυλικός, υδρόβιος, υδρόβια, υδρόβιο, υδρατμός, υδρατμός, υδροπλάνο, υδρόγειος, υδροφόρα
υδραγωγείο, λειψυδρία, ύδρευση, υδρορροή, υδραυλικός, υδρόβιος, υδρόβια, υδρόβιο, υδρατμός, υδρατμός, υδροπλάνο, υδρόγειος, υδροφόρα
Παπούτσι / αρχαία ελλην. υπόδημα
υποδηματοποιείο, υποδηματοποιός
υποδηματοποιείο, υποδηματοποιός
αρχαία ελληνικάκώπη:το κάτω μέρος
κωπηλάτης, κωπηλασία
αρχαία ελλην.πήδον: το επάνω μέρος
πηδάλιο , πηδαλιούχος
κωπηλάτης, κωπηλασία
αρχαία ελλην.πήδον: το επάνω μέρος
πηδάλιο , πηδαλιούχος
Χ, χ
Γη / αρχαία ελλην. χθων
υποχθόνιος , καταχθόνιος , αυτόχθονας
υποχθόνιος , καταχθόνιος , αυτόχθονας
χέρι / αρχαία ελλ. χειρ
χειροτεχνία,χειροδύναμος, χειραποσκευή, χειραγωγώ, χειραγώγηση,χειρουργός,χερόμυλος
χειροτεχνία,χειροδύναμος, χειραποσκευή, χειραγωγώ, χειραγώγηση,χειρουργός,χερόμυλος