ΠΛΟΥΤΟΣ - ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
_Ο Ἀριστοφάνης, γιος του Φιλίππου από τον δήμο Κυδαθήναιον, ήταν
Αθηναίος σατιρικός ποιητής του 5ου αιώνα (περίπου 445 - 386 π.Χ.). Ο
Αριστοφάνης είναι, μαζί με τον Εύπολι και τον Κρατίνο, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της περιόδου της αρχαίας αθηναϊκής κωμωδίας που χαρακτηρίζεται ως «αρχαία κωμωδία» [1] και ο μοναδικός, του οποίου σώζονται ακέραια έργα. Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., συνέγραψε 46 κωμωδίες [2]. Από αυτές σώζονται έντεκα ακέραιες, ενώ παραδίδονται 924 αποσπάσματα.
_ΕΡΓΑ
Οι σημαντικότερες πηγές για τις διδασκαλίες των έργων του Αριστοφάνη είναι οι επιγραφές με τους καταλόγους νικητών σε δραματικούς αγώνες, [3] οι αρχαίες υποθέσεις στα σωζόμενα έργα του και οι πληροφορίες που παραθέτουν οι αρχαίοι λεξικογράφοι. Ο Αριστοφάνης παρουσίασε τις τέσσερις πρώτες κωμωδίες του αναθέτοντας την διδασκαλία του Χορού στον Καλλίστρατο: οι Δαιταλείς διδάχθηκαν το 427 π.Χ., στα Μεγάλα Διονύσια της επόμενης χρονιάς (426 π.Χ.) παρουσιάστηκαν οι Βαβυλώνιοι, με τους οποίους ο Αριστοφάνης κέρδισε πιθανώς το πρώτο βραβείο [4] και στα Λήναια του επόμενου έτους (425 π.Χ.) οι «Αχαρνείς», με τους οποίους επιτίθεται στις πολεμικές επιλογές των Αθηναίων και προβάλλει την ιδέα για σύναψη συνθήκης ειρήνης με τη Σπάρτη. Το 424 παρουσιάστηκε η κωμωδία «Ιππείς», η οποία αποτελεί μία καυστική, αν και κωδικοποιημένη σάτιρα για τους Αθηναίους πολιτικούς, προ πάντων για το στρατιωτικό ηγέτη της δημοκρατικής παράταξης Κλέωνα, στον οποίο είχε επιτεθεί ήδη έντονα στο έργο του «Βαβυλώνιοι» και τον οποίο κατηγορεί για δημαγωγία. Το 423 π.Χ. παρουσιάστηκε στα Μεγάλα Διονύσια Διόνυσο το έργο «Νεφέλαι», το οποίο αποτελεί μια σάτιρα για τις (τότε) μοντέρνες παιδαγωγικές ιδέες του Σωκράτη. Αυτή η κωμωδία για τον Σωκράτη απετέλεσε πρότυπο για διάφορους Ευρωπαίους συγγραφείς της κλασικής και ρομαντικής εποχής (Lessing, Γκαίτε κ.ά.) Το 422 παρουσιάστηκε στα Λήναια το έργο «Σφήκες», με το οποίο ο Αριστοφάνης λοιδορεί το δικαστικό σύστημα της Αθήνας και ιδιαίτερα τη δικομανία των οπαδών του Κλέωνα που είχε χάσει μια δίκη για υπεξαίρεση. Η κωμωδία «Ειρήνη» παρουσιάστηκε το 421 π.Χ. στα Μεγάλα Διονύσια Διόνυσο. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τις καταστροφικές επιπτώσεις του πελοποννησιακού πολέμου στους αγρότες, οι οποίοι στέλνουν μια επιτροπή στον Όλυμπο και ελευθερώνουν τη θεά της ειρήνης. Το έργο «Όρνιθες» παρουσιάστηκε το 414 επίσης στα Μεγάλα Διονύσια και θεωρείται, λόγω της σκηνικής πληρότητας, το πλέον πετυχημένο έργο του Αριστοφάνη. Πραγματεύεται, όπως στους «Ιππείς» τις πρακτικές των πολιτικών και στρατιωτικών, όμως χωρίς αναφορές σε επίκαιρα γεγονότα της Αθήνας, αλλά ως σημείο εκκινήσεως για να περιγράψει μια ιδανική κοινωνία και ταυτόχρονα για να αποδείξει τη βεβαιότητα για την αποτυχία της. Αν και το έργο αυτό δεν περιέχει το συνήθη για τον Αριστοφάνη πολεμικό τόνο, δεν του λείπουν οι σατιρικές αναφορές σε έργα των Αισχύλου, Ευριπίδη, Πίνδαρου κ.ά. Στα έργα του «Θεσμοφοριάζουσες» (411) και «Βάτραχοι» (405) παρωδούνται τα έργα του Ευριπίδη ως προς το θέμα και το ύφος τους. Το διασημότερο έργο του Αριστοφάνη είναι η «Λυσιστράτη» που παρουσιάστηκε επίσης το 411 π.Χ.. Η ομώνυμη ηρωίδα του έργου πείθει τις γυναίκες της Αθήνας και της Σπάρτης να απόσχουν από τις ερωτικές δραστηριότητες για να υποχρεωθούν οι άντρες να διακόψουν τον πόλεμο. Το σχέδιο αυτό πετυχαίνει μετά από μερικές εμπλοκές. Αν και το έργο φαίνεται να έχει ένα ευγενή στόχο, τη διακοπή του πολέμου και την έλευση της ειρήνης, όπως γνωρίζουμε από την ιστορία, οι ολιγαρχικοί Λακεδαιμόνιοι δέχονταν να διακόψουν τον πόλεμο με κύριο όρο να καταργήσουν οι Αθηναίοι το δημοκρατικό πολίτευμα. Αυτή ήταν και η επιθυμία του Αριστοφάνη, ο οποίος μαζί με τους ολιγαρχικούς υποστήριζε κάθε τι που θα υπόσκαπτε το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας. Τα ύστερα έργα «Εκκλησιάζουσες» (393) και «Πλούτος» (388) ασχολούνται με ζητήματα της ιδιωτικής περιουσίας. Τα έργα του Αριστοφάνη είχαν σημαντική επίδραση σε μεταγενέστερους συγγραφείς, ιδιαίτερα σε Άγγλους σατιρικούς του 17ου και 18ου αιώνα. |
ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΩΜΩΔΙΑ
_Ο Πλούτος είναι η τελευταία σωζόμενη κωμωδία του Αριστοφάνη. Γράφτηκε το 388 π.Χ., σηματοδοτώντας το πέρασμα από την Αρχαία στη Νεότερη Αττική Κωμωδία.
Στην κωμωδία αυτή ο Αριστοφάνης διακωμωδεί τη κακή διανομή του Πλούτου,
που, επειδή είναι τυφλός, πηγαίνει στους κακούς. Αλλά ένας χρηστός
πολίτης, ο Χρεμύλος, μαζί με τον τετραπέρατο δούλο του Καρίωνα,
περιθάλπουν τον τυφλό, τιμωρημένο από το Δία,
θεό Πλούτο, που μικρός τυφλώθηκε για να αποφεύγει τους δίκαιους, τους
σοφούς και τους έντιμους. Ο Θεός Πλούτος λοιπόν ξαναβρίσκει το φως του,
μετά την γιατρειά που του προσφέρουν ο Χρέμυλος με τον δούλο του.
Εκείνος δίνει τα πλούτη του στους αγαθούς και τους κακούς τους κάνει
φτωχούς. Στην κωμωδία αυτή ο ποιητής δε διακωμωδεί ορισμένα πρόσωπα,
αλλά και καταστάσεις και άτομα, όπως στις "Εκκλησιάζουσες". Γι' αυτό με
τις δύο αυτές κωμωδίες ο Αριστοφάνης περνά από την αρχαία στη μέση κωμωδία.
Έτσι, με την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, στήνεται ένα
γαϊτανάκι, το οποίο αποτυπώνει στη σκηνή ένα μωσαϊκό της κοινωνίας της
εποχής του Αριστοφάνη, που στη δίψα της για πλούτο μοιάζει τόσο με τη
δική μας. Η βασική αντίθεση, στην οποία στηρίζεται το έργο, προβάλλεται
από τον αγώνα λόγου ανάμεσα στον Χρεμύλο και την Πενία, με την τελευταία
να ενσαρκώνει την ανάγκη που οδηγεί τον άνθρωπο στην καθημερινή δουλειά
για την επιβίωση σαρκάζοντας τόσο τη φτώχεια τόσο των ημερών του
Αριστοφάνη, όσο και των ημερών μας.
ΚΩΜΩΔΙΑ
_Με τον όρο αρχαία κωμωδία εννοείται ο ένας από τους δύο βασικούς πυλώνες που στήριξαν το οικοδόμημα του αττικού δράματος. Από την αρχαία κωμωδία διασώθηκαν μόνο 11 του Αριστοφάνη, ένα ολοκληρωμένο του Μενάνδρου,
που τιτλοφορείται "Ο Δύσκολος". Επίσης, εκτός από πολλά αποσπάσματα
έργων από διάφορους ποιητές έχει διασωθεί και η κωμωδία του Μενάνδρου "Η
Σαμία" αλλά όχι σε ακαίρεα μορφή. Τα κομμάτια που της έλειπαν όμως,
αντικαταστάθηκαν με καινούρια ύστερα από μελέτες και έτσι έχουμε πλέον
μιαν ολοκληρωμένη μορφή της.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
|
ΑΧΑΡΝΕΙΣ
|
|
ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΓΙΑ ΣΧΟΛΕΙΟ
1821
ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
|
ΘΕΑΤΡΙΚΟ 25 ΜΑΡΤΗ <<…‘Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει>>
Α ΣΚΗΝΗ Σκοτάδι Από το κοινό προβάλλουν δυο παιδιά .Στέκονται αντικριστά στους πλαϊνούς τοίχους. Κρατούν το καθένα από ένα φακό. Π1: Ε, …….., κάνατε πρόβα σήμερα; Π2: Ναι , κάναμε. Διαβάσαμε και ποιήματα Π1: Είχες και συ ποίημα; Π2: Αμέ…. Π1: Τι ποίημα; Π2: Νάτο. << Ελεύθεροι πολιορκημένοι>> Π1: Πώς; Ελεύθεροι πολιορκημένοι; Τι είναι αυτό; Π2: Ποίημα του Διονύσιου Σολωμού, δεν το ξέρεις; Π1: Όχι. Και ακούγεται λίγο παράξενο… Ελεύθεροι Πολιορκημένοι …πώς γίνεται αυτό; Πώς γίνεται να είναι κάποιος πολιορκημένος και ταυτόχρονα ελεύθερος ; Για διάβασε μου τι λέει… Το παιδί 2 αρχίζει να διαβάζει το απόσπασμα από το Σχεδίασμα Β΄. Απαγγέλει το πρώτο δίστιχο. Στον τρίτο στίχο μπαίνει από δεξιά στη σκηνή ένα παιδί φορώντας μαύρα ρούχα. Στέκεται προφίλ στο κοινό και λέει τον τρίτο στίχο μαζί με το παιδί 2.Στον τέταρτο στίχο πάλι μπαίνει παιδί με μαύρα και λέει τον τέταρτο στίχο μαζί με τα δυο προηγούμενα παιδιά. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται για 10 παιδιά. Τον τελευταίο στίχο τον λενε όλα τα παιδιά μαζί. O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε, Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε. Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει, Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι, Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη. Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα, Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα, Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο· Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο. Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη, H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι· Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει· Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει. Β ΣΚΗΝΗ Σκοτάδι Ακούγονται ήχοι. Ήχοι από μαράκα σαν βήματα, απειλητικός σαν βουητό αέρα, ήχος σαν τικ-τακ ρολογιού. Ξαφνικά απότομος ήχος από πιατίνια . Ανοίγουν τα φώτα Στο βάθος της σκηνής τα παιδιά με τα μαύρα είναι παρατεταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο σχηματίζοντας ένα ημικύκλιο παράλληλα με τους τοίχους. Στο προσκήνιο μια άλλη ομάδα παιδιών: Δεξιά μια κοπέλα κρατάει ένα βιβλίο και γύρω της είναι τρια παιδιά. Δίπλα μια μάνα με ένα μωρό στην αγκαλιά Παραδίπλα μια γυναίκα με τον έφηβο γιο της σε στάση αποχαιρετισμού. Μια μάνα αριστερά με ένα μικρό παιδί που ζητάει φαγητό. Τα’ελος στην άλλη άκρη της σκηνής ένα παιδί με κοντυλοφόρο και μια περγαμηνή σαν να γράφει κάτι. Όλοι σε στάση ακινησίας Σκοτάδι Ίδιοι ήχοι όπως και πριν. Πάλι με τα πιατίνια ανοίγουν τα φώτα. Η ίδια σκηνή με πριν μόνο που τα παιδιά με τα μαύρα έχουν κάνει ένα βήμα πιο κοντά. Στα πρόσωπα των γυναικών διαφαίνεται η ανησυχία. Σκοτάδι Ίδιοι ήχοι όπως και πριν. Πάλι με τα πιατίνια ανοίγουν τα φώτα.Τα παιδιά με τα μαύρα έχουν έρθει πολύ κοντά και έχουν περικυκλώσει τις κοπέλες. Αυτές έχουν αρχίσει να στριμώχνονται και διαφαίνεται η αγωνία. Ακούγονται ρυθμικά χτυπήματα από τύμπανο σε όλη τη διάρκεια της σκηνής. Τα παιδιά με τα μαύρα φέρνουν χέρι χέρι ένα μαύρο πανί, γυρίζουν πρόσωπο στους θεατέ και σκεπάζουν την ομάδα των κοριτσιών. Αυτές με αργές κινήσεις προσπαθούν να απαλλαγούν από το πανί και πέφτουν σιγά σιγά κάτω. Στο μεταξύ τα παιδιά με τα μαύρα έχουν γυρίσει πάλι πλάτη στους θεατές. Γ ΣΚΗΝΗ Μόλις ακινητοποιηθούν τα παιδιά κάτω από το πανί σταματά το τύμπανο και ακούγεται μουσική από κλαρίνο. Τα παιδιά με τα μαύρα γυρνούν πρόσωπο στους θεατές ένα ένα και καθώς γυρνούν λένε μια φράση που αντιπροσωπεύει την κατάσταση των παιδιών κάτω από το πανί( πείνα , φοβάμαι, …). Μόλις το κάθε παιδί πει τη φράση του αποσπάται από τον κύκλο και πηγαίνει στον τοίχο και γράφει μια λέξη κλειδί. Μετά γυρνάει στη θέση του με πρόσωπο στον τοίχο. Σκοτάδι Τραγούδι Το πανί έχει φύγει και όλα τα παιδιά είναι στις αρχικές θέσεις. Το παιδί με τον κοντυλοφόρο και την περγαμηνή κάνει πως γράφει και γίνεται ο αφηγητής της παρακάτω σκηνή από το Σχεδίασμα Β’ που δραματοποιείται από τις κοπέλες. Τα παιδιά με τα μαύρα είναι ακίνητα. ΦΩΣ Aπόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείση, αλλά μία άλλη της είπε: «Όχι, παιδί μου· άφησε νάμπη η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε· Mεγάλο πράμα η υπομονή! . . . . . . . . . . . . . . . Kι’ έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι’ εγιόμισε το δωμάτιο. Kαι η πρώτη είπε: «Kαι το αεράκι μάς πολεμάει.» ―Mία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της, Kι’ άφ’σε το χέρι του παιδιού κι’ εσώπασε λιγάκι, Kαι άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθή καθεμία τ’ όνειρό της, Kι’ όλες εφώναξαν μαζί κι’ είπαν πως είδαν ένα. Kαι μία είπε: «Mου εφαίνοτουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι’ ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι’ έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή, Kαι μία δεύτερη είπε: «Eγώ ’δα δάφνες.―Kι εγώ φως· . . . . . . ―Kι’ εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.» Kαι αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πούχε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «Iδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα.» Kαι όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι’ ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της πούχε ξεψυχήσει. Iδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, και λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Eμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα. Όλα τα παιδιά της ομάδας κάθονται πάνω από το νεκρό παιδί σαν ομαδικό γλυπτό. Η γυναίκα λέει ένα μοιρολόι Τότε το καθένα παιδί με τα μαύρα λέει το στίχο που είπε στην αρχή παίρνοντας θέση στο γλυπτό. Ακούγεται στο τέλος η φράση απ’ όλους <<…‘Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει>> Σκοτάδι |