Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
3. Ο Θησέας επιστρέφει στην Αθήνα
Ο Θησέας και οι νέοι της Αθήνας έφυγαν κρυφά με καράβι από την Κρήτη παίρνοντας μαζί και την Αριάδνη. Στη Νάξο, που σταμάτησαν, ο Διόνυσος πήρε την Αριάδνη. Συνέχισαν το ταξίδι τους ξεχνώντας ν’ αλλάξουν τα μαύρα πανιά που είχαν φεύγοντας από την Αθήνα. Ο Αιγέας, που κοιτούσε από το Σούνιο συνέχεια τη θάλασσα, βλέποντας τα μαύρα πανιά έπεσε στη θάλασσα από τη λύπη του και πνίγηκε. Από τότε η θάλασσα αυτή ονομάστηκε Αιγαίο πέλαγος. Ο Θησέας έγινε βασιλιάς της Αθήνας και παντρεύτηκε τη Φαίδρα, αδερφή της Αριάδνης. Κάποια στιγμή έχασε το θρόνο και πήγε στη Σκύρο όπου είχε κτήματα. Εκεί ο βασιλιάς Λυκομήδης, καθώς του τα έδειχνε, τον έσπρωξε στο γκρεμό και τον σκότωσε.
Ο Θησέας και οι νέοι της Αθήνας έφυγαν κρυφά με καράβι από την Κρήτη παίρνοντας μαζί και την Αριάδνη. Στη Νάξο, που σταμάτησαν, ο Διόνυσος πήρε την Αριάδνη. Συνέχισαν το ταξίδι τους ξεχνώντας ν’ αλλάξουν τα μαύρα πανιά που είχαν φεύγοντας από την Αθήνα. Ο Αιγέας, που κοιτούσε από το Σούνιο συνέχεια τη θάλασσα, βλέποντας τα μαύρα πανιά έπεσε στη θάλασσα από τη λύπη του και πνίγηκε. Από τότε η θάλασσα αυτή ονομάστηκε Αιγαίο πέλαγος. Ο Θησέας έγινε βασιλιάς της Αθήνας και παντρεύτηκε τη Φαίδρα, αδερφή της Αριάδνης. Κάποια στιγμή έχασε το θρόνο και πήγε στη Σκύρο όπου είχε κτήματα. Εκεί ο βασιλιάς Λυκομήδης, καθώς του τα έδειχνε, τον έσπρωξε στο γκρεμό και τον σκότωσε.
ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟ
2. Ο Θησέας σκοτώνει το Μινώταυρο
Όταν ο γιος του βασιλιά Μίνωα κέρδισε σε όλα τα αγωνίσματα στους αγώνες που οργανώνονταν στην Αθήνα, κάποιοι Αθηναίοι τον σκότωσαν. Ο Μίνωας πολιόρκησε την Αθήνα, νίκησε και επέβαλε στους νικημένους αθηναίους φόρο: κάθε χρόνο η Αθήνα έπρεπε να στέλνει 7 νέους κι 7 νέες για να τους τρώει ο Μινώταυρος, πού ζούσε στο λαβύρινθο, από τον οποίο κανείς δεν μπορούσε να βγει. Ο Θησέας αποφάσισε να πάει με το καράβι με τους νέους που έστελνε η Αθήνα για να τον σκοτώσει. Στην Κρήτη η Αριάδνη, η κόρη του Μίνωα, του έδωσε ένα κουβάρι, το μίτο, και του είπε να δέσει την άκρη του στην είσοδο του λαβύρινθου. Έτσι ο Θησέας σκότωσε το Μινώταυρο, βγήκε από το λαβύρινθο ακολουθώντας το νήμα. Λαβύρινθος < λάβρυς(διπλός πέλεκυς, το ιερό σύμβολο των Κρητών) Στα ανάκτορα της Κνωσού βρισκόταν το ιερό του διπλού πέλεκυ, οπότε λαβύρινθος = ο οίκος (το σπίτι) του διπλού πέλεκυ
Ο Θησέας κυβερνούσε με τον πατέρα του πολύ σοφά και συνετά. Λίγο μετά την ανάληψη της βασιλείας του, ο Θησέας συνόδεψε τον Ηρακλή στην εκστρατεία του για να αρπάξει την περίφημη ζώνη της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η ζώνη της Ιππολύτης, σύμβολο της βασιλικής της εξουσίας και δώρο από τον πατέρα της Άρη, έγινε αντικείμενο πόθου (object of desire) για τον Ευρυσθέα, ο οποίος ζήτησε από τον Ηρακλή να του τη φέρει, για λογαριασμό της κόρης του Αδμήτης. Ο Ηρακλής μαζί με άλλους ήρωες, ανάμεσά τους και ο Θησέας απέπλευσαν για να την αρπάξουν. Όμως εκεί, ο Θησέας ερωτεύτηκε μια άλλη Αμαζόνα, τη βασίλισσά τους, Αντιόπη, την οποία πήρε μαζί του στην Αθήνα και την έκανε γυναίκα του. Μαζί της γέννησε τον Ιππόλυτο, έναν πανέμορφο και ρωμαλέο νέο, του οποίου την ομορφιά και τη ρώμη ζήλεψε η Φαίδρα.. Οι Αμαζόνες, όμως, για να εκδικηθούν την αρπαγή της συντρόφισσάς τους, κατευθύνθηκαν με εχθρικές διαθέσεις προς την Αθήνα. Ο Θησέας τις νίκησε, αλλά η Αντιόπη πέθανε, μαχόμενη στο πλευρό του άνδρα της.
Λίγο μετά, ο Θησέας θέλησε να τερματίσει το βαρύτιμο φόρο αίματος που πλήρωνε η πόλη του στην Κρήτη, το οποίο και αναφέραμε σε προηγούμενο άρθρο. Έτσι, εθελοντικά, συμπεριλήφθηκε στους 7 νέους που θα πήγαιναν στην Κρήτη, τροφή για το Μινώταυρο. Όταν σάλπαρε, το πλοίο είχε μαύρα πανιά - σημάδι της μελαγχολίας - ενώ ο Αιγέας τους είχε δώσει και πανιά λευκού χρώματος, τα οποία θα χρησιμοποιούσαν όταν και εάν επέστρεφαν νικηφόροι, δίνοντας το σήμα της χαράς και του θριάμβου στο λαό της Αθήνας, πριν ακόμη προσαράξουν.
Ο Θησέας έφτασε στην Κρήτη και οδηγήθηκε προς το Λαβύρινθο μαζί με τα άλλα 13 παιδιά· εκεί τον είδε η Αριάδνη, κόρη του Μίνωα, και τον ερωτεύτηκε, μετά από θαύμα της θεάς Αφροδίτης. Τόσο πολύ τον ποθούσε που, λίγο πριν οι νέοι οδηγηθούν στο Λαβύρινθο, τον έβαλε να υποσχεθεί ότι θα την παντρευόταν και του έδωσε ένα κουβάρι από κλωστή (ο μίτος της Αριάδνης), συμβουλεύοντάς τον να δέσει το ένα άκρο του στην είσοδο του Λαβύρινθου και, καθώς προχωρούσε, να ξετυλίγει το κουβάρι, για να βρει το δρόμο του στην έξοδο.
Ο Θησέας υπάκουσε στη συμβουλή της και ξετύλιγε το μίτο όσο προχωρούσε πιο βαθιά. Όταν έφτασε στη φωλιά του Μινώταυρου, τον αιφνιδίασε και τον σκότωσε με μόνο όπλο τις μπουνιές και τις γροθιές του. Αμέσως μετά, ελευθέρωσε τους συντρόφους του και, τυλίγοντας τώρα το μίτο, κατόρθωσε να βρει το δρόμο του για την έξοδο από το Λαβύρινθο. Μαζί με τους συντρόφους του, την Αριάδνη και την αδελφή της, Φαίδρα, απέπλευσαν μυστικά από το λιμάνι της Κνωσού, κατευθυνόμενοι προς την Αθήνα.
Στο δρόμο τους σταμάτησαν στο νησί Νάξος, όπου απ’ εκεί έφυγε χωρίς την Αριάδνη. Για τους λόγους της εγκατάλειψης υπάρχουν δύο εκδοχές: Η πρώτη μας λέει ότι στο νησί βρισκόταν ο θεός Διόνυσος που, βλέποντας την Αριάδνη, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και ζήτησε από τον ήρωα να του την χαρίσει για να την παντρευτεί αυτός. Η δεύτερη, όμως, αναφέρει πως ο Θησέας την άφησε ενώ κοιμόταν σε μια ακρογιαλιά του νησιού, όπου τη βρήκε ο θεός Διόνυσος, την ερωτεύτηκε και τη νυμφεύτηκε.
Όλα πήγαιναν καλά, ενώ ο Θησέας και οι σύντροφοί του έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας για τη νίκη τους. Όμως, πάνω στο γλέντι και τη χαρά, κανένας δεν θυμήθηκε να αλλάξει τα μαύρα πανιά του πλοίου και να βάλει τα λευκά. Έτσι, το πλοίο συνέχισε να ταξιδεύει με μαύρα πανιά. Ο κακόμοιρος Αιγέας, που είχε ανεβεί στην ακρογιαλιά του βράχου του Σουνίου για να αγναντέψει την επιστροφή του γιου του, βλέποντας το πλοίο να φτάνει με μαύρα πανιά, συμπέρανε πως ο γιος του ήταν πεθαμένος· μη αντέχοντας τον αβάστακτο πόνο για τον άδικο χαμό του γιου του, έπεσε και γκρεμοτσακίστηκε στο πέλαγος και τους βράχους. Οι Αθηναίοι, προς τιμήν του, ονόμασαν το πέλαγος που φιλοξένησε το άψυχο κορμί του ΑΙΓΑΙΟ. Είναι το σημερινό Αιγαίο Πέλαγος, του οποίου τα νησιά και τις βραχονησίδες επιβουλεύονται οι Τούρκοι, αλλά και το πέλαγος πάνω από το οποίο γίνονται καθημερινά αερομαχίες μεταξύ ελληνικών και τούρκικων μαχητικών αεροσκαφών.
Αργότερα, ο Θησέας έλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου, τον οποίο αποστάληκε από τη θεά Άρτεμη, στην περιοχή του Καλυδώνα, κοντά στην Αιτωλία, ως τιμωρία για την ασέβεια του βασιλιά Οινέα να παραλείψει να προσφέρει θυσία. Για αντιμετώπιση του φοβερού αυτού κακού κλήθηκαν όλοι οι περίφημοι ήρωες, από το Μελέαγρο, γιο του Οινέα και της Αλθέας μέχρι και την Αταλάντη, κόρη του Σχοινέα. Τον σκότωσε η Αταλάντη και ο Μελέαγρος, ενώ στο κυνήγι του συμμετείχαν πολλοί ένδοξοι ήρωες, όπως ο Θησέας, ο Ιάσονας, ο Πηλέας κτλ.
Όταν ο γιος του βασιλιά Μίνωα κέρδισε σε όλα τα αγωνίσματα στους αγώνες που οργανώνονταν στην Αθήνα, κάποιοι Αθηναίοι τον σκότωσαν. Ο Μίνωας πολιόρκησε την Αθήνα, νίκησε και επέβαλε στους νικημένους αθηναίους φόρο: κάθε χρόνο η Αθήνα έπρεπε να στέλνει 7 νέους κι 7 νέες για να τους τρώει ο Μινώταυρος, πού ζούσε στο λαβύρινθο, από τον οποίο κανείς δεν μπορούσε να βγει. Ο Θησέας αποφάσισε να πάει με το καράβι με τους νέους που έστελνε η Αθήνα για να τον σκοτώσει. Στην Κρήτη η Αριάδνη, η κόρη του Μίνωα, του έδωσε ένα κουβάρι, το μίτο, και του είπε να δέσει την άκρη του στην είσοδο του λαβύρινθου. Έτσι ο Θησέας σκότωσε το Μινώταυρο, βγήκε από το λαβύρινθο ακολουθώντας το νήμα. Λαβύρινθος < λάβρυς(διπλός πέλεκυς, το ιερό σύμβολο των Κρητών) Στα ανάκτορα της Κνωσού βρισκόταν το ιερό του διπλού πέλεκυ, οπότε λαβύρινθος = ο οίκος (το σπίτι) του διπλού πέλεκυ
Ο Θησέας κυβερνούσε με τον πατέρα του πολύ σοφά και συνετά. Λίγο μετά την ανάληψη της βασιλείας του, ο Θησέας συνόδεψε τον Ηρακλή στην εκστρατεία του για να αρπάξει την περίφημη ζώνη της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η ζώνη της Ιππολύτης, σύμβολο της βασιλικής της εξουσίας και δώρο από τον πατέρα της Άρη, έγινε αντικείμενο πόθου (object of desire) για τον Ευρυσθέα, ο οποίος ζήτησε από τον Ηρακλή να του τη φέρει, για λογαριασμό της κόρης του Αδμήτης. Ο Ηρακλής μαζί με άλλους ήρωες, ανάμεσά τους και ο Θησέας απέπλευσαν για να την αρπάξουν. Όμως εκεί, ο Θησέας ερωτεύτηκε μια άλλη Αμαζόνα, τη βασίλισσά τους, Αντιόπη, την οποία πήρε μαζί του στην Αθήνα και την έκανε γυναίκα του. Μαζί της γέννησε τον Ιππόλυτο, έναν πανέμορφο και ρωμαλέο νέο, του οποίου την ομορφιά και τη ρώμη ζήλεψε η Φαίδρα.. Οι Αμαζόνες, όμως, για να εκδικηθούν την αρπαγή της συντρόφισσάς τους, κατευθύνθηκαν με εχθρικές διαθέσεις προς την Αθήνα. Ο Θησέας τις νίκησε, αλλά η Αντιόπη πέθανε, μαχόμενη στο πλευρό του άνδρα της.
Λίγο μετά, ο Θησέας θέλησε να τερματίσει το βαρύτιμο φόρο αίματος που πλήρωνε η πόλη του στην Κρήτη, το οποίο και αναφέραμε σε προηγούμενο άρθρο. Έτσι, εθελοντικά, συμπεριλήφθηκε στους 7 νέους που θα πήγαιναν στην Κρήτη, τροφή για το Μινώταυρο. Όταν σάλπαρε, το πλοίο είχε μαύρα πανιά - σημάδι της μελαγχολίας - ενώ ο Αιγέας τους είχε δώσει και πανιά λευκού χρώματος, τα οποία θα χρησιμοποιούσαν όταν και εάν επέστρεφαν νικηφόροι, δίνοντας το σήμα της χαράς και του θριάμβου στο λαό της Αθήνας, πριν ακόμη προσαράξουν.
Ο Θησέας έφτασε στην Κρήτη και οδηγήθηκε προς το Λαβύρινθο μαζί με τα άλλα 13 παιδιά· εκεί τον είδε η Αριάδνη, κόρη του Μίνωα, και τον ερωτεύτηκε, μετά από θαύμα της θεάς Αφροδίτης. Τόσο πολύ τον ποθούσε που, λίγο πριν οι νέοι οδηγηθούν στο Λαβύρινθο, τον έβαλε να υποσχεθεί ότι θα την παντρευόταν και του έδωσε ένα κουβάρι από κλωστή (ο μίτος της Αριάδνης), συμβουλεύοντάς τον να δέσει το ένα άκρο του στην είσοδο του Λαβύρινθου και, καθώς προχωρούσε, να ξετυλίγει το κουβάρι, για να βρει το δρόμο του στην έξοδο.
Ο Θησέας υπάκουσε στη συμβουλή της και ξετύλιγε το μίτο όσο προχωρούσε πιο βαθιά. Όταν έφτασε στη φωλιά του Μινώταυρου, τον αιφνιδίασε και τον σκότωσε με μόνο όπλο τις μπουνιές και τις γροθιές του. Αμέσως μετά, ελευθέρωσε τους συντρόφους του και, τυλίγοντας τώρα το μίτο, κατόρθωσε να βρει το δρόμο του για την έξοδο από το Λαβύρινθο. Μαζί με τους συντρόφους του, την Αριάδνη και την αδελφή της, Φαίδρα, απέπλευσαν μυστικά από το λιμάνι της Κνωσού, κατευθυνόμενοι προς την Αθήνα.
Στο δρόμο τους σταμάτησαν στο νησί Νάξος, όπου απ’ εκεί έφυγε χωρίς την Αριάδνη. Για τους λόγους της εγκατάλειψης υπάρχουν δύο εκδοχές: Η πρώτη μας λέει ότι στο νησί βρισκόταν ο θεός Διόνυσος που, βλέποντας την Αριάδνη, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και ζήτησε από τον ήρωα να του την χαρίσει για να την παντρευτεί αυτός. Η δεύτερη, όμως, αναφέρει πως ο Θησέας την άφησε ενώ κοιμόταν σε μια ακρογιαλιά του νησιού, όπου τη βρήκε ο θεός Διόνυσος, την ερωτεύτηκε και τη νυμφεύτηκε.
Όλα πήγαιναν καλά, ενώ ο Θησέας και οι σύντροφοί του έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας για τη νίκη τους. Όμως, πάνω στο γλέντι και τη χαρά, κανένας δεν θυμήθηκε να αλλάξει τα μαύρα πανιά του πλοίου και να βάλει τα λευκά. Έτσι, το πλοίο συνέχισε να ταξιδεύει με μαύρα πανιά. Ο κακόμοιρος Αιγέας, που είχε ανεβεί στην ακρογιαλιά του βράχου του Σουνίου για να αγναντέψει την επιστροφή του γιου του, βλέποντας το πλοίο να φτάνει με μαύρα πανιά, συμπέρανε πως ο γιος του ήταν πεθαμένος· μη αντέχοντας τον αβάστακτο πόνο για τον άδικο χαμό του γιου του, έπεσε και γκρεμοτσακίστηκε στο πέλαγος και τους βράχους. Οι Αθηναίοι, προς τιμήν του, ονόμασαν το πέλαγος που φιλοξένησε το άψυχο κορμί του ΑΙΓΑΙΟ. Είναι το σημερινό Αιγαίο Πέλαγος, του οποίου τα νησιά και τις βραχονησίδες επιβουλεύονται οι Τούρκοι, αλλά και το πέλαγος πάνω από το οποίο γίνονται καθημερινά αερομαχίες μεταξύ ελληνικών και τούρκικων μαχητικών αεροσκαφών.
Αργότερα, ο Θησέας έλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου, τον οποίο αποστάληκε από τη θεά Άρτεμη, στην περιοχή του Καλυδώνα, κοντά στην Αιτωλία, ως τιμωρία για την ασέβεια του βασιλιά Οινέα να παραλείψει να προσφέρει θυσία. Για αντιμετώπιση του φοβερού αυτού κακού κλήθηκαν όλοι οι περίφημοι ήρωες, από το Μελέαγρο, γιο του Οινέα και της Αλθέας μέχρι και την Αταλάντη, κόρη του Σχοινέα. Τον σκότωσε η Αταλάντη και ο Μελέαγρος, ενώ στο κυνήγι του συμμετείχαν πολλοί ένδοξοι ήρωες, όπως ο Θησέας, ο Ιάσονας, ο Πηλέας κτλ.
Ο ΘΗΣΕΑΣ
1. Ο Θησέας: Εισαγωγή
Ο βασιλιάς της Αθήνας, ο Αιγέας, γυρνώντας κάποτε από το μαντείο των Δελφών, πέρασε από την Τροιζήνα. Εκεί γνώρισε την Αίθρα, την κόρη του βασιλιά . Από αυτούς τους δυο γεννήθηκε ο Θησέας. Ενώ η Αίθρα ήταν ακόμη έγκυος, ο άντρας της χρειάστηκε να γυρίσει στην Αθήνα. Πριν φύγει, έκρυψε το σπαθί και τα χρυσά σανδάλια του κάτω από ένα βράχο, δίπλα στο ναό του Δία και της είπε: «Αν το παιδί που θα γεννήσεις είναι αγόρι, όταν θα μεγαλώσει και θα μπορέσει να σηκώσει το βράχο, να πάρει το σπαθί και τα χρυσά σανδάλια μου και να έρθει στην Αθήνα».
Όταν ο Θησέας μεγάλωσε, η Αίθρα τού έδειξε το βράχο, εκείνος τον σήκωσε, πήρε το σπαθί και τα χρυσά σανδάλια του πατέρα του κι έφυγε για την Αθήνα. Δεν θέλησε να πάει με καράβι. Προτίμησε το δρόμο της στεριάς που ήταν γεμάτος κινδύνους.
Ξεπέρασε όλους τους κινδύνους που συνάντησε, νίκησε πολλούς κακοποιούς, ληστές και άγρια ζώα, που τρομοκρατούσαν και σκότωναν ανθρώπους. Οι άνθρωποι μπορούσαν να ταξιδεύουν πια .
Έφτασε τέλος στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του, βλέποντας το σπαθί και τα χρυσά σανδάλια του, τον γνώρισε αμέσως και τον υποδέχτηκε με χαρά.
Ο βασιλιάς της Αθήνας, ο Αιγέας, γυρνώντας κάποτε από το μαντείο των Δελφών, πέρασε από την Τροιζήνα. Εκεί γνώρισε την Αίθρα, την κόρη του βασιλιά . Από αυτούς τους δυο γεννήθηκε ο Θησέας. Ενώ η Αίθρα ήταν ακόμη έγκυος, ο άντρας της χρειάστηκε να γυρίσει στην Αθήνα. Πριν φύγει, έκρυψε το σπαθί και τα χρυσά σανδάλια του κάτω από ένα βράχο, δίπλα στο ναό του Δία και της είπε: «Αν το παιδί που θα γεννήσεις είναι αγόρι, όταν θα μεγαλώσει και θα μπορέσει να σηκώσει το βράχο, να πάρει το σπαθί και τα χρυσά σανδάλια μου και να έρθει στην Αθήνα».
Όταν ο Θησέας μεγάλωσε, η Αίθρα τού έδειξε το βράχο, εκείνος τον σήκωσε, πήρε το σπαθί και τα χρυσά σανδάλια του πατέρα του κι έφυγε για την Αθήνα. Δεν θέλησε να πάει με καράβι. Προτίμησε το δρόμο της στεριάς που ήταν γεμάτος κινδύνους.
Ξεπέρασε όλους τους κινδύνους που συνάντησε, νίκησε πολλούς κακοποιούς, ληστές και άγρια ζώα, που τρομοκρατούσαν και σκότωναν ανθρώπους. Οι άνθρωποι μπορούσαν να ταξιδεύουν πια .
Έφτασε τέλος στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του, βλέποντας το σπαθί και τα χρυσά σανδάλια του, τον γνώρισε αμέσως και τον υποδέχτηκε με χαρά.
ΘΗΣΕΑΣ
Οι μύθοι για το Θησέα ήταν η απάντηση της "ιωνικής" Αθήνας στον άλλο σπουδαίο ήρωα του αρχαίου κόσμου, τον Ηρακλή, Ο Θησέας θεωρούνταν ιδρυτής της πόλης των Αθηνών, μια και ο ίδιος συνοίκισε τους δήμους της Αττικής σε ενιαία πόλη που ονομάστηκε Αθήνα προς τιμή της προστάτιδάς του θεάς Αθηνάς.
Ο ΘΗΣΕΑΣ
Ο Θησέας είναι ο κατεξοχήν ήρωας της Αθήνας, κατέχοντας την αντίστοιχη θέση στους Ίωνες που έχει ο Ηρακλής στους Δωριείς, μολονότι μια γενιά νεότερος. Μητέρα του είναι η Αίθρα, κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας και πατέρας του ο Αιγέας, βασιλιάς των Αθηνών. Ο Αιγέας μετά από δύο άγονους γάμους με τη Μήτα και τη Χαλκιόπη ζήτησε τη βοήθεια του Μαντείου των Δελφών, αναφορικά με το τι έπρεπε να κάνει. Το Μαντείο του έδωσε ένα άσχετο και ακαταλαβίστικο χρησμό: «Μην ανοίξεις το ασκί του κρασιού σου πριν φτάσεις στην Αθήνα». Ο Αιγέας, μη κατανοώντας το νόημα του χρησμού, ταξιδεύοντας πίσω στην Αθήνα πέρασε και από την Τροιζήνα, στην οποία βασίλευε ο σοφός Πιτθέας, με σκοπό να ζητήσει τη συμβουλή του. Ο Πιτθέας κατάλαβε αμέσως το χρησμό (να μην μεθύσει πριν φτάσει στην Αθήνα), αλλά ήθελε πάση θυσία να τον ζευγαρώσει με την κόρη του, Αίθρα.
Έτσι, ο σοφός βασιλιάς διοργάνωσε μεγάλο συμπόσιο προς τιμήν του Αιγέα, στον οποίο προσέφερε μεγάλη ποσότητα κρασιού. Ο Αιγέας μέθυσε, με αποτέλεσμα να περάσει τη νύχτα με την Αίθρα. Το επόμενο πρωί, καταλαβαίνοντας τι είχε γίνει, ανακοίνωσε στην Αίθρα ότι θα έπρεπε να επιστρέψει μόνος στην Αθήνα και να μην μάθει κανείς ότι θα είχε απόγονο, γιατί οι Παλλαντίδες, οι 50 γιοι του αδελφού του, Πάλλαντα, διεκδικούσαν το θρόνο του. Επιπλέον, άφησε παρακαταθήκη στο γιο του το ξίφος του και τα σαντάλια του, τα οποία τοποθέτησε κάτω από μια μεγάλη πέτρα, δίνοντας οδηγίες στην Αίθρα να τον οδηγήσει στο μέρος αυτό όταν θα ήταν αρκετά δυνατός να σηκώσει την πέτρα, να αναλάβει και να πάει στην Αθήνα, σε αναζήτηση του πατέρα του.
Καρπός της ένωσής τους ήταν ο Θησέας, που μεγάλωσε στην Τροιζήνα, μαζί με τη μητέρα του και τον παππού του. Μεγαλώνοντας, έγινε ένας όμορφος και δυνατός νέος. Ένα από τα πρώτα του κατορθώματα ήταν να αρπάξει τον τρομερό ταύρο που είχε φέρει ο Ηρακλής από την Κρήτη: ο ταύρος, που βρισκόταν κοντά στο Μαραθώνα, προκαλούσε μεγάλη αναστάτωση στην περιοχή και έτσι ο Θησέας τον αιχμαλώτισε με αλυσίδες και τον προσέφερε θυσία στο Δελφίνιο Απόλλωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Θησέας δεν δέχτηκε να του κόψουν όλα του τα μαλλιά, όπως συνηθιζόταν, αλλά μόνο τις μπούκλες γύρω από το μέτωπό του. Το κούρεμα αυτό έγινε αργότερα της μόδας, γνωστό ως «θησεία κόμη».
Λέγεται πως μια μέρα πριν ο Θησέας συλλάβει τον ταύρο έβρεχε βαριά και ζήτησε φιλοξενία σε ένα από τα σπίτια της περιοχής. Η γριά που τον φιλοξένησε ονομαζόταν Εκάλη και επειδή είχε πεθάνει λίγο μετά που έφυγε, όταν έγινε βασιλιάς στην Αθήνα έδωσε το όνομά της σε ένα χωριουδάκι της Αττικής, τη σημερινή Εκάλη, που είναι κτισμένα τα εξοχικά των πλούσιων Ελλήνων. Λίγο πριν, όταν ο Θησέας ήταν 7 ακόμη χρονών, επισκέφθηκε την Τροιζήνα ο Ηρακλής. Ο Θησέας έπαιζε με άλλα παιδιά στα Προπύλαια, όταν φανερώθηκε ο Ηρακλής με την τρομερή του λεοντή από το δέρμα του λιονταριού της Νεμέας· ενώ όλα τα παιδιά σκορπίστηκαν από το φόβο τους, ο Θησέας, νομίζοντας - όπως και τα άλλα παιδιά - πως η λεοντή ήταν πραγματικό λιοντάρι, άρπαξε ένα τσεκούρι και όρμησε να το σκοτώσει, ξαφνιάζοντας τον Ηρακλή.
Όταν έγινε 16 χρονών, ο Θησέας οδηγήθηκε από τη μητέρα του στο χώρο που είχε αφήσει ο πατέρας του το ξίφος και τα σαντάλια του. Με ευκολία ανασήκωσε την πέτρα, ανάλαβε και, αφού του αποκαλύφθηκε η πατρότητά του, αποφάσισε να τραβήξει για την Αθήνα, σε αναζήτηση του Αιγέα. Μάταια ο Πιτθέας και η Αίθρα τον παρακαλούσαν να χρησιμοποιήσει τη θάλασσα: ο Θησέας ήθελε να πάει μέσω της στεριάς, που ήταν γεμάτη από ληστές και τέρατα, για να κατορθώσει τους νικήσει και να καθιερώσει το όνομά του σαν ήρωας, όπως ο Ηρακλής, που τόσο ζήλευε.
Έτσι και έγινε. Για τους άθλους και τις περιπέτειές του θα αφιερώσουμε το επόμενό μας άρθρο. Αποτέλεσμα όλων αυτών των κατορθωμάτων του Θησέα ήταν η φήμη του να προηγηθεί της άφιξής του στην Αθήνα. Την ίδια εποχή ο Αιγέας νυμφεύτηκε τη Μήδεια, μια μάγισσα που αναφέραμε σε προηγούμενό μας άρθρο, κόρη του βασιλιά Αιήτη της Κολχίδας. Η Μήδεια γνώριζε την ταυτότητα του Θησέα, την οποία όμως αγνοούσε ο Αιγέας. Έτσι, η Μήδεια τρομοκρατούσε τον Αιγέα αναφορικά με την άφιξη του Θησέα, λέγοντάς του ότι θα ερχόταν για να καταλάβει το βασίλειό του, αποφεύγοντας να του αποκαλύψει ότι ήταν ο ίδιος του ο γιος. Έτσι, τον έπεισε να σκοτώσει το Θησέα, όταν αυτός θα ερχόταν στην πόλη του.
Ο Αιγέας υποδέχτηκε με τιμές το νέο, του οποίου η ρώμη και το κάλλος είχαν αποχτήσει ήδη μυθικές διαστάσεις και διοργάνωσε προς τιμήν του συμπόσιο, στο οποίο του προσέφερε ένα κύπελλο με δηλητήριο, στη θέση του κρασιού. Την ώρα που ο Θησέας σήκωσε το σπαθί του για να κόψει ένα κομμάτι από το θυσιασμένο ζώο, ο πατέρας του αναγνώρισε το ξίφος και, σχεδόν αμέσως, τα σαντάλια του. Έτσι, δευτερόλεπτα πριν ο Θησέας αρχίσει να πίνει το δηλητήριο, όρμησε πάνω του, άρπαξε το κύπελλο από τα χέρια του, έχυσε το περιεχόμενό του σε μια γλάστρα και του εξήγησε ότι ήταν ο πατέρας του. Ύστερα, θέλοντας να τιμωρήσει τη Μήδεια, που τον είχε ξεγελάσει, την εξόρισε στην πατρίδα της και κάλεσε το λαό των Αθηνών να υποδεχτεί τον ρωμαλέο νέο. Το γεγονός αυτό θορύβησε τους γιους του Πάλλαντα, που χωρίστηκαν σε δύο ομάδες (μια πήγε στην Αθήνα φανερά και μια κρυφά), με σκοπό να δολοφονήσουν το Θησέα.
Ο Θησέας είχε πληροφορηθεί για τις κινήσεις τους και ξαφνιάζοντας τους υπό κάλυψη εξαδέλφους του τους σκότωσε, ενώ οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή και διέφυγαν. Στη δίκη που επακολούθησε, ο Θησέας αθωώθηκε λόγω του κείμενου δικαίου. Λέγεται μάλιστα πως για πρώτη φορά κάποιος που σκότωσε συγγενείς και δικάστηκε αθωώθηκε.
Έτσι, ο σοφός βασιλιάς διοργάνωσε μεγάλο συμπόσιο προς τιμήν του Αιγέα, στον οποίο προσέφερε μεγάλη ποσότητα κρασιού. Ο Αιγέας μέθυσε, με αποτέλεσμα να περάσει τη νύχτα με την Αίθρα. Το επόμενο πρωί, καταλαβαίνοντας τι είχε γίνει, ανακοίνωσε στην Αίθρα ότι θα έπρεπε να επιστρέψει μόνος στην Αθήνα και να μην μάθει κανείς ότι θα είχε απόγονο, γιατί οι Παλλαντίδες, οι 50 γιοι του αδελφού του, Πάλλαντα, διεκδικούσαν το θρόνο του. Επιπλέον, άφησε παρακαταθήκη στο γιο του το ξίφος του και τα σαντάλια του, τα οποία τοποθέτησε κάτω από μια μεγάλη πέτρα, δίνοντας οδηγίες στην Αίθρα να τον οδηγήσει στο μέρος αυτό όταν θα ήταν αρκετά δυνατός να σηκώσει την πέτρα, να αναλάβει και να πάει στην Αθήνα, σε αναζήτηση του πατέρα του.
Καρπός της ένωσής τους ήταν ο Θησέας, που μεγάλωσε στην Τροιζήνα, μαζί με τη μητέρα του και τον παππού του. Μεγαλώνοντας, έγινε ένας όμορφος και δυνατός νέος. Ένα από τα πρώτα του κατορθώματα ήταν να αρπάξει τον τρομερό ταύρο που είχε φέρει ο Ηρακλής από την Κρήτη: ο ταύρος, που βρισκόταν κοντά στο Μαραθώνα, προκαλούσε μεγάλη αναστάτωση στην περιοχή και έτσι ο Θησέας τον αιχμαλώτισε με αλυσίδες και τον προσέφερε θυσία στο Δελφίνιο Απόλλωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Θησέας δεν δέχτηκε να του κόψουν όλα του τα μαλλιά, όπως συνηθιζόταν, αλλά μόνο τις μπούκλες γύρω από το μέτωπό του. Το κούρεμα αυτό έγινε αργότερα της μόδας, γνωστό ως «θησεία κόμη».
Λέγεται πως μια μέρα πριν ο Θησέας συλλάβει τον ταύρο έβρεχε βαριά και ζήτησε φιλοξενία σε ένα από τα σπίτια της περιοχής. Η γριά που τον φιλοξένησε ονομαζόταν Εκάλη και επειδή είχε πεθάνει λίγο μετά που έφυγε, όταν έγινε βασιλιάς στην Αθήνα έδωσε το όνομά της σε ένα χωριουδάκι της Αττικής, τη σημερινή Εκάλη, που είναι κτισμένα τα εξοχικά των πλούσιων Ελλήνων. Λίγο πριν, όταν ο Θησέας ήταν 7 ακόμη χρονών, επισκέφθηκε την Τροιζήνα ο Ηρακλής. Ο Θησέας έπαιζε με άλλα παιδιά στα Προπύλαια, όταν φανερώθηκε ο Ηρακλής με την τρομερή του λεοντή από το δέρμα του λιονταριού της Νεμέας· ενώ όλα τα παιδιά σκορπίστηκαν από το φόβο τους, ο Θησέας, νομίζοντας - όπως και τα άλλα παιδιά - πως η λεοντή ήταν πραγματικό λιοντάρι, άρπαξε ένα τσεκούρι και όρμησε να το σκοτώσει, ξαφνιάζοντας τον Ηρακλή.
Όταν έγινε 16 χρονών, ο Θησέας οδηγήθηκε από τη μητέρα του στο χώρο που είχε αφήσει ο πατέρας του το ξίφος και τα σαντάλια του. Με ευκολία ανασήκωσε την πέτρα, ανάλαβε και, αφού του αποκαλύφθηκε η πατρότητά του, αποφάσισε να τραβήξει για την Αθήνα, σε αναζήτηση του Αιγέα. Μάταια ο Πιτθέας και η Αίθρα τον παρακαλούσαν να χρησιμοποιήσει τη θάλασσα: ο Θησέας ήθελε να πάει μέσω της στεριάς, που ήταν γεμάτη από ληστές και τέρατα, για να κατορθώσει τους νικήσει και να καθιερώσει το όνομά του σαν ήρωας, όπως ο Ηρακλής, που τόσο ζήλευε.
Έτσι και έγινε. Για τους άθλους και τις περιπέτειές του θα αφιερώσουμε το επόμενό μας άρθρο. Αποτέλεσμα όλων αυτών των κατορθωμάτων του Θησέα ήταν η φήμη του να προηγηθεί της άφιξής του στην Αθήνα. Την ίδια εποχή ο Αιγέας νυμφεύτηκε τη Μήδεια, μια μάγισσα που αναφέραμε σε προηγούμενό μας άρθρο, κόρη του βασιλιά Αιήτη της Κολχίδας. Η Μήδεια γνώριζε την ταυτότητα του Θησέα, την οποία όμως αγνοούσε ο Αιγέας. Έτσι, η Μήδεια τρομοκρατούσε τον Αιγέα αναφορικά με την άφιξη του Θησέα, λέγοντάς του ότι θα ερχόταν για να καταλάβει το βασίλειό του, αποφεύγοντας να του αποκαλύψει ότι ήταν ο ίδιος του ο γιος. Έτσι, τον έπεισε να σκοτώσει το Θησέα, όταν αυτός θα ερχόταν στην πόλη του.
Ο Αιγέας υποδέχτηκε με τιμές το νέο, του οποίου η ρώμη και το κάλλος είχαν αποχτήσει ήδη μυθικές διαστάσεις και διοργάνωσε προς τιμήν του συμπόσιο, στο οποίο του προσέφερε ένα κύπελλο με δηλητήριο, στη θέση του κρασιού. Την ώρα που ο Θησέας σήκωσε το σπαθί του για να κόψει ένα κομμάτι από το θυσιασμένο ζώο, ο πατέρας του αναγνώρισε το ξίφος και, σχεδόν αμέσως, τα σαντάλια του. Έτσι, δευτερόλεπτα πριν ο Θησέας αρχίσει να πίνει το δηλητήριο, όρμησε πάνω του, άρπαξε το κύπελλο από τα χέρια του, έχυσε το περιεχόμενό του σε μια γλάστρα και του εξήγησε ότι ήταν ο πατέρας του. Ύστερα, θέλοντας να τιμωρήσει τη Μήδεια, που τον είχε ξεγελάσει, την εξόρισε στην πατρίδα της και κάλεσε το λαό των Αθηνών να υποδεχτεί τον ρωμαλέο νέο. Το γεγονός αυτό θορύβησε τους γιους του Πάλλαντα, που χωρίστηκαν σε δύο ομάδες (μια πήγε στην Αθήνα φανερά και μια κρυφά), με σκοπό να δολοφονήσουν το Θησέα.
Ο Θησέας είχε πληροφορηθεί για τις κινήσεις τους και ξαφνιάζοντας τους υπό κάλυψη εξαδέλφους του τους σκότωσε, ενώ οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή και διέφυγαν. Στη δίκη που επακολούθησε, ο Θησέας αθωώθηκε λόγω του κείμενου δικαίου. Λέγεται μάλιστα πως για πρώτη φορά κάποιος που σκότωσε συγγενείς και δικάστηκε αθωώθηκε.
|
|